Σαν την Κεντροαριστερά που σε βολεύει…

 04/03/2019 13:00

Το ορμητικό Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη θυμίζει πλέον πολιτικό «ρυάκι», αλλά λες και για να μην πλήξουν όσοι αναζητούν  τίτλους και ατάκες που θα γεμίσουν το κενό, ήρθαν οι «γέφυρες»!

Η κεντροαριστερά εδώ και αρκετά χρόνια δεν συγκινεί τα νεανικά ακροατήρια και έχει αποξενωθεί από τα λαϊκά στρώματα, τα οποία σταθερά την στήριζαν και την ψήφιζαν επί δεκαετίες. Τα  σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του τελευταίου εξαμήνου, για πρώτη φορά αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να πέσουν κάτω από το ψυχολογικό όριο του 20% στις προσεχείς ευρωεκλογές. Ανάλογη πτώση αναμένεται να σημειώσει και το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο όμως λόγω ισχυρότερης εκλογικής βάσης  (σύμφωνα με τα αποτελέσματα του 2014) αναμένεται να διασωθεί (;) με ποσοστά λίγο πάνω από το 25%.

Όπου κυβέρνησε τα τελευταία 25 χρόνια η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, βρέθηκε σε αδυναμία να αντιμετωπίσει οξυμένα οικονομικά προβλήματα, δημοσιονομικές καταρρεύσεις, συσσωρευμένα χρέη, όπως και τον κίνδυνο ασύντακτης χρεοκοπίας  και την κατά κράτος επικράτηση των χρηματαγορών επί της κλασικής πολιτικής.

Σ΄ αυτά αν προσθέσει κανείς την κρίση ασφαλείας και τον «σεισμό» του προσφυγικού, μπορεί εύκολα να εξηγήσει γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των ευάλωτων οικονομικά στρωμάτων βρήκαν «παρηγοριά» στον εθνολαϊκισμό , τον αντιευρωπαϊσμό, τον ουτοπικό ριζοσπαστισμό και τη δημαγωγία.

Οι σοσιαλιστές στη χειρότερη περίπτωση «μοίραζαν από τα έτοιμα» και είχαν εκλογικά οφέλη από το πελατειακό κράτος, και στην καλύτερη -όσο υπήρχαν λεφτά-  μπορούσαν να εγγυηθούν μια ικανοποιητική κοινωνική προστασία , αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες -και όχι «μεσαιωνικές» καταστάσεις- και μηχανισμούς αναδιανομής που έβαζαν φρένο στην απληστία της «ολιγαρχίας». 

Τι από αυτά έχει μείνει;  Ελάχιστα πράγματα.

Με απλά λόγια η κεντροαριστερά δεν είναι πια «πολύφερνη νύφη» και γι’ αυτό μέγα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων -κυρίως στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ αλλά και τη δυτική Ευρώπη- σιγά–σιγά, ούτε την «ερωτεύονται» ούτε την «νυμφεύονται» (ψηφίζουν). 

Τι μπορεί να κάνει η κεντροαριστερά για τις επόμενες γενιές  που θα κληρονομήσουν τις πληγές της κλιματικής αλλαγής, του προσφυγικού, της άτακτης χρεοκοπίας και της τεχνολογικής ανεργίας;

Στην Ευρώπη η απάντηση ακόμα αναζητείται , αλλά στην Ελλάδα ορισμένες παρέες πεφωτισμένων στοχαστών, μεσήλικων και ηλικιωμένων κυρίως, όχι μόνο πιστεύουν ότι έχουν τη μαγική συνταγή, αλλά και ξέρουν  ποιο κόμμα την  κατέχει –σαν τον δρυίδη του Αστερίξ-  και ποιο πρέπει να εξαφανιστεί!

Η λύση λοιπόν για να γίνει εκ νέου επίκαιρη  και ελκυστική η κεντροαριστερά στη χώρα μας, είναι να καταλάβουν οι μάζες πόσο κακός είναι ο νεοφιλελευθερισμός.

Καταρχήν, ελάχιστοι θα διαφωνήσουν ότι πράγματι ως νεοφιλελεύθεροι θεωρούνται οι οπαδοί της ασύδοτης αγοράς και του «κοινωνικά ανάλγητου» καπιταλισμού. Το πρόβλημα είναι πως στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη ευκολία να βαφτίζουμε «νεοφιλελεύθερους» και όσους  θέλουν οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και απαλλαγή από το πελατειακό κράτος και την υπερφορολόγηση που ταΐζει ένα αδηφάγο Δημόσιο. Γι’ αυτό και «νεοφιλελεύθερος» ήταν ο  Γιαννίτσης, που στις αρχές του 2000 είχε κάνει μια ρεαλιστική πρόταση για να σωθεί το ασφαλιστικό, «νεοφιλελεύθεροι» είναι και  αυτοί που καταγγέλλουν τις σπατάλες στις ΔΕΚΟ και  τις στρατιές των μετακλητών και επιθυμούν αναθεώρηση του άρθρου 16.

Για κάποιους επίσης, φαίνεται πως ο ρους της Ιστορίας της Κεντροαριστεράς ξεκίνησε ... φέτος από το Μακεδονικό. Μην τρελαθούμε. Μόνο από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι σήμερα έγιναν πράγματα και θαύματα. Μάσκες έπεσαν, αυταπάτες έσβησαν, κωλοτούμπες έδωσαν και πήραν, δημοψηφίσματα είπαν ναι στο «όχι» και όχι στο «ναι» της Ευρώπης, χρέη διογκώθηκαν, μεταρρυθμίσεις ματαιώθηκαν, πλήθη διορίστηκαν, «Καμμένοι»  υμνήθηκαν και μετά «κάηκαν», κόμματα έλιωσαν σαν τους πάγους από την κλιματική αλλαγή, πρόθυμοι επείσθησαν και οι παλιοί εχθροί μας σαν την Μέρκελ (go home), τώρα μας (επι)βραβεύουν.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, νέοι τότε πολιτικοί (όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου από τον χώρο του Κέντρου και ο Αντώνης Μπριλλάκης από τον χώρο της  Αριστεράς), είχαν σε πρώιμη αναζήτηση διατυπώσει την ανάγκη προσέγγισης.  Ήταν τα χρόνια του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι και του πιο «ανοιχτού» Χρουστσόφ…

Η συζήτηση πέρασε από πολλά κύματα και στην Ελλάδα και την Ευρώπη, πριν και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Με συγκυβερνήσεις Σοσιαλιστών και Αριστεράς, με Ευρωκομμουνισμό, με τον «ιστορικό συμβιβασμό» του διανοούμενου Ενρίκο  Μπερλιγκουέρ (στη φωτογραφία μας), με Καρίγιο και  Μαρσέ στα χρόνια του ΄70 , με  Ντ’ Αλέμα και Λαφοντέν αργότερα. Η αναζήτηση συνεχίζεται πια με καινούργιους όρους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της τεχνητής νοημοσύνης. Ποιο κέντρο και ποια αριστερά; Τις οίδε…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Μαρτίου 2019

Το ορμητικό Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη θυμίζει πλέον πολιτικό «ρυάκι», αλλά λες και για να μην πλήξουν όσοι αναζητούν  τίτλους και ατάκες που θα γεμίσουν το κενό, ήρθαν οι «γέφυρες»!

Η κεντροαριστερά εδώ και αρκετά χρόνια δεν συγκινεί τα νεανικά ακροατήρια και έχει αποξενωθεί από τα λαϊκά στρώματα, τα οποία σταθερά την στήριζαν και την ψήφιζαν επί δεκαετίες. Τα  σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, σύμφωνα με δημοσκοπήσεις του τελευταίου εξαμήνου, για πρώτη φορά αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο να πέσουν κάτω από το ψυχολογικό όριο του 20% στις προσεχείς ευρωεκλογές. Ανάλογη πτώση αναμένεται να σημειώσει και το κεντροδεξιό Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, το οποίο όμως λόγω ισχυρότερης εκλογικής βάσης  (σύμφωνα με τα αποτελέσματα του 2014) αναμένεται να διασωθεί (;) με ποσοστά λίγο πάνω από το 25%.

Όπου κυβέρνησε τα τελευταία 25 χρόνια η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, βρέθηκε σε αδυναμία να αντιμετωπίσει οξυμένα οικονομικά προβλήματα, δημοσιονομικές καταρρεύσεις, συσσωρευμένα χρέη, όπως και τον κίνδυνο ασύντακτης χρεοκοπίας  και την κατά κράτος επικράτηση των χρηματαγορών επί της κλασικής πολιτικής.

Σ΄ αυτά αν προσθέσει κανείς την κρίση ασφαλείας και τον «σεισμό» του προσφυγικού, μπορεί εύκολα να εξηγήσει γιατί ένα μεγάλο κομμάτι των ευάλωτων οικονομικά στρωμάτων βρήκαν «παρηγοριά» στον εθνολαϊκισμό , τον αντιευρωπαϊσμό, τον ουτοπικό ριζοσπαστισμό και τη δημαγωγία.

Οι σοσιαλιστές στη χειρότερη περίπτωση «μοίραζαν από τα έτοιμα» και είχαν εκλογικά οφέλη από το πελατειακό κράτος, και στην καλύτερη -όσο υπήρχαν λεφτά-  μπορούσαν να εγγυηθούν μια ικανοποιητική κοινωνική προστασία , αξιοπρεπείς εργασιακές συνθήκες -και όχι «μεσαιωνικές» καταστάσεις- και μηχανισμούς αναδιανομής που έβαζαν φρένο στην απληστία της «ολιγαρχίας». 

Τι από αυτά έχει μείνει;  Ελάχιστα πράγματα.

Με απλά λόγια η κεντροαριστερά δεν είναι πια «πολύφερνη νύφη» και γι’ αυτό μέγα τμήμα των λαϊκών στρωμάτων -κυρίως στις χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ αλλά και τη δυτική Ευρώπη- σιγά–σιγά, ούτε την «ερωτεύονται» ούτε την «νυμφεύονται» (ψηφίζουν). 

Τι μπορεί να κάνει η κεντροαριστερά για τις επόμενες γενιές  που θα κληρονομήσουν τις πληγές της κλιματικής αλλαγής, του προσφυγικού, της άτακτης χρεοκοπίας και της τεχνολογικής ανεργίας;

Στην Ευρώπη η απάντηση ακόμα αναζητείται , αλλά στην Ελλάδα ορισμένες παρέες πεφωτισμένων στοχαστών, μεσήλικων και ηλικιωμένων κυρίως, όχι μόνο πιστεύουν ότι έχουν τη μαγική συνταγή, αλλά και ξέρουν  ποιο κόμμα την  κατέχει –σαν τον δρυίδη του Αστερίξ-  και ποιο πρέπει να εξαφανιστεί!

Η λύση λοιπόν για να γίνει εκ νέου επίκαιρη  και ελκυστική η κεντροαριστερά στη χώρα μας, είναι να καταλάβουν οι μάζες πόσο κακός είναι ο νεοφιλελευθερισμός.

Καταρχήν, ελάχιστοι θα διαφωνήσουν ότι πράγματι ως νεοφιλελεύθεροι θεωρούνται οι οπαδοί της ασύδοτης αγοράς και του «κοινωνικά ανάλγητου» καπιταλισμού. Το πρόβλημα είναι πως στην Ελλάδα έχουμε μεγάλη ευκολία να βαφτίζουμε «νεοφιλελεύθερους» και όσους  θέλουν οικονομικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και απαλλαγή από το πελατειακό κράτος και την υπερφορολόγηση που ταΐζει ένα αδηφάγο Δημόσιο. Γι’ αυτό και «νεοφιλελεύθερος» ήταν ο  Γιαννίτσης, που στις αρχές του 2000 είχε κάνει μια ρεαλιστική πρόταση για να σωθεί το ασφαλιστικό, «νεοφιλελεύθεροι» είναι και  αυτοί που καταγγέλλουν τις σπατάλες στις ΔΕΚΟ και  τις στρατιές των μετακλητών και επιθυμούν αναθεώρηση του άρθρου 16.

Για κάποιους επίσης, φαίνεται πως ο ρους της Ιστορίας της Κεντροαριστεράς ξεκίνησε ... φέτος από το Μακεδονικό. Μην τρελαθούμε. Μόνο από τον Ιανουάριο του 2015 μέχρι σήμερα έγιναν πράγματα και θαύματα. Μάσκες έπεσαν, αυταπάτες έσβησαν, κωλοτούμπες έδωσαν και πήραν, δημοψηφίσματα είπαν ναι στο «όχι» και όχι στο «ναι» της Ευρώπης, χρέη διογκώθηκαν, μεταρρυθμίσεις ματαιώθηκαν, πλήθη διορίστηκαν, «Καμμένοι»  υμνήθηκαν και μετά «κάηκαν», κόμματα έλιωσαν σαν τους πάγους από την κλιματική αλλαγή, πρόθυμοι επείσθησαν και οι παλιοί εχθροί μας σαν την Μέρκελ (go home), τώρα μας (επι)βραβεύουν.

Από τις αρχές της δεκαετίας του ’60, νέοι τότε πολιτικοί (όπως ο Ανδρέας Παπανδρέου από τον χώρο του Κέντρου και ο Αντώνης Μπριλλάκης από τον χώρο της  Αριστεράς), είχαν σε πρώιμη αναζήτηση διατυπώσει την ανάγκη προσέγγισης.  Ήταν τα χρόνια του Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι και του πιο «ανοιχτού» Χρουστσόφ…

Η συζήτηση πέρασε από πολλά κύματα και στην Ελλάδα και την Ευρώπη, πριν και μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Με συγκυβερνήσεις Σοσιαλιστών και Αριστεράς, με Ευρωκομμουνισμό, με τον «ιστορικό συμβιβασμό» του διανοούμενου Ενρίκο  Μπερλιγκουέρ (στη φωτογραφία μας), με Καρίγιο και  Μαρσέ στα χρόνια του ΄70 , με  Ντ’ Αλέμα και Λαφοντέν αργότερα. Η αναζήτηση συνεχίζεται πια με καινούργιους όρους στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και της τεχνητής νοημοσύνης. Ποιο κέντρο και ποια αριστερά; Τις οίδε…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Μαρτίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Επιλέξτε Κατηγορία