Σίντνεϊ Πόλακ: Οι μεγάλες επιτυχίες και η αγάπη του για τους ηθοποιούς
30/06/2024 12:10
30/06/2024 12:10
Από τις λιγοστές περιπτώσεις σημαντικών σκηνοθετών, που για κάποιο λόγο δεν απόκτησε ποτέ την αίγλη που του έπρεπε, δεν μπήκε στον κατάλογο των μεγάλων σκηνοθετών, παρότι ήταν παραγωγικότατος, αγαπούσε τους ηθοποιούς, ήξερε να παίρνει το καλύτερο από τους σταρ και έκανε πολλές εξαιρετικές ταινίες, από τις οποίες ορισμένες δικαίως χαρακτηρίζονται κλασικές. Ο λόγος για τον αξέχαστο και πάντα χαλαρό και οικείο, λόγω της συμμετοχής του ως ηθοποιού σε αρκετές ταινίες, Σίντνεϊ Πόλακ, από τις αξιοσέβαστες προσωπικότητες του Χόλιγουντ.
Ένας σκηνοθέτης που είχε στέρεη και
διεισδυτική αφηγηματική ικανότητα, με πολλές ευδιάκριτες καλλιτεχνικές
αποχρώσεις στο έργο του, παρέδιδε πάντα αξιόλογες δουλειές, ενώ
ορισμένες φορές έφτανε μέχρι και τα Όσκαρ και πολύ περισσότερες κέρδιζε
το κοινό. Ο Σίντνεϊ Πόλακ, είχε πέραση στο ευρύτερο κοινό, ίσως κάτι που
δεν του συγχωρούσε το «φεστιβαλικό σύστημα», παρότι στεκόταν σταθερά
απέναντι στις καθεστωτικές λογικές και τις συντηρητικές αμερικάνικες
πολιτικές. Με διαπεραστικό χιούμορ και ιδιαιτέρως αρρενωπή αφήγηση και
συνάμα εχθρός της ανδρικής τοξικότητας, θα δημιουργήσει ένα ανδρικό
κινηματογραφικό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο, ρομαντικό, γοητευτικό, που στο
τέλος έφευγε από την οθόνη ηττημένος, έχοντας ως πρότυπο μοντέλο τον
Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Συμπληρώνοντας 90 χρόνια από τη
γέννησή του (1 Ιουλίου 1934), ο Πόλακ, που πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 73
ετών, πριν περίπου 15 χρόνια, στις 26 Μαΐου του 2008, θα αφήσει πίσω του
σπουδαίες ταινίες, όπως «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν», «Τα
Καλύτερά μας χρόνια», «Οι Τρεις μέρες του κόνδορα», «Πέρα από την
Αφρική», «Μυστική Οργάνωση Γιακούζα», «Ο Ηλεκτρικός Καβαλάρης», «Χωρίς
Δόλο», ενώ θα τον αγαπήσουμε περισσότερο και από τις εμφανίσεις του ως
καρατερίστα σε κάποιες σημαντικές ταινίες, με χαρακτηριστικότερες
εκείνες στα φιλμ «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και
«Παντρεμένα Ζευγάρια» του Γούντι Άλεν. Σκηνοθέτησε συνολικά 21 ταινίες,
έκανε την παραγωγή σε 47 και έπαιξε 32 ρόλους ως ηθοποιός σε ταινίες και
τηλεοπτικές σειρές.
