Παγκόσμια Ημέρα Ατόμων με Αναπηρία - Αναστασία Αστερίου: «Θέλω να δω ανάπηρους στο δρόμο»
03/12/2023 18:00
03/12/2023 18:00
Όταν ήταν 14 χρονών η Αναστασία Αστερίου διαγνώστηκε με μία πάθηση που σταδιακά προκαλεί μυϊκή ατροφία. Χρόνο με το χρόνο η κινητικότητα της μειώθηκε και πλέον κινείται με αναπηρικό αμαξίδιο.
Την ρωτώ αν δέχεται ενοχλητικά βλέμματα όταν κινείται στο δρόμο. «Είναι φυσικό να κοιτάς κάτι που είναι διαφορετικό, ειδικά τα παιδιά. Δεν είναι κάτι που με απασχολεί πολύ, γιατί το βλέμμα του καθενός είναι καθρέφτης της δικής του ψυχής, είναι η δική του κατάσταση, όχι η δική μου».
Υπάρχουν διάφορα εξοργιστικά και τραγελαφικά περιστατικά που της συνέβησαν, τα οποία πάντα περιγράφει με συγκατάβαση και χιούμορ. Για παράδειγμα, όταν ένας πωλητής σε κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν χρειάζεται ηλεκτρικό φουρνάκι, γιατί «τι να το κάνεις, θα μαγειρέψεις;», ή μία άλλη φορά, όταν πήγε να αγοράσει γκέτες για να καλύψει τις μπότες του σκι και ο πωλητής της έλεγε ότι δεν θα τις χρειαστεί, αντιμετωπίζοντάς την σαν ανήλικο, άβουλο πλάσμα. «Αυτό που έχω ζήσει πολλές φορές είναι να αμφισβητείται η γνώμη μου, η αξιοπιστία μου, η σοβαρότητά μου, η επαγγελματική μου δραστηριότητα, επειδή είμαι σε αμαξίδιο. Αυτό μπορεί να είναι κουραστικό, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει αν εγώ γυρίσω και κλειστώ στο σπίτι μου. Θα αλλάξει μόνο αν συνεχίσω να είμαι εκεί» λέει.
«Αν δεν μας βλέπουν στο δρόμο, μας ξεχνούν»
«Γιατί δεν βλέπουμε ανάπηρους στο δρόμο;» τη ρωτώ. «Γιατί χρειάζεται πολύ μεγάλος κόπος για να να ετοιμαστεί ένας ανάπηρος και καταφέρει να φτάσει μέχρι την πόρτα του σπιτιού του για να βγει έξω. Δεν μιλώ μόνο για την πρακτική δυσκολία αλλά και για το θάρρος που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τον κόσμο γύρω του. Κάποιοι ντρέπονται, κάποιοι θυμώνουν...», μου απαντά.
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνει ότι έχουν προστεθεί ράμπες στους δρόμους, αλλά, «το πρόβλημα είναι ότι αυτός που θα τη φτιάξει δεν ξέρει πώς είναι να χρησιμοποιείς αμαξίδιο, με αποτέλεσμα πολλές να μην είναι λειτουργικές». Για παράδειγμα υπάρχουν ράμπες που έχουν στη μέση κολώνα και δεν μπορεί ο ανάπηρος να περάσει ή να κάνει αναστροφή, ράμπες που οδηγούν σε τοίχους ή σε φρεάτια, με κίνδυνο να κολλήσει η ρόδα του αμαξιδίου, ράμπες που έχουν υψομετρική διαφορά με το δρόμο... «Θα ήθελα να μην υπάρχει ούτε ένα δημόσιο κτίριο χωρίς ράμπα, θα ήθελα να διορθωθούν οι χαλασμένες ράμπες και οι νέες να είναι λειτουργικές. Γιατί αν σε μία αναγκαστική έξοδο στο γιατρό ένας ανάπηρος δει ότι τελικά μπορεί να μετακινηθεί και μόνος και διαπιστώσει ότι δεν είναι τόσο δύσκολο πια, θα κυκλοφορεί περισσότερο. Αν δεν περνά ποτέ κανένας ανάπηρος από πουθενά, αν δεν διεκδικούμε να αναγνωρίζεται το πτυχίο και η αξία μας, αν δεν διεκδικούμε τη θέση μας στο θέατρο, στο μπαρ, στα μαγαζιά, ο κόσμος μας ξεχνά, ενώ είμαστε πάρα πολλοί».
