Παρατεταμένη πάλη επιβίωσης για την οικονομία
23/11/2020 07:00
23/11/2020 07:00
Σε νέα δοκιμασία διαρκείας υποβάλει το επιχειρείν η συνεχιζόμενη εξάπλωση της πανδημίας και ενώ τα ανυπέρβλητα προβλήματα που είχε προκαλέσει το lockdown του Μαρτίου δεν είχαν ξεπεραστεί. Το ναρκοθετημένο οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφώσει ο COVID-19 και το καθεστώς… ανασφάλειας και αβεβαιότητας που έχει εγκαθιδρύσει φέρνουν στα όρια τους επιχειρήσεις κα εργαζόμενους που επιχειρούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες με τον «μπαμπούλα» της ύφεσης να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.
Η «ΜτΚ» δίνει τον λόγο στους παράγοντες της αγοράς οι οποίοι αποτιμούν τις μέχρι στιγμής κυβερνητικές παρεμβάσεις για την αναχαίτιση των συνεπειών της άνευ προηγουμένου κρίσης, θέτουν επί τάπητος τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους, επιχειρώντας παράλληλα να προβλέψουν πότε θα επανέλθει η κανονικότητα.
«Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει ανταποκριθεί θετικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Η εμπειρία του περασμένου Μαρτίου, και η πρόβλεψη ότι θα υπάρχει δεύτερο κύμα της πανδημίας, θεωρώ ότι συνέβαλλαν στην έγκαιρη κινητοποίηση της κυβέρνησης, και με σχέδιο αντιμετωπίζει τη δυσάρεστη κατάσταση τόσο στον τομέα της υγείας, όσο και στο πεδίο της οικονομίας», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης.
«Οι παρεμβάσεις στήριξης ποτέ δεν θα μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών»
Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «επειδή η πανδημία έχει λάβει τραγικές διαστάσεις που κανείς δεν φανταζόταν, οι επιπτώσεις στο κύκλωμα της οικονομίας είναι πολύ αρνητικές. Τα μέτρα για την υποστήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων ποτέ δεν θα μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών, γι’ αυτό και είναι καθήκον όλων μας να συμβάλλουμε στον περιορισμό των κρουσμάτων, για να επανέλθει η οικονομία μας το ταχύτερο δυνατόν στην κανονικότητα».
Ερωτώμενος αν πιστεύει πως το δεύτερο lockdown θα επιδράσει πολλαπλασιαστικά στην οικονομία, δίνοντας τη χαριστική βολή σε πολλές επιχειρήσεις, απαντά πως «ευελπιστώ πως αυτό δεν θα συμβεί. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ο καθένας μας πρέπει να τηρεί τα μέτρα που έχει επιβάλλει η πολιτεία, ούτως ώστε να μπορέσει η πλειοψηφία των επιχειρήσεων που έχουν πληγεί να επανεκκινήσουν τη λειτουργία τους. Βεβαίως είναι σίγουρο ότι πολλές επιχειρήσεις, ειδικά από το λιανεμπόριο και την εστίαση, δεν θα ξανανοίξουν. Και αυτό λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος με μηδενικό τζίρο, που τους αποστερεί ρευστότητα, άρα την ‘κινητήρια δύναμη’ λειτουργίας τους».
Για τη βιομηχανία σημειώνει ότι «κατάφερε να προσαρμοσθεί με επιτυχία στις επιπτώσεις από το πρώτο lockdown. Η συγκεκριμένη εμπειρία κινητοποίησε τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταποιητικών επιχειρήσεων και τις έκανε να προετοιμασθούν κατάλληλα, για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Η τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων και η εφαρμογή των μέτρων με κάθε τυπικότητα είναι οι βασικοί άξονες ‘αντοχής’ της βιομηχανίας. Όσο για πιθανά νέα μέτρα στήριξης, αυτά θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την αναγκαιότητά τους, σίγουρα μετά τη λήξη του lockdown και αφού αξιολογήσουμε την κατάσταση στην εγχώρια αγορά και τις δυνατότητες εξαγωγών».
«Ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός μετά τη λήξη της πανδημίας»
Παράλληλα, εκτιμά ότι το «γύρισμα» της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς το 2021 θα γίνει σταδιακά. «Δεν περιμένουμε ότι θα συμβεί μια στιγμιαία έκρηξη σε επενδύσεις και κατανάλωση. Τούτο διότι θα πρέπει να αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή, πράγμα που συνεπάγεται μείωση της ανεργίας και διασφάλιση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας». Συνεχίζοντας, συμπληρώνει πως «ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός μετά τη λήξη της πανδημίας, οπότε το στοίχημα για όλες τις επιχειρήσεις θα είναι η προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα. Όσες από αυτές προσαρμόσουν έγκαιρα και σωστά το επιχειρηματικό τους μοντέλο, θα συμμετέχουν με επιτυχία στην ανάπτυξη της χώρας μας, μάλλον από το Β’ εξάμηνο του 2021 και μετά».
«Χρειάζονται στοχευμένα μέτρα στήριξης»
«Οι επιχειρήσεις είναι ήδη επιβαρυμένες από τις συνέπειες του πρώτου lockdown αλλά και της υποτονικής κατανάλωσης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ακόμη και κάποιος που δεν δραστηριοποιείται επιχειρηματικά ότι η πίεση που δέχονται αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις είναι αφόρητη καθώς προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή χωρίς ρευστότητα, χωρίς εισπράξεις και με τις υποχρεώσεις να περιμένουν, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περισσότερες πληρωμές των υποχρεώσεών τους ανεστάλησαν και δεν καταργήθηκαν», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ, Ιωάννης Μασούτης.
Σημειώνει ότι «η υγεία των πολιτών προέχει και το δεύτερο lockdown ήταν επιβεβλημένο για να μη ξεφύγει από τον έλεγχο, λόγω πίεσης, η λειτουργία του συστήματος υγείας. Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ζήσει η χώρα μας τέτοιες καταστάσεις γιατί θα κυριαρχήσει ο πανικός και ο φόβος που θα αργήσουν πολύ να φύγουν. Φοβάμαι δηλαδή ότι σε μία τέτοια απευκταία περίπτωση η οικονομία θα πέσει σε πολύ μακρύτερη και βαθύτερη ύφεση από αυτή που θα επιφέρει ένας, έστω και παρατεταμένος εγκλεισμός». Την ίδια στιγμή συνιστά ψυχραιμία από όλους.
Για τα μέτρα στήριξης τονίζει πως «η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει σημαντικά μέτρα στήριξης τα οποία κρίνονται ως θετικά από τα μέλη μας. Ωστόσο, χρειάζονται και μέτρα που θα εστιάζουν σε συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονται περισσότερο».
Για το σκοπό αυτό το ΕΒΕΘ έχει συστήσει μία υπηρεσία καταγραφής προτάσεων των επιχειρήσεων-μελών του, που θα εστιάζουν στα μέτρα υποστήριξης της αγοράς και της οικονομίας από την κυβέρνηση. Οι προτάσεις που θα συγκεντρώνονται, θα προωθούνται στα συναρμόδια υπουργεία.
Ταυτόχρονα, υποστηρίζει πως αυτό που προέχει είναι «η στήριξη της απασχόλησης, της κατανάλωσης και της ρευστότητας των επιχειρήσεων». Ο κ. Μασούτης εξηγεί ότι «η κάμψη της κατανάλωσης δεν έπληξε τις μεταποιητικές μονάδες, όσο τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η βιομηχανία στη χώρα μας διαθέτει σημαντικό μέρος εξωστρεφών μονάδων, ενώ επίσης σημαντικό μέρος της δραστηριοποιείται στο χώρο των τροφίμων που δέχθηκε μικρότερο πλήγμα από αυτό που δέχθηκαν άλλοι κλάδοι».
Στη συνέχεια σημειώνει πως «τώρα που βιώνουμε το δεύτερο κύμα, είναι προφανές ότι η υποτονική ζήτηση που πλήττει από τον περασμένο Μάρτιο το εμπόριο και τις υπηρεσίες, έχει ήδη αρχίσει να μεταδίδεται και στη μεταποίηση, ακόμη και στις εξαγωγικές μονάδες καθώς το lockdown είναι μία επιβεβλημένη πρακτική που ακολούθησαν οι περισσότερες αν όχι όλες οι χώρες που αποτελούν προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών. Οι παρεμβάσεις που χρειάζεται η μεταποίηση αφορούν στην ενθάρρυνση της υιοθέτησης του ψηφιακού μετασχηματισμού καθώς και σύγχρονων παραγωγικών μοντέλων.
Για την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς θεωρεί πως σημαντικό ρόλο θα παίξουν «οι πόροι της ΕΕ, το πλήρες άνοιγμα των τουριστικών μονάδων που συναρτάται άμεσα με το χρόνο κυκλοφορίας και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, αλλά και η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών, των επενδυτών και των καταναλωτών στην κυβέρνηση όσον αφορά στα μέτρα που έλαβε και λαμβάνει και που θα λάβει για την αντιμετώπιση της πανδημίας μέχρι το τελικό άνοιγμα της αγοράς».
Τέλος, εύχεται «την τάχιστη δυνατή επάνοδο στην κανονικότητα γιατί οι επιχειρήσεις δεν έχουν πολλά περιθώρια επιβίωσης σε κατάσταση ενός δεύτερου παρατεταμένου lockdown».
«Στο επίκεντρο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις»
«Το πλήγμα που υφίστανται τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και η οικονομία εν γένει είναι πολύ μεγάλο και είναι δύσκολο να αντισταθμιστούν οι απώλειες. Για να αναχαιτιστούν οι συνέπειες της κρίσης, πρέπει να βρεθεί το κατάλληλο μείγμα μέτρων υποστήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, ώστε να ενισχυθεί και να μην καταρρεύσει πλήρως η οικονομία», λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Γιώργος Κωνσταντόπουλος.
Θεωρεί ότι «στην παρούσα φάση, τα μέτρα της κυβέρνησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και δίνουν μία σημαντική ανάσα στον επιχειρηματικό τομέα. Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της πανδημίας θα πρέπει όμως να προσαρμοστούν κατάλληλα ώστε να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Για τις οικονομικές συνέπειες της καραντίνας επισημαίνει πως «όπως και την άνοιξη κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, έτσι και τώρα η υγεία αποτελεί προτεραιότητα. Δυστυχώς, η επιχειρηματική αδράνεια και οι περιορισμοί δημιουργούν εμπόδια. Γνωρίζουμε ότι τη φετινή χρονιά η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, από την άλλη πλευρά όμως είμαστε αισιόδοξοι διότι οι έλληνες επιχειρηματίες έχουν αποδείξει εμπράκτως ότι τα καταφέρνουν στα δύσκολα και ελπίζουμε να βγουν νικητές και από αυτήν την δοκιμασία».
Εμφανίζεται αισιόδοξος ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις «θα τα καταφέρουν και τώρα. Στο πρώτο lockdown υπήρξαν πολλές δυσκολίες και αρκετά προβλήματα, τα οποία ωστόσο αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς. Αυτή τη φορά έχουμε περισσότερη εμπειρία για να διαχειριστούμε την κρίση. Οι εξαγωγικές μας επιδόσεις αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Στο α’ εννεάμηνο του 2020, οι εξαγωγές μας χωρίς τα πετρελαιοειδή ήταν αυξημένες κατά 1,5%. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν απαιτούνται μέτρα ενίσχυσης της εξωστρέφειας. Πρέπει το σχέδιο για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας να έχει στο επίκεντρο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς αυτές μπορούν να επαναφέρουν τη χώρα σε τροχιά ανάκαμψης. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε παραδοσιακά ισχυρούς κλάδους που έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την πανδημία, όπως τα βιομηχανικά προϊόντα».
Στέκεται στην ανάγκη για μέτρα υποστήριξης των επιχειρήσεων για να επανέλθει η οικονομία στην προ κρίσης κατάσταση. «Οι ανακοινώσεις για την ανακάλυψη του εμβολίου είναι δίχως αμφισβήτηση ενθαρρυντικές, αλλά οι επιχειρήσεις βρίσκονται ακόμη υπό καθεστώς φόβου και ανασφάλειας. Υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται αντιληπτό ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις, να προσλαμβάνουν νέο προσωπικό ή να κάνουν επιχειρηματικά ανοίγματα σε νέες αγορές. Αν θέλουμε να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία, θα πρέπει αρχικά να διασφαλίσουμε ότι οι επιχειρήσεις δεν θα κλείσουν και δεν θα διώξουν το προσωπικό τους και σε δεύτερο χρόνο ότι θα δοθούν κίνητρα και εργαλεία για την ανάπτυξη και διεθνοποίησή τους».
«Πώς είναι δυνατό να πληρώνει κάποιος όταν δεν δουλεύει, συνεπώς δεν εισπράττει;»
«Αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις δυσκολίες διαχείρισης μίας τέτοιας υγειονομικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης αλλά νομίζω ότι η κυβέρνηση κινείται με αργούς ρυθμούς αλλά και με μία εγκράτεια να μην πω δειλία. Στην οικονομία θέλουμε περισσότερα μέτρα και πιο τολμηρά και πιο γρήγορα. Οι έκτακτες καταστάσεις απαιτούν και έκτακτα μέτρα. Βέβαια, όσο περνά ο καιρός τόσο κάποια κενά καλύπτονται, κάποια προβλήματα επιλύονται. Αλλά πρέπει ακόμη πολλά να γίνουν. Υπάρχουν κλάδοι και επαγγελματικοί τομείς που λόγω των απαγορεύσεων και της πανδημίας δεν δουλεύουν καν αλλά εξακολουθούν να πληρώνουν το κράτος για την ιδιότητά τους», δηλώνει ο πρόεδρος του ΕΕΘ, Μιχάλης Ζορπίδης.
Παράλληλα, αναρωτιέται «πώς είναι δυνατό να πληρώνει κάποιος όταν δεν δουλεύει, συνεπώς δεν εισπράττει; Δυστυχώς για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση σπεύδει να φροντίσει το δημόσιο καθυστερώντας τραγικά τον ιδιωτικό τομέα».
Επισημαίνει πως «το δεύτερο lockdown ίσως αποτελέσει την ταφόπλακα στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Το κράτος αν θέλει να διαθέτει ιδιωτική μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα θα πρέπει να παγώσει κάθε απαίτηση του από τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, να αναλάβει τους υπαλλήλους και να τις ενισχύσει όχι με δάνεια αλλά με επιδοτήσεις. Όπως παρουσιάσαμε σε πρόσφατη εκδήλωση, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ισπανία ακόμη και η Τσεχία έχουν προχωρήσει σε σημαντικές επιδοτήσεις και χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις. Και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα τους μετατρέποντας αν όχι όλη τότε σίγουρα το μεγαλύτερο ποσοστό της επιστρεπτέας προκαταβολής σε μη επιστρεπτέα».
Για τα προσκόμματα που βάζουν οι τράπεζες στην παροχή ρευστότητας, σημειώνει ότι «δεν λογοδοτούν σε κανέναν για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους. Είναι αυτοκέφαλες, κανείς, ούτε καν η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι υπουργοί δεν μπορούν να τις βάλουν σε τάξη. Δυστυχώς είναι ένα κατάλοιπο της μνημονιακής εποχής».
Σχετικά με την ανάκαμψη της οικονομίας, αναφέρει πως «αν υπάρξει ρευστότητα τότε η επάνοδος στην κανονικότητα θα είναι υπόθεση δύο μηνών. Αν όμως έχουμε δυσκολίες και καθυστερήσεις στην επαναλειτουργία της αγοράς τότε θα χρειαστούμε περισσότερο χρόνο, μέσα όμως στον οποίο κάποιοι
δε θα καταφέρουν να κρατηθούν στη ζωή».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Νοεμβρίου 2020
Σε νέα δοκιμασία διαρκείας υποβάλει το επιχειρείν η συνεχιζόμενη εξάπλωση της πανδημίας και ενώ τα ανυπέρβλητα προβλήματα που είχε προκαλέσει το lockdown του Μαρτίου δεν είχαν ξεπεραστεί. Το ναρκοθετημένο οικονομικό περιβάλλον που έχει διαμορφώσει ο COVID-19 και το καθεστώς… ανασφάλειας και αβεβαιότητας που έχει εγκαθιδρύσει φέρνουν στα όρια τους επιχειρήσεις κα εργαζόμενους που επιχειρούν να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες με τον «μπαμπούλα» της ύφεσης να κρέμεται πάνω από τα κεφάλια τους.
Η «ΜτΚ» δίνει τον λόγο στους παράγοντες της αγοράς οι οποίοι αποτιμούν τις μέχρι στιγμής κυβερνητικές παρεμβάσεις για την αναχαίτιση των συνεπειών της άνευ προηγουμένου κρίσης, θέτουν επί τάπητος τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες τους, επιχειρώντας παράλληλα να προβλέψουν πότε θα επανέλθει η κανονικότητα.
«Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει ανταποκριθεί θετικά για την αντιμετώπιση των συνεπειών της κρίσης. Η εμπειρία του περασμένου Μαρτίου, και η πρόβλεψη ότι θα υπάρχει δεύτερο κύμα της πανδημίας, θεωρώ ότι συνέβαλλαν στην έγκαιρη κινητοποίηση της κυβέρνησης, και με σχέδιο αντιμετωπίζει τη δυσάρεστη κατάσταση τόσο στον τομέα της υγείας, όσο και στο πεδίο της οικονομίας», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης.
«Οι παρεμβάσεις στήριξης ποτέ δεν θα μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών»
Συνεχίζοντας αναφέρει ότι «επειδή η πανδημία έχει λάβει τραγικές διαστάσεις που κανείς δεν φανταζόταν, οι επιπτώσεις στο κύκλωμα της οικονομίας είναι πολύ αρνητικές. Τα μέτρα για την υποστήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων ποτέ δεν θα μπορούν να καλύψουν το σύνολο των αναγκών, γι’ αυτό και είναι καθήκον όλων μας να συμβάλλουμε στον περιορισμό των κρουσμάτων, για να επανέλθει η οικονομία μας το ταχύτερο δυνατόν στην κανονικότητα».
Ερωτώμενος αν πιστεύει πως το δεύτερο lockdown θα επιδράσει πολλαπλασιαστικά στην οικονομία, δίνοντας τη χαριστική βολή σε πολλές επιχειρήσεις, απαντά πως «ευελπιστώ πως αυτό δεν θα συμβεί. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ο καθένας μας πρέπει να τηρεί τα μέτρα που έχει επιβάλλει η πολιτεία, ούτως ώστε να μπορέσει η πλειοψηφία των επιχειρήσεων που έχουν πληγεί να επανεκκινήσουν τη λειτουργία τους. Βεβαίως είναι σίγουρο ότι πολλές επιχειρήσεις, ειδικά από το λιανεμπόριο και την εστίαση, δεν θα ξανανοίξουν. Και αυτό λόγω του μεγάλου χρονικού διαστήματος με μηδενικό τζίρο, που τους αποστερεί ρευστότητα, άρα την ‘κινητήρια δύναμη’ λειτουργίας τους».
Για τη βιομηχανία σημειώνει ότι «κατάφερε να προσαρμοσθεί με επιτυχία στις επιπτώσεις από το πρώτο lockdown. Η συγκεκριμένη εμπειρία κινητοποίησε τη συντριπτική πλειοψηφία των μεταποιητικών επιχειρήσεων και τις έκανε να προετοιμασθούν κατάλληλα, για την αντιμετώπιση του δεύτερου κύματος της πανδημίας. Η τήρηση των υγειονομικών πρωτοκόλλων και η εφαρμογή των μέτρων με κάθε τυπικότητα είναι οι βασικοί άξονες ‘αντοχής’ της βιομηχανίας. Όσο για πιθανά νέα μέτρα στήριξης, αυτά θα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε την αναγκαιότητά τους, σίγουρα μετά τη λήξη του lockdown και αφού αξιολογήσουμε την κατάσταση στην εγχώρια αγορά και τις δυνατότητες εξαγωγών».
«Ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός μετά τη λήξη της πανδημίας»
Παράλληλα, εκτιμά ότι το «γύρισμα» της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς το 2021 θα γίνει σταδιακά. «Δεν περιμένουμε ότι θα συμβεί μια στιγμιαία έκρηξη σε επενδύσεις και κατανάλωση. Τούτο διότι θα πρέπει να αποκατασταθεί η κοινωνική συνοχή, πράγμα που συνεπάγεται μείωση της ανεργίας και διασφάλιση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας». Συνεχίζοντας, συμπληρώνει πως «ο κόσμος θα είναι πολύ διαφορετικός μετά τη λήξη της πανδημίας, οπότε το στοίχημα για όλες τις επιχειρήσεις θα είναι η προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα. Όσες από αυτές προσαρμόσουν έγκαιρα και σωστά το επιχειρηματικό τους μοντέλο, θα συμμετέχουν με επιτυχία στην ανάπτυξη της χώρας μας, μάλλον από το Β’ εξάμηνο του 2021 και μετά».