Ο Πόλακ
γεννήθηκε το 1934 στο Λαφαγιέτ της Ιντιάνα, από οικογένεια Εβραίων
μεταναστών, από τη Ρεβέκα και τον Ντέιβιντ, έναν ημιεπαγγελματία πυγμάχο
και φαρμακοποιό. Οι γονείς του θα χωρίσουν όταν ήταν ακόμη μικρός, ενώ η
μητέρα του υπέφερε από αλκοολισμό και ψυχολογικά προβλήματα και πέθανε
σε ηλικία μόλις 37 χρόνων, όταν ο Πόλακ ήταν 16 χρόνων. Παρά τα σχέδιά
του για να μπει στην Ιατρική σχολή, ο Πολακ θα φύγει από την Ιντιάνα για
τη Νέα Υόρκη στα 17 του, μέσα σε ένα φορτηγό ξυλείας. Μετά το τέλος της
στρατιωτικής του θητείας, θα λάβει πρόσκληση από τον Μάισνερ για να
γίνει βοηθός του, αλλά οι άνθρωποι που τον επηρέασαν καθοριστικά για να
ασχοληθεί με τον χώρο του θεάματος ήταν ο σπουδαίος Τζον Φρανκεχάιμερ,
που τον έφερε στο Λος Άντζελες ως νεαρό ηθοποιό και ο Μπαρτ Λάνκαστερ,
που στην ταινία του πρώτου «Άγρια Νιάτα», τον έπεισε ότι έπρεπε να κάνει
το βήμα προς τη σκηνοθεσία.
Ο
Πόλακ, θα μπει πρώτα στα τηλεοπτικά πλατό, σκηνοθετώντας ένα επεισόδιο
του «The Twilight Zone» και κάποια επεισόδια του «Φυγά» και της «Ώρας
του Άλφρεντ Χίτσκοκ». Θα ακολουθήσει το άλμα στον κινηματογράφο, με
ταινίες που τράβηξαν το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ το ντεμπούτο του το
έκανε με το δραματικό «The Slender Thread», με πρωταγωνιστή τον Πουατιέ.
Η
πρώτη του μεγάλη επιτυχία θα έρθει με το συνταρακτικό δράμα «Σκοτώνουν
τα Άλογα Όταν Γεράσουν», δίνοντας στην Τζέιν Φόντα την ευκαιρία να κάνει
έναν αξιομνημόνευτο ρόλο και ο ίδιος να είναι υποψήφιος για πρώτη φορά
με το Όσκαρ σκηνοθεσίας. Τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, με τον οποίο είχε
αναπτύξει μία μακρά φιλία από τη δεκαετία του ‘50, θα συναντήσει
καλλιτεχνικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν θα τον σκηνοθετήσει
στο γουέστερν «Ιερεμίας Τζόνσον» το 1972 και τον επόμενο χρόνο στο
κλασικό αισθηματικό δράμα και αρκούντως πολιτικό «Τα Καλύτερα μας
Χρόνια», αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την συμπρωταγωνίστριά του Μπάρμπαρα
Στρέιζαντ. Αμέσως μετά, θα γυρίσει το δυνατό θρίλερ «Μυστική Οργάνωση
Γιακούζα», με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, ενώ το 1979 θα έρθει η ώρα του
«Ηλεκτρικού Καβαλάρη», μία ιδιαίτερη ταινία για την αμερικάνικη παρακμή
και τη φυγή προς την παρθένα φύση, ενώνοντας τον Ρέντφορντ με την Τζέιν
Φόντα.
Ωστόσο,
εδώ, πρέπει να πάμε λίγο πίσω, στο 1975 και να σταθούμε, γιατί είναι η
χρονιά του θαυμάσιου κατασκοπικού – και πολιτικού – θρίλερ «Οι Τρεις
Μέρες του Κόνδορα», μιας εμβληματικής ταινίας του είδους, με τον
Ρέντφορντ να κερδίζει τις εντυπώσεις, έχοντας δίπλα του την υπέροχη Φέι
Ντάναγουεϊ. Ένα φιλμ με πολιτικές προεκτάσεις για τον ρόλο των
αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών και τις παρεμβάσεις τους στην προσωπική
ζωή των ανθρώπων.
Τη
δεκαετία του ‘80 θα γευτεί τη δόξα, καθώς το 1982 θα παραδώσει την
τεράστια επιτυχία «Τούτσι», παρά τους θρυλικούς καυγάδες του με τον
Ντάστιν Χόφμαν. Εμπορικός θρίαμβος και δέκα υποψηφιότητες Όσκαρ, θα
καταστήσουν τον Πόλακ ως ένα από τα πιο εμπορικά ονόματα του Χόλιγουντ.
Το 1985 θα είναι η ώρα της δικαίωσης, καθώς θα είναι η χρονιά του «Πέρα
από την Αφρική», των 11 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ και των επτά κατακτήσεων
και ανάμεσά τους εκείνων της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Ο Πόλακ
θα αφηγηθεί, όπως εκείνος ήξερε, ένα ρομαντικό δράμα και για μια ακόμη
φορά θα φτιάξει ένα αλησμόνητο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, με Ρέντφορντ –
Στριπ.
Ο Πόλακ, που δεν άφησε ποτέ τα
χρέη παραγωγού και του «παίχτη» της κινηματογραφικής βιομηχανίας, θα
μπει στη δεκαετία του ‘90 με τη φιλόδοξη «Αβάνα», ένα φιλμ φόρος τιμής
στην πολυαγαπημένη του «Καζαμπλάνκα», για τις περιπέτειες ενός
τζογαδόρου τυχοδιώκτη, του – αγαπημένου του – Ρόμπερτ Ρέντφορντ στη
φλεγόμενη Κούβα, λίγο πριν πέσει η χούντα του Μπατίστα. Η ταινία παρότι
στέφθηκε από εμπορική αποτυχία και δέχθηκε σφόδρα κριτική, έχει μία
ιδιαίτερη γοητεία, έναν άψογο πρωταγωνιστή και μια απολαυστική ρομαντική
ιστορία.
Στα
τελευταία χρόνια της δημιουργικότητάς του, ο Πόλακ θα δείξει την κόπωσή
του, πάντα όμως με ένα ξεχωριστό στιλ. Θα κάνει μία τεράστια επιτυχία
με τον Τομ Κρουζ στην καλογυρισμένη «Φίρμα», απ’ την οποία όμως λείπει η
αιχμή και ο στοχασμός, ενώ το ριμέικ της ρομαντικής κομεντί «Σαμπρίνα»
με τον Χάρισον Φορντ (το πρωτότυπο ήταν σε σκηνοθεσία Γουάιλντερ και
πρωταγωνιστούσε ο Μπόγκαρντ) να μην πείθει ιδιαίτερα, ενώ το κύκνειο
άσμα του ήταν το κατασκοπικό θρίλερ «Η Διερμηνέας» με την Νικόλ Κίντμαν.
Ο
Σίντνεϊ Πόλακ, που έζησε μία ήσυχη προσωπική ζωή, καθώς ήταν
παντρεμένος από το 1958 με τη συμμαθήτριά του στην υποκριτική Κλερ
Γκρίσγουολντ και με την οποία έζησε μαζί της μέχρι το θάνατό του, είχε
την ικανότητα να αναπτύσσει άριστες σχέσεις στα κινηματογραφικά πλατό με
όλους τους συντελεστές, ενώ η εμπειρία του από την ηθοποιία τον βοήθησε
να έρχεται κοντά τους, να τους καταλαβαίνει και να τον εμπιστεύονται,
βγάζοντας το καλύτερο αποτέλεσμα.
Θα
φύγει πρόωρα χτυπημένος από τον καρκίνο το 2008, αφήνοντάς πίσω του
αγαπημένες ταινίες, αλλά και κάποιες εμφανίσεις του ως ηθοποιού, με
χαρακτηριστικότερη εκείνη στην τελευταία δημιουργία του Κιούμπρικ «Μάτια
Ερμητικά Κλειστά», αλλά και ένα κενό. Αυτό, μιας εποχής που οι
σκηνοθέτες ακόμη και σε εύπεπτα ίσως και φαινομενικά αδιάφορα φιλμ,
έβαζαν την προσωπική τους υπογραφή και τις αγωνίες τους που μπορεί να
ενοχλούσαν τα «αφεντικά», αλλά ακουμπούσαν το ευρύτερο κοινό και το
έβγαζαν από την αίθουσα σοφότερο.
