Οι «Ποδηλάτες» - ένα ηθικό πρότυπο
22/05/2022 08:00
22/05/2022 08:00
Ένα πολιτικό μυθιστόρημα, κοινωνικού ρεαλισμού. Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τους «Ποδηλάτες» του Βασίλη Λαδά, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΚΨΜ.
Σ’ αυτό ένα τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα με νεκρή μια φοιτήτρια ποδηλάτισσα και υπαίτιο έναν συνομήλικό της – γόνο οικογένειας βιομηχάνων μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής επιφάνειας, που παρεμβαίνει μα κάθε μέσο στη δικαστική απόφαση του ατυχήματος – γίνεται η αφορμή να αποκαλυφθούν οι συγκρούσεις δύο κόσμων που συνυπάρχουν. «Ήθελα να γράψω την πορεία μιας ισχυρής οικογένειας βιομηχάνων —από αυτές που μας κυβερνούν από τα παρασκήνια— κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας μέχρι την αποβιομηχάνισή της. Τρεις γενιές δηλαδή, τόσο κράτησε η ιστορία της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Ήθελα να αποκαλύψω τις μεθόδους της, νόμιμες και παράνομες», λέει στο makthes.gr ο συγγραφέας Βασίλης Λαδάς.
Αφορμή έδωσε ένα πραγματικό περιστατικό: ένα τροχαίο ατύχημα που προκάλεσε μεθυσμένος ο γόνος της τρίτης γενιάς κι επέφερε τον θάνατο μιας νέας ποδηλάτισσας κατά τη διάρκεια ποδηλατοδρομίας αναψυχής. «Παρόμοιο θανατηφόρο ατύχημα έχει συμβεί και υπάρχουν δεκάδες νεκροί ποδηλάτες, ταχυμεταφορείς, πεζοί στα πεζοδρόμια από οδηγούς πολλών ίππων και λουσάτων αυτοκινήτων που θεωρούν ότι οι δρόμοι αυτοδικαίως τους ανήκουν, όπως τους ανήκει και ο πλούτος. Μετά το ατύχημα, η ισχυρή οικογένεια —για να γλιτώσει καταβολή αποζημιώσεων— μεθόδευσε την αθώωση του γόνου της. Βρήκε όμως απέναντί της κινήματα νεολαίας —όχι κομματικών— που προκάλεσε την πτώση της. Η ιστορία μου είναι και δικαστικό δράμα», αποκαλύπτει.
«Οι άνθρωποι μπορούν συνεχώς να αλλάζουν»
Έδωσε βαρύτητα στον βασανισμένο πατέρα της ποδηλάτισσας, ο οποίος δεν αναμείχτηκε στη σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων που υπάρχουν στο βιβλίο και θέλησε να τελειώσει το βιβλίο του με αυτόν πλάι σ’ ένα ποτάμι με ιτιές, που να θυμίζει ότι τα πάντα ρέουν. Τυπικά, ο ήρωάς του έχει τα χαρακτηριστικά του μέσου Έλληνα πολίτη. «Είναι πιστός χριστιανός, εκκλησιάζεται. Η ηθική του και η συμπεριφορά του θα χαρακτηρίζονταν κι ως ηλιθιότητα από την πλειοψηφία των Ελλήνων μικροαστών. Δεν τον προτείνω ως πολιτικό πρότυπο, αλλά ως ηθικό. Για εμένα, η αξία της ηθικής έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την αξία της πολιτικής δράσης. Με άλλα λόγια, προτιμώ τον πρίγκιπα Μύσκιν του ‘Ηλίθιου’ του Ντοστογιέφσκι από τους ‘Δαιμονισμένους’ του ή τον ‘Ρασκόλνικοφ’. Πιστεύω πως υπάρχει ελπίδα αν διακατέχεται η πολιτική δράση από αρχές ηθικής κι όχι πολιτικαντισμού. Οι άνθρωποι μπορούν συνεχώς ν’ αλλάζουν. Το μυαλό μας έχει νευρωνική πλαστικότητα. ‘Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο’ λέει ο Σεφέρης. Αλλάζει κι από τους δασκάλους που έχει κι από το συμφέρον του», επισημαίνει ο Βασίλης Λαδάς.
