Και ξαφνικά, χωρίς καμιά λογική εξελικτική πορεία, χωρίς μια περίτεχνη «μεταφορά» (tranzition) όλη η Ελλάδα αγάπησε το νουάρ, το κατεξοχήν ταπεινό και καταφρονεμένο κινηματογραφικό είδος. Τα γραφεία διανομής προχωρούν συνεχώς σε επανεκδόσεις τέτοιων ταινιών (Τρεις μέρες του κόνδορα, Ο κόκκινος κύκλος , Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο κ.τ.λ.). Κινηματογραφικές λέσχες και διάφοροι φορείς επιλέγουν αυτό το είδος για τη μοναδικότητά του. Στο νουάρ, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, άσπροι και μαύροι, αλλά μόνον γκρι τύποι, αποχωρούντες αξιοπρεπώς, ζωντανοί νεκροί που ψάχνουν ένα πρόσχημα.
Στη σύγχρονη όμως Ελλάδα των διπόλων, των τεχνητών αντιπαραθέσεων, των σκηνοθεσιών, των διαφορών, τα πράγματα είναι όπως περίπου στο παραδοσιακό αμερικανικό γουέστερν: Οι κακοί, οι πολύ κακοί, οι τρομεροί ινδιάνοι και οι καλοί με τεράστιο ρήγμα μεταξύ τους. Στο παιγνίδι αυτής της πόλωσης, στο μίξερ του μαύρου ανακατώνονται τα πάντα και αλέθονται με πρωτοφανή ταχύτητα. Οι ικανοί και οι ανίκανοι (με όλες τις σημασίες του όρου), οι φαύλοι και οι πάναγνοι, οι διεφθαρμένοι και οι αγνές περιστερές και ταυτόχρονα οι ύαινες και οι τίγρεις. Τελικά οι έρποντες και οι αδάμαστοι. Η γελοιότητα των μεν και η μοναξιά της ζούγκλας των δε. Και με όλα αυτά γίνονται όνειρο απατηλό ο κοινωνικός μετασχηματισμός και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια με τα «νοσηρά φαινόμενα στο διάστημα της μεσοβασιλείας» (κατά τον Γκράμσι) να συνεχίζονται.
Γιατί λοιπόν όχι και στη μόδα του (έξοχου είναι αλήθεια) φιλμ νουάρ; Θα πρότεινα μάλιστα σ' αυτήν τη χώρα να τα βάψουμε όλα μαύρα. Paint it black λοιπόν κατά το μυθικό άσμα των Rolling Stones.
Και ξαφνικά, χωρίς καμιά λογική εξελικτική πορεία, χωρίς μια περίτεχνη «μεταφορά» (tranzition) όλη η Ελλάδα αγάπησε το νουάρ, το κατεξοχήν ταπεινό και καταφρονεμένο κινηματογραφικό είδος. Τα γραφεία διανομής προχωρούν συνεχώς σε επανεκδόσεις τέτοιων ταινιών (Τρεις μέρες του κόνδορα, Ο κόκκινος κύκλος , Ο δολοφόνος με το αγγελικό πρόσωπο κ.τ.λ.). Κινηματογραφικές λέσχες και διάφοροι φορείς επιλέγουν αυτό το είδος για τη μοναδικότητά του. Στο νουάρ, όπως είναι γνωστό, δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, άσπροι και μαύροι, αλλά μόνον γκρι τύποι, αποχωρούντες αξιοπρεπώς, ζωντανοί νεκροί που ψάχνουν ένα πρόσχημα.
Στη σύγχρονη όμως Ελλάδα των διπόλων, των τεχνητών αντιπαραθέσεων, των σκηνοθεσιών, των διαφορών, τα πράγματα είναι όπως περίπου στο παραδοσιακό αμερικανικό γουέστερν: Οι κακοί, οι πολύ κακοί, οι τρομεροί ινδιάνοι και οι καλοί με τεράστιο ρήγμα μεταξύ τους. Στο παιγνίδι αυτής της πόλωσης, στο μίξερ του μαύρου ανακατώνονται τα πάντα και αλέθονται με πρωτοφανή ταχύτητα. Οι ικανοί και οι ανίκανοι (με όλες τις σημασίες του όρου), οι φαύλοι και οι πάναγνοι, οι διεφθαρμένοι και οι αγνές περιστερές και ταυτόχρονα οι ύαινες και οι τίγρεις. Τελικά οι έρποντες και οι αδάμαστοι. Η γελοιότητα των μεν και η μοναξιά της ζούγκλας των δε. Και με όλα αυτά γίνονται όνειρο απατηλό ο κοινωνικός μετασχηματισμός και το δικαίωμα στην αξιοπρέπεια με τα «νοσηρά φαινόμενα στο διάστημα της μεσοβασιλείας» (κατά τον Γκράμσι) να συνεχίζονται.
Γιατί λοιπόν όχι και στη μόδα του (έξοχου είναι αλήθεια) φιλμ νουάρ; Θα πρότεινα μάλιστα σ' αυτήν τη χώρα να τα βάψουμε όλα μαύρα. Paint it black λοιπόν κατά το μυθικό άσμα των Rolling Stones.
ΣΧΟΛΙΑ