16/06/2024 11:00
Από τις λιγοστές περιπτώσεις σημαντικών σκηνοθετών, που για κάποιο λόγο δεν απόκτησε ποτέ την αίγλη που του έπρεπε, δεν μπήκε στον κατάλογο των μεγάλων σκηνοθετών, παρότι ήταν παραγωγικότατος, αγαπούσε τους ηθοποιούς, ήξερε να παίρνει το καλύτερο από τους σταρ και έκανε πολλές εξαιρετικές ταινίες, από τις οποίες ορισμένες δικαίως χαρακτηρίζονται κλασικές. Ο λόγος για τον αξέχαστο και πάντα χαλαρό και οικείο, λόγω της συμμετοχής του ως ηθοποιού σε αρκετές ταινίες, Σίντνεϊ Πόλακ, από τις αξιοσέβαστες προσωπικότητες του Χόλιγουντ.
Ένας σκηνοθέτης που είχε στέρεη και
διεισδυτική αφηγηματική ικανότητα, με πολλές ευδιάκριτες καλλιτεχνικές
αποχρώσεις στο έργο του, παρέδιδε πάντα αξιόλογες δουλειές, ενώ
ορισμένες φορές έφτανε μέχρι και τα Όσκαρ και πολύ περισσότερες κέρδιζε
το κοινό. Ο Σίντνεϊ Πόλακ, είχε πέραση στο ευρύτερο κοινό, ίσως κάτι που
δεν του συγχωρούσε το «φεστιβαλικό σύστημα», παρότι στεκόταν σταθερά
απέναντι στις καθεστωτικές λογικές και τις συντηρητικές αμερικάνικες
πολιτικές. Με διαπεραστικό χιούμορ και ιδιαιτέρως αρρενωπή αφήγηση και
συνάμα εχθρός της ανδρικής τοξικότητας, θα δημιουργήσει ένα ανδρικό
κινηματογραφικό χαρακτήρα, ασυμβίβαστο, ρομαντικό, γοητευτικό, που στο
τέλος έφευγε από την οθόνη ηττημένος, έχοντας ως πρότυπο μοντέλο τον
Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Συμπληρώνοντας 90 χρόνια από τη
γέννησή του (1 Ιουλίου 1934), ο Πόλακ, που πέθανε πρόωρα, σε ηλικία 73
ετών, πριν περίπου 15 χρόνια, στις 26 Μαΐου του 2008, θα αφήσει πίσω του
σπουδαίες ταινίες, όπως «Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν», «Τα
Καλύτερά μας χρόνια», «Οι Τρεις μέρες του κόνδορα», «Πέρα από την
Αφρική», «Μυστική Οργάνωση Γιακούζα», «Ο Ηλεκτρικός Καβαλάρης», «Χωρίς
Δόλο», ενώ θα τον αγαπήσουμε περισσότερο και από τις εμφανίσεις του ως
καρατερίστα σε κάποιες σημαντικές ταινίες, με χαρακτηριστικότερες
εκείνες στα φιλμ «Μάτια Ερμητικά Κλειστά» του Στάνλεϊ Κιούμπρικ και
«Παντρεμένα Ζευγάρια» του Γούντι Άλεν. Σκηνοθέτησε συνολικά 21 ταινίες,
έκανε την παραγωγή σε 47 και έπαιξε 32 ρόλους ως ηθοποιός σε ταινίες και
τηλεοπτικές σειρές.
Ο Πόλακ
γεννήθηκε το 1934 στο Λαφαγιέτ της Ιντιάνα, από οικογένεια Εβραίων
μεταναστών, από τη Ρεβέκα και τον Ντέιβιντ, έναν ημιεπαγγελματία πυγμάχο
και φαρμακοποιό. Οι γονείς του θα χωρίσουν όταν ήταν ακόμη μικρός, ενώ η
μητέρα του υπέφερε από αλκοολισμό και ψυχολογικά προβλήματα και πέθανε
σε ηλικία μόλις 37 χρόνων, όταν ο Πόλακ ήταν 16 χρόνων. Παρά τα σχέδιά
του για να μπει στην Ιατρική σχολή, ο Πολακ θα φύγει από την Ιντιάνα για
τη Νέα Υόρκη στα 17 του, μέσα σε ένα φορτηγό ξυλείας. Μετά το τέλος της
στρατιωτικής του θητείας, θα λάβει πρόσκληση από τον Μάισνερ για να
γίνει βοηθός του, αλλά οι άνθρωποι που τον επηρέασαν καθοριστικά για να
ασχοληθεί με τον χώρο του θεάματος ήταν ο σπουδαίος Τζον Φρανκεχάιμερ,
που τον έφερε στο Λος Άντζελες ως νεαρό ηθοποιό και ο Μπαρτ Λάνκαστερ,
που στην ταινία του πρώτου «Άγρια Νιάτα», τον έπεισε ότι έπρεπε να κάνει
το βήμα προς τη σκηνοθεσία.
Ο
Πόλακ, θα μπει πρώτα στα τηλεοπτικά πλατό, σκηνοθετώντας ένα επεισόδιο
του «The Twilight Zone» και κάποια επεισόδια του «Φυγά» και της «Ώρας
του Άλφρεντ Χίτσκοκ». Θα ακολουθήσει το άλμα στον κινηματογράφο, με
ταινίες που τράβηξαν το ενδιαφέρον του κοινού, ενώ το ντεμπούτο του το
έκανε με το δραματικό «The Slender Thread», με πρωταγωνιστή τον Πουατιέ.
Η
πρώτη του μεγάλη επιτυχία θα έρθει με το συνταρακτικό δράμα «Σκοτώνουν
τα Άλογα Όταν Γεράσουν», δίνοντας στην Τζέιν Φόντα την ευκαιρία να κάνει
έναν αξιομνημόνευτο ρόλο και ο ίδιος να είναι υποψήφιος για πρώτη φορά
με το Όσκαρ σκηνοθεσίας. Τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ, με τον οποίο είχε
αναπτύξει μία μακρά φιλία από τη δεκαετία του ‘50, θα συναντήσει
καλλιτεχνικά στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, όταν θα τον σκηνοθετήσει
στο γουέστερν «Ιερεμίας Τζόνσον» το 1972 και τον επόμενο χρόνο στο
κλασικό αισθηματικό δράμα και αρκούντως πολιτικό «Τα Καλύτερα μας
Χρόνια», αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την συμπρωταγωνίστριά του Μπάρμπαρα
Στρέιζαντ. Αμέσως μετά, θα γυρίσει το δυνατό θρίλερ «Μυστική Οργάνωση
Γιακούζα», με τον Ρόμπερτ Μίτσαμ, ενώ το 1979 θα έρθει η ώρα του
«Ηλεκτρικού Καβαλάρη», μία ιδιαίτερη ταινία για την αμερικάνικη παρακμή
και τη φυγή προς την παρθένα φύση, ενώνοντας τον Ρέντφορντ με την Τζέιν
Φόντα.
Ωστόσο,
εδώ, πρέπει να πάμε λίγο πίσω, στο 1975 και να σταθούμε, γιατί είναι η
χρονιά του θαυμάσιου κατασκοπικού – και πολιτικού – θρίλερ «Οι Τρεις
Μέρες του Κόνδορα», μιας εμβληματικής ταινίας του είδους, με τον
Ρέντφορντ να κερδίζει τις εντυπώσεις, έχοντας δίπλα του την υπέροχη Φέι
Ντάναγουεϊ. Ένα φιλμ με πολιτικές προεκτάσεις για τον ρόλο των
αμερικάνικων μυστικών υπηρεσιών και τις παρεμβάσεις τους στην προσωπική
ζωή των ανθρώπων.
Τη
δεκαετία του ‘80 θα γευτεί τη δόξα, καθώς το 1982 θα παραδώσει την
τεράστια επιτυχία «Τούτσι», παρά τους θρυλικούς καυγάδες του με τον
Ντάστιν Χόφμαν. Εμπορικός θρίαμβος και δέκα υποψηφιότητες Όσκαρ, θα
καταστήσουν τον Πόλακ ως ένα από τα πιο εμπορικά ονόματα του Χόλιγουντ.
Το 1985 θα είναι η ώρα της δικαίωσης, καθώς θα είναι η χρονιά του «Πέρα
από την Αφρική», των 11 υποψηφιοτήτων για Όσκαρ και των επτά κατακτήσεων
και ανάμεσά τους εκείνων της καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας. Ο Πόλακ
θα αφηγηθεί, όπως εκείνος ήξερε, ένα ρομαντικό δράμα και για μια ακόμη
φορά θα φτιάξει ένα αλησμόνητο πρωταγωνιστικό ζευγάρι, με Ρέντφορντ –
Στριπ.
Ο Πόλακ, που δεν άφησε ποτέ τα
χρέη παραγωγού και του «παίχτη» της κινηματογραφικής βιομηχανίας, θα
μπει στη δεκαετία του ‘90 με τη φιλόδοξη «Αβάνα», ένα φιλμ φόρος τιμής
στην πολυαγαπημένη του «Καζαμπλάνκα», για τις περιπέτειες ενός
τζογαδόρου τυχοδιώκτη, του – αγαπημένου του – Ρόμπερτ Ρέντφορντ στη
φλεγόμενη Κούβα, λίγο πριν πέσει η χούντα του Μπατίστα. Η ταινία παρότι
στέφθηκε από εμπορική αποτυχία και δέχθηκε σφόδρα κριτική, έχει μία
ιδιαίτερη γοητεία, έναν άψογο πρωταγωνιστή και μια απολαυστική ρομαντική
ιστορία.
Στα
τελευταία χρόνια της δημιουργικότητάς του, ο Πόλακ θα δείξει την κόπωσή
του, πάντα όμως με ένα ξεχωριστό στιλ. Θα κάνει μία τεράστια επιτυχία
με τον Τομ Κρουζ στην καλογυρισμένη «Φίρμα», απ’ την οποία όμως λείπει η
αιχμή και ο στοχασμός, ενώ το ριμέικ της ρομαντικής κομεντί «Σαμπρίνα»
με τον Χάρισον Φορντ (το πρωτότυπο ήταν σε σκηνοθεσία Γουάιλντερ και
πρωταγωνιστούσε ο Μπόγκαρντ) να μην πείθει ιδιαίτερα, ενώ το κύκνειο
άσμα του ήταν το κατασκοπικό θρίλερ «Η Διερμηνέας» με την Νικόλ Κίντμαν.
Ο
Σίντνεϊ Πόλακ, που έζησε μία ήσυχη προσωπική ζωή, καθώς ήταν
παντρεμένος από το 1958 με τη συμμαθήτριά του στην υποκριτική Κλερ
Γκρίσγουολντ και με την οποία έζησε μαζί της μέχρι το θάνατό του, είχε
την ικανότητα να αναπτύσσει άριστες σχέσεις στα κινηματογραφικά πλατό με
όλους τους συντελεστές, ενώ η εμπειρία του από την ηθοποιία τον βοήθησε
να έρχεται κοντά τους, να τους καταλαβαίνει και να τον εμπιστεύονται,
βγάζοντας το καλύτερο αποτέλεσμα.
Θα
φύγει πρόωρα χτυπημένος από τον καρκίνο το 2008, αφήνοντάς πίσω του
αγαπημένες ταινίες, αλλά και κάποιες εμφανίσεις του ως ηθοποιού, με
χαρακτηριστικότερη εκείνη στην τελευταία δημιουργία του Κιούμπρικ «Μάτια
Ερμητικά Κλειστά», αλλά και ένα κενό. Αυτό, μιας εποχής που οι
σκηνοθέτες ακόμη και σε εύπεπτα ίσως και φαινομενικά αδιάφορα φιλμ,
έβαζαν την προσωπική τους υπογραφή και τις αγωνίες τους που μπορεί να
ενοχλούσαν τα «αφεντικά», αλλά ακουμπούσαν το ευρύτερο κοινό και το
έβγαζαν από την αίθουσα σοφότερο.
ΣΧΟΛΙΑ