«Η θανατολαγνεία του ριάλιτι»
Γέννημα θρέμμα της Πάτρας όπου ζει βίωσε μαζί με όλη την τοπική κοινωνία ένα ακόμη δράμα: Της μάνας που φέρεται ότι σκότωνε τα παιδιά της διεκδικώντας την αγάπη του συντρόφου της. Πήγε και είδε την οδό Μπιζανίου όπου βρίσκεται ασοβάτιστο το ισόγειο της κατοικίας της οικογένειας με τα τρία νεκρά παιδιά. «Είναι ένας δρόμος διακοσίων μέτρων περίπου, σε υψομετρική διαφορά δέκα μέτρων από την παράλληλή της ανατολικά οδό Κορίνθου και γι’ αυτό απόσκιερος. Δίπλα του το ισόγειο έχει έναν παιδικό σταθμό με ζωγραφιές στην πρόσοψη και οικόπεδο για παιχνίδι. Απέναντί τους, σε απόσταση πενήντα μέτρων, σε ισόγειο πολυκατοικίας σχολή χορού με πινακίδα «Χορόδραση». Στο τέλος της οδού, σε ολόκληρο τετράγωνο ο αύλειος χώρος σχολικού συγκροτήματος, όπου εκατοντάδες παιδιά παίζουν κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων ή στα κενά των μαθημάτων. Δηλαδή η τραγωδία —είτε είναι ένοχη η μητέρα είτε όχι— συντελέστηκε σε μια γειτονιά που σφύζει από ζωή, χαρούμενες φωνές παιδιών κι έφηβων χορευτών. Όμως το απόγευμα που πήγα εκεί, είδα ρεπόρτερς, εικονολήπτες, φωτογράφους να έχουν στραμμένα μάτια, φακούς και προβολείς στην πόρτα με τα κτερίσματα του σπιτιού της χαροκαμένης —ό,τι κι αν έχει συμβεί— οικογένειας. Δηλαδή η τραγωδία —που φτάνει στα ύψη όταν συντελείται σε ένα δρόμο χορού και παιχνιδιού παιδιών κι εφήβων— είχε εξαφανιστεί κι επικρατούσε η θανατολαγνεία του ριάλιτι, του μεσημεριανάδικου κουτσομπολιού. Αυτό σκόπευαν οι φακοί του πολιτισμού μας».
«Οι σκάλες της Οδησσού»
Βραβευμένος το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το βιβλίο του «Παιχνίδια κρίκετ» ο ίδιος σχολιάζει τι σημαίνει όλο αυτό για εκείνον: «Έχουν κάποια αξία οι βραβεύσεις και δίνουν χαρά στον βραβευμένο, αν δίνονται από πολλούς κριτές μη εξαρτώμενους. Τα κρατικά βραβεία είναι πιο αξιόπιστα από τα βραβεία διαφόρων λεσχών, σωματείων ή εταιρειών που εξυπηρετούν και σκοπιμότητες. Ο μέγας κριτής όμως είναι ο Χρόνος», επισημαίνει.
Πιστεύει πως δεν θα βγούμε εύκολα από το αδιέξοδο του κορονοϊού, αν επιμένουμε να προτάσσουμε την αξία του ανταγωνισμού (και των ιδιωτικοποιήσεων) έναντι της αξίας της αλληλεγγύης. «Ήδη τα κριτήρια των αξιολογήσεων —όπως τα λένε— του ενός για τον άλλον έχουν εισαχθεί στα πανεπιστήμια και στα σχολεία. Έτσι όπως συμβαίνει στους τηλεοπτικούς συναγωνισμούς (σκηνικών–μόδας κ.λπ.), όπου ο ένας συναγωνιζόμενος κριτικάρει τον άλλον και του βγάζει το μάτι τελικά. Οι αξιολογήσεις στα φαινομενικά αθώα παιχνίδια ενσαρκώνουν την ιδέα της ανταγωνιστικότητας που είναι και αρχή της ιδεολογίας του Νεοφιλελευθερισμού. Και φοβάμαι ότι με αυτές τις αρχές δεν θα βγούμε από τα αδιέξοδα».
Τέλος, μιλάει για τα σχέδια ποιημάτων που υπάρχουν στο συρτάρι του αλλά και ένα αφήγημα δοκιμιακό με προσωρινό τίτλο «Οι σκάλες της Οδησσού» για τον κινηματογράφο. «Τρεις μήνες πολέμου στην Ουκρανία και οι ρεπόρτερς στην Οδησσό δεν μας έδειξαν ποτέ τις σκάλες της σφαγής του 1905 και της ταινίας του Αϊζενστάιν. 192 σκαλιά τώρα. Η Πάτρα έχει σκάλες με 194 σκαλιά, στην Αγίου Νικολάου. Στην κορυφή τους, τα καλοκαίρια, ομάδες νέων στήνουν υπαίθριο σινεμά. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορέσω εύκολα να ανέβω τα 194 σκαλιά και να τελειώσω το βιβλίο», καταλήγει.
Ένα πολιτικό μυθιστόρημα, κοινωνικού ρεαλισμού. Έτσι θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τους «Ποδηλάτες» του Βασίλη Λαδά, που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις ΚΨΜ.
Σ’ αυτό ένα τροχαίο θανατηφόρο ατύχημα με νεκρή μια φοιτήτρια ποδηλάτισσα και υπαίτιο έναν συνομήλικό της – γόνο οικογένειας βιομηχάνων μεγάλης οικονομικής και κοινωνικής επιφάνειας, που παρεμβαίνει μα κάθε μέσο στη δικαστική απόφαση του ατυχήματος – γίνεται η αφορμή να αποκαλυφθούν οι συγκρούσεις δύο κόσμων που συνυπάρχουν. «Ήθελα να γράψω την πορεία μιας ισχυρής οικογένειας βιομηχάνων —από αυτές που μας κυβερνούν από τα παρασκήνια— κατά τη διάρκεια της εκβιομηχάνισης της Ελλάδας μέχρι την αποβιομηχάνισή της. Τρεις γενιές δηλαδή, τόσο κράτησε η ιστορία της εκβιομηχάνισης στην Ελλάδα. Ήθελα να αποκαλύψω τις μεθόδους της, νόμιμες και παράνομες», λέει στο makthes.gr ο συγγραφέας Βασίλης Λαδάς.
Αφορμή έδωσε ένα πραγματικό περιστατικό: ένα τροχαίο ατύχημα που προκάλεσε μεθυσμένος ο γόνος της τρίτης γενιάς κι επέφερε τον θάνατο μιας νέας ποδηλάτισσας κατά τη διάρκεια ποδηλατοδρομίας αναψυχής. «Παρόμοιο θανατηφόρο ατύχημα έχει συμβεί και υπάρχουν δεκάδες νεκροί ποδηλάτες, ταχυμεταφορείς, πεζοί στα πεζοδρόμια από οδηγούς πολλών ίππων και λουσάτων αυτοκινήτων που θεωρούν ότι οι δρόμοι αυτοδικαίως τους ανήκουν, όπως τους ανήκει και ο πλούτος. Μετά το ατύχημα, η ισχυρή οικογένεια —για να γλιτώσει καταβολή αποζημιώσεων— μεθόδευσε την αθώωση του γόνου της. Βρήκε όμως απέναντί της κινήματα νεολαίας —όχι κομματικών— που προκάλεσε την πτώση της. Η ιστορία μου είναι και δικαστικό δράμα», αποκαλύπτει.
«Οι άνθρωποι μπορούν συνεχώς να αλλάζουν»
Έδωσε βαρύτητα στον βασανισμένο πατέρα της ποδηλάτισσας, ο οποίος δεν αναμείχτηκε στη σύγκρουση των κοινωνικών ομάδων που υπάρχουν στο βιβλίο και θέλησε να τελειώσει το βιβλίο του με αυτόν πλάι σ’ ένα ποτάμι με ιτιές, που να θυμίζει ότι τα πάντα ρέουν. Τυπικά, ο ήρωάς του έχει τα χαρακτηριστικά του μέσου Έλληνα πολίτη. «Είναι πιστός χριστιανός, εκκλησιάζεται. Η ηθική του και η συμπεριφορά του θα χαρακτηρίζονταν κι ως ηλιθιότητα από την πλειοψηφία των Ελλήνων μικροαστών. Δεν τον προτείνω ως πολιτικό πρότυπο, αλλά ως ηθικό. Για εμένα, η αξία της ηθικής έχει μεγαλύτερη βαρύτητα από την αξία της πολιτικής δράσης. Με άλλα λόγια, προτιμώ τον πρίγκιπα Μύσκιν του ‘Ηλίθιου’ του Ντοστογιέφσκι από τους ‘Δαιμονισμένους’ του ή τον ‘Ρασκόλνικοφ’. Πιστεύω πως υπάρχει ελπίδα αν διακατέχεται η πολιτική δράση από αρχές ηθικής κι όχι πολιτικαντισμού. Οι άνθρωποι μπορούν συνεχώς ν’ αλλάζουν. Το μυαλό μας έχει νευρωνική πλαστικότητα. ‘Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο’ λέει ο Σεφέρης. Αλλάζει κι από τους δασκάλους που έχει κι από το συμφέρον του», επισημαίνει ο Βασίλης Λαδάς.
