ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Σημίτης-Καραμανλής: Δύο ξένοι πολιτικοί στην ίδια χώρα

Οι πατριωτικές παρεμβάσεις του πρώην πρωθυπουργού της ΝΔ για τα εθνικά θέματα και οι διαφορετικοί κόσμοι με τον πρώην πρωθυπουργό του ΠΑΣΟΚ

 11/04/2021 18:30

Σημίτης-Καραμανλής: Δύο ξένοι πολιτικοί στην ίδια χώρα

Νίκος Οικονόμου

Πολιτική κόντρα δύο πρώην πρωθυπουργών που ξεπερνά τα ελληνοτουρκικά αποτελεί η αντιπαράθεση του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, που τις τελευταίες ημέρες κυριάρχησε στην επικαιρότητα.

Η αφορμή δόθηκε με το άρθρο του Κώστα Σημίτη για την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999 και τη στρατηγική του Ελσίνκι. Στο άρθρο αυτό ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αφού περιγράφει το γεωπολιτικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί μετά την κρίση των Ιμίων και το πυκνό παρασκήνιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999, όπου εξετάστηκε η ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας αλλά και της Κύπρου, επιρρίπτει στον Κώστα Καραμανλή την ευθύνη για την αλλαγή στρατηγικής της Ελλάδας απέναντι στον Ερντογάν.

Αναφέρεται και σε μια συνάντηση που έγινε μετά τη νίκη της ΝΔ το 2004 στο Μέγαρο Μαξίμου, στην οποία συμμετείχε και ο Πέτρος Μολυβιάτης, όπου διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, ενώ κατηγορεί τον κ. Καραμανλή και την κυβέρνηση της ΝΔ ότι έδειξαν εξαρχής δείγματα μιας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις και ότι «τίποτε δεν συνέβη απ’ όσα περίμεναν αυτοί που είχαν εργαστεί για να οδηγήσουν την Τουρκία σε έναν μονόδρομο που της επέβαλλε οι αποφάσεις του Ελσίνκι. Η Τουρκία βγήκε από τη στενωπό χωρίς καμία αντίδραση».

Η απάντηση του Κώστα Καραμανλή ήταν άμεση και αναλυτική. Ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ άφησε σαφή υπονοούμενα τόσο για τα κατά πόσο τέτοιες δημόσιες παρεμβάσεις διευκολύνουν τους χειρισμούς στα εθνικά θέματα, αλλά και για τη συνάντηση με τον κ. Μολυβιάτη, μία συνάντηση που όπως λέει «ποτέ δεν έγινε με αυτήν τη σύνθεση και με αυτό το περιεχόμενο».

Ο Κώστας Καραμανλής χαρακτηρίζει «δήθεν επιτυχημένη» τη στρατηγική του Ελσίνκι καθώς οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. «Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες. Δεν έχει ξανασυμβεί ευρωπαϊκό κράτος να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα», σημειώνει. Για τη συμφωνία της Μαδρίτης τον Ιούλιο 1997 υποστηρίζει ότι σε αυτή η Ελλάδα «αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της».

Επίσης σχολιάζει ότι «το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα, μέχρι τα τέλη του 2004. Όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974. Και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό, αλλά μονομερώς». Και προσθέτει ότι «ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την Άγκυρα του διεθνούς δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας». Χαρακτηρίζει δε ως πρόσθετη απόδειξη των κινδύνων που περιέκλειε το Ελσίνκι το ότι ενταφιάστηκε και τυπικά τον Ιανουάριο 2015 από την κυβέρνηση Σαμαρά, με δήλωση που κατέθεσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος στα Ηνωμένα Έθνη. Και καταλήγει ο κ. Καραμανλής: «Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν την θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ».

Στην παρέμβαση Καραμανλή υπήρξε νέα απάντηση του Κώστα Σημίτη, στην οποία υπεραμύνθηκε της άποψης ότι «οι διαφορές με την Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζονται ενεργά, στη βάση της εθνικής μας κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου και αξιοποιώντας την ισχύ που μας δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διεθνείς συμμαχίες μας» και όχι με τη λογική της αδράνειας.

Οι λόγοι της παρέμβασης Καραμανλή

Η παρέμβαση του Καραμανλή εκτιμάται ότι δεν ήταν τυχαία. Όπως τονίζουν άνθρωποι που συνομιλούν συχνά μαζί του ο πρώην πρωθυπουργός «μπορεί να μη μιλά συχνά, όμως όποτε τίθεται σοβαρό θέμα για τη χώρα παρεμβαίνει. Το έκανε στο δημοψήφισμα του 2015 και στη συμφωνία των Πρεσπών, το κάνει σε όλες τις προεκλογικές περιόδους. Δεν είναι τυχαίο ότι η βασική και μοναδική μέχρι σήμερα δημόσια ομιλία του έγινε για τα εθνικά θέματα στην εκδήλωση της ΕΜΣ», τονίζουν σταθεροί συνομιλητές του.

«Από εκεί και πέρα δεν κρύβεται κάτι άλλο», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Τι υπονοείται; Ότι η παρέμβαση Καραμανλή περιείχε και εσωκομματικό μήνυμα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το γεγονός της «αφωνίας» της ΝΔ για το θέμα, αλλά και γιατί ένα μεγάλο κομμάτι της ομάδας που παίζει σήμερα πρωταγωνιστικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησης της ΝΔ αποτελείται από υποστηρικτές του εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού που επιχείρησε ο Κώστας Σημίτης. Μία παράμετρος πάντως που εκτιμάται όταν δεν ήταν βασική στην παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή.

Πιο πολύ φαίνεται ότι υπερισχύουν άλλοι δύο λόγοι. Ο πρώτος έχει να κάνει με την επιλογή του Κώστα Καραμανλή να παρεμβαίνει όταν υπάρχουν σοβαρά εθνικά ζητήματα, δίνοντας ον πατριωτικό τόνο. Ο δεύτερος αποτελεί ένας είδος υπενθύμισης από τη μεριά του στην τεράστια πολιτική απόσταση που υπήρχε πάντοτε ανάμεσα στους δύο πρώην πρωθυπουργούς. Που ήταν πάντοτε δύο ξένοι πολιτικοί στην ίδια χώρα…

Για τον πρώην πρόεδρο της ΝΔ ο Κώστας Σημίτης ήταν ο βασικός πολιτικός αντίπαλος. Αυτός ήταν πρωθυπουργός όταν ο Κώστας Καραμανλής ανέλαβε το 1997 την προεδρεία της ΝΔ, αυτός ήταν ο ένοικος στο Μέγαρο Μαξίμου μέχρι η ΝΔ να κερδίσει τις εκλογές του 2004. Και μπορεί ο Κώστας Σημίτης να μην ήταν αυτός που έχασε τις εκλογές (είχε προηγηθεί η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ και η ανάληψη της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ από τον Γιώργο Παπανδρέου), όμως η πολιτική αντιπαράθεση και η αίσθηση περί δύο κόσμων μεταξύ των δύο πολιτικών ήταν και είναι πάντοτε κάτι παραπάνω από σαφής. Με τη φράση «Σημίτης: ο αρχιερέας της διαπλοκής» να αποτελεί για μεγάλο χρονικό διάστημα το βασικό αντιπολιτευτικό όπλο της ΝΔ επί Κώστα Καραμανλή.

Για την ιστορία πάντως όπως θυμούνται άνθρωποι που είχαν ηγετικό ρόλο στη ΝΔ το 2004 κατά την περιβόητη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου, που επικαλείται σο άρθρο του ο Κώστας Σημίτης, ο Πέτρος Μολυβιάτης δεν ήταν παρών. Στη συνάντηση που έγινε τον Μάρτιο κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής της πρωθυπουργίας είχαν πάρει μέρος εκτός από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς ο αείμνηστος Νίκος Θέμελης από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ και οι Βαγγέλης Μεϊμαράκης και Θόδωρος Ρουσόπουλος από τη ΝΔ. Επρόκειτο δε για μία πολύ σύντομη και τυπική συνάντηση που δεν κράτησε πάνω από 30’…

Πάντως η παρέμβαση του Καραμανλή ενεργοποίησε τους βουλευτές της ΝΔ. Ο Ευριπίδης Στυλιανίδης αφού χαρακτήρισε «άστοχη, άκαιρη και επιζήμια της εθνικής προσπάθειας» την παρέμβαση Σημίτη, τόνισε ο Κώστας Καραμανλής πάντα αποφάσισε «με το βλέμμα στραμμένο και όχι στις επόμενες εκλογές αλλά στις επόμενες γενιές. Η ιστορία δεν παραγράφεται, δεν διαγράφεται και κυρίως δεν εξωραΐζεται εκ των υστέρων, προκειμένου να δικαιώσει τα λάθη των πρωταγωνιστών της».

