Ρένα Δούρου: Άλλο οι δημόσιες σχέσεις και άλλο η σοβαρή εξωτερική πολιτική
15/12/2019 18:23
15/12/2019 18:23
Οι πολιτικές εντάσεις με την Τουρκία για ακόμη μία φορά το τελευταίο διάστημα κλιμακώνονται. Εκτιμάτε πως έχει επιτευχθεί η λεγόμενη «εθνική γραμμή»; Έχει αλλάξει κάτι στην εξωτερική πολιτική της χώρας η νέα κυβέρνηση της ΝΔ;
Για να υπάρξει «εθνική γραμμή» πρέπει πρώτα να υπάρξει «γραμμή». Και δυστυχώς η κυβέρνηση των «αρίστων» του κ. Μητσοτάκη πέρασε κάτω από τον πήχη στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Αιφνιδιασμός, προχειρότητα, αυτοσχεδιασμοί. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που είχε οικοδομήσει μία στρατηγική διττής προσέγγισης, διαλόγου και πίεσης, στο πλαίσιο μίας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία η ΝΔ εφαρμόζει αφού προεκλογικά λοιδόρησε, σπέρνοντας ανεύθυνα εθνικό διχασμό, δημιουργώντας τις συνθήκες για να φθάσουμε στις ακρότητες ημίγυμνων διαδηλωτών να διασύρουν εθνικά αλλά και θρησκευτικά σύμβολα, όπως την εικόνα της Παναγίας.
Απροετοίμαστη ήταν η ΝΔ και στο προσφυγικό, για το οποίο έριχνε ευθύνες στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ πλέον αποδεικνύεται πόσο λάθος ήταν η επιλογή Μητσοτάκη να το συνδέσει με τον κατευνασμό της Τουρκίας. Αυτή τη σύνδεση αποκάλυψε ο κ. Πέτσας, μιλώντας για τη «λεπτή γραμμή» που συνδέει τα δύο θέματα. Έτσι εξηγείται και γιατί τον περασμένο Σεπτέμβριο, κατά την πρώτη συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη, ο κ. Μητσοτάκης δεν έθεσε το θέμα τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο. Το δε αλαλούμ με τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που πάγωσαν και ξεπάγωσαν μέσα σε 2,5 ώρες, παραπέμπει περισσότερο στο «βλέποντας και κάνοντας». Όμως η εξωτερική πολιτική δεν είναι επικοινωνιακοί χειρισμοί ή δηλώσεις περί «καλής διάθεσης» των δύο πλευρών, σαν η Τουρκία να μην είναι εκείνη που παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο. Πλέον απαιτείται σοβαρότητα και επιστροφή στην αποδοτική στρατηγική διαλόγου και πίεσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ας αντιληφθεί ο κ. Μητσοτάκης ότι είναι άλλο οι δημόσιες σχέσεις και άλλο η σοβαρή εξωτερική πολιτική.
Πώς σχολιάζετε τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της αυτοδιοίκησης από την κυβέρνηση, ιδιαίτερα όσον αφορά το εκλογικό σύστημα; Συνεχίζετε να υπερασπίζεστε την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να θεσμοθετήσει την απλή αναλογική σε δήμους και περιφέρειες;
Η απλή αναλογική στην τοπική αυτοδιοίκηση ήταν πραγματικά μία τομή δημοκρατίας. Έβαζε τέλος στην αντιδημοκρατική λογική που ίσχυε, ότι δηλαδή ο «νικητής τα παίρνει όλα». Δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για προγραμματικές συγκλίσεις με διαφάνεια. Για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών. Προφανώς αυτά ενόχλησαν τόσο πολύ τη νεοδεξιά, συντηρητική κυβέρνηση Μητσοτάκη, που το πρώτο πράγμα που έκανε, λίγες μόλις μέρες από την ανάληψη της εξουσίας, ήταν να ξηλώσει αυτόν τον αυθεντικό δημοκρατικό θεσμό. Έσπευσε άρον άρον να κλείσει ξανά την εξουσία στους τέσσερις τοίχους της Οικονομικής Επιτροπής, αποκλείοντας τα συλλογικά αντιπροσωπευτικά όργανα των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων από τη λήψη καθοριστικών αποφάσεων. Η άσκηση της εξουσίας γίνεται ξανά αντικείμενο κατασκευασμένων πλειοψηφιών. Αυτή η μεθόδευση δεν είναι τυχαία. Εκφράζει το σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της νεοδεξιάς, που σιχαίνεται την ανόθευτη έκφραση των πολιτών.
Σε πολλές περιοχές του πλανήτη χιλιάδες πολίτες, κυρίως νέοι και νέες, ξεσηκώνονται ενάντια στην κλιματική κρίση και ζητούν από τις κυβερνήσεις και τη βιομηχανία να αλλάξουν ρότα. Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η δυσμενής πορεία ή απλά θα παρακολουθούμε την καταστροφή του περιβάλλοντος από τον καναπέ μας;
Η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με τον κύριο Μητσοτάκη, που από το βήμα του ΟΗΕ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακάλυψε την κλιματική αλλαγή, ενώ μέχρι τις 7 Ιουλίου 2019 για τα ακραία καιρικά φαινόμενα ευθύνονταν ο Τσίπρας και η Δούρου, έβαζε πάντα το θέμα της καταστροφής του περιβάλλοντος από τις κυρίαρχες πολιτικές. Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης ήταν μία από εκείνες τις φωνές που τεκμηριωμένα αναδείκνυε αυτά τα θέματα στην Ευρωβουλή εκ μέρους του Συνασπισμού, θέτοντας όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα. Ωστόσο, τότε αυτή η κριτική ήταν μειοψηφική.
Τώρα η συνειδητοποίηση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης κινητοποιεί περισσότερους πολίτες και κυρίως τους νέους. Το κίνημα των νέων σε όλο τον πλανήτη είναι ίσως το πιο αισιόδοξο μήνυμα. Δική μας δουλειά είναι να προωθήσουμε, με πρωτοβουλίες, συνέργειες, ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Όλοι κρινόμαστε απέναντι σε αυτήν την πρόκληση. Δεν αρκούν εξαγγελίες-πυροτεχνήματα, όπως αυτές της κυβέρνησης, αλλά στρατηγικές επιλογές σε βάθος χρόνου για αλλαγή παραγωγικού και καταναλωτικού υποδείγματος με στόχο την κλιματική ουδετερότητα. Όμως αυτό δεν σημαίνει πολιτική ουδετερότητα. Ακριβώς το αντίθετο. Γιατί μόνο μία ριζοσπαστική οικολογική πολιτική με αριστερό, προοδευτικό πρόσημο μπορεί να οδηγήσει σε μία πράσινη νέα συμφωνία κατά της «κλιματικής βαρβαρότητας». Κατά του συστήματος που κατασπαταλά τους φυσικούς πόρους, που δημιουργεί κλιματικούς πρόσφυγες, που εκτρέφει το ρατσισμό και τη ξενοφοβία, που βαθαίνει τις ανισότητες.
Στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεστε σε περίοδο διεύρυνσης και ανασυγκρότησης. Πώς βλέπετε την εξέλιξη του πολιτικού σας χώρου μετά και την κυβερνητική εμπειρία; Φοβάστε ότι θα γίνετε μία εξ ολοκλήρου πολιτική δύναμη διαχείρισης;
Βρισκόμαστε σήμερα στη φάση μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ στη μαζική, προοδευτική, αριστερή και οικολογική παράταξη που χρειάζεται ο τόπος. Και μάλιστα σε μία συγκυρία που η κοινωνία υφίσταται την παλινόρθωση της δεξιάς, είτε πρόκειται για την κατάργηση της 13ης σύνταξης, το κοινωνικό μέρισμα που μετατράπηκε σε ψίχουλα, είτε για τις απολύσεις που μπορούν να γίνονται πλέον χωρίς αιτιολογία. Μια δεξιά που κάνει ό,τι μπορεί, για να μας θυμίσει «τι σημαίνει δεξιά». Αυτό ακριβώς που αισθάνονται οι νέοι, που είναι τα πρώτα θύματα της ατζέντας «τάξη και ασφάλεια». Μία δεξιά που θυμάται τις κακές μέρες του συντηρητικού παρελθόντος της και του εθνικού διχασμού, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο… Βελζεβούλης, παρότι είχε στήσει στα πόδια της μία χώρα τσακισμένη. Μια δεξιά εθνικά επικίνδυνη, κοινωνικά ανελέητη, οικονομικά ανερμάτιστη. Δίνοντας αγώνα απέναντι σε αυτήν τη δεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί παράλληλα τη μετεξέλιξή του, έτσι ώστε να εκφράζει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία. Χωρίς αποκλεισμούς και πιστοποιητικά φρονημάτων, χωρίς φοβικότητα, με εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς, προοδευτικούς πολίτες, τους ζητάμε να πάρουν τον ΣΥΡΙΖΑ στα χέρια τους. Να τον κάνουν δική τους υπόθεση. Γιατί αυτή είναι η καλύτερη εγγύηση για το μέλλον της αριστεράς και του τόπου απέναντι στη σημερινή ρεβανσιστική, τοξική δεξιά.
Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για τη διεύρυνση έχουν υπάρξει ενστάσεις και παρατηρήσεις, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, για τον τρόπο συγκρότησης της Προοδευτικής Συμμαχίας κτλ. Φοβάστε μια πιθανή εσωτερική περιδίνηση στο δρόμο προς το συνέδριο;
Προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος της νέας, πλατιάς δημοκρατικής, προοδευτικής παράταξης είναι η πληθυντική της έκφραση. Όσο περισσότερες οι φωνές τόσο πιο ισχυρή γίνεται. Το κρίσιμο είναι, όχι να αγνοούμε τις διαφορετικές μας απόψεις αλλά να τις συνθέτουμε, μέσα από διάλογο, με διαφάνεια, το πλαίσιο μιας προωθητικής διαδικασίας. Αυτό είναι το στοίχημα ενόψει του συνεδρίου μας, που θα βάλει τις βάσεις για το εφικτό, ρεαλιστικό πρόγραμμα της κυβερνώσας αριστεράς. Της δημοκρατικής, οικολογικής αριστεράς του 21ου αιώνα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Δεκεμβρίου 2019
Οι πολιτικές εντάσεις με την Τουρκία για ακόμη μία φορά το τελευταίο διάστημα κλιμακώνονται. Εκτιμάτε πως έχει επιτευχθεί η λεγόμενη «εθνική γραμμή»; Έχει αλλάξει κάτι στην εξωτερική πολιτική της χώρας η νέα κυβέρνηση της ΝΔ;
Για να υπάρξει «εθνική γραμμή» πρέπει πρώτα να υπάρξει «γραμμή». Και δυστυχώς η κυβέρνηση των «αρίστων» του κ. Μητσοτάκη πέρασε κάτω από τον πήχη στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής. Αιφνιδιασμός, προχειρότητα, αυτοσχεδιασμοί. Σε αντίθεση με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που είχε οικοδομήσει μία στρατηγική διττής προσέγγισης, διαλόγου και πίεσης, στο πλαίσιο μίας ενεργητικής, πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τη Συμφωνία των Πρεσπών, την οποία η ΝΔ εφαρμόζει αφού προεκλογικά λοιδόρησε, σπέρνοντας ανεύθυνα εθνικό διχασμό, δημιουργώντας τις συνθήκες για να φθάσουμε στις ακρότητες ημίγυμνων διαδηλωτών να διασύρουν εθνικά αλλά και θρησκευτικά σύμβολα, όπως την εικόνα της Παναγίας.
Απροετοίμαστη ήταν η ΝΔ και στο προσφυγικό, για το οποίο έριχνε ευθύνες στον ΣΥΡΙΖΑ, ενώ πλέον αποδεικνύεται πόσο λάθος ήταν η επιλογή Μητσοτάκη να το συνδέσει με τον κατευνασμό της Τουρκίας. Αυτή τη σύνδεση αποκάλυψε ο κ. Πέτσας, μιλώντας για τη «λεπτή γραμμή» που συνδέει τα δύο θέματα. Έτσι εξηγείται και γιατί τον περασμένο Σεπτέμβριο, κατά την πρώτη συνάντησή τους στη Νέα Υόρκη, ο κ. Μητσοτάκης δεν έθεσε το θέμα τουρκικής προκλητικότητας στο Αιγαίο. Το δε αλαλούμ με τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, που πάγωσαν και ξεπάγωσαν μέσα σε 2,5 ώρες, παραπέμπει περισσότερο στο «βλέποντας και κάνοντας». Όμως η εξωτερική πολιτική δεν είναι επικοινωνιακοί χειρισμοί ή δηλώσεις περί «καλής διάθεσης» των δύο πλευρών, σαν η Τουρκία να μην είναι εκείνη που παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο. Πλέον απαιτείται σοβαρότητα και επιστροφή στην αποδοτική στρατηγική διαλόγου και πίεσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ας αντιληφθεί ο κ. Μητσοτάκης ότι είναι άλλο οι δημόσιες σχέσεις και άλλο η σοβαρή εξωτερική πολιτική.
Πώς σχολιάζετε τις αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο της αυτοδιοίκησης από την κυβέρνηση, ιδιαίτερα όσον αφορά το εκλογικό σύστημα; Συνεχίζετε να υπερασπίζεστε την επιλογή του ΣΥΡΙΖΑ να θεσμοθετήσει την απλή αναλογική σε δήμους και περιφέρειες;
Η απλή αναλογική στην τοπική αυτοδιοίκηση ήταν πραγματικά μία τομή δημοκρατίας. Έβαζε τέλος στην αντιδημοκρατική λογική που ίσχυε, ότι δηλαδή ο «νικητής τα παίρνει όλα». Δημιουργούσε τις προϋποθέσεις για προγραμματικές συγκλίσεις με διαφάνεια. Για μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών. Προφανώς αυτά ενόχλησαν τόσο πολύ τη νεοδεξιά, συντηρητική κυβέρνηση Μητσοτάκη, που το πρώτο πράγμα που έκανε, λίγες μόλις μέρες από την ανάληψη της εξουσίας, ήταν να ξηλώσει αυτόν τον αυθεντικό δημοκρατικό θεσμό. Έσπευσε άρον άρον να κλείσει ξανά την εξουσία στους τέσσερις τοίχους της Οικονομικής Επιτροπής, αποκλείοντας τα συλλογικά αντιπροσωπευτικά όργανα των δημοτικών και περιφερειακών συμβουλίων από τη λήψη καθοριστικών αποφάσεων. Η άσκηση της εξουσίας γίνεται ξανά αντικείμενο κατασκευασμένων πλειοψηφιών. Αυτή η μεθόδευση δεν είναι τυχαία. Εκφράζει το σκληρό ιδεολογικό πυρήνα της νεοδεξιάς, που σιχαίνεται την ανόθευτη έκφραση των πολιτών.
Σε πολλές περιοχές του πλανήτη χιλιάδες πολίτες, κυρίως νέοι και νέες, ξεσηκώνονται ενάντια στην κλιματική κρίση και ζητούν από τις κυβερνήσεις και τη βιομηχανία να αλλάξουν ρότα. Μπορεί να αντιστραφεί αυτή η δυσμενής πορεία ή απλά θα παρακολουθούμε την καταστροφή του περιβάλλοντος από τον καναπέ μας;
Η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, σε αντίθεση με τον κύριο Μητσοτάκη, που από το βήμα του ΟΗΕ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ανακάλυψε την κλιματική αλλαγή, ενώ μέχρι τις 7 Ιουλίου 2019 για τα ακραία καιρικά φαινόμενα ευθύνονταν ο Τσίπρας και η Δούρου, έβαζε πάντα το θέμα της καταστροφής του περιβάλλοντος από τις κυρίαρχες πολιτικές. Ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης ήταν μία από εκείνες τις φωνές που τεκμηριωμένα αναδείκνυε αυτά τα θέματα στην Ευρωβουλή εκ μέρους του Συνασπισμού, θέτοντας όλα τα κρίσιμα διακυβεύματα. Ωστόσο, τότε αυτή η κριτική ήταν μειοψηφική.
Τώρα η συνειδητοποίηση των συνεπειών της κλιματικής κρίσης κινητοποιεί περισσότερους πολίτες και κυρίως τους νέους. Το κίνημα των νέων σε όλο τον πλανήτη είναι ίσως το πιο αισιόδοξο μήνυμα. Δική μας δουλειά είναι να προωθήσουμε, με πρωτοβουλίες, συνέργειες, ένα νέο μοντέλο βιώσιμης ανάπτυξης, με όρους κοινωνικής και περιβαλλοντικής δικαιοσύνης. Όλοι κρινόμαστε απέναντι σε αυτήν την πρόκληση. Δεν αρκούν εξαγγελίες-πυροτεχνήματα, όπως αυτές της κυβέρνησης, αλλά στρατηγικές επιλογές σε βάθος χρόνου για αλλαγή παραγωγικού και καταναλωτικού υποδείγματος με στόχο την κλιματική ουδετερότητα. Όμως αυτό δεν σημαίνει πολιτική ουδετερότητα. Ακριβώς το αντίθετο. Γιατί μόνο μία ριζοσπαστική οικολογική πολιτική με αριστερό, προοδευτικό πρόσημο μπορεί να οδηγήσει σε μία πράσινη νέα συμφωνία κατά της «κλιματικής βαρβαρότητας». Κατά του συστήματος που κατασπαταλά τους φυσικούς πόρους, που δημιουργεί κλιματικούς πρόσφυγες, που εκτρέφει το ρατσισμό και τη ξενοφοβία, που βαθαίνει τις ανισότητες.
Στον ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεστε σε περίοδο διεύρυνσης και ανασυγκρότησης. Πώς βλέπετε την εξέλιξη του πολιτικού σας χώρου μετά και την κυβερνητική εμπειρία; Φοβάστε ότι θα γίνετε μία εξ ολοκλήρου πολιτική δύναμη διαχείρισης;
Βρισκόμαστε σήμερα στη φάση μετασχηματισμού του ΣΥΡΙΖΑ στη μαζική, προοδευτική, αριστερή και οικολογική παράταξη που χρειάζεται ο τόπος. Και μάλιστα σε μία συγκυρία που η κοινωνία υφίσταται την παλινόρθωση της δεξιάς, είτε πρόκειται για την κατάργηση της 13ης σύνταξης, το κοινωνικό μέρισμα που μετατράπηκε σε ψίχουλα, είτε για τις απολύσεις που μπορούν να γίνονται πλέον χωρίς αιτιολογία. Μια δεξιά που κάνει ό,τι μπορεί, για να μας θυμίσει «τι σημαίνει δεξιά». Αυτό ακριβώς που αισθάνονται οι νέοι, που είναι τα πρώτα θύματα της ατζέντας «τάξη και ασφάλεια». Μία δεξιά που θυμάται τις κακές μέρες του συντηρητικού παρελθόντος της και του εθνικού διχασμού, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν ο… Βελζεβούλης, παρότι είχε στήσει στα πόδια της μία χώρα τσακισμένη. Μια δεξιά εθνικά επικίνδυνη, κοινωνικά ανελέητη, οικονομικά ανερμάτιστη. Δίνοντας αγώνα απέναντι σε αυτήν τη δεξιά, ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί παράλληλα τη μετεξέλιξή του, έτσι ώστε να εκφράζει τη μεγάλη πολιτική και κοινωνική πλειοψηφία. Χωρίς αποκλεισμούς και πιστοποιητικά φρονημάτων, χωρίς φοβικότητα, με εμπιστοσύνη στους δημοκρατικούς, προοδευτικούς πολίτες, τους ζητάμε να πάρουν τον ΣΥΡΙΖΑ στα χέρια τους. Να τον κάνουν δική τους υπόθεση. Γιατί αυτή είναι η καλύτερη εγγύηση για το μέλλον της αριστεράς και του τόπου απέναντι στη σημερινή ρεβανσιστική, τοξική δεξιά.
Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για τη διεύρυνση έχουν υπάρξει ενστάσεις και παρατηρήσεις, εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ, για τον τρόπο συγκρότησης της Προοδευτικής Συμμαχίας κτλ. Φοβάστε μια πιθανή εσωτερική περιδίνηση στο δρόμο προς το συνέδριο;
Προϋπόθεση επιτυχίας του εγχειρήματος της νέας, πλατιάς δημοκρατικής, προοδευτικής παράταξης είναι η πληθυντική της έκφραση. Όσο περισσότερες οι φωνές τόσο πιο ισχυρή γίνεται. Το κρίσιμο είναι, όχι να αγνοούμε τις διαφορετικές μας απόψεις αλλά να τις συνθέτουμε, μέσα από διάλογο, με διαφάνεια, το πλαίσιο μιας προωθητικής διαδικασίας. Αυτό είναι το στοίχημα ενόψει του συνεδρίου μας, που θα βάλει τις βάσεις για το εφικτό, ρεαλιστικό πρόγραμμα της κυβερνώσας αριστεράς. Της δημοκρατικής, οικολογικής αριστεράς του 21ου αιώνα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Δεκεμβρίου 2019
ΣΧΟΛΙΑ