«Χρειάζονται στοχευμένα μέτρα στήριξης»
«Οι επιχειρήσεις είναι ήδη επιβαρυμένες από τις συνέπειες του πρώτου lockdown αλλά και της υποτονικής κατανάλωσης κατά τους καλοκαιρινούς μήνες. Αντιλαμβάνεται λοιπόν ακόμη και κάποιος που δεν δραστηριοποιείται επιχειρηματικά ότι η πίεση που δέχονται αυτή τη στιγμή οι επιχειρήσεις είναι αφόρητη καθώς προσπαθούν να κρατηθούν στη ζωή χωρίς ρευστότητα, χωρίς εισπράξεις και με τις υποχρεώσεις να περιμένουν, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι περισσότερες πληρωμές των υποχρεώσεών τους ανεστάλησαν και δεν καταργήθηκαν», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ, Ιωάννης Μασούτης.
Σημειώνει ότι «η υγεία των πολιτών προέχει και το δεύτερο lockdown ήταν επιβεβλημένο για να μη ξεφύγει από τον έλεγχο, λόγω πίεσης, η λειτουργία του συστήματος υγείας. Δεν θα πρέπει σε καμία περίπτωση να ζήσει η χώρα μας τέτοιες καταστάσεις γιατί θα κυριαρχήσει ο πανικός και ο φόβος που θα αργήσουν πολύ να φύγουν. Φοβάμαι δηλαδή ότι σε μία τέτοια απευκταία περίπτωση η οικονομία θα πέσει σε πολύ μακρύτερη και βαθύτερη ύφεση από αυτή που θα επιφέρει ένας, έστω και παρατεταμένος εγκλεισμός». Την ίδια στιγμή συνιστά ψυχραιμία από όλους.
Για τα μέτρα στήριξης τονίζει πως «η κυβέρνηση έχει ήδη εξαγγείλει σημαντικά μέτρα στήριξης τα οποία κρίνονται ως θετικά από τα μέλη μας. Ωστόσο, χρειάζονται και μέτρα που θα εστιάζουν σε συγκεκριμένους κλάδους που πλήττονται περισσότερο».
Για το σκοπό αυτό το ΕΒΕΘ έχει συστήσει μία υπηρεσία καταγραφής προτάσεων των επιχειρήσεων-μελών του, που θα εστιάζουν στα μέτρα υποστήριξης της αγοράς και της οικονομίας από την κυβέρνηση. Οι προτάσεις που θα συγκεντρώνονται, θα προωθούνται στα συναρμόδια υπουργεία.
Ταυτόχρονα, υποστηρίζει πως αυτό που προέχει είναι «η στήριξη της απασχόλησης, της κατανάλωσης και της ρευστότητας των επιχειρήσεων». Ο κ. Μασούτης εξηγεί ότι «η κάμψη της κατανάλωσης δεν έπληξε τις μεταποιητικές μονάδες, όσο τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, τουλάχιστον όσον αφορά στο πρώτο κύμα της πανδημίας. Τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι η βιομηχανία στη χώρα μας διαθέτει σημαντικό μέρος εξωστρεφών μονάδων, ενώ επίσης σημαντικό μέρος της δραστηριοποιείται στο χώρο των τροφίμων που δέχθηκε μικρότερο πλήγμα από αυτό που δέχθηκαν άλλοι κλάδοι».
Στη συνέχεια σημειώνει πως «τώρα που βιώνουμε το δεύτερο κύμα, είναι προφανές ότι η υποτονική ζήτηση που πλήττει από τον περασμένο Μάρτιο το εμπόριο και τις υπηρεσίες, έχει ήδη αρχίσει να μεταδίδεται και στη μεταποίηση, ακόμη και στις εξαγωγικές μονάδες καθώς το lockdown είναι μία επιβεβλημένη πρακτική που ακολούθησαν οι περισσότερες αν όχι όλες οι χώρες που αποτελούν προορισμούς των ελληνικών εξαγωγών. Οι παρεμβάσεις που χρειάζεται η μεταποίηση αφορούν στην ενθάρρυνση της υιοθέτησης του ψηφιακού μετασχηματισμού καθώς και σύγχρονων παραγωγικών μοντέλων.
Για την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς θεωρεί πως σημαντικό ρόλο θα παίξουν «οι πόροι της ΕΕ, το πλήρες άνοιγμα των τουριστικών μονάδων που συναρτάται άμεσα με το χρόνο κυκλοφορίας και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου, αλλά και η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών, των επενδυτών και των καταναλωτών στην κυβέρνηση όσον αφορά στα μέτρα που έλαβε και λαμβάνει και που θα λάβει για την αντιμετώπιση της πανδημίας μέχρι το τελικό άνοιγμα της αγοράς».
Τέλος, εύχεται «την τάχιστη δυνατή επάνοδο στην κανονικότητα γιατί οι επιχειρήσεις δεν έχουν πολλά περιθώρια επιβίωσης σε κατάσταση ενός δεύτερου παρατεταμένου lockdown».
«Στο επίκεντρο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις»
«Το πλήγμα που υφίστανται τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και η οικονομία εν γένει είναι πολύ μεγάλο και είναι δύσκολο να αντισταθμιστούν οι απώλειες. Για να αναχαιτιστούν οι συνέπειες της κρίσης, πρέπει να βρεθεί το κατάλληλο μείγμα μέτρων υποστήριξης των εργαζομένων και των επιχειρήσεων, ώστε να ενισχυθεί και να μην καταρρεύσει πλήρως η οικονομία», λέει ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Γιώργος Κωνσταντόπουλος.
Θεωρεί ότι «στην παρούσα φάση, τα μέτρα της κυβέρνησης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και δίνουν μία σημαντική ανάσα στον επιχειρηματικό τομέα. Με την πάροδο του χρόνου και την εξέλιξη της πανδημίας θα πρέπει όμως να προσαρμοστούν κατάλληλα ώστε να διασφαλίσουμε τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την ανάπτυξη της οικονομίας.
Για τις οικονομικές συνέπειες της καραντίνας επισημαίνει πως «όπως και την άνοιξη κατά τη διάρκεια του πρώτου lockdown, έτσι και τώρα η υγεία αποτελεί προτεραιότητα. Δυστυχώς, η επιχειρηματική αδράνεια και οι περιορισμοί δημιουργούν εμπόδια. Γνωρίζουμε ότι τη φετινή χρονιά η ελληνική οικονομία θα αντιμετωπίσει δυσκολίες, από την άλλη πλευρά όμως είμαστε αισιόδοξοι διότι οι έλληνες επιχειρηματίες έχουν αποδείξει εμπράκτως ότι τα καταφέρνουν στα δύσκολα και ελπίζουμε να βγουν νικητές και από αυτήν την δοκιμασία».
Εμφανίζεται αισιόδοξος ότι οι εξαγωγικές επιχειρήσεις «θα τα καταφέρουν και τώρα. Στο πρώτο lockdown υπήρξαν πολλές δυσκολίες και αρκετά προβλήματα, τα οποία ωστόσο αντιμετωπίστηκαν επιτυχώς. Αυτή τη φορά έχουμε περισσότερη εμπειρία για να διαχειριστούμε την κρίση. Οι εξαγωγικές μας επιδόσεις αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Στο α’ εννεάμηνο του 2020, οι εξαγωγές μας χωρίς τα πετρελαιοειδή ήταν αυξημένες κατά 1,5%. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι δεν απαιτούνται μέτρα ενίσχυσης της εξωστρέφειας. Πρέπει το σχέδιο για την υποστήριξη της επιχειρηματικότητας να έχει στο επίκεντρο τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, καθώς αυτές μπορούν να επαναφέρουν τη χώρα σε τροχιά ανάκαμψης. Ιδιαίτερη έμφαση πρέπει να δοθεί σε παραδοσιακά ισχυρούς κλάδους που έχουν επηρεαστεί αρνητικά από την πανδημία, όπως τα βιομηχανικά προϊόντα».
Στέκεται στην ανάγκη για μέτρα υποστήριξης των επιχειρήσεων για να επανέλθει η οικονομία στην προ κρίσης κατάσταση. «Οι ανακοινώσεις για την ανακάλυψη του εμβολίου είναι δίχως αμφισβήτηση ενθαρρυντικές, αλλά οι επιχειρήσεις βρίσκονται ακόμη υπό καθεστώς φόβου και ανασφάλειας. Υπό αυτές τις συνθήκες γίνεται αντιληπτό ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να πραγματοποιήσουν επενδύσεις, να προσλαμβάνουν νέο προσωπικό ή να κάνουν επιχειρηματικά ανοίγματα σε νέες αγορές. Αν θέλουμε να αναπτυχθεί η ελληνική οικονομία, θα πρέπει αρχικά να διασφαλίσουμε ότι οι επιχειρήσεις δεν θα κλείσουν και δεν θα διώξουν το προσωπικό τους και σε δεύτερο χρόνο ότι θα δοθούν κίνητρα και εργαλεία για την ανάπτυξη και διεθνοποίησή τους».
