Πέθανε ο Νίκος Τσουβαλάκης: Με τον αδελφό του διέπραξαν την πρώτη «κοινωνική ληστεία»
21/02/2023 14:24
21/02/2023 14:24
Έφυγε από τη ζωή πριν λίγες ημέρες ο Νίκος Τσουβαλάκης, ο ένας εκ των δύο αδελφών Τσουβαλάκη που του 1977 είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη «κοινωνική ληστεία» τράπεζας, περνώντας στην ιστορία ως οι «Ντάλτον της πλατείας».
Όπως έγινε σήμερα γνωστό μέσα από ανακοίνωση φίλων του, ο Νίκος Τσουβαλάκης πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου ξαφνικά και στον ύπνο του, αφήνοντας πίσω του τον αδελφό του Θοδωρή.
Φίλοι του Νίκου εξέδωσαν την παρακάτω ανακοίνωση:
Τη Δευτέρα που μας πέρασε, στις 13 του Φλεβάρη, έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Τσουβαλάκης. Βρέθηκε το πρωί, νεκρός στο κρεβάτι του, πέρασε στον θάνατο ξαφνικά κι απρόσμενα, αφήνοντας πίσω μόνο του, τον αδελφό του, τον δικό μας Θοδωρή, το άλλο του μισό.
Ο Νίκος, παιδί μιας πολύπαθης οικογένειας με έξι παιδιά, έζησε μέσα στη φτώχεια και την παραβατικότητα από μικρός, ενώ έγραψαν ιστορία με τον αδελφό του, με την πρώτη κοινωνική ένοπλη ληστεία που έκαναν το 1977, με τρόπο κινηματογραφικό, συγκεντρώνοντας τα φώτα της δημοσιότητας επάνω τους και την συμπάθεια του κόσμου, κατακτώντας μια πλατιά υποστήριξη στη συνέχεια, στα πολλά χρόνια που έμειναν μέσα στη φυλακή, όσο κι όταν ήταν έξω από αυτήν. Ήταν αυτό που τους χάρισε τον τίτλο των αδελφών «Ντάλτον της πλατείας».
Ο Νίκος, ένας γνήσιος, λαϊκός αναρχικός, πάρα τις φυλακές και τα κρατητήρια, όπου πέρασε μέρος της ζωής του, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, παρέμεινε ασυμβίβαστος, άφοβος, ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος, μέχρι το θάνατο του, πάντα αγέρωχος απέναντι στους δικαστές, στους δεσμοφύλακες, στους διώκτες του, «τους μπάτσους», στο κρύο και στον πόνο, αψηφώντας τα δύσκολα, περιφρονώντας τους διαχειριστές του πλούτου και τα σκυλιά τους, περιγελώντας τον νόμο και τον ποινικό κώδικα, χλευάζοντας τα ψίχουλα που έδιναν με τσιγκουνιά οι πολιτικές διαχείρισης της φτώχειας, ακόμη και στους ανήμπορους.
Απόκοτος πάντα, έτσι θα τον θυμόμαστε, στα παράνομα περάσματα της ζωής του, σ’αυτά των συστημάτων επιτήρησης και των τεχνολογικών πυλών, αυτά των φρουρών της ιδιοκτησίας και των εκδικητικών τιμωριών, ακόμη και σ’ αυτό το μοιραίο στοπ του δρόμου που η παραβίασή του, του στοίχισε τον ακρωτηριασμό. Έναν ακρωτηριασμό, που όμως δεν τον νίκησε, δεν τον κατέβαλε, δεν τον ταπείνωσε.
Συνέχισε να είναι αυτός που ήταν πάντα. Πέθανε λίγες μέρες προτού πετάξει για πολλοστή φορά για την αγαπημένη του Κούβα, με τις βαλίτσες έτοιμες, γεμάτες, όπως κάθε φορά με δώρα για τα παιδιά της Κούβα που λάτρευε και τον λάτρευαν. Η Κούβα που αγάπησε δε θα τον ξαναδεί. Ούτε κι εμείς.
13/02/2023 07:00
21/02/2023 15:45
21/02/2023 16:42
22/02/2023 18:35
Έφυγε από τη ζωή πριν λίγες ημέρες ο Νίκος Τσουβαλάκης, ο ένας εκ των δύο αδελφών Τσουβαλάκη που του 1977 είχαν πραγματοποιήσει την πρώτη «κοινωνική ληστεία» τράπεζας, περνώντας στην ιστορία ως οι «Ντάλτον της πλατείας».
Όπως έγινε σήμερα γνωστό μέσα από ανακοίνωση φίλων του, ο Νίκος Τσουβαλάκης πέθανε στις 13 Φεβρουαρίου ξαφνικά και στον ύπνο του, αφήνοντας πίσω του τον αδελφό του Θοδωρή.
Φίλοι του Νίκου εξέδωσαν την παρακάτω ανακοίνωση:
Τη Δευτέρα που μας πέρασε, στις 13 του Φλεβάρη, έφυγε από τη ζωή ο Νίκος Τσουβαλάκης. Βρέθηκε το πρωί, νεκρός στο κρεβάτι του, πέρασε στον θάνατο ξαφνικά κι απρόσμενα, αφήνοντας πίσω μόνο του, τον αδελφό του, τον δικό μας Θοδωρή, το άλλο του μισό.
Ο Νίκος, παιδί μιας πολύπαθης οικογένειας με έξι παιδιά, έζησε μέσα στη φτώχεια και την παραβατικότητα από μικρός, ενώ έγραψαν ιστορία με τον αδελφό του, με την πρώτη κοινωνική ένοπλη ληστεία που έκαναν το 1977, με τρόπο κινηματογραφικό, συγκεντρώνοντας τα φώτα της δημοσιότητας επάνω τους και την συμπάθεια του κόσμου, κατακτώντας μια πλατιά υποστήριξη στη συνέχεια, στα πολλά χρόνια που έμειναν μέσα στη φυλακή, όσο κι όταν ήταν έξω από αυτήν. Ήταν αυτό που τους χάρισε τον τίτλο των αδελφών «Ντάλτον της πλατείας».
Ο Νίκος, ένας γνήσιος, λαϊκός αναρχικός, πάρα τις φυλακές και τα κρατητήρια, όπου πέρασε μέρος της ζωής του, δεν το έβαλε ποτέ κάτω, παρέμεινε ασυμβίβαστος, άφοβος, ριψοκίνδυνος και επικίνδυνος, μέχρι το θάνατο του, πάντα αγέρωχος απέναντι στους δικαστές, στους δεσμοφύλακες, στους διώκτες του, «τους μπάτσους», στο κρύο και στον πόνο, αψηφώντας τα δύσκολα, περιφρονώντας τους διαχειριστές του πλούτου και τα σκυλιά τους, περιγελώντας τον νόμο και τον ποινικό κώδικα, χλευάζοντας τα ψίχουλα που έδιναν με τσιγκουνιά οι πολιτικές διαχείρισης της φτώχειας, ακόμη και στους ανήμπορους.
Απόκοτος πάντα, έτσι θα τον θυμόμαστε, στα παράνομα περάσματα της ζωής του, σ’αυτά των συστημάτων επιτήρησης και των τεχνολογικών πυλών, αυτά των φρουρών της ιδιοκτησίας και των εκδικητικών τιμωριών, ακόμη και σ’ αυτό το μοιραίο στοπ του δρόμου που η παραβίασή του, του στοίχισε τον ακρωτηριασμό. Έναν ακρωτηριασμό, που όμως δεν τον νίκησε, δεν τον κατέβαλε, δεν τον ταπείνωσε.
Συνέχισε να είναι αυτός που ήταν πάντα. Πέθανε λίγες μέρες προτού πετάξει για πολλοστή φορά για την αγαπημένη του Κούβα, με τις βαλίτσες έτοιμες, γεμάτες, όπως κάθε φορά με δώρα για τα παιδιά της Κούβα που λάτρευε και τον λάτρευαν. Η Κούβα που αγάπησε δε θα τον ξαναδεί. Ούτε κι εμείς.
ΣΧΟΛΙΑ