«Η θανατολαγνεία του ριάλιτι»
Γέννημα θρέμμα της Πάτρας όπου ζει βίωσε μαζί με όλη την τοπική κοινωνία ένα ακόμη δράμα: Της μάνας που φέρεται ότι σκότωνε τα παιδιά της διεκδικώντας την αγάπη του συντρόφου της. Πήγε και είδε την οδό Μπιζανίου όπου βρίσκεται ασοβάτιστο το ισόγειο της κατοικίας της οικογένειας με τα τρία νεκρά παιδιά. «Είναι ένας δρόμος διακοσίων μέτρων περίπου, σε υψομετρική διαφορά δέκα μέτρων από την παράλληλή της ανατολικά οδό Κορίνθου και γι’ αυτό απόσκιερος. Δίπλα του το ισόγειο έχει έναν παιδικό σταθμό με ζωγραφιές στην πρόσοψη και οικόπεδο για παιχνίδι. Απέναντί τους, σε απόσταση πενήντα μέτρων, σε ισόγειο πολυκατοικίας σχολή χορού με πινακίδα «Χορόδραση». Στο τέλος της οδού, σε ολόκληρο τετράγωνο ο αύλειος χώρος σχολικού συγκροτήματος, όπου εκατοντάδες παιδιά παίζουν κατά τη διάρκεια των διαλειμμάτων ή στα κενά των μαθημάτων. Δηλαδή η τραγωδία —είτε είναι ένοχη η μητέρα είτε όχι— συντελέστηκε σε μια γειτονιά που σφύζει από ζωή, χαρούμενες φωνές παιδιών κι έφηβων χορευτών. Όμως το απόγευμα που πήγα εκεί, είδα ρεπόρτερς, εικονολήπτες, φωτογράφους να έχουν στραμμένα μάτια, φακούς και προβολείς στην πόρτα με τα κτερίσματα του σπιτιού της χαροκαμένης —ό,τι κι αν έχει συμβεί— οικογένειας. Δηλαδή η τραγωδία —που φτάνει στα ύψη όταν συντελείται σε ένα δρόμο χορού και παιχνιδιού παιδιών κι εφήβων— είχε εξαφανιστεί κι επικρατούσε η θανατολαγνεία του ριάλιτι, του μεσημεριανάδικου κουτσομπολιού. Αυτό σκόπευαν οι φακοί του πολιτισμού μας».
«Οι σκάλες της Οδησσού»
Βραβευμένος το 2013 με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας για το βιβλίο του «Παιχνίδια κρίκετ» ο ίδιος σχολιάζει τι σημαίνει όλο αυτό για εκείνον: «Έχουν κάποια αξία οι βραβεύσεις και δίνουν χαρά στον βραβευμένο, αν δίνονται από πολλούς κριτές μη εξαρτώμενους. Τα κρατικά βραβεία είναι πιο αξιόπιστα από τα βραβεία διαφόρων λεσχών, σωματείων ή εταιρειών που εξυπηρετούν και σκοπιμότητες. Ο μέγας κριτής όμως είναι ο Χρόνος», επισημαίνει.
Πιστεύει πως δεν θα βγούμε εύκολα από το αδιέξοδο του κορονοϊού, αν επιμένουμε να προτάσσουμε την αξία του ανταγωνισμού (και των ιδιωτικοποιήσεων) έναντι της αξίας της αλληλεγγύης. «Ήδη τα κριτήρια των αξιολογήσεων —όπως τα λένε— του ενός για τον άλλον έχουν εισαχθεί στα πανεπιστήμια και στα σχολεία. Έτσι όπως συμβαίνει στους τηλεοπτικούς συναγωνισμούς (σκηνικών–μόδας κ.λπ.), όπου ο ένας συναγωνιζόμενος κριτικάρει τον άλλον και του βγάζει το μάτι τελικά. Οι αξιολογήσεις στα φαινομενικά αθώα παιχνίδια ενσαρκώνουν την ιδέα της ανταγωνιστικότητας που είναι και αρχή της ιδεολογίας του Νεοφιλελευθερισμού. Και φοβάμαι ότι με αυτές τις αρχές δεν θα βγούμε από τα αδιέξοδα».
Τέλος, μιλάει για τα σχέδια ποιημάτων που υπάρχουν στο συρτάρι του αλλά και ένα αφήγημα δοκιμιακό με προσωρινό τίτλο «Οι σκάλες της Οδησσού» για τον κινηματογράφο. «Τρεις μήνες πολέμου στην Ουκρανία και οι ρεπόρτερς στην Οδησσό δεν μας έδειξαν ποτέ τις σκάλες της σφαγής του 1905 και της ταινίας του Αϊζενστάιν. 192 σκαλιά τώρα. Η Πάτρα έχει σκάλες με 194 σκαλιά, στην Αγίου Νικολάου. Στην κορυφή τους, τα καλοκαίρια, ομάδες νέων στήνουν υπαίθριο σινεμά. Δεν ξέρω όμως αν θα μπορέσω εύκολα να ανέβω τα 194 σκαλιά και να τελειώσω το βιβλίο», καταλήγει.
ΣΧΟΛΙΑ