Περίεργη πάστα είμαστε εμείς οι Έλληνες. Γράφει ο Μιχάλης Αλεξανδρίδης
12/11/2023 20:00
12/11/2023 20:00
Με αισθήματα χαρμολύπης επέστρεψα από την Ελβετία την οποία επισκέφτηκα επί πενθήμερο φιλοξενούμενος του γιού μου και της συντρόφου του που ζουν κι εργάζονται στην Ζυρίχη.
Χαρά για αυτά που ένιωσα βλέποντας το παιδί μου να ζει ικανοποιημένο σε έναν τόπο που προσφέρει υψηλά στάνταρ ποιότητας ζωής και πάμπολλες ευκαιρίες εξέλιξης αλλά λύπη που διαπίστωσα για μια ακόμη φορά την υστέρησή της δικής μας κοινωνίας σε σύγκριση με αυτές της ευρωπαϊκής δύσης.
Φυσικά δεν περιμένετε να ακούσετε για πρώτη φορά από εμένα το πόσες δεκαετίες πίσω είμαστε, ούτε το ακόμη πιο στενάχωρο ότι η απόστασή μας αντί να μικραίνει μεγαλώνει μέρα- μέρα.
Αναφέρομαι στο ταξίδι μου, γιατί θέλω να ομολογήσω δημοσίως πως περισσότερο από τις πανάκριβες και κοστοβόρες υποδομές (τούνελ, υδροηλεκτρικά, έργα προστασίας και τουριστικής προστασίας του περιβάλλοντος κλπ), με εντυπωσίασαν οι μικρές και χαμηλού κόστους λεπτομέρειες που μπορούν από μόνες τους να αλλάξουν την εικόνα των οικισμών και τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, αλλά κυρίως η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι άνθρωποι στο κράτος τους με την ευρεία έννοια του όρου (δημόσιες υπηρεσίες, αυτοδιοίκηση, θεσμοί της πολιτείας).
Δεν ζουν με την μόνιμη αμφιβολία πως το κράτος άγεται και φέρεται από συμφέροντα, από ανίκανους υπαλλήλους, από αδιάφορους, από ασυντόνιστες υπηρεσίες που δεν συνεργάζονται μεταξύ τους κι ενίοτε μάλιστα αντιστρατεύονται η μία την άλλη.
Ξέρουν, πως το κράτος έχει τις δομές και τα στελέχη για να μελετά, να αποφασίζει και να εφαρμόζει. Ξέρουν επίσης ότι διαθέτει τα μέσα για να ελέγχει την σωστή τήρηση των αποφάσεων αλλά και να τις τροποποιεί στην περίπτωση που διαπιστώνονται στην πράξη, ανάγκη διορθώσεων.
Το βασικό που ξέρουν είναι πως το κράτος είναι από αυτούς και γι αυτούς. Δεν είναι της κυβέρνησης- της εκάστοτε κυβέρνησης- ούτε είναι για να υπηρετεί το κόμμα- το εκάστοτε κυβερνόν.
Αυτή η παραδοχή, απαλλάσσει τους πολίτες αυτών των χωρών, από το άγχος του να αμφισβητούν τα πάντα, να κρίνουν και να επικρίνουν διαρκώς και να «τρώγονται» διαρκώς για το πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν πολύ καλύτερα αν το έκαναν οι ίδιοι ή αν…τους άκουγαν.
Από μόνο του αυτό το γεγονός, τους παρέχει την ηρεμία να μην γκρινιάζουν διαρκώς και να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον, την φαιά ουσία, τις δυνάμεις τους εν γένει, στα δικά τους θέματα: στο πώς δηλαδή θα αυξήσουν τα οικονομικά τους, πώς θα θέσουν και θα κυνηγήσουν τους στόχους τους, πώς θα βελτιώσουν τη ζωή της οικογένειάς τους.
Σκεφτείτε για παράδειγμα πόσο χρόνο και τι ενέργεια καταναλώνουμε εμείς για το πώς θα πάμε στην δουλειά μας, πώς θα γίνει να μην αργήσουμε στο ραντεβού μας, πού θα παρκάρουμε και όλα τα άλλα θέματα για εμάς, τους ηλικιωμένους γονείς, τα παιδιά, τους φίλους μας, που μας φορτώνουν στρες και άγχος.
Αυτή η κουλτούρα σεβασμού του ευρέως κράτους, φυσικά και δεν είναι απόρροια του διαφορετικού …DNA των δυτικοευρωπαίων, ή των επιρροών της θρησκείας τους (καθολικισμός ή προτεσταντισμός σε αντιδιαστολή με την Ορθοδοξία), αλλά είναι προϊόν της διαφορετικής με τη δική μας νοοτροπίας που έχει διαμορφωθεί σε πορεία χρόνων.
Οι άνθρωποι εκεί, ξέρουν τι αποφασίζουν οι πολιτικοί, τι οι ειδικευμένοι επιστήμονες, τι οι υπηρεσίες του κράτους, τι η αυτοδιοίκηση, τι τα ιδρύματα και οι κοινωνικοί φορείς.
Η δικιά μας νοοτροπία είναι αυτή που μας κάνει να θεωρούμε ότι το κράτος λάφυρο στα χέρια των εκάστοτε νικητών, νομιμοποιείται να γκρεμίζει ό, τι έκαναν οι προηγούμενοι, να λειτουργεί με γνώμονα πώς θα βοηθήσει τα «δικά τους παιδιά», να εμποδίζει την αποκέντρωση της διαχείρισης της εξουσίας και την αυτόνομη λειτουργία των ανεξάρτητων μηχανισμών (δικαιοσύνη, αστυνομία, δημόσιες υπηρεσίας, τράπεζες κλπ) αλλά θα υποτάσσει τα πάντα στον σφιχτό έλεγχο μιας κλειστής δράκας ανθρώπων.
Μόνο στην Ελλάδα- άντε και σε κάποιες ακόμη χώρες κυρίως στη Βαλκανική χερσόνησο-η μόνη εξουσία που υπάρχει είναι η πολιτική κι εξ αυτής εκπορεύονται τα πάντα. Ο υπουργός πρέπει να αποφασίσει από τις συγκοινωνιακές ρυθμίσεις μέχρι το ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων, τα επιχειρησιακά σχέδια της υπηρεσίας πληροφοριών, την διάταξη του στρατεύματος, τους διευθυντές των νοσοκομείων.
Μόνο στην Ελλάδα οτιδήποτε γίνει πρέπει να εγκριθεί από την πολιτική εξουσία, που εκτός αυτού θα πρέπει να αποφασίσει – έστω συγκαλυμμένα- το πότε θα γίνει το έργο, ποιος θα πάρει τη δουλειά, ποιο θα είναι το χρονοδιάγραμμα, πότε θα πληρωθούν και από πού οι δαπάνες.
Αυτό δηλαδή ακριβώς που ζούμε τώρα στην Θεσσαλονίκη με αφορμή την έναρξη των εργασιών του FlyOver. Αντί να συνεργαστούν τοπικές αρχές και υπηρεσίες, το θέμα το ανέλαβε το υπουργείο. Το υπουργείο παρενέβη στο ΣτΕ για απορριφθούν οι προσφυγές, το υπουργείο σχεδιάζει μέτρα αντιμετώπισης των επιπτώσεων (από μετακινήσεις αστυνομικών στην τροχαία, μέχρι το χρονοδιάγραμμα των εργασιών, τα δρομολόγια του ΟΑΣΘ και ό,τι άλλη ήθελε προκύψει).
Την ίδια ώρα, δήμοι, περιφέρεια και τοπικοί φορείς, είτε κρύβονται, είτε διαχωρίζουν τη θέση τους και πυροβολούν το υπουργείο για προβλήματα που ενδεχομένως προκύψουν.
Αντί να πουν το αυτονόητο: το έργο σχεδιάστηκε για να βοηθήσει το κυκλοφοριακό της Θεσσαλονίκης, ας δούμε εγκαίρως πώς θα μετριαστούν οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις κατά την διάρκεια των εργασιών κατασκευής, δεν έκαναν τίποτα επί της ουσίας.
Με το που εμφανίστηκαν οι μπουλντόζες, πανικοβλήθηκαν άπαντες γιατί διαπίστωσαν πως όχι λύσεις δεν υπήρχαν, αλλά ούτε καν καταγραφή των προβλημάτων που θα ενσκήψουν. Έτσι, όλοι οι τοπικοί αρμόδιοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά δήλωσαν αναρμοδιότητα και άρπαξαν τις καραμπίνες για να πυροβολήσουν τους υπεύθυνους- το υπουργείο. Εννοείται πως η πρώτη σκέψη των σοβαρών τοπικών ηγετών, ήταν…αναβληθεί η έναρξη των εργασιών.
Κι αυτό όχι με βάση κάποια μελέτη από την οποία να προκύπτει ότι αν ξεκινήσει η λειτουργία του μετρό θα υπήρχαν λιγότερα προβλήματα, αλλά με την λογική του…πετάμε την μπάλα στην κερκίδα.
Σε αυτήν την αναταραχή, ανθίζουν και κάθε λογής « ανθρώπινα φρούτα», άλλα που δηλώνουν ανήσυχοι για το περιβάλλον, άλλοι για τον θόρυβο, άλλοι για την οδική ασφάλεια ενώ όλοι μας έχουμε καθείς και την αποψάρα του για το τι πρέπει να γίνει ή μάλλον να μην γίνει.
Πώς να εμπιστευτείς ένα τέτοιο κράτος; Πώς να εμπιστευτείς μια τέτοια τοπική ηγεσία; Αλλά και από την άλλη, εμείς που λατρεύουμε να επικρίνουμε αυτό το κράτος και αυτήν την τοπική ηγεσία, δεν είμαστε οι ίδιοι που τους εκλέγουμε;
Δεν είμαστε οι ίδιοι που απουσιάζουμε από κάθε διεργασία διαβούλευσης την περίοδο του σχεδιασμού κάθε έργου; Ή μήπως δεν είμαστε οι ίδιοι που καραδοκούμε για την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε ιδιοτελώς αυτήν την άρρωστη λειτουργία;
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 12.11.2023
Με αισθήματα χαρμολύπης επέστρεψα από την Ελβετία την οποία επισκέφτηκα επί πενθήμερο φιλοξενούμενος του γιού μου και της συντρόφου του που ζουν κι εργάζονται στην Ζυρίχη.
Χαρά για αυτά που ένιωσα βλέποντας το παιδί μου να ζει ικανοποιημένο σε έναν τόπο που προσφέρει υψηλά στάνταρ ποιότητας ζωής και πάμπολλες ευκαιρίες εξέλιξης αλλά λύπη που διαπίστωσα για μια ακόμη φορά την υστέρησή της δικής μας κοινωνίας σε σύγκριση με αυτές της ευρωπαϊκής δύσης.
Φυσικά δεν περιμένετε να ακούσετε για πρώτη φορά από εμένα το πόσες δεκαετίες πίσω είμαστε, ούτε το ακόμη πιο στενάχωρο ότι η απόστασή μας αντί να μικραίνει μεγαλώνει μέρα- μέρα.
Αναφέρομαι στο ταξίδι μου, γιατί θέλω να ομολογήσω δημοσίως πως περισσότερο από τις πανάκριβες και κοστοβόρες υποδομές (τούνελ, υδροηλεκτρικά, έργα προστασίας και τουριστικής προστασίας του περιβάλλοντος κλπ), με εντυπωσίασαν οι μικρές και χαμηλού κόστους λεπτομέρειες που μπορούν από μόνες τους να αλλάξουν την εικόνα των οικισμών και τις συνθήκες ζωής των ανθρώπων, αλλά κυρίως η εμπιστοσύνη που δείχνουν οι άνθρωποι στο κράτος τους με την ευρεία έννοια του όρου (δημόσιες υπηρεσίες, αυτοδιοίκηση, θεσμοί της πολιτείας).
Δεν ζουν με την μόνιμη αμφιβολία πως το κράτος άγεται και φέρεται από συμφέροντα, από ανίκανους υπαλλήλους, από αδιάφορους, από ασυντόνιστες υπηρεσίες που δεν συνεργάζονται μεταξύ τους κι ενίοτε μάλιστα αντιστρατεύονται η μία την άλλη.