«Πώς είναι δυνατό να πληρώνει κάποιος όταν δεν δουλεύει, συνεπώς δεν εισπράττει;»
«Αντιλαμβανόμαστε πλήρως τις δυσκολίες διαχείρισης μίας τέτοιας υγειονομικής, κοινωνικής και οικονομικής κρίσης αλλά νομίζω ότι η κυβέρνηση κινείται με αργούς ρυθμούς αλλά και με μία εγκράτεια να μην πω δειλία. Στην οικονομία θέλουμε περισσότερα μέτρα και πιο τολμηρά και πιο γρήγορα. Οι έκτακτες καταστάσεις απαιτούν και έκτακτα μέτρα. Βέβαια, όσο περνά ο καιρός τόσο κάποια κενά καλύπτονται, κάποια προβλήματα επιλύονται. Αλλά πρέπει ακόμη πολλά να γίνουν. Υπάρχουν κλάδοι και επαγγελματικοί τομείς που λόγω των απαγορεύσεων και της πανδημίας δεν δουλεύουν καν αλλά εξακολουθούν να πληρώνουν το κράτος για την ιδιότητά τους», δηλώνει ο πρόεδρος του ΕΕΘ, Μιχάλης Ζορπίδης.
Παράλληλα, αναρωτιέται «πώς είναι δυνατό να πληρώνει κάποιος όταν δεν δουλεύει, συνεπώς δεν εισπράττει; Δυστυχώς για μία ακόμη φορά η κυβέρνηση σπεύδει να φροντίσει το δημόσιο καθυστερώντας τραγικά τον ιδιωτικό τομέα».
Επισημαίνει πως «το δεύτερο lockdown ίσως αποτελέσει την ταφόπλακα στην αγορά της Θεσσαλονίκης. Το κράτος αν θέλει να διαθέτει ιδιωτική μικρή και μικρομεσαία επιχειρηματικότητα θα πρέπει να παγώσει κάθε απαίτηση του από τις επιχειρήσεις και τους επαγγελματίες, να αναλάβει τους υπαλλήλους και να τις ενισχύσει όχι με δάνεια αλλά με επιδοτήσεις. Όπως παρουσιάσαμε σε πρόσφατη εκδήλωση, η Γερμανία, η Αυστρία, η Ισπανία ακόμη και η Τσεχία έχουν προχωρήσει σε σημαντικές επιδοτήσεις και χορηγήσεις προς τις επιχειρήσεις. Και η ελληνική κυβέρνηση πρέπει να ακολουθήσει το παράδειγμα τους μετατρέποντας αν όχι όλη τότε σίγουρα το μεγαλύτερο ποσοστό της επιστρεπτέας προκαταβολής σε μη επιστρεπτέα».
Για τα προσκόμματα που βάζουν οι τράπεζες στην παροχή ρευστότητας, σημειώνει ότι «δεν λογοδοτούν σε κανέναν για τις πράξεις ή τις παραλείψεις τους. Είναι αυτοκέφαλες, κανείς, ούτε καν η κυβέρνηση και οι αρμόδιοι υπουργοί δεν μπορούν να τις βάλουν σε τάξη. Δυστυχώς είναι ένα κατάλοιπο της μνημονιακής εποχής».
Σχετικά με την ανάκαμψη της οικονομίας, αναφέρει πως «αν υπάρξει ρευστότητα τότε η επάνοδος στην κανονικότητα θα είναι υπόθεση δύο μηνών. Αν όμως έχουμε δυσκολίες και καθυστερήσεις στην επαναλειτουργία της αγοράς τότε θα χρειαστούμε περισσότερο χρόνο, μέσα όμως στον οποίο κάποιοι
δε θα καταφέρουν να κρατηθούν στη ζωή».
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Νοεμβρίου 2020
ΣΧΟΛΙΑ