Παναγία Σουμελά: Ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν
14/08/2020 16:00
14/08/2020 16:00
Του Θεοδόση Κυριακίδη
Θεολόγου-Δρ. Ιστορίας
Επιστημονικού συνεργάτη
Έδρας Ποντιακών Σπουδών ΑΠΘ
Το ξακουστό μοναστήρι του Πόντου, η Παναγία Σουμελά, είναι χτισμένο στο όρος Μελά, 40 χλμ. νότια της Τραπεζούντας και νοτιοανατολικά του Δικαίσιμου (Τζεβισλίκ). Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, ενώ η εικόνα της Παναγίας Σουμελά αποδίδεται στον ευαγγελιστή Λουκά. Από βαρβαρικές επιδρομές ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα, αλλά το 644 μ.Χ. ανακαινίσθηκε από τον Χριστόφορο, αγράμματο χωρικό από το χωριό Γαζαρή.
Η Μονή έφτασε σε μεγάλη ακμή την περίοδο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1461), περίοδο κατά την οποία της χορηγήθηκαν σημαντικά προνόμια. Χρυσόβουλα υπέρ της μονής εξέδωσαν οι αυτοκράτορες Ιωάννης (1280-1284/85, 1285-1297), ο Αλέξιος Β’ (1297-1330) και ιδιαίτερα ο Αλέξιος Γ’ (1349-1390). Οι αυτοκράτορες παραχώρησαν στη μονή τα εισοδήματα από τα γύρω χωριά και όρισαν σαράντα φρουρούς, τους πάροικους, για την προστασία της. Ο Αλέξιος ο Γ’ μάλιστα ανακαίνισε τη μονή και σχετική επιγραφή, σώζονταν ως το 1650 στην θύρα του ναού. Επιπλέον, ο Μανουήλ Γ’ (1390-1416/17) αφιέρωσε το 1390 στη Μονή ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Χριστού. Τα προνόμια των Μεγάλων Κομνηνών επικυρώθηκαν και αυξήθηκαν και κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους σουλτάνους, ενώ τη Μονή ευεργέτησαν και οι ηγεμόνες των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά αποτέλεσε το θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και εθνικό κέντρο της περιοχής, προστατεύοντας και διασώζοντας τον ελληνικό πληθυσμό από τις διώξεις των Οθωμανών και μετέπειτα των Νεότουρκων και Κεμαλικών. Το τετραώροφο κτίριο, που διασώζεται σήμερα θεμελιώθηκε το 1860. Περιγραφικό κατάλογο των χειρογράφων της Μονής συνέταξε το 1884 ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμέας, ο οποίος δημοσιεύτηκε ως παράρτημα στο έργο του Επαμεινώνδα Κυριακίδη για την ιστορία της Μονής το 1898. Ο κατάλογος αυτός της βιβλιοθήκης της Μονής αποκαλύπτει τον πλούτο της. Κατά την έξωση των μοναχών από τη Μονή το 1923, τα περισσότερα κειμήλια και χειρόγραφα της Μονής αρπάχτηκαν από τους Τούρκους. Οι μοναχοί εγκαταλείποντας το μοναστήρι στις αρχές του 1923 κατάφεραν και έκρυψαν τα σημαντικότερα εκ των κειμηλίων στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Η επανίδρυση της Μονής στην Ελλάδα
Το 1931 με τη μεσολάβηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού στάλθηκε στον Πόντο ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος και μετέφερε στην Ελλάδα τρία από τα σπουδαιότερα κειμήλια της Μονής. Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας την οποία φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, το Τίμιο Ξύλο που δώρισε στη Μονή ο Μανουήλ Γ΄ Μ. Κ. και η στάχωση του Ευαγγελίου του αγίου Χριστόφορου.
Ο πόθος και η νοσταλγία των Ποντίων να αναβιώσουν στην Ελλάδα τα σπουδαία αυτά προσκυνήματα τους, οδήγησε στην επανίδρυση των σημαντικότερων εξ αυτών, κυρίως των τριών πατριαρχικών μονών της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Πρωτεργάτης της επανίδρυσης της Μονής Σουμελά στο Βέρμιο Όρος υπήρξε ο αείμνηστος λόγιος δικηγόρος Φίλων Κτενίδης. Τα τελευταία χρόνια εντοπίστηκαν και άλλα κειμήλια της Μονής Σουμελά που φυλάσσονταν, όχι σε καλή κατάσταση και υπό τις κατάλληλες συνθήκες, σε αποθήκες της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Τα κειμήλια αυτά φωτογράφησε και εξέδωσε σε ένα πολυτελές λεύκωμα η διοίκηση του Ιερού Ιδρύματος της Παναγίας Σουμελά στην Ελλάδα. Τόσο στον Πόντο, όσο και στην Ελλάδα το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά αποτελούσε και αποτελεί το σπουδαιότερο θρησκευτικό, στον Πόντο και εθνικό, σύμβολο των Ελλήνων του Πόντου.
