Σώτος Ζαχαριάδης: «Εμένα δε με πειράζει ένας καλλιτέχνης να είναι ευτυχισμένος»
21/01/2023 08:00
21/01/2023 08:00
Φωτογραφίες: Αναστασία Ζησοπούλου
Ο Σώτος Ζαχαριάδης έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του τόσο με τη ζωγραφική όσο και τη Θεσσαλονίκη. Γεννημένος το 1960, μεγάλωσε και εμπνεύστηκε στο ιστορικό κέντρο της πόλης από όπου και υπηρετεί πιστά την Τέχνη του για πάνω από 40 χρόνια.
Πατέρας τεσσάρων παιδιών και πέντε Τεχνών, o ίδιος δηλώνει πρώτα απ’ όλα ζωγράφος αλλά υποστηρίζει έμπρακτα και τις ιδιότητές του ως ποιητής, μουσικός, γλύπτης και χαράκτης. Έχει μια πλούσια διαδρομή στην πόλη και είναι γνωστός κυρίως για το καλλιτεχνικό του έργο, τα μαθήματα ζωγραφικής που κάνει σε ασθενείς του Ψυχιατρείου εδώ και 37 χρόνια, αλλά και τα θρυλικά πάρτι του.
Ένας μεγάλος χώρος, πνιγμένος από έργα τέχνης, κυρίως πίνακες ζωγραφικής αλλά και γλυπτά, διάφορους καλλιτεχνικούς πειραματισμούς και μουσικά όργανα. Ένας «Ιερός Ναός της Τέχνης» θα ‘λεγε κανείς.
Το «ποίμνιο» ήταν ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων στοιχείων, διαφορετικών καταβολών και με μεγάλο εύρος ηλικιών. Κάποιοι έπαιζαν μουσική, κάποιοι χόρευαν, άλλοι χάζευαν τους πίνακες και οι περισσότεροι συζητούσαν. Δεν θα ξεπερνούσαν συνολικά τα 50-60 άτομα.
Ο Σώτος ξεχώριζε από μακριά. Φορούσε καπέλο, τιράντες και ένα κόκκινο πουκάμισο, ως αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής του χώρου, και καλωσόριζε εγκάρδια όποιον ερχόταν για να τον τιμήσει, ασχέτως αν τον ήξερε ή όχι.
«Το κάνω από πάντα, είναι ένα είδος ιεροτελεστίας» θα 'λεγε αργότερα.
«Επειδή γεννήθηκα απόκριες, οι γονείς μου το έκαναν κάθε χρόνο. Τα πάρτι αυτά τα συνέχισα και εγώ μετέπειτα. Ήταν ανοιχτά και δεν είχαν ποτέ οικονομικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, ήταν πάντα μποέμ και ο χαρακτήρας τους ήταν μάλλον ερωτικός: μια συνάντηση ετερόκλητων στοιχείων και ένας χώρος ανταλλαγής ιδεών και γνωριμίας. Κάποιοι γίναν φίλοι, άλλοι συνεργάτες, άλλοι σύντροφοι»
Ξεκίνησε να ζωγραφίζει την δεκαετία του ‘70, μια εποχή που, όπως αφηγείται, δεν υπήρχαν σχολές ζωγραφικής παρά μόνο ζωγράφοι. Πιστεύει ότι η Τέχνη δεν πρέπει να μπαίνει σε κουτάκια, και δε θεωρεί τη ζωγραφική ούτε χόμπι, ούτε επάγγελμα αλλά εργασία στην οποία μάλιστα, επιδίδεται άοκνα. Παρακολούθησε κάποια μαθήματα αλλά ποτέ του δε πήγε σε Σχολή Καλών Τεχνών. «Η ζωγραφική δεν διδάσκεται στις Σχολές.» λέει, και προσθέτει «Αυτές, αν και προσφέρουν μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα, μάλλον ευνουχίζουν τον καλλιτέχνη και δεν τον απελευθερώνουν»
Μελέτησε μόνος του την ιστορία της Τέχνης και έκατσε δίπλα σε σημαντικούς ζωγράφους της εποχής όπως ο Λουκάς Βενετούλιας, ο Κώστας Λούστας και ο Κώστας Λαχάς, οι οποίοι του έδωσαν πολύτιμα εφόδια και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική του πορεία.
Ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της ζωής του, έκανε πάνω από 50 διαφορετικά επαγγέλματα για να βιοποριστεί, όλα χειρωνακτικά, τα οποία, όπως λέει, τον έκαναν να δημιουργήσει μια διαφορετική σχέση με την τρίτη διάσταση, τα αντικείμενα. Μια περίοδο μάλιστα, αφηγείται, «όταν έβγαινα έξω δεν έπαιρνα μαζί μου πινέλα αλλά πριόνια. σύρματα και σχοινιά για να φτιάχνω γλυπτά από σκουπίδια.»
«Η ζωγραφική για μένα είναι ό,τι λέει η λέξη: γράφω τη ζωή, δηλαδή ό,τι ζω εν αντιθέσει με τη φωτογραφία πχ που, αντίστοιχα, γράφει το φως δηλαδή ό, τι βλέπει. Προσωπικά δε νιώθω ζωγράφος της παρακμής, με την έννοια της δυστυχίας και της ατέρμονης διαταλάντευσης. Εμένα δε με πειράζει ένας καλλιτέχνης να είναι ευτυχισμένος. Πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε αλκοολικοί ή εθισμένοι; Είμαστε Μεσογειακοί άλλωστε»
Στην αρχή αντέγραφε το χώρο γύρω του, νεκρές φύσεις, τοπία και πορτραίτα, θεματολογία που κυριαρχεί σε πολλά έργα του μέχρι και σήμερα.
Πλέον εμπνέεται από ό,τι βλέπει: από τα σοκάκια του ιστορικού κέντρου και το ρεμπέτικο μέχρι μια όμορφη κοπέλα στη στάση και το θρησκευτικό συναίσθημα.
Κατά τη γνώμη του,για να γίνει κανείς ζωγράφος χρειάζεται κουλτούρα, κότσια, πειθαρχία, εργατικότητα και θέληση. «Πρέπει να μπορεί να βλέπει παραπάνω πράγματα από τους άλλους ανθρώπους. Να είναι πλούσιος σε βιώματα και σε συναισθήματα, να αναζητεί τα όρια του ανθρώπινου μυαλού και του εαυτού του. Να μπορεί να καταγράψει τη ζωή μέσω τη ζωγραφικής, δηλαδή μέσω της εικόνας ως οπτική αφήγηση.»
Πιστεύει ότι κανένας καλλιτέχνης δε δημιουργεί για τον εαυτό του και όποιος το κάνει συνειδητοποιημένα φέρει και την ευθύνη αυτού: δεν βγάζει ακατέργαστο υλικό και σέβεται το κοινό. «Αν δεν έβλεπε κανείς τα έργα, κανείς δε θα τα δημιουργούσε. Ακόμα και οι σπηλαιογραφίες έγιναν για να τις δει κάποιος» θα πει χαρακτηριστικά.
«Δεν μπορώ βέβαια να πω φυσικά ότι όταν ένα έργο έχει απήχηση δε μου δίνει ικανοποίηση, Αλλά δεν παρασύρομαι. Πρέπει να ξέρεις πότε ένα έργο είναι ολοκληρωμένο και δεν έχεις να προσθέσεις ούτε μια πινελιά.»
Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του καλλιτέχνη παντός καιρού και δηλώνει πως η περίοδος του κορονοϊού ήταν παράδεισος για αυτόν καθώς επιδόθηκε απερίσπαστα στην καλλιτεχνική του δημιουργία. «Ζωγραφίζω, αυτό κάνω. Και πόλεμος να γίνει, θα βρω έναν τοίχο και καμιά σκόνη και πάλι θα ζωγραφίζω.»
Σε ό,τι αφορά στη Θεσσαλονίκη πάντως, πιστεύει ότι δεν προσφέρει ευκαιρίες, και για να βγει κάποιος από την αφάνεια πρέπει να φύγει είτε στην Αθήνα είτε στο εξωτερικό.
Στο γιατί δεν επέλεξε ο ίδιος αυτή τη λύση, απάντησε ότι όταν το προσπάθησε ήταν αργά γι’ αυτόν υπογραμμίζοντας ότι «για να πετύχει κανείς έξω καλλιτεχνικά πρέπει να φύγει νέος.»
«Η Τέχνη, έχει αρχίσει να φτάνει σε ένα αδιέξοδο» θα πει λίγο αργότερα.
«Ο κόσμος, λόγω της συσσωρευμένης πληροφορίας και της έλλειψης σχετικής παιδείας, έχει χάσει την αισθητική του. Από τότε που τα μουσεία πήραν τα ηνία της Τέχνης, την εγκλώβισαν σε μεγάλες εκθέσεις κάτω από το πέπλο μιας συμβατικότητας και ενός κρατικού μηχανισμού. Οι γκαλερί ήταν κάτι πιο ατίθασο, γιατί ήταν μέσα από ιδιωτική πρωτοβουλία. Δυστυχώς έχουν μείνει ελάχιστες».
Πάντως για το μέλλον στη ζωγραφική, φάνηκε αισιόδοξος: «Όσο υπάρχει ο Άνθρωπος η Τέχνη έχει μέλλον, δεν ανησυχώ, θα βρει τον δρόμο της.»
Ώρες: 9:00 - 14:00 και 17:00 - 21:00
Διεύθυνση: Βαφόπουλου 5, 54646
Τηλ: 231 331 8700
21/04/2023 18:34
24/06/2023 17:06
Φωτογραφίες: Αναστασία Ζησοπούλου
Ο Σώτος Ζαχαριάδης έχει συνδέσει άρρηκτα το όνομά του τόσο με τη ζωγραφική όσο και τη Θεσσαλονίκη. Γεννημένος το 1960, μεγάλωσε και εμπνεύστηκε στο ιστορικό κέντρο της πόλης από όπου και υπηρετεί πιστά την Τέχνη του για πάνω από 40 χρόνια.
Πατέρας τεσσάρων παιδιών και πέντε Τεχνών, o ίδιος δηλώνει πρώτα απ’ όλα ζωγράφος αλλά υποστηρίζει έμπρακτα και τις ιδιότητές του ως ποιητής, μουσικός, γλύπτης και χαράκτης. Έχει μια πλούσια διαδρομή στην πόλη και είναι γνωστός κυρίως για το καλλιτεχνικό του έργο, τα μαθήματα ζωγραφικής που κάνει σε ασθενείς του Ψυχιατρείου εδώ και 37 χρόνια, αλλά και τα θρυλικά πάρτι του.
Ένας μεγάλος χώρος, πνιγμένος από έργα τέχνης, κυρίως πίνακες ζωγραφικής αλλά και γλυπτά, διάφορους καλλιτεχνικούς πειραματισμούς και μουσικά όργανα. Ένας «Ιερός Ναός της Τέχνης» θα ‘λεγε κανείς.
Το «ποίμνιο» ήταν ένα συνονθύλευμα ετερόκλητων στοιχείων, διαφορετικών καταβολών και με μεγάλο εύρος ηλικιών. Κάποιοι έπαιζαν μουσική, κάποιοι χόρευαν, άλλοι χάζευαν τους πίνακες και οι περισσότεροι συζητούσαν. Δεν θα ξεπερνούσαν συνολικά τα 50-60 άτομα.
Ο Σώτος ξεχώριζε από μακριά. Φορούσε καπέλο, τιράντες και ένα κόκκινο πουκάμισο, ως αναπόσπαστο κομμάτι της αισθητικής του χώρου, και καλωσόριζε εγκάρδια όποιον ερχόταν για να τον τιμήσει, ασχέτως αν τον ήξερε ή όχι.
«Το κάνω από πάντα, είναι ένα είδος ιεροτελεστίας» θα 'λεγε αργότερα.
«Επειδή γεννήθηκα απόκριες, οι γονείς μου το έκαναν κάθε χρόνο. Τα πάρτι αυτά τα συνέχισα και εγώ μετέπειτα. Ήταν ανοιχτά και δεν είχαν ποτέ οικονομικό χαρακτήρα. Αντιθέτως, ήταν πάντα μποέμ και ο χαρακτήρας τους ήταν μάλλον ερωτικός: μια συνάντηση ετερόκλητων στοιχείων και ένας χώρος ανταλλαγής ιδεών και γνωριμίας. Κάποιοι γίναν φίλοι, άλλοι συνεργάτες, άλλοι σύντροφοι»
Ξεκίνησε να ζωγραφίζει την δεκαετία του ‘70, μια εποχή που, όπως αφηγείται, δεν υπήρχαν σχολές ζωγραφικής παρά μόνο ζωγράφοι. Πιστεύει ότι η Τέχνη δεν πρέπει να μπαίνει σε κουτάκια, και δε θεωρεί τη ζωγραφική ούτε χόμπι, ούτε επάγγελμα αλλά εργασία στην οποία μάλιστα, επιδίδεται άοκνα. Παρακολούθησε κάποια μαθήματα αλλά ποτέ του δε πήγε σε Σχολή Καλών Τεχνών. «Η ζωγραφική δεν διδάσκεται στις Σχολές.» λέει, και προσθέτει «Αυτές, αν και προσφέρουν μερικά σημαντικά πλεονεκτήματα, μάλλον ευνουχίζουν τον καλλιτέχνη και δεν τον απελευθερώνουν»
Μελέτησε μόνος του την ιστορία της Τέχνης και έκατσε δίπλα σε σημαντικούς ζωγράφους της εποχής όπως ο Λουκάς Βενετούλιας, ο Κώστας Λούστας και ο Κώστας Λαχάς, οι οποίοι του έδωσαν πολύτιμα εφόδια και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την καλλιτεχνική του πορεία.
Ο ίδιος, κατά τη διάρκεια της ζωής του, έκανε πάνω από 50 διαφορετικά επαγγέλματα για να βιοποριστεί, όλα χειρωνακτικά, τα οποία, όπως λέει, τον έκαναν να δημιουργήσει μια διαφορετική σχέση με την τρίτη διάσταση, τα αντικείμενα. Μια περίοδο μάλιστα, αφηγείται, «όταν έβγαινα έξω δεν έπαιρνα μαζί μου πινέλα αλλά πριόνια. σύρματα και σχοινιά για να φτιάχνω γλυπτά από σκουπίδια.»
«Η ζωγραφική για μένα είναι ό,τι λέει η λέξη: γράφω τη ζωή, δηλαδή ό,τι ζω εν αντιθέσει με τη φωτογραφία πχ που, αντίστοιχα, γράφει το φως δηλαδή ό, τι βλέπει. Προσωπικά δε νιώθω ζωγράφος της παρακμής, με την έννοια της δυστυχίας και της ατέρμονης διαταλάντευσης. Εμένα δε με πειράζει ένας καλλιτέχνης να είναι ευτυχισμένος. Πρέπει οπωσδήποτε να είμαστε αλκοολικοί ή εθισμένοι; Είμαστε Μεσογειακοί άλλωστε»
Στην αρχή αντέγραφε το χώρο γύρω του, νεκρές φύσεις, τοπία και πορτραίτα, θεματολογία που κυριαρχεί σε πολλά έργα του μέχρι και σήμερα.
Πλέον εμπνέεται από ό,τι βλέπει: από τα σοκάκια του ιστορικού κέντρου και το ρεμπέτικο μέχρι μια όμορφη κοπέλα στη στάση και το θρησκευτικό συναίσθημα.
Κατά τη γνώμη του,για να γίνει κανείς ζωγράφος χρειάζεται κουλτούρα, κότσια, πειθαρχία, εργατικότητα και θέληση. «Πρέπει να μπορεί να βλέπει παραπάνω πράγματα από τους άλλους ανθρώπους. Να είναι πλούσιος σε βιώματα και σε συναισθήματα, να αναζητεί τα όρια του ανθρώπινου μυαλού και του εαυτού του. Να μπορεί να καταγράψει τη ζωή μέσω τη ζωγραφικής, δηλαδή μέσω της εικόνας ως οπτική αφήγηση.»
Πιστεύει ότι κανένας καλλιτέχνης δε δημιουργεί για τον εαυτό του και όποιος το κάνει συνειδητοποιημένα φέρει και την ευθύνη αυτού: δεν βγάζει ακατέργαστο υλικό και σέβεται το κοινό. «Αν δεν έβλεπε κανείς τα έργα, κανείς δε θα τα δημιουργούσε. Ακόμα και οι σπηλαιογραφίες έγιναν για να τις δει κάποιος» θα πει χαρακτηριστικά.
«Δεν μπορώ βέβαια να πω φυσικά ότι όταν ένα έργο έχει απήχηση δε μου δίνει ικανοποίηση, Αλλά δεν παρασύρομαι. Πρέπει να ξέρεις πότε ένα έργο είναι ολοκληρωμένο και δεν έχεις να προσθέσεις ούτε μια πινελιά.»
Ο ίδιος αποκαλεί τον εαυτό του καλλιτέχνη παντός καιρού και δηλώνει πως η περίοδος του κορονοϊού ήταν παράδεισος για αυτόν καθώς επιδόθηκε απερίσπαστα στην καλλιτεχνική του δημιουργία. «Ζωγραφίζω, αυτό κάνω. Και πόλεμος να γίνει, θα βρω έναν τοίχο και καμιά σκόνη και πάλι θα ζωγραφίζω.»
Σε ό,τι αφορά στη Θεσσαλονίκη πάντως, πιστεύει ότι δεν προσφέρει ευκαιρίες, και για να βγει κάποιος από την αφάνεια πρέπει να φύγει είτε στην Αθήνα είτε στο εξωτερικό.
Στο γιατί δεν επέλεξε ο ίδιος αυτή τη λύση, απάντησε ότι όταν το προσπάθησε ήταν αργά γι’ αυτόν υπογραμμίζοντας ότι «για να πετύχει κανείς έξω καλλιτεχνικά πρέπει να φύγει νέος.»
«Η Τέχνη, έχει αρχίσει να φτάνει σε ένα αδιέξοδο» θα πει λίγο αργότερα.
«Ο κόσμος, λόγω της συσσωρευμένης πληροφορίας και της έλλειψης σχετικής παιδείας, έχει χάσει την αισθητική του. Από τότε που τα μουσεία πήραν τα ηνία της Τέχνης, την εγκλώβισαν σε μεγάλες εκθέσεις κάτω από το πέπλο μιας συμβατικότητας και ενός κρατικού μηχανισμού. Οι γκαλερί ήταν κάτι πιο ατίθασο, γιατί ήταν μέσα από ιδιωτική πρωτοβουλία. Δυστυχώς έχουν μείνει ελάχιστες».
Πάντως για το μέλλον στη ζωγραφική, φάνηκε αισιόδοξος: «Όσο υπάρχει ο Άνθρωπος η Τέχνη έχει μέλλον, δεν ανησυχώ, θα βρει τον δρόμο της.»
Ώρες: 9:00 - 14:00 και 17:00 - 21:00
Διεύθυνση: Βαφόπουλου 5, 54646
Τηλ: 231 331 8700
ΣΧΟΛΙΑ