ΠΑΙΔΕΙΑ

Ποιοι θα συντονίσουν το εκπαιδευτικό έργο του 21ου αιώνα;

 28/09/2018 19:24

Ποιοι θα συντονίσουν το εκπαιδευτικό έργο του 21ου αιώνα;

Γράφει η Ιφιγένεια Κωφού

Από την μεταπολίτευση έως σήμερα έχει επιχειρηθεί επανειλημμένα και σχεδόν πάντα ανεπιτυχώς να εφαρμοστούν μεγαλόπνοα σχέδια εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Τελευταίο εγχείρημα η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων και ο σχεδιασμός για την επιλογή Συντονιστών εκπαιδευτικού έργου. Ποια είναι η φιλοσοφία, τι συντονιστικές δράσεις θα αναλάβουν οι επιλεγέντες και ποιο βοηθητικό έργο θα προσφέρουν στη ραχοκοκαλιά του εκπαιδευτικού μας συστήματος που είναι το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί του;

Με τον νόμο του 2002, η συμμετοχή του Σχολικού Συμβούλου στον προγραμματισμό και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η ενθάρρυνση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών, η ενίσχυση των εκπαιδευτικών καινοτομιών, η εξασφάλιση των προϋποθέσεων εξοικείωσης με τη σύγχρονη εκπαιδευτική τεχνολογία, οι επισκέψεις στα σχολεία και οι συζητήσεις με τους εκπαιδευτικούς για τον σχεδιασμό, την οργάνωση και την πραγματοποίηση της διδασκαλίας συγκαταλέγονται μάλλον στα καθήκοντα που προβλέπονται αλλά ποτέ ή πολύ σπάνια εφαρμόζονται στην πράξη. Και πώς είναι δυνατόν, όταν η περιοχή ευθύνης του Σχολικού Συμβούλου περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος σχολείων, το οποίο με τον νέο νόμο διευρύνεται ακόμη περισσότερο.

Με τον νόμο 4547/12-6-2018, ιδρύονται τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.) με αποστολή τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, παρακολούθηση, συντονισμό και στήριξη του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, την επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη των εκπαιδευτικών, την οργάνωση της επιμόρφωσης, την υποστήριξη του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου σε περιφερειακό επίπεδο. Οι αρμοδιότητές τους και κατ’ επέκταση των Συντονιστών εκπαιδευτικού έργου που τα απαρτίζουν είναι η οργάνωση και υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, η συστηματική μελέτη και υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων ευθύνης τους, η ενημέρωση των εκπαιδευτικών στα σύγχρονα εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά και διδακτικά θέματα, η προαγωγή καλών πρακτικών και νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων και η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική πράξη.

Θεωρητικά δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα ή μπορεί και να μην αλλάζει τίποτα. Μειώνονται όμως σε βάρος της εκπαιδευτικής κοινότητας οι θέσεις των νέων Συντονιστών εκπαίδευσης και φυσικά αλλάζει το σύστημα επιλογής τους. Αυτό αποτυπώνεται σε δύο σημεία: α) στα κριτήρια επιλογής και β) στα Συμβούλια επιλογής.

Όσον αφορά στα κριτήρια επιλογής, αποτιμώνται στον τομέα της επιστημονικής συγκρότησης οι τίτλοι σπουδών, η γνώση ξένων γλωσσών και ΤΠΕ, η επιμόρφωση, το διδακτικό και επιμορφωτικό έργο, η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, το συγγραφικό έργο και οι εισηγήσεις σε συνέδρια με ένα ανώτατο όριο για κάθε κατηγορία. Το κριτήριο της διδακτικής και διοικητικής εμπειρίας, δηλαδή η προϋπηρεσία παλιών στελεχών, ακυρώνει στην πράξη πολλά από τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, καθώς μπορεί να προσδίδει περισσότερα μόρια από ένα διδακτορικό και πλούσιο συναφές ερευνητικό και συγγραφικό έργο. Τέλος το κριτήριο της προσωπικότητας και γενικής συγκρότησης αποτιμάται με σχεδόν το 1/3 των συνολικών μορίων με προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον του αρμόδιου Συμβουλίου επιλογής. Σε λίγα λεπτά το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την παιδαγωγική και οργανωτική συγκρότηση, την ενημέρωση στα εκπαιδευτικά ζητήματα, την επικοινωνιακή και εκφραστική ικανότητα του κάθε υποψηφίου.