Η Παναγία Σουμελά στη σκακιέρα της διπλωματίας και το πρόσωπο της σύγχρονης Τουρκίας
Τα τελευταία χρόνια μια ανέλπιστη κίνηση καλής θέλησης της Τουρκίας, έδωσε την ευκαιρία στους ορθόδοξους χριστιανούς και όχι μόνο, να ζήσουν ξανά στην ιστορική μονή την μυσταγωγία της ορθόδοξης θείας λειτουργίας, με την άδεια που έδωσαν οι τουρκικές αρχές. Από το 2010 έως το 2015 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με την συνοδεία μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά και άλλων εκκλησιών τελούσε την πανηγυρική θεία λειτουργία την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από το 2015 η Μονή έμεινε κλειστή για εργασίες στήριξης του πελώριου βράχου που κρέμεται πάνω από τα κτίσματα της Μονής.
Πράγματι από το 2002 όταν το ΑΚΠ (Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) του Ρ. Τ. Ερντογάν ήρθε στην εξουσία η οικονομική ανάπτυξη συνδυάστηκε τα επόμενα χρόνια με ατομικές ελευθερίες δίνοντας την αίσθηση ότι ο Ερντογάν θα αποτελούσε μία πιο φιλελεύθερη λύση, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και φιλοδυτικό προφίλ. Παράλληλα το πολιτικό Ισλάμ επικράτησε κατά του Κεμαλικού παρελθόντος και σταδιακά του λεγόμενου βαθέως κράτους της Τουρκίας. Πολύ σύντομα όμως, λίγο νωρίτερα αλλά ιδίως μετά το 2010, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, με ωμές επεμβάσεις στη δικαιοσύνη, αλλαγή στάσης στο Κουρδικό ζήτημα, φυλακίσεις καθηγητών, δημοσιογράφων, συγγραφέων και διανοουμένων, με ουσιαστικά αλυσοδεμένο Τύπο και ελεγχόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 και με την κήρυξη έκτακτης ανάγκης, δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ουσιαστική δημοκρατία στη γείτονα χώρα.
Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Ηρακλής Μήλλας «ο κοσμικός χαρακτήρας του τουρκικού πολιτεύματος είναι μια επίφαση. Στην πραγματικότητα το κράτος δεν έχει διαχωριστεί από τη θρησκεία, αλλά όλες οι θρησκευτικές λειτουργίες ελέγχονται απόλυτα απ’ αυτό» (Μήλλας, 2019, 21)[1]. Από την άλλη πλευρά ενισχύεται ασφαλώς η ισλαμική ταυτότητα της τουρκικής κοινωνίας αναπτύσσοντας όμως παράλληλα έναν νέο εθνικισμό. Όλα τα παραπάνω, αν συνδυαστούν με την οικτρή οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, εξηγούν εν μέρει το γεγονός, τόσο της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, όσο και του εσπευσμένου ανοίγματος και της άδειας λειτουργίας της Παναγίας Σουμελά. Το πρώτο είναι το μείζον που πραγματοποιείται εκτός των άλλων για να συσπειρώσει έναν λαό, ο οποίος βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής, προκειμένου να του παρέχει τη ψευδαίσθηση της ισχυρής δύναμης και του ελέγχου της κατάστασης, ενώ το δεύτερο ανώδυνο από κάθε άποψη, ενισχύει, τουλάχιστον στην αντίληψη του Ερντογάν, ένα ανεκτικό προφίλ για τις μειονότητες. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε προς αυτήν την κατεύθυνση ότι «αν εμείς ήμασταν ένα έθνος που κατέστρεφε τα σύμβολα των άλλων θρησκειών, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τότε στη θέση αυτού του μοναστηριού που βρίσκεται στα χέρια μας εδώ και πέντε αιώνες δεν θα υπήρχε τίποτα».