Από τη μεριά του ο Σάββας Αναστασιάδης, αφού σημειώνει ότι σε μία περίοδο όπου το ζητούμενο για τη χώρα «είναι η ενότητα και όχι ο διχασμός, είναι πολύ λυπηρό για έναν πρώην πρωθυπουργό να προσπαθεί να απαλλαγεί από τις ευθύνες του, επιρρίπτοντάς τες σε άλλους. Γι’ αυτό είναι καλό να σιωπά».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11 Απριλίου 2021

Πολιτική κόντρα δύο πρώην πρωθυπουργών που ξεπερνά τα ελληνοτουρκικά αποτελεί η αντιπαράθεση του Κώστα Σημίτη και του Κώστα Καραμανλή, που τις τελευταίες ημέρες κυριάρχησε στην επικαιρότητα.

Η αφορμή δόθηκε με το άρθρο του Κώστα Σημίτη για την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999 και τη στρατηγική του Ελσίνκι. Στο άρθρο αυτό ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, αφού περιγράφει το γεωπολιτικό πλαίσιο που είχε διαμορφωθεί μετά την κρίση των Ιμίων και το πυκνό παρασκήνιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου του Δεκεμβρίου του 1999, όπου εξετάστηκε η ευρωπαϊκή υποψηφιότητα της Τουρκίας αλλά και της Κύπρου, επιρρίπτει στον Κώστα Καραμανλή την ευθύνη για την αλλαγή στρατηγικής της Ελλάδας απέναντι στον Ερντογάν.

Αναφέρεται και σε μια συνάντηση που έγινε μετά τη νίκη της ΝΔ το 2004 στο Μέγαρο Μαξίμου, στην οποία συμμετείχε και ο Πέτρος Μολυβιάτης, όπου διαπιστώθηκε ότι υπάρχουν διαφορετικές απόψεις, ενώ κατηγορεί τον κ. Καραμανλή και την κυβέρνηση της ΝΔ ότι έδειξαν εξαρχής δείγματα μιας γενικευμένης απάθειας απέναντι στις εξελίξεις και ότι «τίποτε δεν συνέβη απ’ όσα περίμεναν αυτοί που είχαν εργαστεί για να οδηγήσουν την Τουρκία σε έναν μονόδρομο που της επέβαλλε οι αποφάσεις του Ελσίνκι. Η Τουρκία βγήκε από τη στενωπό χωρίς καμία αντίδραση».

Η απάντηση του Κώστα Καραμανλή ήταν άμεση και αναλυτική. Ο πρώην πρόεδρος της ΝΔ άφησε σαφή υπονοούμενα τόσο για τα κατά πόσο τέτοιες δημόσιες παρεμβάσεις διευκολύνουν τους χειρισμούς στα εθνικά θέματα, αλλά και για τη συνάντηση με τον κ. Μολυβιάτη, μία συνάντηση που όπως λέει «ποτέ δεν έγινε με αυτήν τη σύνθεση και με αυτό το περιεχόμενο».

Ο Κώστας Καραμανλής χαρακτηρίζει «δήθεν επιτυχημένη» τη στρατηγική του Ελσίνκι καθώς οδηγούσε την εδαφική ακεραιότητα της Ελλάδας, την ελληνική κυριαρχία νησιών και βραχονησίδων, στη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. «Από τα Ίμια μέχρι το Ελσίνκι, η κυβέρνηση Σημίτη ζητούσε ουσιαστικά από ΗΠΑ και Ευρωπαίους εταίρους να ωθήσουν την Τουρκία να προσφύγει στη Χάγη εναντίον μας για τα Ίμια και τις λεγόμενες γκρίζες ζώνες. Δεν έχει ξανασυμβεί ευρωπαϊκό κράτος να ζητά από όλον τον κόσμο να θέσει τρίτο κράτος σε δικαστική αμφισβήτηση την εδαφική του ακεραιότητα», σημειώνει. Για τη συμφωνία της Μαδρίτης τον Ιούλιο 1997 υποστηρίζει ότι σε αυτή η Ελλάδα «αναγνώρισε ότι η Τουρκία έχει νόμιμα, ζωτικά συμφέροντα και ενδιαφέροντα στο Αιγαίο, τα οποία έχουν μεγάλη σημασία για την ασφάλεια και την εθνική της κυριαρχία και ότι η Ελλάδα δεν θα μπορούσε να ασκήσει μονομερώς κανένα δικαίωμά της».

Επίσης σχολιάζει ότι «το 1999 με το Ελσίνκι, η ΕΕ ως Πόντιος Πιλάτος θα προωθούσε την προσφυγή της Τουρκίας στη Χάγη εναντίον μας για εκκρεμείς συνοριακές διαφορές και άλλα συναφή θέματα, μέχρι τα τέλη του 2004. Όχι μόνο για την υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ που είναι η μόνη διαφορά που αναγνωρίζουν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 1974. Και όχι από κοινού με την Ελλάδα με συνυποσχετικό, αλλά μονομερώς». Και προσθέτει ότι «ενώ στο Ελσίνκι η Τουρκία κέρδιζε τον χαρακτηρισμό της ως υποψήφιας χώρας για ένταξη στην ΕΕ, η Ελλάδα δεν φρόντισε να λάβει ως αντάλλαγμα ούτε καν τα αυτονόητα: την άρση του casus belli και τον έμπρακτο σεβασμό από την Άγκυρα του διεθνούς δικαίου στο σύνολό του, ιδίως δε του Δικαίου της Θάλασσας». Χαρακτηρίζει δε ως πρόσθετη απόδειξη των κινδύνων που περιέκλειε το Ελσίνκι το ότι ενταφιάστηκε και τυπικά τον Ιανουάριο 2015 από την κυβέρνηση Σαμαρά, με δήλωση που κατέθεσε ο τότε υπουργός Εξωτερικών Ευάγγελος Βενιζέλος στα Ηνωμένα Έθνη. Και καταλήγει ο κ. Καραμανλής: «Είναι πράγματι αληθές ότι έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις με τον κ. Σημίτη και όσους συμμερίζονται τις απόψεις του. Για εμάς τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Δεν διαπραγματευόμαστε εθνική κυριαρχία και δεν την θέτουμε στην κρίση κανενός. Μοναδικό θέμα προς επίλυση με την Τουρκία: η υφαλοκρηπίδα/ΑΟΖ».

Στην παρέμβαση Καραμανλή υπήρξε νέα απάντηση του Κώστα Σημίτη, στην οποία υπεραμύνθηκε της άποψης ότι «οι διαφορές με την Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζονται ενεργά, στη βάση της εθνικής μας κυριαρχίας και του Διεθνούς Δικαίου και αξιοποιώντας την ισχύ που μας δίνει η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι διεθνείς συμμαχίες μας» και όχι με τη λογική της αδράνειας.

Οι λόγοι της παρέμβασης Καραμανλή

Η παρέμβαση του Καραμανλή εκτιμάται ότι δεν ήταν τυχαία. Όπως τονίζουν άνθρωποι που συνομιλούν συχνά μαζί του ο πρώην πρωθυπουργός «μπορεί να μη μιλά συχνά, όμως όποτε τίθεται σοβαρό θέμα για τη χώρα παρεμβαίνει. Το έκανε στο δημοψήφισμα του 2015 και στη συμφωνία των Πρεσπών, το κάνει σε όλες τις προεκλογικές περιόδους. Δεν είναι τυχαίο ότι η βασική και μοναδική μέχρι σήμερα δημόσια ομιλία του έγινε για τα εθνικά θέματα στην εκδήλωση της ΕΜΣ», τονίζουν σταθεροί συνομιλητές του.

«Από εκεί και πέρα δεν κρύβεται κάτι άλλο», αναφέρουν χαρακτηριστικά. Τι υπονοείται; Ότι η παρέμβαση Καραμανλή περιείχε και εσωκομματικό μήνυμα προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη για το γεγονός της «αφωνίας» της ΝΔ για το θέμα, αλλά και γιατί ένα μεγάλο κομμάτι της ομάδας που παίζει σήμερα πρωταγωνιστικό ρόλο στο σύστημα διακυβέρνησης της ΝΔ αποτελείται από υποστηρικτές του εγχειρήματος του εκσυγχρονισμού που επιχείρησε ο Κώστας Σημίτης. Μία παράμετρος πάντως που εκτιμάται όταν δεν ήταν βασική στην παρέμβαση του Κώστα Καραμανλή.

Πιο πολύ φαίνεται ότι υπερισχύουν άλλοι δύο λόγοι. Ο πρώτος έχει να κάνει με την επιλογή του Κώστα Καραμανλή να παρεμβαίνει όταν υπάρχουν σοβαρά εθνικά ζητήματα, δίνοντας ον πατριωτικό τόνο. Ο δεύτερος αποτελεί ένας είδος υπενθύμισης από τη μεριά του στην τεράστια πολιτική απόσταση που υπήρχε πάντοτε ανάμεσα στους δύο πρώην πρωθυπουργούς. Που ήταν πάντοτε δύο ξένοι πολιτικοί στην ίδια χώρα…

Για τον πρώην πρόεδρο της ΝΔ ο Κώστας Σημίτης ήταν ο βασικός πολιτικός αντίπαλος. Αυτός ήταν πρωθυπουργός όταν ο Κώστας Καραμανλής ανέλαβε το 1997 την προεδρεία της ΝΔ, αυτός ήταν ο ένοικος στο Μέγαρο Μαξίμου μέχρι η ΝΔ να κερδίσει τις εκλογές του 2004. Και μπορεί ο Κώστας Σημίτης να μην ήταν αυτός που έχασε τις εκλογές (είχε προηγηθεί η αλλαγή ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ και η ανάληψη της προεδρίας του ΠΑΣΟΚ από τον Γιώργο Παπανδρέου), όμως η πολιτική αντιπαράθεση και η αίσθηση περί δύο κόσμων μεταξύ των δύο πολιτικών ήταν και είναι πάντοτε κάτι παραπάνω από σαφής. Με τη φράση «Σημίτης: ο αρχιερέας της διαπλοκής» να αποτελεί για μεγάλο χρονικό διάστημα το βασικό αντιπολιτευτικό όπλο της ΝΔ επί Κώστα Καραμανλή.

Για την ιστορία πάντως όπως θυμούνται άνθρωποι που είχαν ηγετικό ρόλο στη ΝΔ το 2004 κατά την περιβόητη συνάντηση στο Μέγαρο Μαξίμου, που επικαλείται σο άρθρο του ο Κώστας Σημίτης, ο Πέτρος Μολυβιάτης δεν ήταν παρών. Στη συνάντηση που έγινε τον Μάρτιο κατά την τελετή παράδοσης-παραλαβής της πρωθυπουργίας είχαν πάρει μέρος εκτός από τους δύο πρώην πρωθυπουργούς ο αείμνηστος Νίκος Θέμελης από τη μεριά του ΠΑΣΟΚ και οι Βαγγέλης Μεϊμαράκης και Θόδωρος Ρουσόπουλος από τη ΝΔ. Επρόκειτο δε για μία πολύ σύντομη και τυπική συνάντηση που δεν κράτησε πάνω από 30’…

Πάντως η παρέμβαση του Καραμανλή ενεργοποίησε τους βουλευτές της ΝΔ. Ο Ευριπίδης Στυλιανίδης αφού χαρακτήρισε «άστοχη, άκαιρη και επιζήμια της εθνικής προσπάθειας» την παρέμβαση Σημίτη, τόνισε ο Κώστας Καραμανλής πάντα αποφάσισε «με το βλέμμα στραμμένο και όχι στις επόμενες εκλογές αλλά στις επόμενες γενιές. Η ιστορία δεν παραγράφεται, δεν διαγράφεται και κυρίως δεν εξωραΐζεται εκ των υστέρων, προκειμένου να δικαιώσει τα λάθη των πρωταγωνιστών της».

Από τη μεριά του ο Σάββας Αναστασιάδης, αφού σημειώνει ότι σε μία περίοδο όπου το ζητούμενο για τη χώρα «είναι η ενότητα και όχι ο διχασμός, είναι πολύ λυπηρό για έναν πρώην πρωθυπουργό να προσπαθεί να απαλλαγεί από τις ευθύνες του, επιρρίπτοντάς τες σε άλλους. Γι’ αυτό είναι καλό να σιωπά».

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11 Απριλίου 2021

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία