Προκόπης Παυλόπουλος: «Ο διάλογος με την Τουρκία είναι αναγκαίος»
12/12/2024 20:50
12/12/2024 20:50
«Η Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας βασίζεται στο, διαχρονικώς καθ' όλα επίκαιρο, «δόγμα» που διατύπωσε από το 1974 και ύστερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σύμφωνα με το οποίο «ανήκομεν εις την Δύσιν» τόνισε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την συζήτηση με τον Πολιτικό Συντάκτη 'Αγγελο Κωβαίο, στο πλαίσιο του Συνεδρίου «Μεταπολίτευση 1974-2024: 50 χρόνια Εξωτερικής Πολιτικής», πολύ διοργανώνουν το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και «Το Βήμα».
Ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι «Η Ελλάδα είναι Κράτος-Μέλος της Διεθνούς Κοινότητας, του ΝΑΤΟ και προεχόντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο όμως ουδέποτε απεμπόλησε ούτε θ' απεμπολήσει το δικαίωμά του ν' ασκεί, όποτε και όπως το κρίνει σκόπιμο, και την πρόσφορη υπέρ των υπό την ευρεία του όρου έννοια ζωτικών συμφερόντων του πολυδιάστατη Εξωτερική Πολιτική. Μέσω της συνολικής αυτής πολιτικής της η Ελλάδα θωρακίζει, επιπροσθέτως, και την Εθνική Κυριαρχία της καθώς και την Εδαφική της Ακεραιότητα, επιδιώκοντας την εν προκειμένω πλήρη εφαρμογή του συνόλου τόσο του Διεθνούς Δικαίου, γραπτού και εθιμικού, όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαίου».
Επιπροσθέτως, σημείωσε, ότι «Εντός του πλαισίου τούτου, και με την επισήμανση ότι το Κυπριακό είναι προφανώς Διεθνές και Ευρωπαϊκό Ζήτημα, η Ελλάδα στηρίζει και επιδιώκει, πάντοτε σε αγαστή συνεργασία με την εκάστοτε Κυπριακή Κυβέρνηση, την δίκαιη επίλυσή του κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δοθέντος ότι και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες Κράτος-Μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Παράλληλα, υποστήριξε, ότι η Ελλάδα απορρίπτει, τις εθνικιστικές τουρκικές «φαντασιώσεις», ιδίως δε εκείνες περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και πρόσθεσε ότι η χώρα μας ουδέποτε θα υποχωρήσει, έστω και κατ' ελάχιστο, από την βασική θέση της ότι θα υπερασπίζεται, στο ακέραιο, την Εθνική Κυριαρχία της, την Εδαφική της Ακεραιότητα και τα κάθε είδους Κυριαρχικά Δικαιώματά της, κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Όπως υπογράμμισε «Με την Τουρκία έχουμε μία μόνο διαφορά: Την οριοθέτηση της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και κατ' εφαρμογή ιδίως του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ (Σύμβαση του Montego Bay του 1982), το οποίο εν τέλει δεσμεύει και την Τουρκία επειδή παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου».
Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ότι «Η Ελλάδα μπορεί ν' ασκεί, μονομερώς και ανά πάσα στιγμή το δικαίωμά της για επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ. σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Και αυτό πρέπει να το πράξει αμέσως στην Ανατολική Μεσόγειο, κατ' εξοχήν ως έμπρακτη αμφισβήτηση του κατά τ' ανωτέρω νομικώς ανυπόστατου «τουρκολυβικού μνημονίου» του 2019. Ας μην ξεχνάμε ότι το ανυπόστατο αυτό το έχει αναγνωρίσει ρητώς και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 12.12.2019, αφού το ως άνω «μνημόνιο» παραβιάζει, κατά γενική διεθνώς ομολογία, προκλητικώς πλειάδα καίριων διατάξεων του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ».
Ακολούθως, ανέφερε ότι «Ο διάλογος με την Τουρκία είναι αναγκαίος», αλλά διευκρίνισε ότι «δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε, ούτε κατά κεραία, από τα κάθε είδους δικαιώματα που μας αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο». Όπως είπε «Και η θέση αυτή, σε ό,τι αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, «συνοψίζεται» στο ότι η Ελλάδα θεωρεί το Κυπριακό πρωτίστως ως Ζήτημα Διεθνές και Ευρωπαϊκό, του οποίου η δίκαιη και βιώσιμη λύση είναι νοητή μόνο με πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Γεγονός το οποίο αποκλείει, εκ προοιμίου, π.χ. τα περί «δύο κρατών» και περί «συνομοσπονδιακής» κρατικής οντότητας. Λύση νοείται μόνο μέσω ομοσπονδίας, και δη διζωνικής και δικοινοτικής. Κατά τούτο δε το «σχέδιο Ανάν» ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως «χαμένη ευκαιρία», αφού η «συνομοσπονδιακή» κατ' ουσία λύση που υιοθετούσε «προοιωνιζόταν» την προϊούσα διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την οιονεί «νομοτελειακώς» έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Επιπλέον, υποστήριξε, ότι «Στο πλαίσιο, του διαλόγου αυτού δεν πρέπει να υποτιμούμε -κάθε άλλο- ότι η Τουρκία έχει τρεις μακροπρόθεσμους στόχους, την επιδίωξη των οποίων ούτε καν συγκαλύπτει. Πρόκειται πρώτον, για την εμπέδωση ενός είδους γενικότερης «επικυριαρχίας» πάνω σε όλη την έκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεύτερον, για την «συγκυριαρχία» στο Αιγαίο με «όχημα» τον 25ο μεσημβρινό και, τρίτον, για την μελλοντική επικράτηση συνθηκών μιας μορφής «αυτονομίας» στην Ελληνική Θράκη μέσω της δήθεν «τουρκικής μειονότητας», κάτι το οποίο συνιστά και ωμή παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης που αναγνωρίζει εκεί μόνο Θρησκευτικές, αμιγώς, Μειονότητες».
Κατά συνέπεια, πρόσθεσε, «προσερχόμαστε μεν στον διάλογο με την Τουρκία, πλην όμως σε κάθε «βήμα» του διαλόγου αυτού οφείλουμε ν' αποτρέπουμε, αποτελεσματικώς και με κάθε νόμιμο μέσο, την Τουρκία από το να «προχωρήσει», έστω και κατ' ελάχιστο, στο πεδίο των προκλητικών βλέψεών της για σταδιακή «προώθηση» των τριών προμνημονευόμενων στόχων της. Είναι δε αναγκαίο, κάθε φορά που η Τουρκία προκαλεί in concreto, να την εκθέτουμε τόσο στην Διεθνή Κοινότητα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναδεικνύοντας ποιες είναι οι πραγματικές «υπόγειες» στοχεύσεις της. Έτσι ώστε και η Διεθνής Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση ν' αναλαμβάνουν, από την πλευρά τους, τις μεγάλες ευθύνες που τους αναλογούν εν προκειμένω, στο μέτρο που ανέχονται την απροκάλυπτη περιφρόνηση της Τουρκίας προς το Διεθνές Δίκαιο και προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την επί πενήντα χρόνια βάρβαρη τουρκική κατοχή σε μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε ότι «Υπάρχει Στρατηγική στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, αλλά λείπει η συνέχεια» και παρατήρησε ότι «Πολλές φορές, βάζουμε και την Εξωτερική Πολιτική στην Προκρούστεια Κλίνη των πολιτικών διαφορών. Δεν θα έπρεπε να γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης».
Υπογράμμισε, επίσης, ότι «Δεν υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, αλλά αστοχίες, οι οποίες όμως δεν ήταν εσκεμμένες». Συνάμα, πρόσθεσε ότι «δεν υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο Πατριώτες. Όλοι οι Έλληνες Πολιτικοί είναι Πατριώτες» και πρόσθεσε ότι «Αυτός ο σπόρος του διχασμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνος». Τέλος, κληθείς να σχολιάσει την κατάσταση στη Συρία, παρατήρησε ότι αν δημιουργηθούν νέα κράτη στην περιοχή, ενδεχομένως να βρεθούμε μπροστά και σε αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης των Διεθνών Συνθηκών, με κλασικότερο παράδειγμα εκείνο της Συνθήκης της Λωζάνης, που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για το μέλλον.
«Η Εξωτερική Πολιτική της Ελλάδας βασίζεται στο, διαχρονικώς καθ' όλα επίκαιρο, «δόγμα» που διατύπωσε από το 1974 και ύστερα ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, σύμφωνα με το οποίο «ανήκομεν εις την Δύσιν» τόνισε ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος κατά την συζήτηση με τον Πολιτικό Συντάκτη 'Αγγελο Κωβαίο, στο πλαίσιο του Συνεδρίου «Μεταπολίτευση 1974-2024: 50 χρόνια Εξωτερικής Πολιτικής», πολύ διοργανώνουν το Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, το Συμβούλιο Διεθνών Σχέσεων και «Το Βήμα».
Ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε ότι «Η Ελλάδα είναι Κράτος-Μέλος της Διεθνούς Κοινότητας, του ΝΑΤΟ και προεχόντως της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο όμως ουδέποτε απεμπόλησε ούτε θ' απεμπολήσει το δικαίωμά του ν' ασκεί, όποτε και όπως το κρίνει σκόπιμο, και την πρόσφορη υπέρ των υπό την ευρεία του όρου έννοια ζωτικών συμφερόντων του πολυδιάστατη Εξωτερική Πολιτική. Μέσω της συνολικής αυτής πολιτικής της η Ελλάδα θωρακίζει, επιπροσθέτως, και την Εθνική Κυριαρχία της καθώς και την Εδαφική της Ακεραιότητα, επιδιώκοντας την εν προκειμένω πλήρη εφαρμογή του συνόλου τόσο του Διεθνούς Δικαίου, γραπτού και εθιμικού, όσο και του Ευρωπαϊκού Δικαίου».
Επιπροσθέτως, σημείωσε, ότι «Εντός του πλαισίου τούτου, και με την επισήμανση ότι το Κυπριακό είναι προφανώς Διεθνές και Ευρωπαϊκό Ζήτημα, η Ελλάδα στηρίζει και επιδιώκει, πάντοτε σε αγαστή συνεργασία με την εκάστοτε Κυπριακή Κυβέρνηση, την δίκαιη επίλυσή του κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου, δοθέντος ότι και η Κυπριακή Δημοκρατία είναι πλήρες Κράτος-Μέλος της Διεθνούς Κοινότητας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης».
Παράλληλα, υποστήριξε, ότι η Ελλάδα απορρίπτει, τις εθνικιστικές τουρκικές «φαντασιώσεις», ιδίως δε εκείνες περί «Γαλάζιας Πατρίδας» και πρόσθεσε ότι η χώρα μας ουδέποτε θα υποχωρήσει, έστω και κατ' ελάχιστο, από την βασική θέση της ότι θα υπερασπίζεται, στο ακέραιο, την Εθνική Κυριαρχία της, την Εδαφική της Ακεραιότητα και τα κάθε είδους Κυριαρχικά Δικαιώματά της, κατά πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου.
Όπως υπογράμμισε «Με την Τουρκία έχουμε μία μόνο διαφορά: Την οριοθέτηση της Νησιωτικής Υφαλοκρηπίδας και της αντίστοιχης ΑΟΖ στο Αιγαίο και στην Ανατολική Μεσόγειο, μέσω προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης και κατ' εφαρμογή ιδίως του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ (Σύμβαση του Montego Bay του 1982), το οποίο εν τέλει δεσμεύει και την Τουρκία επειδή παράγει πλέον γενικώς παραδεδεγμένους κανόνες του Διεθνούς Δικαίου».
Στο πλαίσιο αυτό, επισήμανε ότι «Η Ελλάδα μπορεί ν' ασκεί, μονομερώς και ανά πάσα στιγμή το δικαίωμά της για επέκταση της Αιγιαλίτιδας Ζώνης της στα 12 ν.μ. σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Και αυτό πρέπει να το πράξει αμέσως στην Ανατολική Μεσόγειο, κατ' εξοχήν ως έμπρακτη αμφισβήτηση του κατά τ' ανωτέρω νομικώς ανυπόστατου «τουρκολυβικού μνημονίου» του 2019. Ας μην ξεχνάμε ότι το ανυπόστατο αυτό το έχει αναγνωρίσει ρητώς και η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση, με απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου στις 12.12.2019, αφού το ως άνω «μνημόνιο» παραβιάζει, κατά γενική διεθνώς ομολογία, προκλητικώς πλειάδα καίριων διατάξεων του Δικαίου της Θάλασσας του ΟΗΕ».
Ακολούθως, ανέφερε ότι «Ο διάλογος με την Τουρκία είναι αναγκαίος», αλλά διευκρίνισε ότι «δεν πρόκειται να υποχωρήσουμε, ούτε κατά κεραία, από τα κάθε είδους δικαιώματα που μας αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο». Όπως είπε «Και η θέση αυτή, σε ό,τι αφορά την Κυπριακή Δημοκρατία, «συνοψίζεται» στο ότι η Ελλάδα θεωρεί το Κυπριακό πρωτίστως ως Ζήτημα Διεθνές και Ευρωπαϊκό, του οποίου η δίκαιη και βιώσιμη λύση είναι νοητή μόνο με πλήρη εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Γεγονός το οποίο αποκλείει, εκ προοιμίου, π.χ. τα περί «δύο κρατών» και περί «συνομοσπονδιακής» κρατικής οντότητας. Λύση νοείται μόνο μέσω ομοσπονδίας, και δη διζωνικής και δικοινοτικής. Κατά τούτο δε το «σχέδιο Ανάν» ουδόλως μπορεί να θεωρηθεί ως «χαμένη ευκαιρία», αφού η «συνομοσπονδιακή» κατ' ουσία λύση που υιοθετούσε «προοιωνιζόταν» την προϊούσα διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και την οιονεί «νομοτελειακώς» έξοδό της από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Επιπλέον, υποστήριξε, ότι «Στο πλαίσιο, του διαλόγου αυτού δεν πρέπει να υποτιμούμε -κάθε άλλο- ότι η Τουρκία έχει τρεις μακροπρόθεσμους στόχους, την επιδίωξη των οποίων ούτε καν συγκαλύπτει. Πρόκειται πρώτον, για την εμπέδωση ενός είδους γενικότερης «επικυριαρχίας» πάνω σε όλη την έκταση της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεύτερον, για την «συγκυριαρχία» στο Αιγαίο με «όχημα» τον 25ο μεσημβρινό και, τρίτον, για την μελλοντική επικράτηση συνθηκών μιας μορφής «αυτονομίας» στην Ελληνική Θράκη μέσω της δήθεν «τουρκικής μειονότητας», κάτι το οποίο συνιστά και ωμή παραβίαση της Συνθήκης της Λωζάνης που αναγνωρίζει εκεί μόνο Θρησκευτικές, αμιγώς, Μειονότητες».
Κατά συνέπεια, πρόσθεσε, «προσερχόμαστε μεν στον διάλογο με την Τουρκία, πλην όμως σε κάθε «βήμα» του διαλόγου αυτού οφείλουμε ν' αποτρέπουμε, αποτελεσματικώς και με κάθε νόμιμο μέσο, την Τουρκία από το να «προχωρήσει», έστω και κατ' ελάχιστο, στο πεδίο των προκλητικών βλέψεών της για σταδιακή «προώθηση» των τριών προμνημονευόμενων στόχων της. Είναι δε αναγκαίο, κάθε φορά που η Τουρκία προκαλεί in concreto, να την εκθέτουμε τόσο στην Διεθνή Κοινότητα όσο και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αναδεικνύοντας ποιες είναι οι πραγματικές «υπόγειες» στοχεύσεις της. Έτσι ώστε και η Διεθνής Κοινότητα και η Ευρωπαϊκή Ένωση ν' αναλαμβάνουν, από την πλευρά τους, τις μεγάλες ευθύνες που τους αναλογούν εν προκειμένω, στο μέτρο που ανέχονται την απροκάλυπτη περιφρόνηση της Τουρκίας προς το Διεθνές Δίκαιο και προς το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, κατά κύριο λόγο σε ό,τι αφορά την επί πενήντα χρόνια βάρβαρη τουρκική κατοχή σε μεγάλο μέρος του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας».
Απαντώντας σε σχετική ερώτηση, ο κ. Παυλόπουλος υποστήριξε ότι «Υπάρχει Στρατηγική στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, αλλά λείπει η συνέχεια» και παρατήρησε ότι «Πολλές φορές, βάζουμε και την Εξωτερική Πολιτική στην Προκρούστεια Κλίνη των πολιτικών διαφορών. Δεν θα έπρεπε να γίνεται αντικείμενο πολιτικής αντιπαράθεσης».
Υπογράμμισε, επίσης, ότι «Δεν υπήρξαν χαμένες ευκαιρίες στην Ελληνική Εξωτερική Πολιτική, αλλά αστοχίες, οι οποίες όμως δεν ήταν εσκεμμένες». Συνάμα, πρόσθεσε ότι «δεν υπάρχουν περισσότερο και λιγότερο Πατριώτες. Όλοι οι Έλληνες Πολιτικοί είναι Πατριώτες» και πρόσθεσε ότι «Αυτός ο σπόρος του διχασμού είναι εξαιρετικά επικίνδυνος». Τέλος, κληθείς να σχολιάσει την κατάσταση στη Συρία, παρατήρησε ότι αν δημιουργηθούν νέα κράτη στην περιοχή, ενδεχομένως να βρεθούμε μπροστά και σε αλλαγή του τρόπου αντιμετώπισης των Διεθνών Συνθηκών, με κλασικότερο παράδειγμα εκείνο της Συνθήκης της Λωζάνης, που είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για το μέλλον.
ΣΧΟΛΙΑ