Ενώ λοιπόν αρχικά το Πατριαρχείο ανακοίνωσε πως δεν θα πραγματοποιηθεί φέτος η θεία λειτουργία στο μοναστήρι της Σουμελά, καθώς δεν είχε εξασφαλιστεί η σχετική άδεια, τελικά, ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρ. Τ. Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η ιστορική μονή θα ανοίξει για τη θεία λειτουργία τον Δεκαπενταύγουστο. Η πραγματοποίηση της θείας λειτουργίας σε επίπεδο μητροπολιτών, χωρίς την παρουσία του πατριάρχη είναι προφανώς δηλωτικό της δυσαρέσκειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Μία μετατροπή που δεν ήρθε όμως ως κεραυνός εν αιθρία αφού διαχρονικό ήταν το προεκλογικό σύνθημα: «να σπάσουν οι αλυσίδες της Αγίας Σοφίας», γεγονός που τόνισε εμφατικά η πρόσφατη δήλωση του Ερντογάν ότι με την μετατροπή σε τζαμί «έκλεισε μια πληγή 86 ετών για το έθνος μας». Τα προηγούμενα χρόνια άλλωστε οι τουρκικές αρχές είχαν προχωρήσει σε μετατροπή χριστιανικών ναών σε τζαμιά αλλάζοντας την προηγούμενη χρήση τους ως μουσεία, ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η Αγία Σοφία Νίκαιας και η Αγία Σοφία Τραπεζούντος.
Μία ανάγνωση της κίνησης του Ρ. Τ. Ερντογάν με αναγωγή σε παγκόσμια κλίμακα υποδηλώνει την προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο για το Ισλάμ παγκόσμια. Ο κίνδυνος εδώ δεν είναι μικρός. Η πρόσφατη είσοδος Αφγανών ισλαμιστών που κρατούσαν σύμβολα των Ταλιμπάν, φωνάζοντας «Αλλαχού Ακμπάρ» είναι ένα δείγμα μόνο του συμβολισμού που έχει η μετατροπή της Μεγάλης Εκκλησίας της Ορθοδοξίας, αλλά και των κινδύνων που εμφιλοχωρεί η κλιμάκωση του θρησκευτικού φανατισμού. Με άλλα λόγια η μετατροπή αυτή δεν πρέπει, όσο δύσκολο κι αν είναι, να λειτουργήσει ως δυναμίτης των διαθρησκειακών σχέσεων. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί πως είναι λάθος να κατηγορηθεί συνολικά το Ισλάμ ή οι Τούρκοι για την κλιμάκωση των σχέσεων αυτών. Μετριοπαθείς μουσουλμάνοι και δημοκράτες Τούρκοι πολίτες έσπευσαν ήδη, αν όχι να καταδικάσουν, να αναρωτηθούν για τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης κίνησης. Όπως διαχρονικά βλέπουμε στην ιστορία της ανθρωπότητας το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είναι άμοιρο των πολιτικών και διπλωματικών υπολογισμών. Σε αυτήν τη λογική εντάσσονται τα ζητήματα τόσο της επαναλειτουργίας της ιστορικής Μονής Σουμελά στον Πόντο, όσο και η επαναλειτουργία της θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Αποτελούν έναν από τους πολλούς κρίκους στη σκακιέρα της εσωτερικής, αλλά κυρίως της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας της γείτονος.
