ΑΠΟΨΕΙΣ

Όταν ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έκανε εκλογές, ενώ είχε 150 βουλευτές

 14/01/2019 14:00

Η ιστορία είναι γνωστή γιατί έλαβε χώρα το 1993. Δεν την σκέπασε η λήθη ακόμα. Τότε ο πρωθυπουργός της χώρας, Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, που ας σημειωθεί είχε κερδίσει τις εκλογές του Απριλίου 1990 με 46%, προσέφυγε στην λαϊκή ετυμηγορία, ενώ διέθετε 150 βουλευτές. Να υπενθυμίσω πως η οριακή πλειοψηφία των 151 βουλευτών οφειλόταν στον εκλογικό νόμο που είχε ψηφίσει η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ λίγους μήνες πριν τις εκλογές του Ιουνίου 1989. 
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, θα μπορούσε να συνεχίσει να κυβερνά. Δεν είχε χάσει την δεδηλωμένη, ούτε το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσε να ανατρέψει την κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας με πρόταση μομφής. Κι όμως ο τότε πρωθυπουργός παραιτήθηκε γνωρίζοντας πως είχε λίγες πιθανότητες να κερδίσει τις επερχόμενες εκλογές.
Ήταν θέμα δημοκρατικής ευαισθησίας και ποιότητας ενός πολιτικού ανδρός που πίστευε βαθύτατα στον κοινοβουλευτισμό. Αντιλήφθηκε πως η καλύτερη λύση ήταν η προσφυγή στις κάλπες, ώστε ο Ελληνικός λαός να δώσει την λύση στην πολιτική κρίση που είχε ξεσπάσει γύρω από το «Μακεδονικό».
Μοιραία, κάνω αυτές τις σκέψεις όταν ακούω από τους απίθανους τύπους που μας κυβερνούν πως θα παραμείνουν στην διακυβέρνηση της χώρας ακόμα και ως κυβέρνηση μειοψηφίας. Κάτι πρωτοφανές για τα ελληνικά πολιτικά χρονικά. Μάλιστα ο ευτελισμός τους γίνεται ακόμα πιο μεγάλος, γιατί ούτως ή άλλως, σε λίγους μήνες θα διεξαχθούν οι εθνικές εκλογές. 

Συνεπώς πρόκειται για μια περιφρόνηση τόσο μιας πάγιας κοινοβουλευτικής πρακτικής όσο και των στοιχειωδών κανόνων λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος. Βέβαια, αν ανατρέξουμε τόσο στην θεωρία που καθοδηγεί την πρακτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς, όσο και στις αντιλήψεις που έχει η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ για τον κοινοβουλευτισμό, δεν θα πρέπει να εκπλησσόμαστε με αυτά που ακούμε.
Με απλά λόγια, η ριζοσπαστική Αριστερά δεν πιστεύει στην κοινοβουλευτική δημοκρατία. Πρότυπο της είναι οι μορφές ακτιβισμού και αμεσοδημοκρατικής δράσης. Το κοινοβουλευτικό πολίτευμα το ανέχεται γιατί δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. 

Τα στελέχη της δεν έχουν την κουλτούρα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, το βασικό γνώρισμα των οποίων είναι η αρχή της δεδηλωμένης.
«Μα το Σύνταγμα προβλέπει στο άρθρο 84 πως και με 120 βουλευτές μπορεί μια κυβέρνηση να ασκεί την εξουσία», θα αντιτείνει ο αναγνώστης. 

Το ζήτημα δεν είναι συνταγματικό, αλλά πολιτικό. Κατά πόσο μια κυβέρνηση μειοψηφίας, λίγους μήνες πριν την διενέργεια εκλογών, νομιμοποιείται να λαμβάνει σημαντικές πολιτικές αποφάσεις που θα δεσμεύουν την επόμενη κυβέρνηση.
Και το πρόβλημα γίνεται οξύτερο, όταν η κυβέρνηση μειοψηφίας, μετά βεβαιότητος, οδηγείται σε εκλογική ήττα. 

Εδώ πλέον καταστρατηγείται κάθε έννοια δημοκρατικής νομιμότητας. Βέβαια, είναι ασεβές και προκλητικό να συγκρίνουμε τον Αλέξη Τσίπρα με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. 

Ή να έχουμε την απαίτηση ένας μαρξιστής πολιτικός να έχει τις ίδιες δημοκρατικές ευαισθησίες με έναν φιλελεύθερο.
Να υπενθυμίσω πως η μοναδική κυβέρνηση μειοψηφίας στον εικοστό αιώνα ήταν η κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου 1963. 

Όμως ο αρχηγός της Ενώσεως Κέντρου προκήρυξε εκλογές μετά από δυόμισι μήνες.
Φαίνεται πως ένας φιλελεύθερος ηγέτης χρειάζεται 151 βουλευτές για να κυβερνήσει, ενώ ένας αριστερός κυβερνά και με 120.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13 Ιανουαρίου 2019