Πρόεδρος ΤΧΣ: Η διάσωση των ελληνικών τραπεζών ήταν εις όφελος της Ελλάδας
08/04/2024 22:55
08/04/2024 22:55
Η διάσωση των ελληνικών τραπεζών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ήταν εις όφελος της χώρας, ισχυρίστηκε στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνεδρίαση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο πρόεδρος του ΤΧΣ, Ανδρέας Βερύκιος.
Ο κ. Βερύκιος αναφέρθηκε σε προηγούμενο συμπέρασμα του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, σε σχέση με την αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα, που καταλήγει όπως είπε και ο ίδιος «σε όφελος για τον Έλληνα φορολογούμενο, εκτιμώμενο στα περίπου τριάμισι δισεκατομμύρια ευρώ».
Παρατήρησε μάλιστα, ότι, ο ισολογισμός του ΤΧΣ, στον οποίο εξαντλούνται οι όποιες αναλύσεις και εκτιμήσεις σχετικά με το κόστος/όφελος, είναι μόνο η μικρή εικόνα της άσκησης των ανακεφαλαιοποιήσεων, μερικά μόνο κομμάτια ενός πολύ μεγαλύτερου παζλ, που αφορά σε όλη την οικονομία, και που καταδεικνύει ότι η διάσωση των ελληνικών τραπεζών από το ταμείο, ήταν εις όφελος της χώρας, τόσο με άμεσους οικονομικούς όρους, όσο και έμμεσα.
Ο κ. Βερύκιος είπε ότι το ΤΧΣ επιτέλεσε τον καταστατικό σκοπό του, ανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες, συνέβαλε στην σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, προστάτεψε τις καταθέσεις, διασφάλισε την συνέχεια της ομαλής χρηματοδότησης της οικονομίας, ενίσχυσε τις δομές της εταιρικής διακυβέρνησης, πρωτοστάτησε στη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω της πρωτοβουλίας του Ηρακλή, συνεισέφερε στον μετασχηματισμό και εν τέλει στην επιστροφή στην κερδοφορία των ελληνικών συστημικών τραπεζών, καθιστώντας αυτές ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς.
Σημείωσε επίσης, ότι η ελληνική οικονομία, τα τελευταία χρόνια επέδειξε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα, παρά το δυσμενές και μεταβαλλόμενο εξωτερικό περιβάλλον, τόσο σε όρους ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, ο συνολικός αριθμός ανάπτυξης της οικονομίας παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, σε αντιπαράθεση με αρκετές χώρες της ευρωζώνης, βρίσκοντας στήριξη στην άνοδο των επενδύσεων, την αύξηση της απασχόλησης, και την ανοδική πορεία της ζήτησης σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, πρόσθεσε ο κ. Βερύκιος.
Επιπλέον, «η χώρα έχει εφαρμόσει μία σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη δημιουργία μιας πιο ευέλικτης και διαφοροποιημένης οικονομίας, με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κεντρικό πυρήνα την μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα διαθέτει τη δυναμική να ξεχωρίσει εκ νέου μέσα στο 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διεθνών επενδυτικών οίκων και οργανισμών, επιτυγχάνοντας ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Καθίσταται λοιπόν αυταπόδεικτο ότι η ελληνική οικονομία έχει οριστικά απαγκιστρωθεί από παθογένειες του παρελθόντος, και δικαίως αποτελεί σημείο αναφοράς στο διεθνές χρηματοοικονομικό στερέωμα. Εν έτει 2024, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντική πρόοδο και εξυγίανση των ισολογισμών τους, υιοθετώντας αναπτυξιακές στρατηγικές, έχοντας επιτυχώς οικοδομήσει σε συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου φερεγγυότητας και διαχείρισης κινδύνων, μείωσαν ριζικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μετασχηματίζονται, ψηφιοποιούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, αναπτύσσουν κλιματική ευθύνη και καθίστανται πιο ανταγωνιστικές και αποτελεσματικές, ακόμα και υπό συνθήκες υψηλής μεταβλητότητας. Παράλληλα θωρακίζουν την κατάθεση των πολιτών και του ελληνικού κράτους, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας».
Αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές, παρατήρησε ο κ. Βερύκιος, «συνέβαλαν αποφασιστικά στην μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας και ενίσχυσαν το επενδυτικό προφίλ της ελληνικής Δημοκρατίας, συνεισφέροντας στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας». Κατέληξε δε, λέγοντας ότι θα ήταν σκόπιμο, «οι αναφορές στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να λαμβάνουν υπόψη τους, ότι το Ταμείο είναι μέρος ενός συνολικότερου θεσμικού πλαισίου και μιας πολιτικής σταθεροποίησης της εθνικής οικονομίας, με έμφαση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που στο σύνολό τους είχαν θετικό πρόσημο για τον Έλληνα φορολογούμενο».
Η διάσωση των ελληνικών τραπεζών από το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ήταν εις όφελος της χώρας, ισχυρίστηκε στο πλαίσιο ομιλίας του σε συνεδρίαση των αρμόδιων κοινοβουλευτικών επιτροπών για την αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ο πρόεδρος του ΤΧΣ, Ανδρέας Βερύκιος.
Ο κ. Βερύκιος αναφέρθηκε σε προηγούμενο συμπέρασμα του διοικητή της ΤτΕ, Γιάννη Στουρνάρα, σε σχέση με την αποτίμηση του κόστους της ανακεφαλαιοποίησης και της αναδιάταξης του τραπεζικού τομέα, που καταλήγει όπως είπε και ο ίδιος «σε όφελος για τον Έλληνα φορολογούμενο, εκτιμώμενο στα περίπου τριάμισι δισεκατομμύρια ευρώ».
Παρατήρησε μάλιστα, ότι, ο ισολογισμός του ΤΧΣ, στον οποίο εξαντλούνται οι όποιες αναλύσεις και εκτιμήσεις σχετικά με το κόστος/όφελος, είναι μόνο η μικρή εικόνα της άσκησης των ανακεφαλαιοποιήσεων, μερικά μόνο κομμάτια ενός πολύ μεγαλύτερου παζλ, που αφορά σε όλη την οικονομία, και που καταδεικνύει ότι η διάσωση των ελληνικών τραπεζών από το ταμείο, ήταν εις όφελος της χώρας, τόσο με άμεσους οικονομικούς όρους, όσο και έμμεσα.
Ο κ. Βερύκιος είπε ότι το ΤΧΣ επιτέλεσε τον καταστατικό σκοπό του, ανακεφαλαιοποίησε τις τράπεζες, συνέβαλε στην σταθεροποίηση του τραπεζικού συστήματος, προστάτεψε τις καταθέσεις, διασφάλισε την συνέχεια της ομαλής χρηματοδότησης της οικονομίας, ενίσχυσε τις δομές της εταιρικής διακυβέρνησης, πρωτοστάτησε στη δραστική μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων μέσω της πρωτοβουλίας του Ηρακλή, συνεισέφερε στον μετασχηματισμό και εν τέλει στην επιστροφή στην κερδοφορία των ελληνικών συστημικών τραπεζών, καθιστώντας αυτές ελκυστικούς επενδυτικούς προορισμούς.
Σημείωσε επίσης, ότι η ελληνική οικονομία, τα τελευταία χρόνια επέδειξε ιδιαίτερη ανθεκτικότητα, παρά το δυσμενές και μεταβαλλόμενο εξωτερικό περιβάλλον, τόσο σε όρους ενίσχυσης της οικονομικής δραστηριότητας, όσο και δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Ειδικότερα, ο συνολικός αριθμός ανάπτυξης της οικονομίας παρουσιάζει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, σε αντιπαράθεση με αρκετές χώρες της ευρωζώνης, βρίσκοντας στήριξη στην άνοδο των επενδύσεων, την αύξηση της απασχόλησης, και την ανοδική πορεία της ζήτησης σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας, πρόσθεσε ο κ. Βερύκιος.
Επιπλέον, «η χώρα έχει εφαρμόσει μία σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη δημιουργία μιας πιο ευέλικτης και διαφοροποιημένης οικονομίας, με ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και κεντρικό πυρήνα την μακροπρόθεσμη βιώσιμη ανάπτυξη. Σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα διαθέτει τη δυναμική να ξεχωρίσει εκ νέου μέσα στο 2024, σύμφωνα με τις προβλέψεις των διεθνών επενδυτικών οίκων και οργανισμών, επιτυγχάνοντας ρυθμό ανάπτυξης υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Καθίσταται λοιπόν αυταπόδεικτο ότι η ελληνική οικονομία έχει οριστικά απαγκιστρωθεί από παθογένειες του παρελθόντος, και δικαίως αποτελεί σημείο αναφοράς στο διεθνές χρηματοοικονομικό στερέωμα. Εν έτει 2024, οι ελληνικές τράπεζες έχουν καταγράψει σημαντική πρόοδο και εξυγίανση των ισολογισμών τους, υιοθετώντας αναπτυξιακές στρατηγικές, έχοντας επιτυχώς οικοδομήσει σε συστήματα και μηχανισμούς ελέγχου φερεγγυότητας και διαχείρισης κινδύνων, μείωσαν ριζικά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μετασχηματίζονται, ψηφιοποιούν τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, αναπτύσσουν κλιματική ευθύνη και καθίστανται πιο ανταγωνιστικές και αποτελεσματικές, ακόμα και υπό συνθήκες υψηλής μεταβλητότητας. Παράλληλα θωρακίζουν την κατάθεση των πολιτών και του ελληνικού κράτους, συμβάλλοντας αποφασιστικά στην μακροπρόθεσμη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας».
Αυτές οι διαρθρωτικές αλλαγές, παρατήρησε ο κ. Βερύκιος, «συνέβαλαν αποφασιστικά στην μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας και ενίσχυσαν το επενδυτικό προφίλ της ελληνικής Δημοκρατίας, συνεισφέροντας στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας». Κατέληξε δε, λέγοντας ότι θα ήταν σκόπιμο, «οι αναφορές στο Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας να λαμβάνουν υπόψη τους, ότι το Ταμείο είναι μέρος ενός συνολικότερου θεσμικού πλαισίου και μιας πολιτικής σταθεροποίησης της εθνικής οικονομίας, με έμφαση στο χρηματοπιστωτικό τομέα, που στο σύνολό τους είχαν θετικό πρόσημο για τον Έλληνα φορολογούμενο».
ΣΧΟΛΙΑ