Τι σκέφτεται όταν αντικρίζει ένα αυτοκίνητο σταθμευμένο μπροστά από ράμπα;« Δεν μου έρχεται να φωνάξω, να τσιρίζω, να βρίσω. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι ότι είναι αναίσθητος, αλλά ότι το αφήνει εκεί γιατί έψαχνε μισή ώρα για πάρκινγκ και δεν έβρισκε, είναι πολύ κουρασμένος και θέλει να πάει στα παιδιά του... Το αφήνει εκεί γιατί δεν πιστεύει ότι θα περάσει κανείς ανάπηρος» λέει προσπαθώντας να μπει στη θέση του άλλου.
«Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο;» τη ρωτώ. «Δεν μπαίνουν εύκολα οι άνθρωποι στη θέση του άλλου. Έχουν αρκετά στο κεφάλι τους, για να προσθέσουν ένα ακόμη. Πιστεύουν ότι δεν τους αφορά η αναπηρία. Όμως όλη αυτή η συζήτηση δεν αφορά μόνο τα αναπηρικά αμαξίδια. Κάποια στιγμή στη ζωή σου μπορεί να είχες καροτσάκι για τα παιδιά, μπορεί να μεταφέρεις καροτσάκι λαϊκής, μπορεί οι ηλικιωμένοι γονείς σου να έχουν δυσκολία».
Πάντως η ίδια διαπιστώνει ότι το τελευταίο διάστημα έχει βελτιωθεί η κατάσταση με τις ράμπες, όχι μόνο γιατί το πρόστιμο είναι τόσο μεγάλο που πλέον οι οδηγοί δεν το ρισκάρουν, αλλά και γιατί «είναι πολλοί που μας υποστηρίζουν και θα τηλεφωνήσουν στην τροχαία και τη δημοτική αστυνομία αν δουν σταθμευμένο όχημα σε ράμπα».
«Λυπάμαι, αλλά δεν χωράς»
Οι δυσκολίες στη μετακίνηση είναι δεδομένες, αλλά η ίδια κινείται συνέχεια, με βοήθεια ή μόνη, στο δρόμο, στη λαϊκή, στο σούπερ μάρκετ. «Όταν το πεζοδρόμιο είναι στενό πηγαίνω και πάνω στο οδόστρωμα. Οι αντιδράσεις των οδηγών είναι εξαιρετικές! Δεν με προσπερνάνε περιμένουν να ακινητοποιηθω, χωρίς να κορνάρουν, γιατί συνειδητοποιούν ότι δεν έχω άλλη επιλογή». Παλαιότερα χρησιμοποιούσε τα αστικά λεωφορεία. «Είναι δύσκολο να ανέβεις στο λεωφορείο, εξαρτάσαι από την καλοσύνη του οδηγού, θαρρείς και δεν είναι υποχρέωση του να κατεβάσει τη ράμπα. Μερικοί οδηγοί είναι αγενείς, πολλοί επιβάτες επίσης, αλλά αυτά είναι μεμονωμένα περιστατικά. Οι περισσότεροι είναι ευγενικοί» λέει.
Θυμάται πάντως μία φορά να περιμένει στο κρύο ένα λεωφορείο που είχε αργήσει, κι όταν έφτασε όλοι να τρέχουν να ανέβουν πρώτοι, «μη τυχόν και γεμίσει με εμένα και δεν θα χωρέσουν. Ο οδηγός τους ζήτησε να κατέβουν για να ανοίξει την ράμπα. Ένας ηλικιωμένος άρχισε να φωνάζει ‘τι θέλει αυτή εδώ, μας καθυστέρησε, να παίρνει το ειδικό αυτοκίνητο’ αλλά όλοι οι άλλοι επιβάτες με υπερασπίστηκαν: μία κυρία άρχισε να του εξηγεί ότι έχω το δικαίωμα, μια άλλη άρχισε να του φωνάζει, μία τρίτη ήρθε και με αγκάλιασε. Ο οδηγός του είπε "αν δεν σας αρέσει μπορείτε να κατεβείτε". Μίαν άλλη φορά μία κυρία που δεν ήθελε να μετακινηθεί για να ανοίξει η ράμπα μού είπε "λυπάμαι, έχω όλη διάθεση να σε βοηθήσω, αλλά δεν χωράς". "Εσύ πώς χώρεσες και μπήκες και γιατί εγώ δεν χωράω;" τη ρώτησα. Την κοιτούσαμε εγώ και ο οδηγός ώσπου κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να φύγει το λεωφορείο αν δεν κατέβει. Κατέβηκε θυμωμένη και ξαναμπήκε από την μπροστινή πόρτα και όλοι σχολίαζαν την απαράδεκτη συμπεριφορά της. Πριν 10 χρόνια αυτό δεν θα συνέβαινε. Πριν 10 χρόνια ο οδηγός δεν θα κατέβαινε καν, κανείς από τους συνεπιβάτες δεν θα έλεγε κάτι, δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου. Όσο περνάν τα χρόνια αλλάζει η κατάσταση, απλά αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς». Τη ρωτώ αν έχει νιώσει ότι δεν χωράει, όχι κυριολεκτικά, στο λεωφορείο, αλλά μεταφορικά, σε μία πόλη που έχει αμέτρητες δυσκολίες στη μετακίνηση. «Εγώ όχι. Αλλά ξέρω ότι το νιώθουν όλοι όσοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Θεωρώ ότι όσο περισσότερο κυκλοφορώ εγώ, που "χωράω" και το ξέρω, τόσο καλύτερα θα είναι για τους άλλους την επόμενη μέρα».
Κοινοτική σύμβουλος σε κτίριο χωρίς ράμπα
Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές η Αναστασία κατέβηκε υποψήφια κοινοτική σύμβουλος. Η μοναδική κίνηση που έκανε για προωθήσει την υποψηφιότητά της ήταν ένα βίντεο που εξηγούσε το κίνητρό της, λέγοντας: «θέλω να δω ανάπηρους στον δρόμο. Θέλω να τους δω στις δουλειές, θέλω να τους δω στην τέχνη, θέλω να τους δω να κόβουν βόλτες χωρίς λόγο, θέλω να τους δω να σπουδάζουν, να είναι έξω. Οι ανάπηροι μένουν στο σπίτι κι εγώ αυτό θέλω να αλλάξει».
Τελικά η Αναστασία εκλέχτηκε κοινοτική σύμβουλος, αλλά θα κάνει αρκετό καιρό μέχρι να καταφέρει να λάβει μέρος σε κάποια συνεδρίαση, γιατί η βίλα Μορδώχ που στεγάζει την Ε’ Δημοτική Κοινότητα είναι ένα από τα πολλά δημόσια κτίρια που δεν έχει ράμπα για ανάπηρους. «Ελπίζω να παρακαμφθεί η γραφειοκρατία και να τα καταφέρω να συμμετάσχω, γιατί αν χάσεις τρεις συνεδριάσεις μπορεί να κηρυχθείς έκπτωτος».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.12.2023
Όταν ήταν 14 χρονών η Αναστασία Αστερίου διαγνώστηκε με μία πάθηση που σταδιακά προκαλεί μυϊκή ατροφία. Χρόνο με το χρόνο η κινητικότητα της μειώθηκε και πλέον κινείται με αναπηρικό αμαξίδιο.
Την ρωτώ αν δέχεται ενοχλητικά βλέμματα όταν κινείται στο δρόμο. «Είναι φυσικό να κοιτάς κάτι που είναι διαφορετικό, ειδικά τα παιδιά. Δεν είναι κάτι που με απασχολεί πολύ, γιατί το βλέμμα του καθενός είναι καθρέφτης της δικής του ψυχής, είναι η δική του κατάσταση, όχι η δική μου».
Υπάρχουν διάφορα εξοργιστικά και τραγελαφικά περιστατικά που της συνέβησαν, τα οποία πάντα περιγράφει με συγκατάβαση και χιούμορ. Για παράδειγμα, όταν ένας πωλητής σε κατάστημα ηλεκτρικών συσκευών προσπαθούσε να την πείσει ότι δεν χρειάζεται ηλεκτρικό φουρνάκι, γιατί «τι να το κάνεις, θα μαγειρέψεις;», ή μία άλλη φορά, όταν πήγε να αγοράσει γκέτες για να καλύψει τις μπότες του σκι και ο πωλητής της έλεγε ότι δεν θα τις χρειαστεί, αντιμετωπίζοντάς την σαν ανήλικο, άβουλο πλάσμα. «Αυτό που έχω ζήσει πολλές φορές είναι να αμφισβητείται η γνώμη μου, η αξιοπιστία μου, η σοβαρότητά μου, η επαγγελματική μου δραστηριότητα, επειδή είμαι σε αμαξίδιο. Αυτό μπορεί να είναι κουραστικό, αλλά δεν πρόκειται να αλλάξει αν εγώ γυρίσω και κλειστώ στο σπίτι μου. Θα αλλάξει μόνο αν συνεχίσω να είμαι εκεί» λέει.
«Αν δεν μας βλέπουν στο δρόμο, μας ξεχνούν»
«Γιατί δεν βλέπουμε ανάπηρους στο δρόμο;» τη ρωτώ. «Γιατί χρειάζεται πολύ μεγάλος κόπος για να να ετοιμαστεί ένας ανάπηρος και καταφέρει να φτάσει μέχρι την πόρτα του σπιτιού του για να βγει έξω. Δεν μιλώ μόνο για την πρακτική δυσκολία αλλά και για το θάρρος που χρειάζεται για να αντιμετωπίσει τον κόσμο γύρω του. Κάποιοι ντρέπονται, κάποιοι θυμώνουν...», μου απαντά.
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνει ότι έχουν προστεθεί ράμπες στους δρόμους, αλλά, «το πρόβλημα είναι ότι αυτός που θα τη φτιάξει δεν ξέρει πώς είναι να χρησιμοποιείς αμαξίδιο, με αποτέλεσμα πολλές να μην είναι λειτουργικές». Για παράδειγμα υπάρχουν ράμπες που έχουν στη μέση κολώνα και δεν μπορεί ο ανάπηρος να περάσει ή να κάνει αναστροφή, ράμπες που οδηγούν σε τοίχους ή σε φρεάτια, με κίνδυνο να κολλήσει η ρόδα του αμαξιδίου, ράμπες που έχουν υψομετρική διαφορά με το δρόμο... «Θα ήθελα να μην υπάρχει ούτε ένα δημόσιο κτίριο χωρίς ράμπα, θα ήθελα να διορθωθούν οι χαλασμένες ράμπες και οι νέες να είναι λειτουργικές. Γιατί αν σε μία αναγκαστική έξοδο στο γιατρό ένας ανάπηρος δει ότι τελικά μπορεί να μετακινηθεί και μόνος και διαπιστώσει ότι δεν είναι τόσο δύσκολο πια, θα κυκλοφορεί περισσότερο. Αν δεν περνά ποτέ κανένας ανάπηρος από πουθενά, αν δεν διεκδικούμε να αναγνωρίζεται το πτυχίο και η αξία μας, αν δεν διεκδικούμε τη θέση μας στο θέατρο, στο μπαρ, στα μαγαζιά, ο κόσμος μας ξεχνά, ενώ είμαστε πάρα πολλοί».
Τι σκέφτεται όταν αντικρίζει ένα αυτοκίνητο σταθμευμένο μπροστά από ράμπα;« Δεν μου έρχεται να φωνάξω, να τσιρίζω, να βρίσω. Προσπαθώ να μη σκέφτομαι ότι είναι αναίσθητος, αλλά ότι το αφήνει εκεί γιατί έψαχνε μισή ώρα για πάρκινγκ και δεν έβρισκε, είναι πολύ κουρασμένος και θέλει να πάει στα παιδιά του... Το αφήνει εκεί γιατί δεν πιστεύει ότι θα περάσει κανείς ανάπηρος» λέει προσπαθώντας να μπει στη θέση του άλλου.
«Συμβαίνει όμως και το αντίστροφο;» τη ρωτώ. «Δεν μπαίνουν εύκολα οι άνθρωποι στη θέση του άλλου. Έχουν αρκετά στο κεφάλι τους, για να προσθέσουν ένα ακόμη. Πιστεύουν ότι δεν τους αφορά η αναπηρία. Όμως όλη αυτή η συζήτηση δεν αφορά μόνο τα αναπηρικά αμαξίδια. Κάποια στιγμή στη ζωή σου μπορεί να είχες καροτσάκι για τα παιδιά, μπορεί να μεταφέρεις καροτσάκι λαϊκής, μπορεί οι ηλικιωμένοι γονείς σου να έχουν δυσκολία».
Πάντως η ίδια διαπιστώνει ότι το τελευταίο διάστημα έχει βελτιωθεί η κατάσταση με τις ράμπες, όχι μόνο γιατί το πρόστιμο είναι τόσο μεγάλο που πλέον οι οδηγοί δεν το ρισκάρουν, αλλά και γιατί «είναι πολλοί που μας υποστηρίζουν και θα τηλεφωνήσουν στην τροχαία και τη δημοτική αστυνομία αν δουν σταθμευμένο όχημα σε ράμπα».
«Λυπάμαι, αλλά δεν χωράς»
Οι δυσκολίες στη μετακίνηση είναι δεδομένες, αλλά η ίδια κινείται συνέχεια, με βοήθεια ή μόνη, στο δρόμο, στη λαϊκή, στο σούπερ μάρκετ. «Όταν το πεζοδρόμιο είναι στενό πηγαίνω και πάνω στο οδόστρωμα. Οι αντιδράσεις των οδηγών είναι εξαιρετικές! Δεν με προσπερνάνε περιμένουν να ακινητοποιηθω, χωρίς να κορνάρουν, γιατί συνειδητοποιούν ότι δεν έχω άλλη επιλογή». Παλαιότερα χρησιμοποιούσε τα αστικά λεωφορεία. «Είναι δύσκολο να ανέβεις στο λεωφορείο, εξαρτάσαι από την καλοσύνη του οδηγού, θαρρείς και δεν είναι υποχρέωση του να κατεβάσει τη ράμπα. Μερικοί οδηγοί είναι αγενείς, πολλοί επιβάτες επίσης, αλλά αυτά είναι μεμονωμένα περιστατικά. Οι περισσότεροι είναι ευγενικοί» λέει.
Θυμάται πάντως μία φορά να περιμένει στο κρύο ένα λεωφορείο που είχε αργήσει, κι όταν έφτασε όλοι να τρέχουν να ανέβουν πρώτοι, «μη τυχόν και γεμίσει με εμένα και δεν θα χωρέσουν. Ο οδηγός τους ζήτησε να κατέβουν για να ανοίξει την ράμπα. Ένας ηλικιωμένος άρχισε να φωνάζει ‘τι θέλει αυτή εδώ, μας καθυστέρησε, να παίρνει το ειδικό αυτοκίνητο’ αλλά όλοι οι άλλοι επιβάτες με υπερασπίστηκαν: μία κυρία άρχισε να του εξηγεί ότι έχω το δικαίωμα, μια άλλη άρχισε να του φωνάζει, μία τρίτη ήρθε και με αγκάλιασε. Ο οδηγός του είπε "αν δεν σας αρέσει μπορείτε να κατεβείτε". Μίαν άλλη φορά μία κυρία που δεν ήθελε να μετακινηθεί για να ανοίξει η ράμπα μού είπε "λυπάμαι, έχω όλη διάθεση να σε βοηθήσω, αλλά δεν χωράς". "Εσύ πώς χώρεσες και μπήκες και γιατί εγώ δεν χωράω;" τη ρώτησα. Την κοιτούσαμε εγώ και ο οδηγός ώσπου κατάλαβε ότι δεν πρόκειται να φύγει το λεωφορείο αν δεν κατέβει. Κατέβηκε θυμωμένη και ξαναμπήκε από την μπροστινή πόρτα και όλοι σχολίαζαν την απαράδεκτη συμπεριφορά της. Πριν 10 χρόνια αυτό δεν θα συνέβαινε. Πριν 10 χρόνια ο οδηγός δεν θα κατέβαινε καν, κανείς από τους συνεπιβάτες δεν θα έλεγε κάτι, δεν θα ενδιαφερόταν καθόλου. Όσο περνάν τα χρόνια αλλάζει η κατάσταση, απλά αλλάζει με πολύ αργούς ρυθμούς». Τη ρωτώ αν έχει νιώσει ότι δεν χωράει, όχι κυριολεκτικά, στο λεωφορείο, αλλά μεταφορικά, σε μία πόλη που έχει αμέτρητες δυσκολίες στη μετακίνηση. «Εγώ όχι. Αλλά ξέρω ότι το νιώθουν όλοι όσοι είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους. Θεωρώ ότι όσο περισσότερο κυκλοφορώ εγώ, που "χωράω" και το ξέρω, τόσο καλύτερα θα είναι για τους άλλους την επόμενη μέρα».
Κοινοτική σύμβουλος σε κτίριο χωρίς ράμπα
Στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές η Αναστασία κατέβηκε υποψήφια κοινοτική σύμβουλος. Η μοναδική κίνηση που έκανε για προωθήσει την υποψηφιότητά της ήταν ένα βίντεο που εξηγούσε το κίνητρό της, λέγοντας: «θέλω να δω ανάπηρους στον δρόμο. Θέλω να τους δω στις δουλειές, θέλω να τους δω στην τέχνη, θέλω να τους δω να κόβουν βόλτες χωρίς λόγο, θέλω να τους δω να σπουδάζουν, να είναι έξω. Οι ανάπηροι μένουν στο σπίτι κι εγώ αυτό θέλω να αλλάξει».
Τελικά η Αναστασία εκλέχτηκε κοινοτική σύμβουλος, αλλά θα κάνει αρκετό καιρό μέχρι να καταφέρει να λάβει μέρος σε κάποια συνεδρίαση, γιατί η βίλα Μορδώχ που στεγάζει την Ε’ Δημοτική Κοινότητα είναι ένα από τα πολλά δημόσια κτίρια που δεν έχει ράμπα για ανάπηρους. «Ελπίζω να παρακαμφθεί η γραφειοκρατία και να τα καταφέρω να συμμετάσχω, γιατί αν χάσεις τρεις συνεδριάσεις μπορεί να κηρυχθείς έκπτωτος».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.12.2023
ΣΧΟΛΙΑ