ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Πρώτη του Γενάρη. Του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου

Ο γνωστός συγγραφέας γράφει για το makthes.gr

 01/01/2025 08:00

Πρώτη του Γενάρη. Του Τάσου Αγγελίδη Γκέντζου

Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος

Καλός, πιο καλός από μένα ή καλύτερος, άριστος ή ο καλύτερος. Πάλι οι συγκρίσεις χορεύουν αυτάρεσκα στο εορταστικό προσκήνιο. Ποια λοιπόν να ήταν η καλύτερη Πρωτοχρονιά της ζωής μου;

Θα προσπαθήσω να μη βγω εκτός θέματος, να αφήσω στο περιθώριο της σκέψης μου εκείνα τα πράγματα που με στεναχώρησαν την πρώτη μέρα του τάδε χρόνου και να εστιάσω μόνο στα καλά, δηλαδή στα γιορτινά.

Δήλωση: τρεις μάλλον θα είναι οι υποψήφιες καλύτερες Πρωτοχρονιές της ζωής μου. Βάζω το «μάλλον» για να μην είμαι απόλυτος! Να δούμε ποια τελικά από αυτές με τα δάκτυλα της συνείδησης θα αγγίξει το γέρας.

Δήλωση: προσεγγίζουμε τον χρόνο μας διαφορετικά, καθώς δεν τον μετράμε με νούμερα όπως: 365, 12, 7, 24 και 60.

Πρωτοχρονιές των παιδικών, των εφηβικών, αλλά και κατοπινών χρόνωνδιεκδικούν τα πρωτεία και δηλώνουν με καμάρι παρούσες. Δε μπορώ να ξεχωρίσω καμία από αυτές καθώς ήταν όλες σχεδόν ίδιες. Το ίδιο δέντρο με τα ίδια στολίδια στο μικρό σαλόνι, ίδια τα λαμπιόνια, οι δίσκοι στο πικάπ με την ίδια μουσική, τα ίδια επώνυμα πρόσωπα στην τηλεόραση.

Γιορτάζει το επίθετο «ίδιος».

Χαρούμενες ημέρες με ξενύχτια. Διόλου δε μιλώ για τις νύχτες! Φαγητό, ανταλλαγή δώρων, ποτό, τσιγάρο και χαρτιά μέχρι το ξημέρωμα. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές των χρόνων αυτών πέταξαν ψηλά. Τι να θυμηθώ από δαύτους τους τύπους χωρίς να συγκινηθώ;

Βλέπω μπροστά μου τη μάνα μου να ετοιμάζει ταψιά με μπακλαβάδες και κανταΐφια για να πάμε στη θεία μου, τη θεία μου την Ελενίτσα να καθαρίζει το σπίτι της για πάνω από ένα μήνα και κάθε φορά να σπάει κάποια από τις μπάλες του περσινού φωτιστικού της και να τρέχει την τελευταία στιγμή για αγορά καινούριου «πολυέλαιου». Ανταμώνω με τον πατέρα μου –κουστουμαρισμένος με γραβάτα- καθώς τυλίγει τα δώρα με τις περσινές κόκκινες κορδέλες και με τον θείο μου τον Γιάννη… να μαγειρεύει ταψιά με τσιγεροσαρμάδες και σκέτους σαρμάδες με άρωμα κύμινου.

Χαιρόμουν.

Γελούσα.

Οι άνθρωποι όμως αυτοί δεν έλεγαν εύκολα το «σε αγαπώ». Καταλάβαινες από τις πράξεις τους πως σε αγαπούσαν, αλλά δεν εξωτερίκευαν τα συναισθήματά τους εύκολα. Εξαίρεση μοναδική αποτελούσε η θεία μου η Ελενίτσα, την οποία άπαντες απέπαιρναν συχνά λέγοντάς της: «μη λες χαζά, καλέ». Κι εκείνη σταματούσε τα «χαζά» κλείνοντάς μου το μάτι… και ψιθύριζε: «πολύ σας αγαπώ, βρε παιδάκι μου».

Οι υπόλοιπες Πρωτοχρονιές της ζωής μου -μέχρι πριν λίγα χρόνια- με αρκετές ομοιότητες και διαφορές από τις προηγούμενες. Καλές και αυτές! Πάλι γιορτινά φαγητά, λιγότερα τα ποτά, μακριά από τις σατανικές τράπουλες και τους υποστηρικτές τους, σταδιακά μας αποχαιρέτησε μετά μουσικήςτο κάπνισμα και φυσικά κανένα «σ΄αγαπώ».

Βασίλειο μιας πιο εκλεπτυσμένηςεσωστρέφειας!

Τα φαγητά το ένα καλύτερο από το άλλο, καθότι η πεθερά υπήρξε δεινή μαγείρισσα. Να… οι φωτογραφίες του πιάτου, της πιατέλας και της γαβάθας και να… οι ύμνοι για τη δημιουργό! Μετά το φαγητό γύρω στις δώδεκα και δέκα… έξοδος στο σπίτι φίλων.

Να είμαστε τυπικοί!

Εκεί στο σπίτι των αγαπημένων μου φίλων συναντώ μια γυναίκα απλή, μια γυναίκα που είχε δουλέψει πολύ στη ζωή της –ψηφίζαμε και το ίδιο κόμμα- και μου λέει το αυτονόητο, αυτό που τόσα χρόνια το βλέπαμε, αλλά δεν το ακούγαμε, αυτό που δεν είχε καταφέρει να επιβάλει στους άλλους η Ελενίτσα! Μου εκφράζει λοιπόν η μητέρα της οικοδέσποιναςμπροστά σε όλους την αγάπη της, μου λέει πόσοπολύ αγαπάει εμένα, τη γυναίκα μου και τον γιο μουκαι πως εύχεται μέσα από την καρδιά της για μας τα καλύτερα. Και το επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τονίζοντάς μου πως το εννοεί!

Φαινόταν πως μας αγαπούσε!

Το έλεγε πως μας αγαπούσε!

Από την πρώτη στιγμή που άκουσα από το στόμα της κυρίας Ευαγγελίας το «σε αγαπώ» άλλαξα εντελώς τη φιλοσοφία μου κι έλεγα κι εγώ στους ανθρώπους πως τους αγαπώ –εφόσον τους αγαπώ φυσικά- κι ας με κοιτάζουν κάποιες φορές περίεργα. Κατάλαβα πως ο χρόνος περνά, πως οι άνθρωποι φοβούνται να αφήσουν ορθάνοιχτες τις εξώθυρες της καρδιάς τους, σκέφτονται να κρατήσουν μια πισινή για να μη πληγωθούν.

Δεν πληγώνονται άραγε καθημερινά;

Φανταστείτε μια στιγμή. Η σκηνοθεσία είναι δική μου και δηλώνω πως γιορτάζω πλέον πολλές φορές τον χρόνο την «Πρωτοχρονιά».

Ο χρόνος: το παρόν

Ο τόπος: κάθομαι σε ένα στρόγγυλο ξύλινο τραπέζι, το οποίο είναι υπερυψωμένο. Στο ταβάνι του χώρου μόνο μια ντισκομπάλαφωτίζει με χρώμα. Μουσική με ευχάριστα παλιά τραγούδια, με στίχους για τους οποίους είσαι αναγκασμένος να κοιτάς τους άλλους στα μάτια!

Το όνειρο: δίπλα μου τα άτομα της οικογένειάς μου, φίλοι και φίλες που έφυγαν… ή παραμένουν ακόμα στη ζωή μου. Με συγχαίρουν με ζέση η κουμπάρα μου η Μιράντα και ο κουμπάρος μου ο Δημήτρης!

Κάθε φορά που τους θυμάμαι κλαίω!

Τους είχα απαγορέψει να έρχονται στα όνειρά μου!

Εκφράζω πλέον καθαρά τα συναισθήματά μου, λέω τη γνώμη μου, δε γλύφω τον συγγραφέα που δε μου άρεσε το βιβλίο του, τον εκδότη για τις επιλογές του, τους φίλους και τους συγγενείς.

Στη Μιράντα είχα πει πολλές φορές το «σ΄αγαπώ».

Ο Δημήτρης το ήξερε! Λειτούργησα κι εγώ τότε όπως όλοι οι άλλοι!

Με άλλαξε εκείνη η Πρωτοχρονιά. Ήταν η καλύτερη γιατί η σοφία της κυρίας Ευαγγελίας με ανάγκασε να δω μερικά εκατοστά παραπέρα και να περνώ τις ημέρες μου σαν να είναι οι πρώτες του χρόνου, να σέβομαι τον λαοπλάνο μαζί με τις υποδιαιρέσεις του, να αγαπώ βαθιά τους ανθρώπους που επιλέγω.

Δεν περιμένω να ακούσω καλό λόγο από κανέναν. Δεν τον χρειάζομαι! Αν θα πω καλό λόγο σε κάποιον θα είναι αληθινός, αν δεν πω πάει να πει πως είναι επιλογή μου και όλα σταματούν εκεί.

Τα λόγια μας έχουν αποδέκτες!

Μακάρι οι σκέψεις μου να αγγίξουν έστω και έναν από εσάς;

Καλή Πρωτοχρονιά να έχουμε, παίδες!

Τάσος Αγγελίδης Γκέντζος

Καλός, πιο καλός από μένα ή καλύτερος, άριστος ή ο καλύτερος. Πάλι οι συγκρίσεις χορεύουν αυτάρεσκα στο εορταστικό προσκήνιο. Ποια λοιπόν να ήταν η καλύτερη Πρωτοχρονιά της ζωής μου;

Θα προσπαθήσω να μη βγω εκτός θέματος, να αφήσω στο περιθώριο της σκέψης μου εκείνα τα πράγματα που με στεναχώρησαν την πρώτη μέρα του τάδε χρόνου και να εστιάσω μόνο στα καλά, δηλαδή στα γιορτινά.

Δήλωση: τρεις μάλλον θα είναι οι υποψήφιες καλύτερες Πρωτοχρονιές της ζωής μου. Βάζω το «μάλλον» για να μην είμαι απόλυτος! Να δούμε ποια τελικά από αυτές με τα δάκτυλα της συνείδησης θα αγγίξει το γέρας.

Δήλωση: προσεγγίζουμε τον χρόνο μας διαφορετικά, καθώς δεν τον μετράμε με νούμερα όπως: 365, 12, 7, 24 και 60.

Πρωτοχρονιές των παιδικών, των εφηβικών, αλλά και κατοπινών χρόνωνδιεκδικούν τα πρωτεία και δηλώνουν με καμάρι παρούσες. Δε μπορώ να ξεχωρίσω καμία από αυτές καθώς ήταν όλες σχεδόν ίδιες. Το ίδιο δέντρο με τα ίδια στολίδια στο μικρό σαλόνι, ίδια τα λαμπιόνια, οι δίσκοι στο πικάπ με την ίδια μουσική, τα ίδια επώνυμα πρόσωπα στην τηλεόραση.

Γιορτάζει το επίθετο «ίδιος».

Χαρούμενες ημέρες με ξενύχτια. Διόλου δε μιλώ για τις νύχτες! Φαγητό, ανταλλαγή δώρων, ποτό, τσιγάρο και χαρτιά μέχρι το ξημέρωμα. Οι περισσότεροι από τους πρωταγωνιστές των χρόνων αυτών πέταξαν ψηλά. Τι να θυμηθώ από δαύτους τους τύπους χωρίς να συγκινηθώ;

Βλέπω μπροστά μου τη μάνα μου να ετοιμάζει ταψιά με μπακλαβάδες και κανταΐφια για να πάμε στη θεία μου, τη θεία μου την Ελενίτσα να καθαρίζει το σπίτι της για πάνω από ένα μήνα και κάθε φορά να σπάει κάποια από τις μπάλες του περσινού φωτιστικού της και να τρέχει την τελευταία στιγμή για αγορά καινούριου «πολυέλαιου». Ανταμώνω με τον πατέρα μου –κουστουμαρισμένος με γραβάτα- καθώς τυλίγει τα δώρα με τις περσινές κόκκινες κορδέλες και με τον θείο μου τον Γιάννη… να μαγειρεύει ταψιά με τσιγεροσαρμάδες και σκέτους σαρμάδες με άρωμα κύμινου.

Χαιρόμουν.

Γελούσα.

Οι άνθρωποι όμως αυτοί δεν έλεγαν εύκολα το «σε αγαπώ». Καταλάβαινες από τις πράξεις τους πως σε αγαπούσαν, αλλά δεν εξωτερίκευαν τα συναισθήματά τους εύκολα. Εξαίρεση μοναδική αποτελούσε η θεία μου η Ελενίτσα, την οποία άπαντες απέπαιρναν συχνά λέγοντάς της: «μη λες χαζά, καλέ». Κι εκείνη σταματούσε τα «χαζά» κλείνοντάς μου το μάτι… και ψιθύριζε: «πολύ σας αγαπώ, βρε παιδάκι μου».

Οι υπόλοιπες Πρωτοχρονιές της ζωής μου -μέχρι πριν λίγα χρόνια- με αρκετές ομοιότητες και διαφορές από τις προηγούμενες. Καλές και αυτές! Πάλι γιορτινά φαγητά, λιγότερα τα ποτά, μακριά από τις σατανικές τράπουλες και τους υποστηρικτές τους, σταδιακά μας αποχαιρέτησε μετά μουσικήςτο κάπνισμα και φυσικά κανένα «σ΄αγαπώ».

Βασίλειο μιας πιο εκλεπτυσμένηςεσωστρέφειας!

Τα φαγητά το ένα καλύτερο από το άλλο, καθότι η πεθερά υπήρξε δεινή μαγείρισσα. Να… οι φωτογραφίες του πιάτου, της πιατέλας και της γαβάθας και να… οι ύμνοι για τη δημιουργό! Μετά το φαγητό γύρω στις δώδεκα και δέκα… έξοδος στο σπίτι φίλων.

Να είμαστε τυπικοί!

Εκεί στο σπίτι των αγαπημένων μου φίλων συναντώ μια γυναίκα απλή, μια γυναίκα που είχε δουλέψει πολύ στη ζωή της –ψηφίζαμε και το ίδιο κόμμα- και μου λέει το αυτονόητο, αυτό που τόσα χρόνια το βλέπαμε, αλλά δεν το ακούγαμε, αυτό που δεν είχε καταφέρει να επιβάλει στους άλλους η Ελενίτσα! Μου εκφράζει λοιπόν η μητέρα της οικοδέσποιναςμπροστά σε όλους την αγάπη της, μου λέει πόσοπολύ αγαπάει εμένα, τη γυναίκα μου και τον γιο μουκαι πως εύχεται μέσα από την καρδιά της για μας τα καλύτερα. Και το επαναλαμβάνει ξανά και ξανά τονίζοντάς μου πως το εννοεί!

Φαινόταν πως μας αγαπούσε!

Το έλεγε πως μας αγαπούσε!

Από την πρώτη στιγμή που άκουσα από το στόμα της κυρίας Ευαγγελίας το «σε αγαπώ» άλλαξα εντελώς τη φιλοσοφία μου κι έλεγα κι εγώ στους ανθρώπους πως τους αγαπώ –εφόσον τους αγαπώ φυσικά- κι ας με κοιτάζουν κάποιες φορές περίεργα. Κατάλαβα πως ο χρόνος περνά, πως οι άνθρωποι φοβούνται να αφήσουν ορθάνοιχτες τις εξώθυρες της καρδιάς τους, σκέφτονται να κρατήσουν μια πισινή για να μη πληγωθούν.

Δεν πληγώνονται άραγε καθημερινά;

Φανταστείτε μια στιγμή. Η σκηνοθεσία είναι δική μου και δηλώνω πως γιορτάζω πλέον πολλές φορές τον χρόνο την «Πρωτοχρονιά».

Ο χρόνος: το παρόν

Ο τόπος: κάθομαι σε ένα στρόγγυλο ξύλινο τραπέζι, το οποίο είναι υπερυψωμένο. Στο ταβάνι του χώρου μόνο μια ντισκομπάλαφωτίζει με χρώμα. Μουσική με ευχάριστα παλιά τραγούδια, με στίχους για τους οποίους είσαι αναγκασμένος να κοιτάς τους άλλους στα μάτια!

Το όνειρο: δίπλα μου τα άτομα της οικογένειάς μου, φίλοι και φίλες που έφυγαν… ή παραμένουν ακόμα στη ζωή μου. Με συγχαίρουν με ζέση η κουμπάρα μου η Μιράντα και ο κουμπάρος μου ο Δημήτρης!

Κάθε φορά που τους θυμάμαι κλαίω!

Τους είχα απαγορέψει να έρχονται στα όνειρά μου!

Εκφράζω πλέον καθαρά τα συναισθήματά μου, λέω τη γνώμη μου, δε γλύφω τον συγγραφέα που δε μου άρεσε το βιβλίο του, τον εκδότη για τις επιλογές του, τους φίλους και τους συγγενείς.

Στη Μιράντα είχα πει πολλές φορές το «σ΄αγαπώ».

Ο Δημήτρης το ήξερε! Λειτούργησα κι εγώ τότε όπως όλοι οι άλλοι!

Με άλλαξε εκείνη η Πρωτοχρονιά. Ήταν η καλύτερη γιατί η σοφία της κυρίας Ευαγγελίας με ανάγκασε να δω μερικά εκατοστά παραπέρα και να περνώ τις ημέρες μου σαν να είναι οι πρώτες του χρόνου, να σέβομαι τον λαοπλάνο μαζί με τις υποδιαιρέσεις του, να αγαπώ βαθιά τους ανθρώπους που επιλέγω.

Δεν περιμένω να ακούσω καλό λόγο από κανέναν. Δεν τον χρειάζομαι! Αν θα πω καλό λόγο σε κάποιον θα είναι αληθινός, αν δεν πω πάει να πει πως είναι επιλογή μου και όλα σταματούν εκεί.

Τα λόγια μας έχουν αποδέκτες!

Μακάρι οι σκέψεις μου να αγγίξουν έστω και έναν από εσάς;

Καλή Πρωτοχρονιά να έχουμε, παίδες!

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία