Οταν ο Μανώλης Μητσιάς τραγουδούσε Μίκη και στο... κρατητήριο
02/10/2021 17:00
02/10/2021 17:00
Τις αναμνήσεις που φέρνει στο νου του, το τραγούδι του Μίκη «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, να πάει στη μάνα υπομονή», και τις στιγμές που τον σημάδεψαν με το φίλο του Μανώλη Μητσιά να τραγουδάει το κομμάτι αυτό ακόμα και μέσα στο κρατητήριο, ανήρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αικατερινάρης.
Με ένα κείμενο, θαρρείς αποχαιρετισμό σε μια άλλη εποχή, ο Γιάννης Αικατερινάρης που ήταν και φίλος του Μίκη, «ξαναζωντανεύει» θύμησες άρρηκτα συνδεδεμένες με το μοναδικό αυτό τραγούδι του μεγάλου δημιουργού.
Ολόκληρη η ανάρτησή του έχει ως εξής:
«ΣΤΕΙΛΕ ΟΥΡΑΝΕ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ, ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΥΠΟΜΟΝΗ»…Το αισθαντικό τραγούδι του Μίκη φέρνει μνήμες και …ζεϊμπέκικο σ’ ένα άδειο καφενέ!«Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, ένα χελιδονάκι, να πάει να χτίσει τη φωλιά στου κήπου την κορομηλιά, δίπλα στο μπαλκονάκι… Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή»… τραγουδούν οι καλοί μου φίλοι. Και οι μελοποιημένοι από το Μίκη στίχοι ξυπνούν μνήμες, γεννούν βάλσαμο κι ευφορία ψυχής στους δύσκολους καιρούς της μοναξιάς του κορονοϊού και των άλλων κακών… Αναπόφευκτες οι αναπολήσεις από ένα παρελθόν πραγματικής ζωής, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνονταν και την βίωναν ανέκαθεν οι ενεργοί πολίτες. Συνακόλουθο το …ζεϊμπέκικο της μοναξιάς στον έρημο καφενέ… Δεν ήταν τυχαίο ότι «το τραγούδι της ξενιτιάς» το ερμήνευσαν τόσοι πολλοί και καλοί τραγουδιστές. Θυμάμαι ωστόσο την πρώτη φορά που το άκουσα από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
»Ήταν καλοκαίρι του 1962, όταν το τραγούδησε στη θεατρική παράσταση «Όμορφη πόλη» στο θέατρο «Παρκ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα. Η διεύθυνση της ορχήστρας ήταν του Μίκη Θεοδωράκη, η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, τα κείμενα του Μποστ και οι στίχοι του τραγουδιού του Ερρίκου Θαλασσινού. Είχα κατέβει στην Αθήνα, φοιτητής ακόμη, για να συναντήσω τον Μίκη και να συνεννοηθώ μαζί του για την δυνατότητα συμμετοχής -με μια συναυλία- ενός μικρού μουσικού σχήματος σε μια εκδήλωση, που θα οργάνωνε στη νέα ακαδημαϊκή χρονιά ο «Σύλλογος φοιτητών Πολυτεχνικής Σχολής» του ΑΠΘ. Ωστόσο με την διαμεσολάβησή του καταφέραμε ως Σύλλογος να πάρουμε την υπόσχεση από την «Χορωδία Τρικάλων», με μαέστρο τη σπουδαία Τερψιχόρη Παπαστεφάνου (1928-2019), ότι θα μπορούσε έρθει στη Θεσσαλονίκη! Έμενε μόνο ο καθορισμός της ημερομηνίας. Τα γεγονότα όμως της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, τα πριν και τα μετά, ακύρωσαν την έλευσή της. Ακόμη φυλάγω στο αρχείο μου το σχετικό τηλεγράφημα…Έκτοτε και παρότι άκουσα το τραγούδι σε πολλές διαφορετικές ερμηνείες, μία σημάδεψε περισσότερο την μνήμη μου, όχι μόνο ως μουσικό άκουσμα, αλλά και λόγω του κλίματος των ημερών που πραγματοποιήθηκε. Ήταν εκείνη του φίλου και συμπατριώτη μου Μανώλη Μητσιά στα τέλη του ‘67, που λίγο νωρίτερα και πριν ακόμη γίνει τραγουδιστής είχε περάσει στρατοδικείο, μαζί με τον αδελφό μου κι άλλους συντρόφους τους. Ο μετέπειτα σπουδαίος τραγουδιστής έκανε τότε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις του σε μια μπουάτ, που στήθηκε πρόχειρα και με λίγα καθίσματα στο φωταγωγό μιας πολυκατοικίας, πίσω και με προσπέλαση μέσα από το καφενείο «Ναυαρίνο», δίπλα στον ομότιτλο κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης.
»Θυμάμαι έντονα εκείνες τις μέρες, γιατί επισκεπτόμουν καθημερινά την μπουάτ, που της έδωσαν κι αυτής το ίδιο όνομα. Περιορισμένες ήταν οι υποχρεώσεις μου μετά την αναγκαστική απομάκρυνσή μου από την «Έδρα των εσωτερικών χώρων» της Αρχιτεκτονικής σχολής, με καθηγητή τον Δ. Φατούρο και τις συνακόλουθες περιπέτειές μου. Μπαίνοντας ο Γενάρης του ’68 θα κατατασσόμουν στο στρατό. Κάθε βράδυ ο Μανόλης δεν ξεχνούσε να τραγουδάει το «στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή» και την «Πέτρα» του Πρέζα… Είχε τότε και τη μάνα του τη Χαρίκλεια στο χωριό μ’ ένα σοβαρό πρόβλημα, στα νεφρά της αν δεν κάνω λάθος… Εκτός από τον Μανόλη, τον αείμνηστο αδελφό μου Νίκο (1944-1977), που έκανε σύντομους θεατρικούς μονολόγους -«παρλάτες» τις έλεγε- και τον ταλαντούχο μουσικοσυνθέτη Ανδρέα Πρέζα στο πιάνο, στο μπουζούκι ήταν ο Θόδωρος Μάρκου και μερικοί άλλοι των οποίων τα ονόματα δεν τα θυμάμαι. Ο καλός τραγουδιστής Δημήτρης Ζευγάς (1946-1980) που «έφυγε» κι αυτός νωρίς, ήρθε λίγο αργότερα. Λίγο μετά, τον Δεκέμβριο του ’67, άνοιξε και η γνωστή μπουάτ «107», δίπλα στην Παναγία δεξιά επί της Εγνατίας οδού. Ιδιοκτήτης της κατά το ήμισυ ήταν ο Γιάννης Στεφανίδης, κατηγορούμενος στην περιβόητη υπόθεση του «σαμποτάζ του Έβρου», την σκευωρία δηλαδή περί δολιοφθοράς των στρατιωτικών οχημάτων της 117 Μοίρας του Πεδινού Πυροβολικού, που είχε στήσει το 1965 ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος. Προοίμιο, θα μπορούσα να πω της μουσικής καριέρας του Μανόλη αποτέλεσε ένα άγνωστο γεγονός. Αξίζει να το καταθέσω. Πριν αποφυλακιστεί, όταν ακόμη ήταν κρατούμενος στο αστυνομικό τμήμα που βρίσκονταν στην οδό Λέοντος Σοφού, με έστειλε η μάνα μου Ουρανία να του πάω φαγητό. Εκείνη θα πήγαινε στον αδελφό μου, στο Η’ Αστ. Τμήμα, πάνω από το Διοικητήριο.
»Το Τμήμα όπου βρίσκονταν το κρατητήριο του Μανόλη ήταν απέναντι περίπου από το διατηρητέο κτίριο του σημερινού δημοτικού ωδείου της Θεσσαλονίκης, παραδίπλα από την …«Αμερικάνικη αγορά μεταχειρισμένων ρούχων», που θύμιζαν περισσότερο …λεηλατημένη βοήθεια της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), στην πρώτη περίοδο του εμφυλίου πολέμου… Ο θόρυβος που έκανα ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα προς τον όροφο του παλιού διώροφου κτιρίου, όπου βρίσκονταν το κρατητήριο, ενόχλησε τον φύλακα - φρουρό που στέκονταν στο κεφαλόσκαλο και με αυστηρή φωνή μου φώναξε «πιο σιγά, πιο σιγά»! Φαίνεται ωστόσο ότι περιμένοντας να καταταγώ στο στρατό -έστω και σκαπανέας οπλίτης- ξεθάρρεψα τόσο, ώστε του απάντησα κατάλληλα. Κι εκείνος -Κρητικός μου φάνηκε- μου είπε σαν να απολογούνταν: «Σε παρατήρησα για να ακούω καλύτερα τον Μανόλη που τραγουδάει μέσα στο κελί του»! Αφουγκράστηκα και τον άκουσα κι εγώ καθαρά. Τραγουδούσε και πάλι το «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή». Ο Μανόλης μετά απ’ όλα αυτά, άφησε τη Θεσσαλονίκη και κατεβαίνοντας στην Αθήνα είχε στη συνέχεια την γνωστή λαμπρή καριέρα. Τιμούσε παράλληλα τη Χαλκιδική μας …«που σαν κι αυτή δεν έχ’». Σημ. Το τραγούδι που ακούγεται, όπως άλλωστε και το ζεϊμπέκικο από τη μεριά μου, παρά τις αδυναμίες που κάποιος ενδεχομένως θα επισημάνει, δεν παύουν να αποτελούν αυθεντικούς τρόπους έκφρασης και φυγής από τα δύσκολα των σημερινών καιρών.
Τις αναμνήσεις που φέρνει στο νου του, το τραγούδι του Μίκη «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, να πάει στη μάνα υπομονή», και τις στιγμές που τον σημάδεψαν με το φίλο του Μανώλη Μητσιά να τραγουδάει το κομμάτι αυτό ακόμα και μέσα στο κρατητήριο, ανήρτησε στην προσωπική του ιστοσελίδα ο αρχιτέκτονας Γιάννης Αικατερινάρης.
Με ένα κείμενο, θαρρείς αποχαιρετισμό σε μια άλλη εποχή, ο Γιάννης Αικατερινάρης που ήταν και φίλος του Μίκη, «ξαναζωντανεύει» θύμησες άρρηκτα συνδεδεμένες με το μοναδικό αυτό τραγούδι του μεγάλου δημιουργού.
Ολόκληρη η ανάρτησή του έχει ως εξής:
«ΣΤΕΙΛΕ ΟΥΡΑΝΕ ΜΟΥ ΕΝΑ ΠΟΥΛΙ, ΝΑ ΠΑΕΙ ΣΤΗ ΜΑΝΑ ΥΠΟΜΟΝΗ»…Το αισθαντικό τραγούδι του Μίκη φέρνει μνήμες και …ζεϊμπέκικο σ’ ένα άδειο καφενέ!«Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί, ένα χελιδονάκι, να πάει να χτίσει τη φωλιά στου κήπου την κορομηλιά, δίπλα στο μπαλκονάκι… Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή»… τραγουδούν οι καλοί μου φίλοι. Και οι μελοποιημένοι από το Μίκη στίχοι ξυπνούν μνήμες, γεννούν βάλσαμο κι ευφορία ψυχής στους δύσκολους καιρούς της μοναξιάς του κορονοϊού και των άλλων κακών… Αναπόφευκτες οι αναπολήσεις από ένα παρελθόν πραγματικής ζωής, όπως τουλάχιστον την αντιλαμβάνονταν και την βίωναν ανέκαθεν οι ενεργοί πολίτες. Συνακόλουθο το …ζεϊμπέκικο της μοναξιάς στον έρημο καφενέ… Δεν ήταν τυχαίο ότι «το τραγούδι της ξενιτιάς» το ερμήνευσαν τόσοι πολλοί και καλοί τραγουδιστές. Θυμάμαι ωστόσο την πρώτη φορά που το άκουσα από τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
»Ήταν καλοκαίρι του 1962, όταν το τραγούδησε στη θεατρική παράσταση «Όμορφη πόλη» στο θέατρο «Παρκ» της λεωφόρου Αλεξάνδρας στην Αθήνα. Η διεύθυνση της ορχήστρας ήταν του Μίκη Θεοδωράκη, η σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη, τα κείμενα του Μποστ και οι στίχοι του τραγουδιού του Ερρίκου Θαλασσινού. Είχα κατέβει στην Αθήνα, φοιτητής ακόμη, για να συναντήσω τον Μίκη και να συνεννοηθώ μαζί του για την δυνατότητα συμμετοχής -με μια συναυλία- ενός μικρού μουσικού σχήματος σε μια εκδήλωση, που θα οργάνωνε στη νέα ακαδημαϊκή χρονιά ο «Σύλλογος φοιτητών Πολυτεχνικής Σχολής» του ΑΠΘ. Ωστόσο με την διαμεσολάβησή του καταφέραμε ως Σύλλογος να πάρουμε την υπόσχεση από την «Χορωδία Τρικάλων», με μαέστρο τη σπουδαία Τερψιχόρη Παπαστεφάνου (1928-2019), ότι θα μπορούσε έρθει στη Θεσσαλονίκη! Έμενε μόνο ο καθορισμός της ημερομηνίας. Τα γεγονότα όμως της δολοφονίας του Γρηγόρη Λαμπράκη, τα πριν και τα μετά, ακύρωσαν την έλευσή της. Ακόμη φυλάγω στο αρχείο μου το σχετικό τηλεγράφημα…Έκτοτε και παρότι άκουσα το τραγούδι σε πολλές διαφορετικές ερμηνείες, μία σημάδεψε περισσότερο την μνήμη μου, όχι μόνο ως μουσικό άκουσμα, αλλά και λόγω του κλίματος των ημερών που πραγματοποιήθηκε. Ήταν εκείνη του φίλου και συμπατριώτη μου Μανώλη Μητσιά στα τέλη του ‘67, που λίγο νωρίτερα και πριν ακόμη γίνει τραγουδιστής είχε περάσει στρατοδικείο, μαζί με τον αδελφό μου κι άλλους συντρόφους τους. Ο μετέπειτα σπουδαίος τραγουδιστής έκανε τότε τις πρώτες δημόσιες εμφανίσεις του σε μια μπουάτ, που στήθηκε πρόχειρα και με λίγα καθίσματα στο φωταγωγό μιας πολυκατοικίας, πίσω και με προσπέλαση μέσα από το καφενείο «Ναυαρίνο», δίπλα στον ομότιτλο κινηματογράφο της Θεσσαλονίκης.
»Θυμάμαι έντονα εκείνες τις μέρες, γιατί επισκεπτόμουν καθημερινά την μπουάτ, που της έδωσαν κι αυτής το ίδιο όνομα. Περιορισμένες ήταν οι υποχρεώσεις μου μετά την αναγκαστική απομάκρυνσή μου από την «Έδρα των εσωτερικών χώρων» της Αρχιτεκτονικής σχολής, με καθηγητή τον Δ. Φατούρο και τις συνακόλουθες περιπέτειές μου. Μπαίνοντας ο Γενάρης του ’68 θα κατατασσόμουν στο στρατό. Κάθε βράδυ ο Μανόλης δεν ξεχνούσε να τραγουδάει το «στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή» και την «Πέτρα» του Πρέζα… Είχε τότε και τη μάνα του τη Χαρίκλεια στο χωριό μ’ ένα σοβαρό πρόβλημα, στα νεφρά της αν δεν κάνω λάθος… Εκτός από τον Μανόλη, τον αείμνηστο αδελφό μου Νίκο (1944-1977), που έκανε σύντομους θεατρικούς μονολόγους -«παρλάτες» τις έλεγε- και τον ταλαντούχο μουσικοσυνθέτη Ανδρέα Πρέζα στο πιάνο, στο μπουζούκι ήταν ο Θόδωρος Μάρκου και μερικοί άλλοι των οποίων τα ονόματα δεν τα θυμάμαι. Ο καλός τραγουδιστής Δημήτρης Ζευγάς (1946-1980) που «έφυγε» κι αυτός νωρίς, ήρθε λίγο αργότερα. Λίγο μετά, τον Δεκέμβριο του ’67, άνοιξε και η γνωστή μπουάτ «107», δίπλα στην Παναγία δεξιά επί της Εγνατίας οδού. Ιδιοκτήτης της κατά το ήμισυ ήταν ο Γιάννης Στεφανίδης, κατηγορούμενος στην περιβόητη υπόθεση του «σαμποτάζ του Έβρου», την σκευωρία δηλαδή περί δολιοφθοράς των στρατιωτικών οχημάτων της 117 Μοίρας του Πεδινού Πυροβολικού, που είχε στήσει το 1965 ο μετέπειτα δικτάτορας Παπαδόπουλος. Προοίμιο, θα μπορούσα να πω της μουσικής καριέρας του Μανόλη αποτέλεσε ένα άγνωστο γεγονός. Αξίζει να το καταθέσω. Πριν αποφυλακιστεί, όταν ακόμη ήταν κρατούμενος στο αστυνομικό τμήμα που βρίσκονταν στην οδό Λέοντος Σοφού, με έστειλε η μάνα μου Ουρανία να του πάω φαγητό. Εκείνη θα πήγαινε στον αδελφό μου, στο Η’ Αστ. Τμήμα, πάνω από το Διοικητήριο.
»Το Τμήμα όπου βρίσκονταν το κρατητήριο του Μανόλη ήταν απέναντι περίπου από το διατηρητέο κτίριο του σημερινού δημοτικού ωδείου της Θεσσαλονίκης, παραδίπλα από την …«Αμερικάνικη αγορά μεταχειρισμένων ρούχων», που θύμιζαν περισσότερο …λεηλατημένη βοήθεια της UNRRA (United Nations Relief and Rehabilitation Administration), στην πρώτη περίοδο του εμφυλίου πολέμου… Ο θόρυβος που έκανα ανεβαίνοντας την ξύλινη σκάλα προς τον όροφο του παλιού διώροφου κτιρίου, όπου βρίσκονταν το κρατητήριο, ενόχλησε τον φύλακα - φρουρό που στέκονταν στο κεφαλόσκαλο και με αυστηρή φωνή μου φώναξε «πιο σιγά, πιο σιγά»! Φαίνεται ωστόσο ότι περιμένοντας να καταταγώ στο στρατό -έστω και σκαπανέας οπλίτης- ξεθάρρεψα τόσο, ώστε του απάντησα κατάλληλα. Κι εκείνος -Κρητικός μου φάνηκε- μου είπε σαν να απολογούνταν: «Σε παρατήρησα για να ακούω καλύτερα τον Μανόλη που τραγουδάει μέσα στο κελί του»! Αφουγκράστηκα και τον άκουσα κι εγώ καθαρά. Τραγουδούσε και πάλι το «Στείλε ουρανέ μου ένα πουλί να πάει στη μάνα υπομονή». Ο Μανόλης μετά απ’ όλα αυτά, άφησε τη Θεσσαλονίκη και κατεβαίνοντας στην Αθήνα είχε στη συνέχεια την γνωστή λαμπρή καριέρα. Τιμούσε παράλληλα τη Χαλκιδική μας …«που σαν κι αυτή δεν έχ’». Σημ. Το τραγούδι που ακούγεται, όπως άλλωστε και το ζεϊμπέκικο από τη μεριά μου, παρά τις αδυναμίες που κάποιος ενδεχομένως θα επισημάνει, δεν παύουν να αποτελούν αυθεντικούς τρόπους έκφρασης και φυγής από τα δύσκολα των σημερινών καιρών.
ΣΧΟΛΙΑ