Όλοι μας φταίμε γι’ αυτό το αφόρητο σχολείο

 16/09/2019 15:10

Στη φωτογραφία μας σήμερα διάλεξα μια μαγική εικόνα από το θρυλικό Αλφαβητάριο των Ι. Γιαννέλη και Γ. Σακκά , της Ά Δημοτικού, που έμαθε τα πρώτα γράμματα στα πρωτάκια μέχρι το 1978! Περιείχε γράμματα, συλλαβές, λέξεις, προτάσεις, κείμενα και ποιήματα για την εκμάθηση της γλώσσας. Όσοι το θυμούνται και το είχαν καθημερινή συντροφιά στην τάξη τότε, καταλαβαίνουν για τι ρίγος μιλάμε…

Πάμε τώρα στο σήμερα. Το παιδάκι που προ αμνημονεύτων ετών υπήρξα, εύχεται στα παιδιά, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, μια καλή και γόνιμη σχολική χρονιά.

Ποια είναι όμως η «καλή και γόνιμη» σχολική χρονιά;

Αλλιώς θα απαντήσουν οι πολέμιοι της «αριστείας» και αλλιώς οι οπαδοί της βαθμοθηρίας και της παπαγαλίας. Αλλιώς θα απαντήσουν οι καθηγητές ενός ανοιχτού, ψηφιακού, ουμανιστικού σχολείου στην Φινλανδία κι αλλιώς εμείς οι ανυπόφοροι απαιτητικοί γονείς που θέλουμε πάση θυσία από τα παιδιά «καλούς βαθμούς» .

Πάντως το νέο σχολείο πιέζει τα παιδιά -και κατ’ επέκτασιν και τους γονείς- για επιδόσεις και πιστοποιήσεις από την πιο τρυφερή ηλικία. Αν είναι δυνατόν να πάρουν το Proficiency από τα 8 τους και τα χαρτιά των υπολογιστών ECDL από τα 10 τους!

Και παράλληλα το ήδη πιεστικό από την εντατικοποίηση 24ωρο, έχει και αθλητισμό και πιάνο και νέες τεχνολογίες και καινοτόμες δραστηριότητες και περιβαλλοντικές εξορμήσεις. Και ρωτώ εγώ, τι προκύπτει να τα βάλεις όλα αυτά μαζί στο σέικερ; Μήπως είναι απλώς συσσωρευμένη και κατακερματισμένη γνώση , με πληροφορίες ασύνδετες μεταξύ τους;

Και πάμε παρακάτω, στα περί της σημασίας των βαθμολογικών επιδόσεων των μαθητών στις πανελλήνιες, την «ταξική εκπαίδευση» και τον ρόλο του σύγχρονου δημόσιου σχολείου.

Φίλος εκπαιδευτικός, συμφοιτητής μου παλιός στο Βιολογικό του ΑΠΘ και εξαίρετος επιστήμονας με την ευκαιρία της έναρξης της νέας σχολικής χρονιάς έγραψε σε ανάρτησή του για κάτι που του είχε εξομολογηθεί ένας άνθρωπος τον οποίο η Ελληνική Πολιτεία τίμησε, αρκετές φορές με υψηλότατα αξιώματα στην εκπαίδευση: «Αν το σχολείο στο οποίο φοίτησα εγώ τη δεκαετία του ‘60 ήταν το σημερινό, εγώ θα έβοσκα ακόμη τα πρόβατα του πατέρα μου». Ο άνθρωπος αυτός -που καταγόταν από μια ταπεινή οικογένεια ενός ορεινού χωριού της επικράτειας- έλεγε μια μεγάλη αλήθεια.

«Το σχολείο της ακώλυτης προαγωγής και (πλέον) της ακώλυτης εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο», προσθέτει ο παλιός συμφοιτητής μου, «δεν είναι λαϊκό, είναι αντιθέτως βαθύτατα αντιλαϊκό. Διότι οι μαθητές που πλήττονται περισσότερο από ένα σχολείο ΠΟΥ ΖΗΤΕΙ ΛΙΓΟΤΕΡΑ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΑΡΕΧΕΙ ΛΙΓΟΤΕΡΑ, είναι αυτοί που το οικογενειακό περιβάλλον τους δεν έχει το μορφωτικό, κοινωνικό επίπεδο ή την οικονομική ευχέρεια (πρόσβαση στην ιδιωτική εκπαίδευση), ώστε να τους παράσχει όσα η δημόσια εκπαίδευση τους στερεί».

Απλά πράγματα.

Κατά τα άλλα και με το… κατά δύναμιν, κι εμείς οι γονείς μαθητών κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δυσκολέψουμε τη ζωή της σχολικής κοινότητας. Πολλοί έχουν μπολιάσει από το σπίτι τα παιδιά με το στερεότυπο πως οι εκπαιδευτικοί κυρίως του δημόσιου σχολείου «είναι τεμπέληδες και αδιάφοροι» , που πληρώνονται για να «κάθονται τρεις μήνες το χρόνο». Άλλοι βρίσκουν τον τρόπο να πιέσουν για καλούς βαθμούς στο παιδί τους . Διάβασα μάλιστα ότι δυστυχώς υπάρχουν ακόμα και σε τάξεις του δημοτικού, παιδιά που μόλις βρουν τα ζόρια με το δάσκαλο ή τη δασκάλα , δεν το’ χουν σε τίποτα να φωνάξουν «οι γονείς μου θα σας κάνουν καταγγελία»!

Είμαστε ανυπόφοροι πολλές φορές οι γονείς αλλά συνήθως «φταίει» η κακούργα η κοινωνία…

Το ενοχλητικότερο όλων βέβαια είναι η διαρκής μετατροπή του λυκείου σε ένα ατέλειωτο φροντιστήριο για την είσοδο στα ΑΕΙ. Εδώ αξίζει να διαβάσετε μια μαθητική μου, μακρινή φευ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, εμπειρία:

Εγώ τελείωσα εξατάξιο γυμνάσιο και τις τρεις τελευταίες τάξεις ήμουν στο Πρακτικό, δηλαδή στην κατεύθυνση που οδηγούσε στο Πολυτεχνείο, την Ιατρική και τη Φυσικομαθηματική , θύμα κι εγώ του στερεοτύπου πως εκεί πάνε τα πιο «έξυπνα παιδιά».

Από τότε –αν θέλετε με πιστεύετε- υπήρχε η αντίληψη ότι τα θεωρητικά μαθήματα, τα υπέροχα Αρχαία με τα κείμενα και το συντακτικό τους, τα Νέα Ελληνικά με τη λογοτεχνία και η Ιστορία , ήταν πρακτικώς «άχρηστα» στις τάξεις του Πρακτικού και γι’ αυτό μερικές συμμαθήτριες και συμμαθητές πίεζαν τον φιλόλογο να μην μας «πολυζορίζει», αφού το μάθημά του δεν θα μας χρησιμεύσει σε τίποτα!

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμάμαι τον αξέχαστο παιδαγωγό και γλωσσολόγο Χρίστο Λ. Τσολάκη -ο οποίος κατά την ταπεινή μου γνώμη λείπει περισσότερο από τις γενιές που έρχονται χωρίς να τον έχουν γνωρίσει- στις οποίες ακούραστα θα τόνιζε μια διαχρονικής αξίας ρήση του, ότι «ο κάθε μαθητής είναι μια μοναδική προσωπικότητα. Το μυαλό του παιδιού δεν είναι δοχείο για να στριμώχνεις εκεί άχρηστες γνώσεις αλλά σπίρτο για να το ανάψεις. Για να χτίσεις με τις αστείρευτες δυνάμεις που θα απελευθερωθούν, τον δημιουργικό άνθρωπο του μέλλοντός μας».

Αλλά ο Χρίστος Λ. Τσολάκης υπήρξε παθιασμένος δάσκαλος. Ζούσε και ανέπνεε για τη σχολική τάξη. Είχε την τύχη πριν γίνει πανεπιστημιακός να περάσει από την αίθουσα της μέσης εκπαίδευσης όπου έχτισε σχέσεις αγάπης και συνεργασίας με αναρίθμητους καθηγητές και μαθητές, οι οποίοι σήμερα έχουν να χαίρονται διότι «είχαν δάσκαλο τον Τσολάκη». Στην εποχή της απροσωπίας και της απαξίωσης της σχολικής πράξης λόγω στείρας απομνημόνευσης , αυτά φαίνονται μακρινά αλλά και τόσο ανεκτίμητα…

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15/9/2019.

Στη φωτογραφία μας σήμερα διάλεξα μια μαγική εικόνα από το θρυλικό Αλφαβητάριο των Ι. Γιαννέλη και Γ. Σακκά , της Ά Δημοτικού, που έμαθε τα πρώτα γράμματα στα πρωτάκια μέχρι το 1978! Περιείχε γράμματα, συλλαβές, λέξεις, προτάσεις, κείμενα και ποιήματα για την εκμάθηση της γλώσσας. Όσοι το θυμούνται και το είχαν καθημερινή συντροφιά στην τάξη τότε, καταλαβαίνουν για τι ρίγος μιλάμε…

Πάμε τώρα στο σήμερα. Το παιδάκι που προ αμνημονεύτων ετών υπήρξα, εύχεται στα παιδιά, τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς, μια καλή και γόνιμη σχολική χρονιά.

Ποια είναι όμως η «καλή και γόνιμη» σχολική χρονιά;

Αλλιώς θα απαντήσουν οι πολέμιοι της «αριστείας» και αλλιώς οι οπαδοί της βαθμοθηρίας και της παπαγαλίας. Αλλιώς θα απαντήσουν οι καθηγητές ενός ανοιχτού, ψηφιακού, ουμανιστικού σχολείου στην Φινλανδία κι αλλιώς εμείς οι ανυπόφοροι απαιτητικοί γονείς που θέλουμε πάση θυσία από τα παιδιά «καλούς βαθμούς» .

Πάντως το νέο σχολείο πιέζει τα παιδιά -και κατ’ επέκτασιν και τους γονείς- για επιδόσεις και πιστοποιήσεις από την πιο τρυφερή ηλικία. Αν είναι δυνατόν να πάρουν το Proficiency από τα 8 τους και τα χαρτιά των υπολογιστών ECDL από τα 10 τους!

Και παράλληλα το ήδη πιεστικό από την εντατικοποίηση 24ωρο, έχει και αθλητισμό και πιάνο και νέες τεχνολογίες και καινοτόμες δραστηριότητες και περιβαλλοντικές εξορμήσεις. Και ρωτώ εγώ, τι προκύπτει να τα βάλεις όλα αυτά μαζί στο σέικερ; Μήπως είναι απλώς συσσωρευμένη και κατακερματισμένη γνώση , με πληροφορίες ασύνδετες μεταξύ τους;

Και πάμε παρακάτω, στα περί της σημασίας των βαθμολογικών επιδόσεων των μαθητών στις πανελλήνιες, την «ταξική εκπαίδευση» και τον ρόλο του σύγχρονου δημόσιου σχολείου.

Φίλος εκπαιδευτικός, συμφοιτητής μου παλιός στο Βιολογικό του ΑΠΘ και εξαίρετος επιστήμονας με την ευκαιρία της έναρξης της νέας σχολικής χρονιάς έγραψε σε ανάρτησή του για κάτι που του είχε εξομολογηθεί ένας άνθρωπος τον οποίο η Ελληνική Πολιτεία τίμησε, αρκετές φορές με υψηλότατα αξιώματα στην εκπαίδευση: «Αν το σχολείο στο οποίο φοίτησα εγώ τη δεκαετία του ‘60 ήταν το σημερινό, εγώ θα έβοσκα ακόμη τα πρόβατα του πατέρα μου». Ο άνθρωπος αυτός -που καταγόταν από μια ταπεινή οικογένεια ενός ορεινού χωριού της επικράτειας- έλεγε μια μεγάλη αλήθεια.

«Το σχολείο της ακώλυτης προαγωγής και (πλέον) της ακώλυτης εισαγωγής στο Πανεπιστήμιο», προσθέτει ο παλιός συμφοιτητής μου, «δεν είναι λαϊκό, είναι αντιθέτως βαθύτατα αντιλαϊκό. Διότι οι μαθητές που πλήττονται περισσότερο από ένα σχολείο ΠΟΥ ΖΗΤΕΙ ΛΙΓΟΤΕΡΑ, ΕΠΕΙΔΗ ΑΚΡΙΒΩΣ ΠΑΡΕΧΕΙ ΛΙΓΟΤΕΡΑ, είναι αυτοί που το οικογενειακό περιβάλλον τους δεν έχει το μορφωτικό, κοινωνικό επίπεδο ή την οικονομική ευχέρεια (πρόσβαση στην ιδιωτική εκπαίδευση), ώστε να τους παράσχει όσα η δημόσια εκπαίδευση τους στερεί».