Ποιοι απαρτίζουν τα Συμβούλια επιλογής; Ο Περιφερειακός Διευθυντής ως Πρόεδρος, 2 μέλη ΔΕΠ ΑΕΙ ορισμένα από το Υπουργείο, ένας Διευθυντής Εκπαίδευσης και ένας Διευθυντής σχολικής μονάδας που ορίζονται ύστερα από εισήγηση του Περιφερειακού Διευθυντή και 2 αιρετοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών. Είναι προφανές ότι τα μέλη των Συμβουλίων στην πλειοψηφία τους αποτελούν κυβερνητικές επιλογές και πρόσκεινται στο κυβερνητικό σχήμα. Το γεγονός αυτό σε σχέση με το ποσοστό της συνέντευξης εγείρει ερωτήματα ως προς την αξιοπιστία της αποτίμησης, καθώς η συνέντευξη μπορεί να ανατρέψει δραστικά την κατάταξη των υποψηφίων με βάση τα μετρήσιμα μόρια.

Όμως δεν χρειάζεται κάποιος υποψήφιος να φτάσει ως εκεί για να αποκλειστεί. Σε πολλές Περιφέρεις Εκπαίδευσης φρόντισαν να αποκλείσουν υποψηφίους για ελλιπή δικαιολογητικά που εκ παραδρομής δεν συμπεριλήφθηκαν στους φακέλους τους και κατέρριψαν συντριπτικά το δικαίωμα των ενστάσεων που προβλέπεται από τον νόμο με το να μην κάνουν δεκτή καμία ένσταση.

Είναι όμως αυτή η Διοίκηση που επιθυμούμε για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα; Μια Διοίκηση άκαμπτη, ανάλγητη, σχεδόν τιμωρητική;  Είναι αυτή η Διοίκηση που θα επιβραβεύσει την αριστεία, θα ενισχύσει την καινοτομία και θα συντονίσει το εκπαιδευτικό έργο; Το έργο που βασίζεται σε ανθρώπινο δυναμικό, που υλοποιείται με ψυχή και ενσυναίσθηση, που υποστηρίζεται από το θετικό κλίμα της τάξης που δημιουργεί ο εκπαιδευτικός σε συνεργασία με τους μαθητές του.

Και ενώ μέσω του νόμου προβάλλεται η έρευνα και η καινοτομία, στην πράξη ενισχύονται η παλαιότητα και η κρίση του Συμβουλίου επιλογής. Προβάλλεται η εισαγωγή και αξιοποίηση των ΤΠΕ, και όμως για την κατάθεση των φακέλων των υποψηφίων δεν χρησιμοποιήθηκε μια πλατφόρμα στα πρότυπα των Πανεπιστημίων, όπου οι υποψήφιοι θα υπέβαλαν ηλεκτρονικά τα δικαιολογητικά τους σε ειδικά πεδία. Η διαδικασία αυτή θα ήταν δίκαιη για όλους, θα απάλλασσε τα Συμβούλια από τις ενστάσεις και τους εκπαιδευτικούς από δεκάδες φωτοτυπιών.