Έχοντας σημειώσει όλα τα παραπάνω το καίριο ερώτημα είναι πώς πρέπει να αντιδράσει ο ποντιακός και όχι μόνο ελληνισμός. Προηγήθηκε πολύ συζήτηση για το αν οι Έλληνες θα πρέπει φέτος να επισκεφτούν την Παναγία Σουμελά ή όχι, δεδομένου της μεγάλης πρόκλησης της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ήδη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λοιδορούνται και προπηλακίζονται όσοι υποστηρίζουν ότι παρά την μεγάλη πρόκληση το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο δεν πρέπει να αφεθεί χωρίς Έλληνες προσκυνητές. Με άλλα λόγια, σημειώνουν ότι δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία της παρουσίας μας στα άγια αυτά μέρη. Ούτε η ανθρώπινη επαφή και οι σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί με τους ανθρώπους εκεί. Οι Πόντιοι άλλωστε αποτελούσαν, και πολλοί αισθάνονται ότι αποτελούν ακόμη, ποίμνιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρά το γεγονός ότι ζουν σε άλλες περιοχές με διαφορετική εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Χωρίς να υπεισέλθουμε στο παρασκήνιο της άδειας λειτουργίας στην Παναγία Σουμελά τα πρώτα χρόνια, το οποίο άλλωστε είναι λίγο πολύ γνωστό, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η παρουσία σε πατριαρχική θεία λειτουργία στα άγια χώματα του Πόντου και μάλιστα στα ιστορικά μοναστήρια, εν προκειμένω στην Παναγία Σουμελά, αποτελεί μοναδική εμπειρία που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Παρόμοια εμπειρία εκτός της συμμετοχής σε πατριαρχική θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, είχε ζήσει ο γράφων στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα την οποία επισκέφθηκε το 2012 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τους μητροπολίτες Δράμας Παύλο και Νεαπόλεως Βαρνάβα. Οι πνευματικές αυτές εμπειρίες, δεν έχουν σχέση με πολιτικές εξουσίες, διπλωματικές ισορροπίες και οικονομικούς υπολογισμούς. Είναι μοναδικές και τις βιώνουν ως τέτοιες, μόνο όσοι αντιλαμβάνονται την σπουδαία πνευματική ατμόσφαιρα. Σε άλλη περίπτωση, χωρίς την πνευματική διάσταση του μυστηρίου της θείας οικονομίας, μια παρουσία και επίσκεψη στον Πόντο και στις ιστορικές αυτές μονές δεν διαφέρει από μια επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε θρησκευτικό μνημείο, π.χ. το Τατζ Μαχάλ, που είναι αξιόλογα ως αξιοθέατα, αλλά χωρίς ιδιαίτερο πνευματικό ενδιαφέρον για τους ορθοδόξους.
Από την άλλη μεριά, μπορεί κανείς να κατανοήσει εκείνους που όχι μόνο δεν επιθυμούν να ταξιδέψουν στην Τουρκία, αλλά και την οργή και αγανάκτηση που νιώθουν για εκείνους που το πράττουν. Όταν η γειτονική χώρα απειλεί με πολεμική σύρραξη, κινητοποιεί τις ένοπλες δυνάμεις και προσβάλλει το ορθόδοξο φρόνημα με την μετατροπή σε τζαμί του μεγάλου αυτού μνημείου της χριστιανοσύνης, μια επίσκεψη στην Τουρκία, κατανοείται περίπου ως προδοσία. Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα άσπρα-μαύρα και η συμμετοχή ή μη σε μια θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, υπό την παρούσα συγκυρία έχει θετικές και αρνητικές συνέπειες. Προσωπικά θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία πράγματι το ταξίδι στον Πόντο και το προσκύνημα στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά δεν είναι για όλους. Με άλλα λόγια δεν είναι εποχή για μαζικό τουρισμό. Με γνώμονα τη στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ανάγκης διαρκούς παρουσίας μας στον τόπο (βλ. αλλαγές λόγω διείσδυσης αραβικών κεφαλαίων), μία ικανοποιητική παρουσία χριστιανών ορθοδόξων στην επικείμενη θεία λειτουργία κρίνεται αναγκαία.
[1] Ηρακλής Μήλλας, (επιμ.), Η «Νέα Τουρκία» εκ των έσω, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2019.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Αυγούστου 2020
Του Θεοδόση Κυριακίδη
Θεολόγου-Δρ. Ιστορίας
Επιστημονικού συνεργάτη
Έδρας Ποντιακών Σπουδών ΑΠΘ
Το ξακουστό μοναστήρι του Πόντου, η Παναγία Σουμελά, είναι χτισμένο στο όρος Μελά, 40 χλμ. νότια της Τραπεζούντας και νοτιοανατολικά του Δικαίσιμου (Τζεβισλίκ). Σύμφωνα με την παράδοση ιδρύθηκε το 386 μ.Χ. από τους μοναχούς Βαρνάβα και Σωφρόνιο, ενώ η εικόνα της Παναγίας Σουμελά αποδίδεται στον ευαγγελιστή Λουκά. Από βαρβαρικές επιδρομές ερημώθηκε στα τέλη του 6ου αιώνα, αλλά το 644 μ.Χ. ανακαινίσθηκε από τον Χριστόφορο, αγράμματο χωρικό από το χωριό Γαζαρή.
Η Μονή έφτασε σε μεγάλη ακμή την περίοδο της αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας των Μεγάλων Κομνηνών (1204-1461), περίοδο κατά την οποία της χορηγήθηκαν σημαντικά προνόμια. Χρυσόβουλα υπέρ της μονής εξέδωσαν οι αυτοκράτορες Ιωάννης (1280-1284/85, 1285-1297), ο Αλέξιος Β’ (1297-1330) και ιδιαίτερα ο Αλέξιος Γ’ (1349-1390). Οι αυτοκράτορες παραχώρησαν στη μονή τα εισοδήματα από τα γύρω χωριά και όρισαν σαράντα φρουρούς, τους πάροικους, για την προστασία της. Ο Αλέξιος ο Γ’ μάλιστα ανακαίνισε τη μονή και σχετική επιγραφή, σώζονταν ως το 1650 στην θύρα του ναού. Επιπλέον, ο Μανουήλ Γ’ (1390-1416/17) αφιέρωσε το 1390 στη Μονή ένα κομμάτι από το Τίμιο Ξύλο του Σταυρού του Χριστού. Τα προνόμια των Μεγάλων Κομνηνών επικυρώθηκαν και αυξήθηκαν και κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους σουλτάνους, ενώ τη Μονή ευεργέτησαν και οι ηγεμόνες των Παραδουνάβιων ηγεμονιών.
Η Μονή της Παναγίας Σουμελά αποτέλεσε το θρησκευτικό, εκπαιδευτικό και εθνικό κέντρο της περιοχής, προστατεύοντας και διασώζοντας τον ελληνικό πληθυσμό από τις διώξεις των Οθωμανών και μετέπειτα των Νεότουρκων και Κεμαλικών. Το τετραώροφο κτίριο, που διασώζεται σήμερα θεμελιώθηκε το 1860. Περιγραφικό κατάλογο των χειρογράφων της Μονής συνέταξε το 1884 ο Αθανάσιος Παπαδόπουλος-Κεραμέας, ο οποίος δημοσιεύτηκε ως παράρτημα στο έργο του Επαμεινώνδα Κυριακίδη για την ιστορία της Μονής το 1898. Ο κατάλογος αυτός της βιβλιοθήκης της Μονής αποκαλύπτει τον πλούτο της. Κατά την έξωση των μοναχών από τη Μονή το 1923, τα περισσότερα κειμήλια και χειρόγραφα της Μονής αρπάχτηκαν από τους Τούρκους. Οι μοναχοί εγκαταλείποντας το μοναστήρι στις αρχές του 1923 κατάφεραν και έκρυψαν τα σημαντικότερα εκ των κειμηλίων στο παρεκκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Η επανίδρυση της Μονής στην Ελλάδα
Το 1931 με τη μεσολάβηση του Ελευθέριου Βενιζέλου στον τότε Τούρκο πρωθυπουργό Ισμέτ Ινονού στάλθηκε στον Πόντο ο αρχιμανδρίτης Αμβρόσιος Σουμελιώτης, ο οποίος και μετέφερε στην Ελλάδα τρία από τα σπουδαιότερα κειμήλια της Μονής. Πρόκειται για την εικόνα της Παναγίας την οποία φιλοτέχνησε ο Ευαγγελιστής Λουκάς, το Τίμιο Ξύλο που δώρισε στη Μονή ο Μανουήλ Γ΄ Μ. Κ. και η στάχωση του Ευαγγελίου του αγίου Χριστόφορου.
Ο πόθος και η νοσταλγία των Ποντίων να αναβιώσουν στην Ελλάδα τα σπουδαία αυτά προσκυνήματα τους, οδήγησε στην επανίδρυση των σημαντικότερων εξ αυτών, κυρίως των τριών πατριαρχικών μονών της Παναγίας Σουμελά, του Αγίου Ιωάννη του Βαζελώνα και του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα. Πρωτεργάτης της επανίδρυσης της Μονής Σουμελά στο Βέρμιο Όρος υπήρξε ο αείμνηστος λόγιος δικηγόρος Φίλων Κτενίδης. Τα τελευταία χρόνια εντοπίστηκαν και άλλα κειμήλια της Μονής Σουμελά που φυλάσσονταν, όχι σε καλή κατάσταση και υπό τις κατάλληλες συνθήκες, σε αποθήκες της Αγίας Σοφίας Κωνσταντινουπόλεως. Τα κειμήλια αυτά φωτογράφησε και εξέδωσε σε ένα πολυτελές λεύκωμα η διοίκηση του Ιερού Ιδρύματος της Παναγίας Σουμελά στην Ελλάδα. Τόσο στον Πόντο, όσο και στην Ελλάδα το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά αποτελούσε και αποτελεί το σπουδαιότερο θρησκευτικό, στον Πόντο και εθνικό, σύμβολο των Ελλήνων του Πόντου.
Η Παναγία Σουμελά στη σκακιέρα της διπλωματίας και το πρόσωπο της σύγχρονης Τουρκίας
Τα τελευταία χρόνια μια ανέλπιστη κίνηση καλής θέλησης της Τουρκίας, έδωσε την ευκαιρία στους ορθόδοξους χριστιανούς και όχι μόνο, να ζήσουν ξανά στην ιστορική μονή την μυσταγωγία της ορθόδοξης θείας λειτουργίας, με την άδεια που έδωσαν οι τουρκικές αρχές. Από το 2010 έως το 2015 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με την συνοδεία μητροπολιτών του Οικουμενικού Θρόνου, αλλά και άλλων εκκλησιών τελούσε την πανηγυρική θεία λειτουργία την εορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου. Από το 2015 η Μονή έμεινε κλειστή για εργασίες στήριξης του πελώριου βράχου που κρέμεται πάνω από τα κτίσματα της Μονής.
Πράγματι από το 2002 όταν το ΑΚΠ (Κόμμα της Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) του Ρ. Τ. Ερντογάν ήρθε στην εξουσία η οικονομική ανάπτυξη συνδυάστηκε τα επόμενα χρόνια με ατομικές ελευθερίες δίνοντας την αίσθηση ότι ο Ερντογάν θα αποτελούσε μία πιο φιλελεύθερη λύση, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό και φιλοδυτικό προφίλ. Παράλληλα το πολιτικό Ισλάμ επικράτησε κατά του Κεμαλικού παρελθόντος και σταδιακά του λεγόμενου βαθέως κράτους της Τουρκίας. Πολύ σύντομα όμως, λίγο νωρίτερα αλλά ιδίως μετά το 2010, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει, με ωμές επεμβάσεις στη δικαιοσύνη, αλλαγή στάσης στο Κουρδικό ζήτημα, φυλακίσεις καθηγητών, δημοσιογράφων, συγγραφέων και διανοουμένων, με ουσιαστικά αλυσοδεμένο Τύπο και ελεγχόμενα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ιδιαίτερα μετά το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου του 2016 και με την κήρυξη έκτακτης ανάγκης, δεν είναι υπερβολή να σημειωθεί πως δεν υπάρχει ουσιαστική δημοκρατία στη γείτονα χώρα.
Επιπλέον, όπως σημειώνει ο Ηρακλής Μήλλας «ο κοσμικός χαρακτήρας του τουρκικού πολιτεύματος είναι μια επίφαση. Στην πραγματικότητα το κράτος δεν έχει διαχωριστεί από τη θρησκεία, αλλά όλες οι θρησκευτικές λειτουργίες ελέγχονται απόλυτα απ’ αυτό» (Μήλλας, 2019, 21)[1]. Από την άλλη πλευρά ενισχύεται ασφαλώς η ισλαμική ταυτότητα της τουρκικής κοινωνίας αναπτύσσοντας όμως παράλληλα έναν νέο εθνικισμό. Όλα τα παραπάνω, αν συνδυαστούν με την οικτρή οικονομική κατάσταση της Τουρκίας, εξηγούν εν μέρει το γεγονός, τόσο της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί, όσο και του εσπευσμένου ανοίγματος και της άδειας λειτουργίας της Παναγίας Σουμελά. Το πρώτο είναι το μείζον που πραγματοποιείται εκτός των άλλων για να συσπειρώσει έναν λαό, ο οποίος βρίσκεται στο χείλος της οικονομικής καταστροφής, προκειμένου να του παρέχει τη ψευδαίσθηση της ισχυρής δύναμης και του ελέγχου της κατάστασης, ενώ το δεύτερο ανώδυνο από κάθε άποψη, ενισχύει, τουλάχιστον στην αντίληψη του Ερντογάν, ένα ανεκτικό προφίλ για τις μειονότητες. Ο ίδιος μάλιστα δήλωσε προς αυτήν την κατεύθυνση ότι «αν εμείς ήμασταν ένα έθνος που κατέστρεφε τα σύμβολα των άλλων θρησκειών, όπως ισχυρίζονται κάποιοι, τότε στη θέση αυτού του μοναστηριού που βρίσκεται στα χέρια μας εδώ και πέντε αιώνες δεν θα υπήρχε τίποτα».
Ενώ λοιπόν αρχικά το Πατριαρχείο ανακοίνωσε πως δεν θα πραγματοποιηθεί φέτος η θεία λειτουργία στο μοναστήρι της Σουμελά, καθώς δεν είχε εξασφαλιστεί η σχετική άδεια, τελικά, ο ίδιος ο πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας Ρ. Τ. Ερντογάν ανακοίνωσε ότι η ιστορική μονή θα ανοίξει για τη θεία λειτουργία τον Δεκαπενταύγουστο. Η πραγματοποίηση της θείας λειτουργίας σε επίπεδο μητροπολιτών, χωρίς την παρουσία του πατριάρχη είναι προφανώς δηλωτικό της δυσαρέσκειας του Οικουμενικού Πατριαρχείου για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Μία μετατροπή που δεν ήρθε όμως ως κεραυνός εν αιθρία αφού διαχρονικό ήταν το προεκλογικό σύνθημα: «να σπάσουν οι αλυσίδες της Αγίας Σοφίας», γεγονός που τόνισε εμφατικά η πρόσφατη δήλωση του Ερντογάν ότι με την μετατροπή σε τζαμί «έκλεισε μια πληγή 86 ετών για το έθνος μας». Τα προηγούμενα χρόνια άλλωστε οι τουρκικές αρχές είχαν προχωρήσει σε μετατροπή χριστιανικών ναών σε τζαμιά αλλάζοντας την προηγούμενη χρήση τους ως μουσεία, ενδεικτικά παραδείγματα αποτελούν η Αγία Σοφία Νίκαιας και η Αγία Σοφία Τραπεζούντος.
Μία ανάγνωση της κίνησης του Ρ. Τ. Ερντογάν με αναγωγή σε παγκόσμια κλίμακα υποδηλώνει την προσπάθεια του Τούρκου προέδρου να διαδραματίσει έναν κεντρικό ρόλο για το Ισλάμ παγκόσμια. Ο κίνδυνος εδώ δεν είναι μικρός. Η πρόσφατη είσοδος Αφγανών ισλαμιστών που κρατούσαν σύμβολα των Ταλιμπάν, φωνάζοντας «Αλλαχού Ακμπάρ» είναι ένα δείγμα μόνο του συμβολισμού που έχει η μετατροπή της Μεγάλης Εκκλησίας της Ορθοδοξίας, αλλά και των κινδύνων που εμφιλοχωρεί η κλιμάκωση του θρησκευτικού φανατισμού. Με άλλα λόγια η μετατροπή αυτή δεν πρέπει, όσο δύσκολο κι αν είναι, να λειτουργήσει ως δυναμίτης των διαθρησκειακών σχέσεων. Εξάλλου, σε κάθε περίπτωση είναι σημαντικό να υπογραμμισθεί πως είναι λάθος να κατηγορηθεί συνολικά το Ισλάμ ή οι Τούρκοι για την κλιμάκωση των σχέσεων αυτών. Μετριοπαθείς μουσουλμάνοι και δημοκράτες Τούρκοι πολίτες έσπευσαν ήδη, αν όχι να καταδικάσουν, να αναρωτηθούν για τη σκοπιμότητα της συγκεκριμένης κίνησης. Όπως διαχρονικά βλέπουμε στην ιστορία της ανθρωπότητας το θρησκευτικό συναίσθημα δεν είναι άμοιρο των πολιτικών και διπλωματικών υπολογισμών. Σε αυτήν τη λογική εντάσσονται τα ζητήματα τόσο της επαναλειτουργίας της ιστορικής Μονής Σουμελά στον Πόντο, όσο και η επαναλειτουργία της θεολογικής Σχολής της Χάλκης. Αποτελούν έναν από τους πολλούς κρίκους στη σκακιέρα της εσωτερικής, αλλά κυρίως της διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας της γείτονος.
Έχοντας σημειώσει όλα τα παραπάνω το καίριο ερώτημα είναι πώς πρέπει να αντιδράσει ο ποντιακός και όχι μόνο ελληνισμός. Προηγήθηκε πολύ συζήτηση για το αν οι Έλληνες θα πρέπει φέτος να επισκεφτούν την Παναγία Σουμελά ή όχι, δεδομένου της μεγάλης πρόκλησης της μετατροπής της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ήδη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης λοιδορούνται και προπηλακίζονται όσοι υποστηρίζουν ότι παρά την μεγάλη πρόκληση το ιστορικό μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στον Πόντο δεν πρέπει να αφεθεί χωρίς Έλληνες προσκυνητές. Με άλλα λόγια, σημειώνουν ότι δεν πρέπει να χαθεί η ευκαιρία της παρουσίας μας στα άγια αυτά μέρη. Ούτε η ανθρώπινη επαφή και οι σχέσεις που έχουν δημιουργηθεί με τους ανθρώπους εκεί. Οι Πόντιοι άλλωστε αποτελούσαν, και πολλοί αισθάνονται ότι αποτελούν ακόμη, ποίμνιο του Οικουμενικού Πατριαρχείου, παρά το γεγονός ότι ζουν σε άλλες περιοχές με διαφορετική εκκλησιαστική δικαιοδοσία.
Χωρίς να υπεισέλθουμε στο παρασκήνιο της άδειας λειτουργίας στην Παναγία Σουμελά τα πρώτα χρόνια, το οποίο άλλωστε είναι λίγο πολύ γνωστό, οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η παρουσία σε πατριαρχική θεία λειτουργία στα άγια χώματα του Πόντου και μάλιστα στα ιστορικά μοναστήρια, εν προκειμένω στην Παναγία Σουμελά, αποτελεί μοναδική εμπειρία που δεν μπορεί να περιγραφεί με λόγια. Παρόμοια εμπειρία εκτός της συμμετοχής σε πατριαρχική θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, είχε ζήσει ο γράφων στη Μονή του Αγίου Γεωργίου Περιστερεώτα την οποία επισκέφθηκε το 2012 ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος με τους μητροπολίτες Δράμας Παύλο και Νεαπόλεως Βαρνάβα. Οι πνευματικές αυτές εμπειρίες, δεν έχουν σχέση με πολιτικές εξουσίες, διπλωματικές ισορροπίες και οικονομικούς υπολογισμούς. Είναι μοναδικές και τις βιώνουν ως τέτοιες, μόνο όσοι αντιλαμβάνονται την σπουδαία πνευματική ατμόσφαιρα. Σε άλλη περίπτωση, χωρίς την πνευματική διάσταση του μυστηρίου της θείας οικονομίας, μια παρουσία και επίσκεψη στον Πόντο και στις ιστορικές αυτές μονές δεν διαφέρει από μια επίσκεψη σε ένα οποιοδήποτε θρησκευτικό μνημείο, π.χ. το Τατζ Μαχάλ, που είναι αξιόλογα ως αξιοθέατα, αλλά χωρίς ιδιαίτερο πνευματικό ενδιαφέρον για τους ορθοδόξους.
Από την άλλη μεριά, μπορεί κανείς να κατανοήσει εκείνους που όχι μόνο δεν επιθυμούν να ταξιδέψουν στην Τουρκία, αλλά και την οργή και αγανάκτηση που νιώθουν για εκείνους που το πράττουν. Όταν η γειτονική χώρα απειλεί με πολεμική σύρραξη, κινητοποιεί τις ένοπλες δυνάμεις και προσβάλλει το ορθόδοξο φρόνημα με την μετατροπή σε τζαμί του μεγάλου αυτού μνημείου της χριστιανοσύνης, μια επίσκεψη στην Τουρκία, κατανοείται περίπου ως προδοσία. Τα πράγματα όμως δεν είναι πάντα άσπρα-μαύρα και η συμμετοχή ή μη σε μια θεία λειτουργία στην Παναγία Σουμελά, υπό την παρούσα συγκυρία έχει θετικές και αρνητικές συνέπειες. Προσωπικά θεωρώ ότι στη συγκεκριμένη συγκυρία πράγματι το ταξίδι στον Πόντο και το προσκύνημα στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά δεν είναι για όλους. Με άλλα λόγια δεν είναι εποχή για μαζικό τουρισμό. Με γνώμονα τη στήριξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της ανάγκης διαρκούς παρουσίας μας στον τόπο (βλ. αλλαγές λόγω διείσδυσης αραβικών κεφαλαίων), μία ικανοποιητική παρουσία χριστιανών ορθοδόξων στην επικείμενη θεία λειτουργία κρίνεται αναγκαία.
[1] Ηρακλής Μήλλας, (επιμ.), Η «Νέα Τουρκία» εκ των έσω, Εκδόσεις Σιδέρη, Αθήνα 2019.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Αυγούστου 2020
ΣΧΟΛΙΑ