Ξέρουν, πως το κράτος έχει τις δομές και τα στελέχη για να μελετά, να αποφασίζει και να εφαρμόζει. Ξέρουν επίσης ότι διαθέτει τα μέσα για να ελέγχει την σωστή τήρηση των αποφάσεων αλλά και να τις τροποποιεί στην περίπτωση που διαπιστώνονται στην πράξη, ανάγκη διορθώσεων.
Το βασικό που ξέρουν είναι πως το κράτος είναι από αυτούς και γι αυτούς. Δεν είναι της κυβέρνησης- της εκάστοτε κυβέρνησης- ούτε είναι για να υπηρετεί το κόμμα- το εκάστοτε κυβερνόν.
Αυτή η παραδοχή, απαλλάσσει τους πολίτες αυτών των χωρών, από το άγχος του να αμφισβητούν τα πάντα, να κρίνουν και να επικρίνουν διαρκώς και να «τρώγονται» διαρκώς για το πώς θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν πολύ καλύτερα αν το έκαναν οι ίδιοι ή αν…τους άκουγαν.
Από μόνο του αυτό το γεγονός, τους παρέχει την ηρεμία να μην γκρινιάζουν διαρκώς και να συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον, την φαιά ουσία, τις δυνάμεις τους εν γένει, στα δικά τους θέματα: στο πώς δηλαδή θα αυξήσουν τα οικονομικά τους, πώς θα θέσουν και θα κυνηγήσουν τους στόχους τους, πώς θα βελτιώσουν τη ζωή της οικογένειάς τους.
Σκεφτείτε για παράδειγμα πόσο χρόνο και τι ενέργεια καταναλώνουμε εμείς για το πώς θα πάμε στην δουλειά μας, πώς θα γίνει να μην αργήσουμε στο ραντεβού μας, πού θα παρκάρουμε και όλα τα άλλα θέματα για εμάς, τους ηλικιωμένους γονείς, τα παιδιά, τους φίλους μας, που μας φορτώνουν στρες και άγχος.
Αυτή η κουλτούρα σεβασμού του ευρέως κράτους, φυσικά και δεν είναι απόρροια του διαφορετικού …DNA των δυτικοευρωπαίων, ή των επιρροών της θρησκείας τους (καθολικισμός ή προτεσταντισμός σε αντιδιαστολή με την Ορθοδοξία), αλλά είναι προϊόν της διαφορετικής με τη δική μας νοοτροπίας που έχει διαμορφωθεί σε πορεία χρόνων.
Οι άνθρωποι εκεί, ξέρουν τι αποφασίζουν οι πολιτικοί, τι οι ειδικευμένοι επιστήμονες, τι οι υπηρεσίες του κράτους, τι η αυτοδιοίκηση, τι τα ιδρύματα και οι κοινωνικοί φορείς.
Η δικιά μας νοοτροπία είναι αυτή που μας κάνει να θεωρούμε ότι το κράτος λάφυρο στα χέρια των εκάστοτε νικητών, νομιμοποιείται να γκρεμίζει ό, τι έκαναν οι προηγούμενοι, να λειτουργεί με γνώμονα πώς θα βοηθήσει τα «δικά τους παιδιά», να εμποδίζει την αποκέντρωση της διαχείρισης της εξουσίας και την αυτόνομη λειτουργία των ανεξάρτητων μηχανισμών (δικαιοσύνη, αστυνομία, δημόσιες υπηρεσίας, τράπεζες κλπ) αλλά θα υποτάσσει τα πάντα στον σφιχτό έλεγχο μιας κλειστής δράκας ανθρώπων.
Μόνο στην Ελλάδα- άντε και σε κάποιες ακόμη χώρες κυρίως στη Βαλκανική χερσόνησο-η μόνη εξουσία που υπάρχει είναι η πολιτική κι εξ αυτής εκπορεύονται τα πάντα. Ο υπουργός πρέπει να αποφασίσει από τις συγκοινωνιακές ρυθμίσεις μέχρι το ωρολόγιο πρόγραμμα των σχολείων, τα επιχειρησιακά σχέδια της υπηρεσίας πληροφοριών, την διάταξη του στρατεύματος, τους διευθυντές των νοσοκομείων.
Μόνο στην Ελλάδα οτιδήποτε γίνει πρέπει να εγκριθεί από την πολιτική εξουσία, που εκτός αυτού θα πρέπει να αποφασίσει – έστω συγκαλυμμένα- το πότε θα γίνει το έργο, ποιος θα πάρει τη δουλειά, ποιο θα είναι το χρονοδιάγραμμα, πότε θα πληρωθούν και από πού οι δαπάνες.
Αυτό δηλαδή ακριβώς που ζούμε τώρα στην Θεσσαλονίκη με αφορμή την έναρξη των εργασιών του FlyOver. Αντί να συνεργαστούν τοπικές αρχές και υπηρεσίες, το θέμα το ανέλαβε το υπουργείο. Το υπουργείο παρενέβη στο ΣτΕ για απορριφθούν οι προσφυγές, το υπουργείο σχεδιάζει μέτρα αντιμετώπισης των επιπτώσεων (από μετακινήσεις αστυνομικών στην τροχαία, μέχρι το χρονοδιάγραμμα των εργασιών, τα δρομολόγια του ΟΑΣΘ και ό,τι άλλη ήθελε προκύψει).
Την ίδια ώρα, δήμοι, περιφέρεια και τοπικοί φορείς, είτε κρύβονται, είτε διαχωρίζουν τη θέση τους και πυροβολούν το υπουργείο για προβλήματα που ενδεχομένως προκύψουν.
Αντί να πουν το αυτονόητο: το έργο σχεδιάστηκε για να βοηθήσει το κυκλοφοριακό της Θεσσαλονίκης, ας δούμε εγκαίρως πώς θα μετριαστούν οι όποιες αρνητικές επιπτώσεις κατά την διάρκεια των εργασιών κατασκευής, δεν έκαναν τίποτα επί της ουσίας.
Με το που εμφανίστηκαν οι μπουλντόζες, πανικοβλήθηκαν άπαντες γιατί διαπίστωσαν πως όχι λύσεις δεν υπήρχαν, αλλά ούτε καν καταγραφή των προβλημάτων που θα ενσκήψουν. Έτσι, όλοι οι τοπικοί αρμόδιοι σήκωσαν τα χέρια ψηλά δήλωσαν αναρμοδιότητα και άρπαξαν τις καραμπίνες για να πυροβολήσουν τους υπεύθυνους- το υπουργείο. Εννοείται πως η πρώτη σκέψη των σοβαρών τοπικών ηγετών, ήταν…αναβληθεί η έναρξη των εργασιών.
Κι αυτό όχι με βάση κάποια μελέτη από την οποία να προκύπτει ότι αν ξεκινήσει η λειτουργία του μετρό θα υπήρχαν λιγότερα προβλήματα, αλλά με την λογική του…πετάμε την μπάλα στην κερκίδα.
Σε αυτήν την αναταραχή, ανθίζουν και κάθε λογής « ανθρώπινα φρούτα», άλλα που δηλώνουν ανήσυχοι για το περιβάλλον, άλλοι για τον θόρυβο, άλλοι για την οδική ασφάλεια ενώ όλοι μας έχουμε καθείς και την αποψάρα του για το τι πρέπει να γίνει ή μάλλον να μην γίνει.
Πώς να εμπιστευτείς ένα τέτοιο κράτος; Πώς να εμπιστευτείς μια τέτοια τοπική ηγεσία; Αλλά και από την άλλη, εμείς που λατρεύουμε να επικρίνουμε αυτό το κράτος και αυτήν την τοπική ηγεσία, δεν είμαστε οι ίδιοι που τους εκλέγουμε;
Δεν είμαστε οι ίδιοι που απουσιάζουμε από κάθε διεργασία διαβούλευσης την περίοδο του σχεδιασμού κάθε έργου; Ή μήπως δεν είμαστε οι ίδιοι που καραδοκούμε για την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε ιδιοτελώς αυτήν την άρρωστη λειτουργία;
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 12.11.2023
ΣΧΟΛΙΑ