Ένα άλλο παράδοξο που παρατηρήθηκε στη συγκεκριμένη διαδικασία είναι η γνώση ξένων γλωσσών επιπέδου Β2 ως προαπαιτούμενο, όταν η διδασκαλία των ξένων γλωσσών υποβαθμίζεται συνεχώς στη δημόσια εκπαίδευση. Η ξένη γλώσσα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έρευνα. Τι νόημα έχει όμως όταν η προϋπηρεσία και η «προσωπικότητα» πριμοδοτούνται, ενώ θα έπρεπε οι συναφείς διδακτορικοί τίτλοι και το ερευνητικό και το συγγραφικό έργο να αποτελούν προαπαιτούμενα;

Πώς εξηγείται το νοηματικό υπόβαθρο που κατευθύνει τις συμπεριφορές και επιλογές σύμφωνα με τον Weber (1968) στο συγκεκριμένο εγχείρημα; Το εν λόγω εγχείρημα της επιλογής Συντονιστών εκπαιδευτικού έργου είναι καταδικασμένο να αποτύχει εν τη γενέσει του, επειδή αντικειμενικά δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ούτε ως προς την κατασκευή του νόμου ούτε ως προς την εφαρμογή του από τους ιθύνοντες.

Αν πραγματικά θέλουμε να επιλέξουμε άξια στελέχη, να αναδείξουμε την παιδεία ως εθνικό προϊόν και να κάνουμε την εκπαίδευση ανταγωνιστική, πρέπει να ξεφύγουμε από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, να οραματιστούμε συλλογικά και συνεργατικά την εκπαίδευση του 21ου αιώνα, να προβάλουμε αξίες και να θέσουμε στρατηγικούς στόχους που θα μας κάνουν ανταγωνιστικούς στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.

Η Ιφιγένεια Κωφού είναι καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας, διδάκτορας Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, συνεργαζόμενη με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και μέλος του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών και του Τομέα Παιδείας της ΝΔ.

Γράφει η Ιφιγένεια Κωφού

Από την μεταπολίτευση έως σήμερα έχει επιχειρηθεί επανειλημμένα και σχεδόν πάντα ανεπιτυχώς να εφαρμοστούν μεγαλόπνοα σχέδια εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης.

Τελευταίο εγχείρημα η κατάργηση του θεσμού των Σχολικών Συμβούλων και ο σχεδιασμός για την επιλογή Συντονιστών εκπαιδευτικού έργου. Ποια είναι η φιλοσοφία, τι συντονιστικές δράσεις θα αναλάβουν οι επιλεγέντες και ποιο βοηθητικό έργο θα προσφέρουν στη ραχοκοκαλιά του εκπαιδευτικού μας συστήματος που είναι το σχολείο και οι εκπαιδευτικοί του;

Με τον νόμο του 2002, η συμμετοχή του Σχολικού Συμβούλου στον προγραμματισμό και αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, η ενθάρρυνση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών, η ενίσχυση των εκπαιδευτικών καινοτομιών, η εξασφάλιση των προϋποθέσεων εξοικείωσης με τη σύγχρονη εκπαιδευτική τεχνολογία, οι επισκέψεις στα σχολεία και οι συζητήσεις με τους εκπαιδευτικούς για τον σχεδιασμό, την οργάνωση και την πραγματοποίηση της διδασκαλίας συγκαταλέγονται μάλλον στα καθήκοντα που προβλέπονται αλλά ποτέ ή πολύ σπάνια εφαρμόζονται στην πράξη. Και πώς είναι δυνατόν, όταν η περιοχή ευθύνης του Σχολικού Συμβούλου περιλαμβάνει ένα μεγάλο εύρος σχολείων, το οποίο με τον νέο νόμο διευρύνεται ακόμη περισσότερο.

Με τον νόμο 4547/12-6-2018, ιδρύονται τα Περιφερειακά Κέντρα Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού (ΠΕ.Κ.Ε.Σ.) με αποστολή τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, παρακολούθηση, συντονισμό και στήριξη του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων, την επιστημονική και παιδαγωγική υποστήριξη των εκπαιδευτικών, την οργάνωση της επιμόρφωσης, την υποστήριξη του προγραμματισμού και της αποτίμησης του εκπαιδευτικού έργου σε περιφερειακό επίπεδο. Οι αρμοδιότητές τους και κατ’ επέκταση των Συντονιστών εκπαιδευτικού έργου που τα απαρτίζουν είναι η οργάνωση και υλοποίηση επιμορφωτικών προγραμμάτων και σεμιναρίων, η συστηματική μελέτη και υποστήριξη του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων ευθύνης τους, η ενημέρωση των εκπαιδευτικών στα σύγχρονα εκπαιδευτικά, παιδαγωγικά και διδακτικά θέματα, η προαγωγή καλών πρακτικών και νέων παιδαγωγικών προσεγγίσεων και η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών στην εκπαιδευτική πράξη.

Θεωρητικά δεν αλλάζουν και πολλά πράγματα ή μπορεί και να μην αλλάζει τίποτα. Μειώνονται όμως σε βάρος της εκπαιδευτικής κοινότητας οι θέσεις των νέων Συντονιστών εκπαίδευσης και φυσικά αλλάζει το σύστημα επιλογής τους. Αυτό αποτυπώνεται σε δύο σημεία: α) στα κριτήρια επιλογής και β) στα Συμβούλια επιλογής.

Όσον αφορά στα κριτήρια επιλογής, αποτιμώνται στον τομέα της επιστημονικής συγκρότησης οι τίτλοι σπουδών, η γνώση ξένων γλωσσών και ΤΠΕ, η επιμόρφωση, το διδακτικό και επιμορφωτικό έργο, η συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα, το συγγραφικό έργο και οι εισηγήσεις σε συνέδρια με ένα ανώτατο όριο για κάθε κατηγορία. Το κριτήριο της διδακτικής και διοικητικής εμπειρίας, δηλαδή η προϋπηρεσία παλιών στελεχών, ακυρώνει στην πράξη πολλά από τα κριτήρια που προαναφέρθηκαν, καθώς μπορεί να προσδίδει περισσότερα μόρια από ένα διδακτορικό και πλούσιο συναφές ερευνητικό και συγγραφικό έργο. Τέλος το κριτήριο της προσωπικότητας και γενικής συγκρότησης αποτιμάται με σχεδόν το 1/3 των συνολικών μορίων με προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων ενώπιον του αρμόδιου Συμβουλίου επιλογής. Σε λίγα λεπτά το Συμβούλιο καλείται να αποφανθεί για την παιδαγωγική και οργανωτική συγκρότηση, την ενημέρωση στα εκπαιδευτικά ζητήματα, την επικοινωνιακή και εκφραστική ικανότητα του κάθε υποψηφίου.

Ποιοι απαρτίζουν τα Συμβούλια επιλογής; Ο Περιφερειακός Διευθυντής ως Πρόεδρος, 2 μέλη ΔΕΠ ΑΕΙ ορισμένα από το Υπουργείο, ένας Διευθυντής Εκπαίδευσης και ένας Διευθυντής σχολικής μονάδας που ορίζονται ύστερα από εισήγηση του Περιφερειακού Διευθυντή και 2 αιρετοί εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών. Είναι προφανές ότι τα μέλη των Συμβουλίων στην πλειοψηφία τους αποτελούν κυβερνητικές επιλογές και πρόσκεινται στο κυβερνητικό σχήμα. Το γεγονός αυτό σε σχέση με το ποσοστό της συνέντευξης εγείρει ερωτήματα ως προς την αξιοπιστία της αποτίμησης, καθώς η συνέντευξη μπορεί να ανατρέψει δραστικά την κατάταξη των υποψηφίων με βάση τα μετρήσιμα μόρια.

Όμως δεν χρειάζεται κάποιος υποψήφιος να φτάσει ως εκεί για να αποκλειστεί. Σε πολλές Περιφέρεις Εκπαίδευσης φρόντισαν να αποκλείσουν υποψηφίους για ελλιπή δικαιολογητικά που εκ παραδρομής δεν συμπεριλήφθηκαν στους φακέλους τους και κατέρριψαν συντριπτικά το δικαίωμα των ενστάσεων που προβλέπεται από τον νόμο με το να μην κάνουν δεκτή καμία ένσταση.

Είναι όμως αυτή η Διοίκηση που επιθυμούμε για την εκπαίδευση του 21ου αιώνα; Μια Διοίκηση άκαμπτη, ανάλγητη, σχεδόν τιμωρητική;  Είναι αυτή η Διοίκηση που θα επιβραβεύσει την αριστεία, θα ενισχύσει την καινοτομία και θα συντονίσει το εκπαιδευτικό έργο; Το έργο που βασίζεται σε ανθρώπινο δυναμικό, που υλοποιείται με ψυχή και ενσυναίσθηση, που υποστηρίζεται από το θετικό κλίμα της τάξης που δημιουργεί ο εκπαιδευτικός σε συνεργασία με τους μαθητές του.

Και ενώ μέσω του νόμου προβάλλεται η έρευνα και η καινοτομία, στην πράξη ενισχύονται η παλαιότητα και η κρίση του Συμβουλίου επιλογής. Προβάλλεται η εισαγωγή και αξιοποίηση των ΤΠΕ, και όμως για την κατάθεση των φακέλων των υποψηφίων δεν χρησιμοποιήθηκε μια πλατφόρμα στα πρότυπα των Πανεπιστημίων, όπου οι υποψήφιοι θα υπέβαλαν ηλεκτρονικά τα δικαιολογητικά τους σε ειδικά πεδία. Η διαδικασία αυτή θα ήταν δίκαιη για όλους, θα απάλλασσε τα Συμβούλια από τις ενστάσεις και τους εκπαιδευτικούς από δεκάδες φωτοτυπιών.

Ένα άλλο παράδοξο που παρατηρήθηκε στη συγκεκριμένη διαδικασία είναι η γνώση ξένων γλωσσών επιπέδου Β2 ως προαπαιτούμενο, όταν η διδασκαλία των ξένων γλωσσών υποβαθμίζεται συνεχώς στη δημόσια εκπαίδευση. Η ξένη γλώσσα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την έρευνα. Τι νόημα έχει όμως όταν η προϋπηρεσία και η «προσωπικότητα» πριμοδοτούνται, ενώ θα έπρεπε οι συναφείς διδακτορικοί τίτλοι και το ερευνητικό και το συγγραφικό έργο να αποτελούν προαπαιτούμενα;

Πώς εξηγείται το νοηματικό υπόβαθρο που κατευθύνει τις συμπεριφορές και επιλογές σύμφωνα με τον Weber (1968) στο συγκεκριμένο εγχείρημα; Το εν λόγω εγχείρημα της επιλογής Συντονιστών εκπαιδευτικού έργου είναι καταδικασμένο να αποτύχει εν τη γενέσει του, επειδή αντικειμενικά δεν πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ούτε ως προς την κατασκευή του νόμου ούτε ως προς την εφαρμογή του από τους ιθύνοντες.

Αν πραγματικά θέλουμε να επιλέξουμε άξια στελέχη, να αναδείξουμε την παιδεία ως εθνικό προϊόν και να κάνουμε την εκπαίδευση ανταγωνιστική, πρέπει να ξεφύγουμε από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος, να οραματιστούμε συλλογικά και συνεργατικά την εκπαίδευση του 21ου αιώνα, να προβάλουμε αξίες και να θέσουμε στρατηγικούς στόχους που θα μας κάνουν ανταγωνιστικούς στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον.

Η Ιφιγένεια Κωφού είναι καθηγήτρια αγγλικής γλώσσας, διδάκτορας Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας, συνεργαζόμενη με το Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και μέλος του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών και του Τομέα Παιδείας της ΝΔ.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία