Οι εκλογές ήταν του… ΣΥΡΙΖΑ
28/05/2023 20:00
28/05/2023 20:00
«Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό που φέρνει τρόμο». Ο συγκλονιστικός στίχος του Νίκου Καββαδία μου ήρθε απευθείας στο μυαλό μόλις συνειδητοποίησα το αποτέλεσμα των εκλογών της προηγούμενης Κυριακής.
Τρόμαξα για την διαφορά του πρώτου με το δεύτερο κόμμα, που όμοιά της δεν έχω δει στα σαραντατόσα χρόνια που με τον άλφα ή βήτα τρόπο ασχολούμαι με την πολιτική.
Τρόμαξα με την διαπίστωση πως όχι μόνον εμείς οι υποτιθέμενοι πολιτικοί αναλυτές-δημοσιογράφοι αλλά και οι επαγγελματίες ιχνηλάτες των τάσεων της κοινής γνώμης- δημοσκόποι δεν πήραμε μυρωδιά από το κλίμα που επικρατούσε στον κόσμο.
Τρόμαξα που για πρώτη φορά βρεθήκαμε μπροστά στο ασύνηθες για κοινοβουλευτική δημοκρατία φαινόμενο, αντί να μειωθεί η δύναμη της κυβέρνησης λόγω της φυσιολογικής φθοράς, να συντριβεί η αντιπολίτευση.
Ομολογώντας εξαρχής την απογοήτευσή μου που ενώ δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία πως θα χάσει με διαφορά, δεν κατάφερα να ανιχνεύσω την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ μέρα- μέρα καθώς εξελισσόταν η προεκλογική περίοδος, αποδίδω την ετυμηγορία των ψηφοφόρων, αφενός στην τιμωρητική διάθεση για τον τρόπο που κυβέρνησε, αφετέρου στην θολή εικόνα και τα αμφίσημα μηνύματα του.
Εκ του αποτελέσματος συνάγεται πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο κρίσιμος παράγοντας των εκλογών και πως αυτός ήταν που καθόρισε τα ποσοστά όλων των κομμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυροποίησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη αναδεικνύοντάς τον σε απόλυτο κυρίαρχο -για να μην πω σε ηγεμόνα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέστησε το ΠΑΣΟΚ που δέκα χρόνια τώρα δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε το ΚΚΕ στον ισχυρό αντισυστημικό πόλο της αριστεράς.
Τι έκανε τόσο λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ και έγινε ο απόλυτος -αρνητικός- πρωταγωνιστής των εκλογών; Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το ότι έφυγε από εκεί που ήταν, χωρίς να πάει κάπου αλλού, καταλήγοντας να περιπλανιέται ασκόπως και να παρασύρεται από οποιοδήποτε ρεύμα ή αεράκι προέκυπτε…
Άφησε δηλαδή την φυσιογνωμία του αριστερού κόμματος που επαγγελλόταν τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το … σύστημα, παράτησε την αποσπασματική πολιτική των ακτιβίστικων δράσεων κατά περιθωριακών θεμάτων και προσπάθησε στα λόγια τουλάχιστον να μετατραπεί σε κόμμα που επαγγέλλεται κυβερνητική αλλαγή, αντικαθιστώντας τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά του με την κατάληψη θέσης στην σοσιαλδημοκρατική ευρωπαϊκή οικογένεια, σφετεριζόμενο ακόμη και τον… Ανδρέα Παπανδρέου.
Στην πραγματικότητα ωστόσο, το βήμα της επιδιωκόμενης μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντροαριστερό κόμμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού, ήταν διστακτικό και άτολμο, με αποτέλεσμα το κόμμα να μετεωρίζεται στα ύψη χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω του.
Δεν ξέρω αν δεν πίστευε ειλικρινά ο Αλέξης Τσίπρας την αναγκαιότητα τέτοιας μετατόπισης του κόμματός του, ή αν δεν μπορούσε να την επιβάλλει. Ούτε αν νόμισε πως με την αμφισημία και την πολυφωνία, θα κατάφερνε και να δέσει τον κόσμο που πήρε από το ΠΑΣΟΚ και να προσελκύσει δυσαρεστημένους από την κυβερνητική πολιτική και να απονευρώσει τους επαγγελλόμενους την ρήξη Βαρουφάκη, Κωνσταντοπούλου και να εμφανιστεί ως εκπρόσωπος της κάθε είδους κοινωνικής μειοψηφίας (μέχρι και τα ορφανά του Κασιδιάρη θεώρησε δυνητικούς ψηφοφόρους του).
Επί της ουσίας, ο Αλέξης Τσίπρας έκων άκων, αγνόησε πως η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στις εθνικές εκλογές επιλέγουν κάποιο από τα μεγάλα κόμματα με κριτήριο την πρότασή τους για την διακυβέρνηση της χώρας και δεν κάνουν χαβαλέ ούτε στέλνουν μηνύματα διαμαρτυρίας. Γι’ αυτά έχουν τα μικρά.
Αυτό το λάθος είναι αδικαιολόγητο και καταδικαστικό.
Οι νέες και καθοριστικές κάλπες στήνονται σε λιγότερο από ένα μήνα και το αποτέλεσμα που κανείς δεν περίμενε –ως προς το εύρος του θριάμβου της ΝΔ και της καθίζησης του ΣΥΡΙΖΑ- συνεχίζει να προκαλεί... σεντόνια αναλύσεων, από σχετικούς και μη.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται για το ρόλο της «τέταρτης εξουσίας», ημών των δημοσιογράφων, θα αφιερώσω αυτό το σημείωμα στα του οίκου μου, γιατί μπορεί κάποιοι να φτάνουν σε απίστευτες γενικεύσεις και ύβρεις, όμως και εμείς δεν τα έχουμε όλα καλώς καμωμένα.
Θα αναφερθώ, λοιπόν, σε εκείνους από το σινάφι μας που κάπου έχουν χάσει το λογαριασμό και αντί να στέκονται κριτικά απέναντι στην εκάστοτε εξουσία, καταλήγουν σχεδόν... μαζικά να την υπηρετούν.
Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, θα πω πως το δικό μας το επάγγελμα (το λέμε και λειτούργημα, αλλά λίγοι... λειτουργούν ακόμα) είναι άμεσα συνυφασμένο με την πολιτική. Ως έννοια. Και παραδοσιακά υπήρχαν δημοσιογράφοι που μετά τη λήξη της καριέρας τους αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτή του πολιτικού, του βουλευτή, του υπουργού. Και το έκαναν τίμια και υπηρέτησαν καθαρά και ξάστερα τα νέα τους καθήκοντα, χωρίς βέβαια μετά να επιστρέφουν στις θέσεις τους και να επιχειρούν να... ξαναπαραστήσουν τους δημοσιογράφους.
Δεν είναι κακό. Αλλά όταν το παρακάνεις και ζεις σε μία εντελώς διαφορετική εποχή από εκείνη του παρελθόντος, όταν οι έρευνες για τον Τύπο στην Ελλάδα δείχνουν πως δε διάγει και τις καλύτερες μέρες του και όταν το κοινό απαξιώνει εν γένει και λαϊκίστικα το επάγγελμά μας, όλα αυτά δε βοηθούν.
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις εκλογές είχαμε και πάλι ένα «τσουνάμι» υποψήφιων δημοσιογράφων, οι περισσότεροι από τους οποίους είτε εκλέγονται χρόνια είτε πρωτοκατέβηκαν στον πολιτικό στίβο στις προηγούμενες εκλογές, εκμεταλλευόμενοι (κάποιοι στο έπακρο) τη δημοσιότητα του γυαλιού, είτε είδαν τους άλλους και είπαν «γιατί όχι κι εγώ;». Μόνο στη Θεσσαλονίκη, έχουμε πάμπολλα παραδείγματα. Στη ΝΔ τον Γκιουλέκα, τον Βενιέρη που διοικεί και ραδιοφωνικό σταθμό, στο ΣΥΡΙΖΑ τον Γιαννούλη, την Αυγέρη, τον Τριανταφυλλίδη που είναι πρώτος επιλαχών.
Και εάν αυτοί σε κάποιο βαθμό, μικρό ή μεγαλύτερο, ρίχτηκαν στην προεκλογική μάχη με σαφές πλεονέκτημα (και το γυαλί και ότι όλοι όσοι τους καλούν είναι συνάδελφοι), το ίδιο και χειρότερα ισχύει για τους κάθε είδους σελέμπριτι.
Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το γεγονός πως στην παρθενική της εμφάνιση η Ράνια Θρασκιά, η οποία μάλιστα μπήκε την τελευταία στιγμή στο ψηφοδέλτιο και χωρίς ποτέ να έχει εκφράσει πολιτική θέση, άποψη κλπ, βγήκε δεύτερη κιόλας μετά τη Νοτοπούλου;
Δε θέλω να το παίξω δικαστής, ούτε να σηκώνω το δάχτυλο στους ψηφοφόρους. Και προς Θεού, δε θέλω να κρίνω και την οποιαδήποτε νέα βουλευτή χωρίς να την έχω ακούσει ποτέ μου και χωρίς να δω τι θα λέει και στη Βουλή. Αλλά δυστυχώς η ιστορία έχει δείξει πως όταν τα κόμματα αντί να ποντάρουν στην ουσία ποντάρουν στις εντυπώσεις και τα λαμπερά πρόσωπα, τα αποτελέσματα είναι από δυσάρεστα έως καταστρεπτικά. Και εάν δε με πιστεύετε, ρωτήστε στο ΠΑΣΟΚ για την Καϊλή (που δήλωνε και δημοσιογράφος ένα φεγγάρι) και στον ΣΥΡΙΖΑ για τον Γεωργούλη...
Καταλήγοντας, βέβαια, να διευκρινίσω πως δημοσιογράφοι και σελέμπριτις μπορεί να εκλέγονται το ίδιο εύκολα, όμως δεν κάνουν την ίδια ζημιά. Στο επάγγελμά τους εννοώ και φυσικά στους συναδέλφους που με ένα μισθό ταπεινό τρέχουν από το πρωί έως το βράδυ ασκώντας με καθαρή συνείδηση το καθήκον της ενημέρωσης και έχουν και τους τζάμπα μάγκες να τους λοιδορούν.
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 28.05.2023
«Πολλά έχουν δει τα μάτια μου, μα αυτό που φέρνει τρόμο». Ο συγκλονιστικός στίχος του Νίκου Καββαδία μου ήρθε απευθείας στο μυαλό μόλις συνειδητοποίησα το αποτέλεσμα των εκλογών της προηγούμενης Κυριακής.
Τρόμαξα για την διαφορά του πρώτου με το δεύτερο κόμμα, που όμοιά της δεν έχω δει στα σαραντατόσα χρόνια που με τον άλφα ή βήτα τρόπο ασχολούμαι με την πολιτική.
Τρόμαξα με την διαπίστωση πως όχι μόνον εμείς οι υποτιθέμενοι πολιτικοί αναλυτές-δημοσιογράφοι αλλά και οι επαγγελματίες ιχνηλάτες των τάσεων της κοινής γνώμης- δημοσκόποι δεν πήραμε μυρωδιά από το κλίμα που επικρατούσε στον κόσμο.
Τρόμαξα που για πρώτη φορά βρεθήκαμε μπροστά στο ασύνηθες για κοινοβουλευτική δημοκρατία φαινόμενο, αντί να μειωθεί η δύναμη της κυβέρνησης λόγω της φυσιολογικής φθοράς, να συντριβεί η αντιπολίτευση.
Ομολογώντας εξαρχής την απογοήτευσή μου που ενώ δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία πως θα χάσει με διαφορά, δεν κατάφερα να ανιχνεύσω την κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ μέρα- μέρα καθώς εξελισσόταν η προεκλογική περίοδος, αποδίδω την ετυμηγορία των ψηφοφόρων, αφενός στην τιμωρητική διάθεση για τον τρόπο που κυβέρνησε, αφετέρου στην θολή εικόνα και τα αμφίσημα μηνύματα του.
Εκ του αποτελέσματος συνάγεται πως ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ο κρίσιμος παράγοντας των εκλογών και πως αυτός ήταν που καθόρισε τα ποσοστά όλων των κομμάτων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυροποίησε τον Κυριάκο Μητσοτάκη αναδεικνύοντάς τον σε απόλυτο κυρίαρχο -για να μην πω σε ηγεμόνα, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέστησε το ΠΑΣΟΚ που δέκα χρόνια τώρα δεν μπορούσε να σηκώσει κεφάλι, ο ΣΥΡΙΖΑ ανέδειξε το ΚΚΕ στον ισχυρό αντισυστημικό πόλο της αριστεράς.
Τι έκανε τόσο λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ και έγινε ο απόλυτος -αρνητικός- πρωταγωνιστής των εκλογών; Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από το ότι έφυγε από εκεί που ήταν, χωρίς να πάει κάπου αλλού, καταλήγοντας να περιπλανιέται ασκόπως και να παρασύρεται από οποιοδήποτε ρεύμα ή αεράκι προέκυπτε…
Άφησε δηλαδή την φυσιογνωμία του αριστερού κόμματος που επαγγελλόταν τη ρήξη με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το … σύστημα, παράτησε την αποσπασματική πολιτική των ακτιβίστικων δράσεων κατά περιθωριακών θεμάτων και προσπάθησε στα λόγια τουλάχιστον να μετατραπεί σε κόμμα που επαγγέλλεται κυβερνητική αλλαγή, αντικαθιστώντας τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά του με την κατάληψη θέσης στην σοσιαλδημοκρατική ευρωπαϊκή οικογένεια, σφετεριζόμενο ακόμη και τον… Ανδρέα Παπανδρέου.
Στην πραγματικότητα ωστόσο, το βήμα της επιδιωκόμενης μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ σε κεντροαριστερό κόμμα ευρωπαϊκού προσανατολισμού, ήταν διστακτικό και άτολμο, με αποτέλεσμα το κόμμα να μετεωρίζεται στα ύψη χωρίς δίχτυ ασφαλείας από κάτω του.
Δεν ξέρω αν δεν πίστευε ειλικρινά ο Αλέξης Τσίπρας την αναγκαιότητα τέτοιας μετατόπισης του κόμματός του, ή αν δεν μπορούσε να την επιβάλλει. Ούτε αν νόμισε πως με την αμφισημία και την πολυφωνία, θα κατάφερνε και να δέσει τον κόσμο που πήρε από το ΠΑΣΟΚ και να προσελκύσει δυσαρεστημένους από την κυβερνητική πολιτική και να απονευρώσει τους επαγγελλόμενους την ρήξη Βαρουφάκη, Κωνσταντοπούλου και να εμφανιστεί ως εκπρόσωπος της κάθε είδους κοινωνικής μειοψηφίας (μέχρι και τα ορφανά του Κασιδιάρη θεώρησε δυνητικούς ψηφοφόρους του).
Επί της ουσίας, ο Αλέξης Τσίπρας έκων άκων, αγνόησε πως η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών στις εθνικές εκλογές επιλέγουν κάποιο από τα μεγάλα κόμματα με κριτήριο την πρότασή τους για την διακυβέρνηση της χώρας και δεν κάνουν χαβαλέ ούτε στέλνουν μηνύματα διαμαρτυρίας. Γι’ αυτά έχουν τα μικρά.
Αυτό το λάθος είναι αδικαιολόγητο και καταδικαστικό.
Οι νέες και καθοριστικές κάλπες στήνονται σε λιγότερο από ένα μήνα και το αποτέλεσμα που κανείς δεν περίμενε –ως προς το εύρος του θριάμβου της ΝΔ και της καθίζησης του ΣΥΡΙΖΑ- συνεχίζει να προκαλεί... σεντόνια αναλύσεων, από σχετικούς και μη.
Και επειδή πολύς λόγος γίνεται για το ρόλο της «τέταρτης εξουσίας», ημών των δημοσιογράφων, θα αφιερώσω αυτό το σημείωμα στα του οίκου μου, γιατί μπορεί κάποιοι να φτάνουν σε απίστευτες γενικεύσεις και ύβρεις, όμως και εμείς δεν τα έχουμε όλα καλώς καμωμένα.
Θα αναφερθώ, λοιπόν, σε εκείνους από το σινάφι μας που κάπου έχουν χάσει το λογαριασμό και αντί να στέκονται κριτικά απέναντι στην εκάστοτε εξουσία, καταλήγουν σχεδόν... μαζικά να την υπηρετούν.
Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, θα πω πως το δικό μας το επάγγελμα (το λέμε και λειτούργημα, αλλά λίγοι... λειτουργούν ακόμα) είναι άμεσα συνυφασμένο με την πολιτική. Ως έννοια. Και παραδοσιακά υπήρχαν δημοσιογράφοι που μετά τη λήξη της καριέρας τους αποφάσισαν να ακολουθήσουν αυτή του πολιτικού, του βουλευτή, του υπουργού. Και το έκαναν τίμια και υπηρέτησαν καθαρά και ξάστερα τα νέα τους καθήκοντα, χωρίς βέβαια μετά να επιστρέφουν στις θέσεις τους και να επιχειρούν να... ξαναπαραστήσουν τους δημοσιογράφους.
Δεν είναι κακό. Αλλά όταν το παρακάνεις και ζεις σε μία εντελώς διαφορετική εποχή από εκείνη του παρελθόντος, όταν οι έρευνες για τον Τύπο στην Ελλάδα δείχνουν πως δε διάγει και τις καλύτερες μέρες του και όταν το κοινό απαξιώνει εν γένει και λαϊκίστικα το επάγγελμά μας, όλα αυτά δε βοηθούν.
Σ’ αυτές, λοιπόν, τις εκλογές είχαμε και πάλι ένα «τσουνάμι» υποψήφιων δημοσιογράφων, οι περισσότεροι από τους οποίους είτε εκλέγονται χρόνια είτε πρωτοκατέβηκαν στον πολιτικό στίβο στις προηγούμενες εκλογές, εκμεταλλευόμενοι (κάποιοι στο έπακρο) τη δημοσιότητα του γυαλιού, είτε είδαν τους άλλους και είπαν «γιατί όχι κι εγώ;». Μόνο στη Θεσσαλονίκη, έχουμε πάμπολλα παραδείγματα. Στη ΝΔ τον Γκιουλέκα, τον Βενιέρη που διοικεί και ραδιοφωνικό σταθμό, στο ΣΥΡΙΖΑ τον Γιαννούλη, την Αυγέρη, τον Τριανταφυλλίδη που είναι πρώτος επιλαχών.
Και εάν αυτοί σε κάποιο βαθμό, μικρό ή μεγαλύτερο, ρίχτηκαν στην προεκλογική μάχη με σαφές πλεονέκτημα (και το γυαλί και ότι όλοι όσοι τους καλούν είναι συνάδελφοι), το ίδιο και χειρότερα ισχύει για τους κάθε είδους σελέμπριτι.
Πώς αλλιώς να εξηγήσουμε το γεγονός πως στην παρθενική της εμφάνιση η Ράνια Θρασκιά, η οποία μάλιστα μπήκε την τελευταία στιγμή στο ψηφοδέλτιο και χωρίς ποτέ να έχει εκφράσει πολιτική θέση, άποψη κλπ, βγήκε δεύτερη κιόλας μετά τη Νοτοπούλου;
Δε θέλω να το παίξω δικαστής, ούτε να σηκώνω το δάχτυλο στους ψηφοφόρους. Και προς Θεού, δε θέλω να κρίνω και την οποιαδήποτε νέα βουλευτή χωρίς να την έχω ακούσει ποτέ μου και χωρίς να δω τι θα λέει και στη Βουλή. Αλλά δυστυχώς η ιστορία έχει δείξει πως όταν τα κόμματα αντί να ποντάρουν στην ουσία ποντάρουν στις εντυπώσεις και τα λαμπερά πρόσωπα, τα αποτελέσματα είναι από δυσάρεστα έως καταστρεπτικά. Και εάν δε με πιστεύετε, ρωτήστε στο ΠΑΣΟΚ για την Καϊλή (που δήλωνε και δημοσιογράφος ένα φεγγάρι) και στον ΣΥΡΙΖΑ για τον Γεωργούλη...
Καταλήγοντας, βέβαια, να διευκρινίσω πως δημοσιογράφοι και σελέμπριτις μπορεί να εκλέγονται το ίδιο εύκολα, όμως δεν κάνουν την ίδια ζημιά. Στο επάγγελμά τους εννοώ και φυσικά στους συναδέλφους που με ένα μισθό ταπεινό τρέχουν από το πρωί έως το βράδυ ασκώντας με καθαρή συνείδηση το καθήκον της ενημέρωσης και έχουν και τους τζάμπα μάγκες να τους λοιδορούν.
* Δημοσιεύτηκε στη «ΜτΚ» στις 28.05.2023
ΣΧΟΛΙΑ