Απλά πράγματα.

Κατά τα άλλα και με το… κατά δύναμιν, κι εμείς οι γονείς μαθητών κάνουμε ό,τι μπορούμε για να δυσκολέψουμε τη ζωή της σχολικής κοινότητας. Πολλοί έχουν μπολιάσει από το σπίτι τα παιδιά με το στερεότυπο πως οι εκπαιδευτικοί κυρίως του δημόσιου σχολείου «είναι τεμπέληδες και αδιάφοροι» , που πληρώνονται για να «κάθονται τρεις μήνες το χρόνο». Άλλοι βρίσκουν τον τρόπο να πιέσουν για καλούς βαθμούς στο παιδί τους . Διάβασα μάλιστα ότι δυστυχώς υπάρχουν ακόμα και σε τάξεις του δημοτικού, παιδιά που μόλις βρουν τα ζόρια με το δάσκαλο ή τη δασκάλα , δεν το’ χουν σε τίποτα να φωνάξουν «οι γονείς μου θα σας κάνουν καταγγελία»!

Είμαστε ανυπόφοροι πολλές φορές οι γονείς αλλά συνήθως «φταίει» η κακούργα η κοινωνία…

Το ενοχλητικότερο όλων βέβαια είναι η διαρκής μετατροπή του λυκείου σε ένα ατέλειωτο φροντιστήριο για την είσοδο στα ΑΕΙ. Εδώ αξίζει να διαβάσετε μια μαθητική μου, μακρινή φευ, από τα μέσα της δεκαετίας του ’70, εμπειρία:

Εγώ τελείωσα εξατάξιο γυμνάσιο και τις τρεις τελευταίες τάξεις ήμουν στο Πρακτικό, δηλαδή στην κατεύθυνση που οδηγούσε στο Πολυτεχνείο, την Ιατρική και τη Φυσικομαθηματική , θύμα κι εγώ του στερεοτύπου πως εκεί πάνε τα πιο «έξυπνα παιδιά».

Από τότε –αν θέλετε με πιστεύετε- υπήρχε η αντίληψη ότι τα θεωρητικά μαθήματα, τα υπέροχα Αρχαία με τα κείμενα και το συντακτικό τους, τα Νέα Ελληνικά με τη λογοτεχνία και η Ιστορία , ήταν πρακτικώς «άχρηστα» στις τάξεις του Πρακτικού και γι’ αυτό μερικές συμμαθήτριες και συμμαθητές πίεζαν τον φιλόλογο να μην μας «πολυζορίζει», αφού το μάθημά του δεν θα μας χρησιμεύσει σε τίποτα!

Κάθε χρόνο τέτοιες μέρες θυμάμαι τον αξέχαστο παιδαγωγό και γλωσσολόγο Χρίστο Λ. Τσολάκη -ο οποίος κατά την ταπεινή μου γνώμη λείπει περισσότερο από τις γενιές που έρχονται χωρίς να τον έχουν γνωρίσει- στις οποίες ακούραστα θα τόνιζε μια διαχρονικής αξίας ρήση του, ότι «ο κάθε μαθητής είναι μια μοναδική προσωπικότητα. Το μυαλό του παιδιού δεν είναι δοχείο για να στριμώχνεις εκεί άχρηστες γνώσεις αλλά σπίρτο για να το ανάψεις. Για να χτίσεις με τις αστείρευτες δυνάμεις που θα απελευθερωθούν, τον δημιουργικό άνθρωπο του μέλλοντός μας».

Αλλά ο Χρίστος Λ. Τσολάκης υπήρξε παθιασμένος δάσκαλος. Ζούσε και ανέπνεε για τη σχολική τάξη. Είχε την τύχη πριν γίνει πανεπιστημιακός να περάσει από την αίθουσα της μέσης εκπαίδευσης όπου έχτισε σχέσεις αγάπης και συνεργασίας με αναρίθμητους καθηγητές και μαθητές, οι οποίοι σήμερα έχουν να χαίρονται διότι «είχαν δάσκαλο τον Τσολάκη». Στην εποχή της απροσωπίας και της απαξίωσης της σχολικής πράξης λόγω στείρας απομνημόνευσης , αυτά φαίνονται μακρινά αλλά και τόσο ανεκτίμητα…

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 15/9/2019.

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία