ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Σπατάλη σε χρόνο, χρήμα και ανθρώπινο κεφάλαιο

Συνεπάγεται η αναντιστοιχία μεταξύ των σπουδών και των αναγκών της αγοράς εργασίας

 05/03/2019 13:00

Σπατάλη σε χρόνο, χρήμα  και ανθρώπινο κεφάλαιο

Σοφία Χριστοφορίδου

Κάθε χρόνο 70.000 - 75.000 νέοι εισάγονται στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας. Φέτος λειτούργησαν περισσότερα από 900 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, με δεκάδες φοιτητές το κάθε ένα. Αν δεν μεταναστεύσουν εκτός Ελλάδος, πολλοί από τους αποφοίτους θα βρεθούν να εργάζονται σε θέσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις σπουδές τους. Πρόκειται για τεράστια σπατάλη ανθρώπινου κεφαλαίου, χρόνου και δημόσιων πόρων.

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που διαθέτουν οι απασχολούμενοι και αυτών που χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Μόλις το 55,8% των νέων που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκουν εργασία στην πρώτη τριετία μετά την αποφοίτησή τους, ποσοστό που είναι και το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. Από αυτούς που βρίσκουν δουλειά, το 43,3% δεν απασχολείται σε θέσεις εργασίας που είναι ανάλογες των προσόντων τους. Αντίθετα, σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, προς τις οποίες μεταναστεύει μεγάλο μέρος του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, το εν λόγω ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο (Ηνωμένο Βασίλειο: 28,19%, Σουηδία: 19,94%, Γερμανία: 19,35%, Ολλανδία: 16,92%).

Το «χαρτί»: Όπως προκύπτει από μελέτη του ΣΕΒ, την περίοδο 2008-2017 το ποσοστό απασχόλησης ανθρώπων με υψηλότερου επιπέδου προσόντα από αυτά που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης αυξήθηκε κατά 60%. Περισσότεροι από τρεις στους δέκα απασχολούμενους με υψηλά προσόντα καλύπτουν θέσεις εργασίας, για τις οποίες απαιτούνται χαμηλότερου επιπέδου προσόντα. Αυτό το στοιχείο μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους.

Είτε ότι παράγουμε περισσότερους πτυχιούχους σε γνωστικά αντικείμενα που δεν έχει ανάγκη η αγορά εργασίας, με τη λογική που ταυτίζει το πτυχίο με το «χαρτί», που «όλο και θα χρειαστεί». Είτε γιατί η ελληνική οικονομία δημιουργεί θέσεις εργασίας που δεν χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις και άρα μπορεί κάποιος να τις καλύψει ακόμα κι αν δεν έχει σπουδάσει το αντικείμενο.

O δίσκος: Κάπως έτσι βρίσκονται νέοι με δύο και τρία «χαρτιά» να κρατούν το δίσκο του σερβιτόρου, για να βγάλουν το μεροκάματο. Στον ιδιωτικό τομέα πολύ περισσότερα προσόντα από όσα απαιτούν οι θέσεις έχουν οι εργαζόμενοι στον τουρισμό και την εστίαση (81%), στο εμπόριο (68%), οι υπάλληλοι γραφείου, οι εργαζόμενοι στη φύλαξη και καθαριότητα κτιρίων, στα τηλεφωνικά κέντρα (63%). Πρόκειται δηλαδή για τομείς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που δεν είναι έντασης γνώσης και δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη του ποσοστού υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, που αυξήθηκε από 76% το 2008, σε 91% το 2017. Η αύξηση αυτή είναι πιθανότατα συνέπεια της στροφής μέρους του ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων και νεαρής ηλικίας προς τον αγροτικό τομέα. Πρόκειται για μία τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.

Το ακαταμάχητο δημόσιο: Έξι στους δέκα απασχολούμενους στο δημόσιο διαθέτουν υψηλότερου επιπέδου προσόντα από αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων εργασίας, κι αυτό γιατί η σιγουριά του δημοσίου παραμένει ελκυστική. Εξάλλου, τα επιπλέον πτυχία αναγνωρίζονται με τη μορφή επιδομάτων, ενώ μετρούν και για την προαγωγή. Τι κι αν δεν έχουν σχέση με το άμεσο αντικείμενο εργασίας.

Αδιόριστοι εκπαιδευτικοί: Το 13% των πτυχιούχων προέρχονται από σχολές ανθρωπιστικών σπουδών. Πάνω από ένας στους δύο νέους αυτού του γνωστικού αντικειμένου απασχολούνται σε θέσεις εργασίας άσχετες με το πτυχίο τους. Κάθε χρόνο εισάγονται πάνω από 17.000 νέοι φοιτητές σε αυτές τις σχολές. Δηλαδή, περισσότεροι ακόμη και από τις 15.000 θέσεις διορισμών που υποσχέθηκε πρόσφατα η κυβέρνηση για την προσεχή τριετία, όταν πάνω από 150.000 πτυχιούχοι νηπιαγωγοί, δάσκαλοι, φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, γυμναστές, καθηγητές ξένων γλωσσών, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι, που επί χρόνια περιμένουν να διοριστούν…

Χωρίς προσόντα: Την ίδια ώρα, σε έρευνα που έκανε ο ΣΕΒ το 2018, πάνω από μία στις τρεις επιχειρήσεις (36%) δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολία στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας λόγω έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων από τους υποψήφιους. Το 46,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το προσωπικό τους δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες.

Επένδυση χωρίς αντίκρισμα: Οι σπουδές απαιτούν τεράστια επένδυση σε χρήμα, από τις οικογένειες των νέων παιδιών και φυσικά από το κράτος. Πτυχιούχοι και κάτοχοι μεταπτυχιακών, έπειτα από πέντε έως δέκα χρόνια σπουδών βρίσκονται να δουλεύουν σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερα προσόντα και προσφέρουν χαμηλότερες αμοιβές και σχεδόν καμία προοπτική εξέλιξης, τουλάχιστον όχι στο γνωστικό τους αντικείμενο. Κάτι πάει πολύ λάθος….

* Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Μαρτίου 2019

Κάθε χρόνο 70.000 - 75.000 νέοι εισάγονται στα ΑΕΙ και ΤΕΙ της χώρας. Φέτος λειτούργησαν περισσότερα από 900 προγράμματα μεταπτυχιακών σπουδών, με δεκάδες φοιτητές το κάθε ένα. Αν δεν μεταναστεύσουν εκτός Ελλάδος, πολλοί από τους αποφοίτους θα βρεθούν να εργάζονται σε θέσεις που δεν έχουν καμία σχέση με τις σπουδές τους. Πρόκειται για τεράστια σπατάλη ανθρώπινου κεφαλαίου, χρόνου και δημόσιων πόρων.

Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα της ελληνικής αγοράς εργασίας είναι η αναντιστοιχία μεταξύ των προσόντων που διαθέτουν οι απασχολούμενοι και αυτών που χρειάζονται οι επιχειρήσεις. Μόλις το 55,8% των νέων που είναι απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης βρίσκουν εργασία στην πρώτη τριετία μετά την αποφοίτησή τους, ποσοστό που είναι και το χαμηλότερο μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. Από αυτούς που βρίσκουν δουλειά, το 43,3% δεν απασχολείται σε θέσεις εργασίας που είναι ανάλογες των προσόντων τους. Αντίθετα, σε χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, προς τις οποίες μεταναστεύει μεγάλο μέρος του καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, το εν λόγω ποσοστό είναι πολύ χαμηλότερο (Ηνωμένο Βασίλειο: 28,19%, Σουηδία: 19,94%, Γερμανία: 19,35%, Ολλανδία: 16,92%).

Το «χαρτί»: Όπως προκύπτει από μελέτη του ΣΕΒ, την περίοδο 2008-2017 το ποσοστό απασχόλησης ανθρώπων με υψηλότερου επιπέδου προσόντα από αυτά που απαιτούνται από τις θέσεις απασχόλησης αυξήθηκε κατά 60%. Περισσότεροι από τρεις στους δέκα απασχολούμενους με υψηλά προσόντα καλύπτουν θέσεις εργασίας, για τις οποίες απαιτούνται χαμηλότερου επιπέδου προσόντα. Αυτό το στοιχείο μπορεί να διαβαστεί με δύο τρόπους.

Είτε ότι παράγουμε περισσότερους πτυχιούχους σε γνωστικά αντικείμενα που δεν έχει ανάγκη η αγορά εργασίας, με τη λογική που ταυτίζει το πτυχίο με το «χαρτί», που «όλο και θα χρειαστεί». Είτε γιατί η ελληνική οικονομία δημιουργεί θέσεις εργασίας που δεν χρειάζονται εξειδικευμένες γνώσεις και άρα μπορεί κάποιος να τις καλύψει ακόμα κι αν δεν έχει σπουδάσει το αντικείμενο.

O δίσκος: Κάπως έτσι βρίσκονται νέοι με δύο και τρία «χαρτιά» να κρατούν το δίσκο του σερβιτόρου, για να βγάλουν το μεροκάματο. Στον ιδιωτικό τομέα πολύ περισσότερα προσόντα από όσα απαιτούν οι θέσεις έχουν οι εργαζόμενοι στον τουρισμό και την εστίαση (81%), στο εμπόριο (68%), οι υπάλληλοι γραφείου, οι εργαζόμενοι στη φύλαξη και καθαριότητα κτιρίων, στα τηλεφωνικά κέντρα (63%). Πρόκειται δηλαδή για τομείς που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες που δεν είναι έντασης γνώσης και δεν είναι διεθνώς εμπορεύσιμα.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η εξέλιξη του ποσοστού υπερεκπαιδευμένης απασχόλησης στον πρωτογενή τομέα, που αυξήθηκε από 76% το 2008, σε 91% το 2017. Η αύξηση αυτή είναι πιθανότατα συνέπεια της στροφής μέρους του ανθρώπινου δυναμικού υψηλών προσόντων και νεαρής ηλικίας προς τον αγροτικό τομέα. Πρόκειται για μία τάση που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια.

Το ακαταμάχητο δημόσιο: Έξι στους δέκα απασχολούμενους στο δημόσιο διαθέτουν υψηλότερου επιπέδου προσόντα από αυτά που απαιτούνται για την κάλυψη των θέσεων εργασίας, κι αυτό γιατί η σιγουριά του δημοσίου παραμένει ελκυστική. Εξάλλου, τα επιπλέον πτυχία αναγνωρίζονται με τη μορφή επιδομάτων, ενώ μετρούν και για την προαγωγή. Τι κι αν δεν έχουν σχέση με το άμεσο αντικείμενο εργασίας.

Αδιόριστοι εκπαιδευτικοί: Το 13% των πτυχιούχων προέρχονται από σχολές ανθρωπιστικών σπουδών. Πάνω από ένας στους δύο νέους αυτού του γνωστικού αντικειμένου απασχολούνται σε θέσεις εργασίας άσχετες με το πτυχίο τους. Κάθε χρόνο εισάγονται πάνω από 17.000 νέοι φοιτητές σε αυτές τις σχολές. Δηλαδή, περισσότεροι ακόμη και από τις 15.000 θέσεις διορισμών που υποσχέθηκε πρόσφατα η κυβέρνηση για την προσεχή τριετία, όταν πάνω από 150.000 πτυχιούχοι νηπιαγωγοί, δάσκαλοι, φιλόλογοι, μαθηματικοί, φυσικοί, χημικοί, γυμναστές, καθηγητές ξένων γλωσσών, θεολόγοι, κοινωνιολόγοι, που επί χρόνια περιμένουν να διοριστούν…

Χωρίς προσόντα: Την ίδια ώρα, σε έρευνα που έκανε ο ΣΕΒ το 2018, πάνω από μία στις τρεις επιχειρήσεις (36%) δήλωσε ότι αντιμετωπίζει δυσκολία στην κάλυψη κενών θέσεων εργασίας λόγω έλλειψης κατάλληλων δεξιοτήτων από τους υποψήφιους. Το 46,2% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι το προσωπικό τους δεν διαθέτει τις κατάλληλες γνώσεις και δεξιότητες.

Επένδυση χωρίς αντίκρισμα: Οι σπουδές απαιτούν τεράστια επένδυση σε χρήμα, από τις οικογένειες των νέων παιδιών και φυσικά από το κράτος. Πτυχιούχοι και κάτοχοι μεταπτυχιακών, έπειτα από πέντε έως δέκα χρόνια σπουδών βρίσκονται να δουλεύουν σε θέσεις εργασίας που απαιτούν χαμηλότερα προσόντα και προσφέρουν χαμηλότερες αμοιβές και σχεδόν καμία προοπτική εξέλιξης, τουλάχιστον όχι στο γνωστικό τους αντικείμενο. Κάτι πάει πολύ λάθος….

* Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 3 Μαρτίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία