Σκάλα Φούρκας: Ένα μεταβυζαντινό ναυάγιο γεμάτο ευρήματα γεννά σενάρια στη φαντασία μας (υπέροχες εικόνες)
27/03/2024 18:00
27/03/2024 18:00
Ανεκτίμητους θησαυρούς έφερε στο φως η υποβρύχια σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε το 2023 από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στο γνωστό ναυάγιο μεταβυζαντινών/νεώτερων χρόνων της Σκάλας Φούρκας στη Χαλκιδική.
Η ανασκαφή συνεχίστηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά αποκαλύπτοντας νέο ακέραιο μπρούντζινο κανόνι.
καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα της μίας μακριάς πλευράς, της πλώρης και της πρύμνης, μέρος της τρόπιδας, το ποδόσταμα του νότιου άκρου και άλλα κατασκευαστικά στοιχεία του σκαριού.
Το ναυάγιο είναι κατάφορτο με κινητά ευρήματα, εκ των οποίων 120 ανελκύσθηκαν, φωτογραφήθηκαν και βρίσκονται σε στάδιο συντήρησης και μελέτης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ακέραιες μπρούντζινες λεκάνες,
πορσελάνινα φλιτζάνια με μπλε διακόσμηση,
πήλινα αποθηκευτικά και επιτραπέζια αγγεία (ο πηλός κάποιων από τα οποία υποδεικνύει τη βόρεια Αφρική ως πιθανό τόπο προέλευσης του φορτίου), μπρούντζινο μελανοδοχείο με τον κονδυλοφόρο του,
μικροσκοπικά μεταλλικά στοιχεία πιθανόν από ένδυση. Πλούσια είναι και τα οργανικά ευρήματα, όπως κατάλοιπα καλαθιών – σε ένα διακρίνονται δύο χρώματα-
Αρχικά το ναυάγιο θεωρήθηκε ότι μπορεί να σχετίζεται χρονολογικά με την περίοδο της επανάστασης του 1821, αλλά όπως λέει στο makthes.gr η επιστημονική υπεύθυνη αρχαιολόγος Δρ. Σταυρούλα Βραχιονίδου ενίοτε η πρόοδος των εργασιών δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από αυτά που λύνει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα πρώτο βασικό ζήτημα είναι η ακριβής χρονολόγηση του ναυαγίου. «Παρά τα χαρακτηριστικά ευρήματα, κανένα τους δε προσφέρει μέχρι στιγμής δεσμευτική στενή χρονολόγηση. Η χρονολόγηση του οργανικού υλικού με χημικές αναλύσεις ή ραδιενεργό άνθρακα 14 για τη συγκεκριμένη περίοδο ενέχει ένα ‘άνοιγμα’ 200 χρόνων, επομένως δεν καθίσταται ιδιαίτερα βοηθητική. Τα κανόνια ανήκουν χρονολογικά σε πρωιμότερη περίοδο από τις αρχές του 19ου αι. που αρχικά είχαμε θεωρήσει ως πιθανή χρονολογία για το ναυάγιο και συγκεκριμένα μπορούν να χρονολογηθούν από το 1500 έως το 1670. Γνωρίζουμε ωστόσο πως μπρούντζινα κανόνια που εξακολουθούσαν να είναι αξιόμαχα συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται, τουλάχιστον στην Ανατολή, έως τα μέσα του 19ου αι. Διάφορα στοιχεία, μεταξύ άλλων και η φθορά στην οπή του κανονιού Γ συνηγορούν για μακρά περίοδο χρήσης».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πορσελάνινα αγγεία. Πορσελάνες εισάγονταν αθρόα από την Κίνα κυρίως κατά τη δυναστεία Τσιγκ (1644-1911) και λιγότερο κατά τη δυναστεία Μινγκ (1398-1643). Στην Ευρώπη αντιγράφηκαν σταδιακά, κυρίως στην Αγγλία και Ολλανδία. Οι μπλε-άσπρες πορσελάνες ονομάζονται συχνά Delftware, από την πόλη της Ολλανδίας που ειδικεύτηκε στην παραγωγή τους από το 1600 μέχρι τον 18ο αι., με περίοδο ακμής το 1640-1740. «Αν και οι δικές μας πορσελάνες είναι ολλανδικές, όπως με κάθε επιφύλαξη προτείνουμε, τότε έχουμε μία κάπως στενότερη χρονολόγηση. Άλλες τυπολογίες ευρημάτων, όπως τα αποθηκευτικά αγγεία, παραμένουν παρόμοιες ή απαράλλαχτες για αιώνες, οπότε δε βοηθούν», επισημαίνει η κ. Βραχιονίδου.
Το καριοφίλι πάντως, αν και η μη διατήρηση του μηχανισμού ανάφλεξης καθιστά δύσκολη την ακριβή χρονολόγησή του, δεν φαίνεται να μπορεί να είναι πολύ πρωιμότερο του 18ου αι. «Μέχρι τη συντήρηση και συγκόλληση των ευρημάτων και την απόκτηση ασφαλέστερων στοιχείων θεωρούμε τη χρονολογική ένταξη του ναυαγίου μεταξύ του 17ου και 19ου
αι. την ορθότερη επιλογή», τονίζει η επιστήμων.
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί είναι η προέλευση του πλοίου. Το μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο που βρέθηκε το 2022 έχει εξωτερικό λευκοκίτρινο επίχρισμα και πορτοκαλοκόκκινο αμμώδη πηλό, που αποτελούν ενδείξεις για προέλευση από τη Β. Αφρική. Αντίστοιχα αγγεία παράγονταν για παράδειγμα για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Β. Τυνησία, σε κέντρα όπως η Τζέρμπα, το Serfi και το Nofsi. Αμμώδη ψιλόκοκκο πηλό που συναντούμε επίσης στη Β. Αφρική έχουν και τα πολυάριθμα αγγεία με ηθμό κιτρινόφαιου πηλού και εγχάρακτης διακόσμησης που βρέθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στην ανασκαφή, ενώ και ένας τύπος χουρμά πιθανόν φύεται σε περιοχές της ΒΔ Αφρικής. Επομένως είναι πιθανή μια προέλευση του φορτίου, αν όχι του ίδιου του πλοίου, από τη ΒΔ Αφρική.
Αίνιγμα αποτελεί και το γεγονός αν πρόκειται για εμπορικό ή πολεμικό καράβι. Γνωρίζουμε ότι και τα εμπορικά καράβια διέθεταν κανόνια για την προστασία τους και την απόκρουση των πειρατών. Από την άλλη μεριά τα πολεμικά πλοία δεν διαφέρουν ιδιαίτερα τυπολογικά την εποχή αυτή από τα εμπορικά. «Το πλοίο φαίνεται κατάφορτο με αντικείμενα, όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αυτά να προορίζονταν για το ίδιο το πλήρωμα και τη συντήρησή του. Η πρόοδος της ανασκαφής θα είναι προφανώς καθοριστική στη διαλεύκανση του ερωτήματος», λέει η κ. Βραχιονίδου.
Τέλος, προβληματίζει η θέση εύρεσης του πλοίου σε τόσο κοντινή απόσταση από την ακτή, σε μια περιοχή που εκείνα τα χρόνια ήταν παντελώς έρημη και χωρίς δρόμους επικοινωνίας με το εσωτερικό. Μήπως δεν ήταν το πλοίο αμυνόμενο κατά των πειρατών αλλά το ίδιο πειρατικό; Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα της ανασκαφής φαίνεται ότι δεν συγκρούστηκε ή βυθίστηκε από αντίπαλο πλοίο αλλά βυθίστηκε στην ακτή, όπου και, άγνωστο γιατί, καλύφθηκε πολύ γρήγορα από την άμμο του βυθού. Το ποια άλλα σενάρια μπορούν να φανούν πειστικά για τη μοίρα του πλοίου και των επιβατών του αφήνεται πλέον στην πρόοδο της ανασκαφής των επόμενων ετών αλλά και στη φαντασία μας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν στη διάρκεια της 36ης Επιστημονικής Συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη (Πέμπτη 28 Μαρτίου. 8.45μμ – 9μμ) που θα πραγματοποιηθεί στο Αμφιθέατρο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ στις 28 και 29 Μαρτίου.
Ανεκτίμητους θησαυρούς έφερε στο φως η υποβρύχια σωστική ανασκαφή που πραγματοποιήθηκε το 2023 από την Εφορεία Εναλίων Αρχαιοτήτων στο γνωστό ναυάγιο μεταβυζαντινών/νεώτερων χρόνων της Σκάλας Φούρκας στη Χαλκιδική.
Η ανασκαφή συνεχίστηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά αποκαλύπτοντας νέο ακέραιο μπρούντζινο κανόνι.
καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα της μίας μακριάς πλευράς, της πλώρης και της πρύμνης, μέρος της τρόπιδας, το ποδόσταμα του νότιου άκρου και άλλα κατασκευαστικά στοιχεία του σκαριού.
Το ναυάγιο είναι κατάφορτο με κινητά ευρήματα, εκ των οποίων 120 ανελκύσθηκαν, φωτογραφήθηκαν και βρίσκονται σε στάδιο συντήρησης και μελέτης. Ανάμεσά τους ξεχωρίζουν ακέραιες μπρούντζινες λεκάνες,
πορσελάνινα φλιτζάνια με μπλε διακόσμηση,
πήλινα αποθηκευτικά και επιτραπέζια αγγεία (ο πηλός κάποιων από τα οποία υποδεικνύει τη βόρεια Αφρική ως πιθανό τόπο προέλευσης του φορτίου), μπρούντζινο μελανοδοχείο με τον κονδυλοφόρο του,
μικροσκοπικά μεταλλικά στοιχεία πιθανόν από ένδυση. Πλούσια είναι και τα οργανικά ευρήματα, όπως κατάλοιπα καλαθιών – σε ένα διακρίνονται δύο χρώματα-
Αρχικά το ναυάγιο θεωρήθηκε ότι μπορεί να σχετίζεται χρονολογικά με την περίοδο της επανάστασης του 1821, αλλά όπως λέει στο makthes.gr η επιστημονική υπεύθυνη αρχαιολόγος Δρ. Σταυρούλα Βραχιονίδου ενίοτε η πρόοδος των εργασιών δημιουργεί περισσότερα ερωτήματα από αυτά που λύνει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ένα πρώτο βασικό ζήτημα είναι η ακριβής χρονολόγηση του ναυαγίου. «Παρά τα χαρακτηριστικά ευρήματα, κανένα τους δε προσφέρει μέχρι στιγμής δεσμευτική στενή χρονολόγηση. Η χρονολόγηση του οργανικού υλικού με χημικές αναλύσεις ή ραδιενεργό άνθρακα 14 για τη συγκεκριμένη περίοδο ενέχει ένα ‘άνοιγμα’ 200 χρόνων, επομένως δεν καθίσταται ιδιαίτερα βοηθητική. Τα κανόνια ανήκουν χρονολογικά σε πρωιμότερη περίοδο από τις αρχές του 19ου αι. που αρχικά είχαμε θεωρήσει ως πιθανή χρονολογία για το ναυάγιο και συγκεκριμένα μπορούν να χρονολογηθούν από το 1500 έως το 1670. Γνωρίζουμε ωστόσο πως μπρούντζινα κανόνια που εξακολουθούσαν να είναι αξιόμαχα συνέχιζαν να χρησιμοποιούνται, τουλάχιστον στην Ανατολή, έως τα μέσα του 19ου αι. Διάφορα στοιχεία, μεταξύ άλλων και η φθορά στην οπή του κανονιού Γ συνηγορούν για μακρά περίοδο χρήσης».
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα πορσελάνινα αγγεία. Πορσελάνες εισάγονταν αθρόα από την Κίνα κυρίως κατά τη δυναστεία Τσιγκ (1644-1911) και λιγότερο κατά τη δυναστεία Μινγκ (1398-1643). Στην Ευρώπη αντιγράφηκαν σταδιακά, κυρίως στην Αγγλία και Ολλανδία. Οι μπλε-άσπρες πορσελάνες ονομάζονται συχνά Delftware, από την πόλη της Ολλανδίας που ειδικεύτηκε στην παραγωγή τους από το 1600 μέχρι τον 18ο αι., με περίοδο ακμής το 1640-1740. «Αν και οι δικές μας πορσελάνες είναι ολλανδικές, όπως με κάθε επιφύλαξη προτείνουμε, τότε έχουμε μία κάπως στενότερη χρονολόγηση. Άλλες τυπολογίες ευρημάτων, όπως τα αποθηκευτικά αγγεία, παραμένουν παρόμοιες ή απαράλλαχτες για αιώνες, οπότε δε βοηθούν», επισημαίνει η κ. Βραχιονίδου.
Το καριοφίλι πάντως, αν και η μη διατήρηση του μηχανισμού ανάφλεξης καθιστά δύσκολη την ακριβή χρονολόγησή του, δεν φαίνεται να μπορεί να είναι πολύ πρωιμότερο του 18ου αι. «Μέχρι τη συντήρηση και συγκόλληση των ευρημάτων και την απόκτηση ασφαλέστερων στοιχείων θεωρούμε τη χρονολογική ένταξη του ναυαγίου μεταξύ του 17ου και 19ου
αι. την ορθότερη επιλογή», τονίζει η επιστήμων.
Ένα άλλο θέμα που απασχολεί είναι η προέλευση του πλοίου. Το μεγάλο αποθηκευτικό αγγείο που βρέθηκε το 2022 έχει εξωτερικό λευκοκίτρινο επίχρισμα και πορτοκαλοκόκκινο αμμώδη πηλό, που αποτελούν ενδείξεις για προέλευση από τη Β. Αφρική. Αντίστοιχα αγγεία παράγονταν για παράδειγμα για μεγάλο χρονικό διάστημα στη Β. Τυνησία, σε κέντρα όπως η Τζέρμπα, το Serfi και το Nofsi. Αμμώδη ψιλόκοκκο πηλό που συναντούμε επίσης στη Β. Αφρική έχουν και τα πολυάριθμα αγγεία με ηθμό κιτρινόφαιου πηλού και εγχάρακτης διακόσμησης που βρέθηκαν σε μεγάλες ποσότητες στην ανασκαφή, ενώ και ένας τύπος χουρμά πιθανόν φύεται σε περιοχές της ΒΔ Αφρικής. Επομένως είναι πιθανή μια προέλευση του φορτίου, αν όχι του ίδιου του πλοίου, από τη ΒΔ Αφρική.
Αίνιγμα αποτελεί και το γεγονός αν πρόκειται για εμπορικό ή πολεμικό καράβι. Γνωρίζουμε ότι και τα εμπορικά καράβια διέθεταν κανόνια για την προστασία τους και την απόκρουση των πειρατών. Από την άλλη μεριά τα πολεμικά πλοία δεν διαφέρουν ιδιαίτερα τυπολογικά την εποχή αυτή από τα εμπορικά. «Το πλοίο φαίνεται κατάφορτο με αντικείμενα, όμως δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα αυτά να προορίζονταν για το ίδιο το πλήρωμα και τη συντήρησή του. Η πρόοδος της ανασκαφής θα είναι προφανώς καθοριστική στη διαλεύκανση του ερωτήματος», λέει η κ. Βραχιονίδου.
Τέλος, προβληματίζει η θέση εύρεσης του πλοίου σε τόσο κοντινή απόσταση από την ακτή, σε μια περιοχή που εκείνα τα χρόνια ήταν παντελώς έρημη και χωρίς δρόμους επικοινωνίας με το εσωτερικό. Μήπως δεν ήταν το πλοίο αμυνόμενο κατά των πειρατών αλλά το ίδιο πειρατικό; Από τα μέχρι στιγμής δεδομένα της ανασκαφής φαίνεται ότι δεν συγκρούστηκε ή βυθίστηκε από αντίπαλο πλοίο αλλά βυθίστηκε στην ακτή, όπου και, άγνωστο γιατί, καλύφθηκε πολύ γρήγορα από την άμμο του βυθού. Το ποια άλλα σενάρια μπορούν να φανούν πειστικά για τη μοίρα του πλοίου και των επιβατών του αφήνεται πλέον στην πρόοδο της ανασκαφής των επόμενων ετών αλλά και στη φαντασία μας.
Τα αποτελέσματα της έρευνας θα παρουσιαστούν στη διάρκεια της 36ης Επιστημονικής Συνάντησης για το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και τη Θράκη (Πέμπτη 28 Μαρτίου. 8.45μμ – 9μμ) που θα πραγματοποιηθεί στο Αμφιθέατρο της Παλιάς Φιλοσοφικής Σχολής του ΑΠΘ στις 28 και 29 Μαρτίου.
ΣΧΟΛΙΑ