Στα «χαρακώματα» η αγορά
15/03/2022 07:00
15/03/2022 07:00
Σαν να μην έφταναν οι ανατιμήσεις που εδώ και μήνες απειλούν να πνίξουν τους μικρομεσαίους και τον πρωτογενή τομέα της Θεσσαλονίκης, ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας ορθώνει νέα εμπόδια στους επαγγελματίες, κλυδωνίζοντας τα θεμέλια του επιχειρείν με τις νέες αυξήσεις σε ενέργεια και πρώτες λύσεις να καθιστούν την εξίσωση εσόδων - εξόδων άλυτη και το μέλλον των επιχειρήσεων δυσοίωνο.
Σε αυτό το θολό τοπίο, ο πρωτογενής τομέας (βιοτεχνίες, βιομηχανίες, μεταποίηση) δοκιμάζεται σκληρά καθώς το ξέφρενο ράλι του κόστους ενέργειας εκτοξεύει τις λειτουργικές δαπάνες ενώ μέρος και του νέου κύματος αυξήσεων (ιδίως στις πρώτες ύλες) αναπόφευκτα θα περάσει στους καταναλωτές για να μείνουν όρθιες οι επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρομεσαίοι δεν έχουν σχεδόν κανένα περιθώριο να τιθασεύσουν την νέα… πανδημία ανατιμήσεων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.
Την στιγμή που ο πληθωρισμός απογειώνεται, αγγίζοντας το 7% τον Φεβρουάριο, το κύμα ακρίβειας απειλεί να πνίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με τους λογαριασμούς ρεύματος και αερίου που αντικρίζουν οι καταναλωτές να προκαλούν πολλαπλά… εγκεφαλικά, παρά τις επιδοτήσεις που καλύπτουν ένα μέρος του επιπλέον κόστους.
Με την οικονομία πλήρως παγκοσμιοποιημένη, σήμερα η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν τον σιτοβολώνα της Ευρώπης. Είναι υπεύθυνες για το 14% της παγκόσμιας παραγωγής σίτου και πραγματοποιούν περίπου το 29% των εξαγωγών. Η Ρωσία είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας μαλακού σιταριού στον κόσμο και αντιπροσωπεύει το 10% της παγκόσμιας παραγωγής και το 20% των διεθνών εξαγωγών. Από την άλλη πλευρά, η Ουκρανία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στο μαλακό σιτάρι, με μερίδιο 10%, ενώ επίσης κατέχει ποσοστό στις διεθνείς εξαγωγές καλαμποκιού που υπερβαίνει το 10%. Αν και εκτιμάται πως ελλείψεις δεν θα υπάρξουν στην ελληνική αγορά, οι τιμές θα πάρουν την ανηφόρα ενώ προβλήματα αναμένονται και στους χρόνους παράδοσης. Σήμερα τα αποθέματα των εγχώριων μύλων υπολογίζεται ότι είναι για δύο μήνες. Προ της κρίσης οι παραδόσεις προσέγγιζαν σε κάποιες περιπτώσεις τον 1,5 έως 2 μήνες, ανάλογα τη χώρα απ’ όπου γινόταν η αποστολή της πρώτης ύλης. Όμως η έλλειψη πλοίων και η μετακίνηση της ζήτησης σε άλλες χώρες παραγωγούς, εκτιμάται ότι θα αυξήσει τον χρόνο παράδοσης.
Ακόμη όμως και αν αύριο το πρωί σταματούσε ο πόλεμος, η αποκατάσταση στο εμπόριο δεν θα ήταν άμεση, αν και αυτό είναι που προέχει για να επανέλθει η σταθερότητα και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση καθώς πάνω από όλα η οικονομία είναι κλίμα.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που θα έχει αντίκτυπο στις τιμές βασικών προϊόντων όπως είναι το αλεύρι, το ψωμί, τα αρτοσκευάσματα, ακόμη και τα ζυμαρικά που παράγονται με σκληρό σιτάρι, όπου η χώρα μας έχει επάρκεια.
Οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται χωρίς μέχρι στιγμής να έχουν αποτυπωθεί στην κατανάλωση με μείωση της ζήτησης από τους καταναλωτές (και κατά συνέπεια πτώση των κρατικών εσόδων σε μία δύσκολη συγκυρία για τον προϋπολογισμό), γεγονός που προσπαθεί να αποφύγει το οικονομικό επιτελείο επιβάλλοντας πλαφόν στο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, αντιμέτωπα µε νέο κύμα ακρίβειας, η διάρκεια και η ένταση του οποίου είναι σε άμεση συνάρτηση με τη διάρκεια των εχθροπραξιών στην Ουκρανία, βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά. Πέρα από την αύξηση του ενεργειακού κόστους που συμπιέζει τα οικονομικά τους, ο πόλεμος ωθεί ανοδικά τις τιμές βασικών πρώτων υλών, όπως είναι τα σιτηρά και τα φυτικά έλαια, τιμές οι οποίες βρίσκονταν ήδη στα ύψη το προηγούμενο διάστημα, λόγω πανδημίας, καιρικών συνθηκών και απότομης αύξησης της ζήτησης.
Μέσα στον Μάρτιο οι πολίτες θα δουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ τις νέες αλμυρότερες τιμές σε πολλά βασικά αγαθά, που σε μεμονωμένα
προϊόντα θα αγγίξουν και το 30%.
Οι ελληνικές εταιρείες τροφίμων και ιδιαίτερα όσες χρησιμοποιούν ως βασική πρώτη ύλη τα σιτηρά και τα άλευρα προβληματίζονται από τις εξελίξεις, τηρώντας για την ώρα στάση αναμονής, προσπαθώντας να στήσουν «αναχώματα» στις επερχόμενες ανατιμήσεις. Η αγορά ευελπιστεί πως η κατάσταση στην Ουκρανία θα εξομαλυνθεί εντός βραχυπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα και δεν θα χρειαστεί να αναζητήσουν άλλες επιλογές προμήθειας της πρώτης ύλης. Πάντως σύμφωνα με τις πιο ψύχραιμες αναλύσεις δεν αναμένεται τελικά να παρουσιαστεί πρόβλημα επάρκειας στη χώρα μας, αφού και παραγωγός είναι και εναλλακτικές επιλογές υπάρχουν στο τραπέζι, ακόμα κι αν χρειαστεί να πληρωθούν ακριβότερα...
Η εκτόξευση της τιμής του μαλακού σιταριού, το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλεύρων, την παρασκευή ψωμιού, αρτοσκευασμάτων, ζύμης και μπισκότων, στα 344 ευρώ/τόνο στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων στο Παρίσι (για συμβόλαια παράδοσης Μαρτίου), από τα 274 ευρώ/τόνο, αποτελεί εφιάλτη για τις επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα. Μία χρηματιστηριακή τιμή στα 340 ευρώ/τόνο σημαίνει ότι η βιομηχανία, μαζί με μεταφορικά και λοιπά έξοδα, θα πρέπει να αγοράσει τελικά στα 400 ευρώ/τόνο. Η ενδεχόμενη αύξηση των τιμών στο σιτάρι, αλλά και στο καλαμπόκι και στη σόγια, δε θα αφήσει αλώβητο ούτε τον τομέα της κτηνοτροφίας, λόγω ακριβότερων ζωοτροφών.
ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ
ΜΟΤΟ ΜΕ ΑΥΤΑΚΙΑ
Ο ρωσο - ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί κραδασμούς στην επιχειρηματικότητα καθώς πέρα από τις επιχειρήσεις που έχουν άμεση σχέση με την αγορά των δύο χωρών οι συνεχείς ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια δημιουργούν σημαντικά προσκόμματα στο επιχειρείν και ανησυχία για το μέλλει γενέσθαι
O πρόεδρος του ΒΕΘ, Αναστάσιος Καπνοπώλης, περιγράφει στη «ΜτΚ» την εικόνα που επικρατεί στο μικρομεσαίο επιχειρείν, ζητώντας επιτακτικά αντίμετρα στήριξης
«Τα λουκέτα παραμονεύουν»
«Ο ρωσο - ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί κραδασμούς στην επιχειρηματικότητα καθώς πέρα από τις επιχειρήσεις που έχουν άμεση σχέση με την αγορά των δύο χωρών οι συνεχείς ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια δημιουργούν σημαντικά προσκόμματα στο επιχειρείν και ανησυχία για το μέλλει γενέσθαι. Είναι χαρακτηριστικό πως όπως προκύπτει από το Οικονομικό Βαρόμετρο, που διενήργησε το ΒΕΘ τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου, το 85% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησαν πως το ξέφρενο ράλι τιμών δεν αποκλείεται να οδηγήσει κάποιες επιχειρήσεις σε λουκέτο. Επιπλέον έξι στους δέκα βιοτέχνες απαντούν πως επηρεάζονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η σημαντικότερη λοιπόν πρόκληση είναι οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή. Κατά συνέπεια απαιτείται η λήψη ενός πλέγματος μέτρων που θα συγκρατήσουν τις ανατιμήσεις ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση που αποτελεί ένα από τα πλέον αδύναμα σημεία της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ύψιστης σημασίας, είναι η ταχεία ρύθμιση των υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων», επισημαίνει ο Αναστάσιος Καπνοπώλης.
«Αλλαγή τραπεζικής φιλοσοφίας»
«Οι καθυστερήσεις πολύ συχνά, μετατρέπουν την πρόοδο μιας επιχείρησης σε αδιέξοδο, ακυρώνοντας κοπιώδεις προσπάθειες και πρωτότυπες ιδέες. Η παρούσα κατάσταση, είναι ασύμφορη για όλους τους εμπλεκόμενους, τόσο για τους δανειολήπτες, που μπλοκάρονται από χρηματοδοτικά εργαλεία και από μια δεύτερη ευκαιρία με κίνδυνο να χαθεί η τεχνογνωσία επιχειρήσεων που μέχρι σήμερα άντεξαν, αλλά και για τις τράπεζες, που καθυστερούν να επανενεργοποιήσουν τη χρηματοδότηση, μία από τις βασικότερες λειτουργίες τους. Η αντιμετώπιση του φαινομένου γίνεται ακόμη πιο επείγουσα, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας. Η χώρα μας, ετοιμάζεται να δεχτεί ένα μεγάλο ύψος επιδοτήσεων και κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τον νέο Αναπτυξιακό και το νέο ΕΣΠΑ. Η απορρόφηση τους αποτελεί μεγάλο στοίχημα, καθώς πρόκειται για τεράστια ποσά, που απαιτούν την άμεση κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεργειών. Ο δανειοδοτικός ρόλος των τραπεζών είναι σχεδόν αυτονόητος, για την επιτυχία του εγχειρήματος. Αυτό που χρειάζεται επομένως, είναι η αλλαγή τραπεζικής φιλοσοφίας, που θα επιτρέψει στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες να ενταχθούν, τόσο στις λίστες των δανειοληπτών, όσο και σε αυτές των επιλέξιμων υποψηφίων για τα αναπτυξιακά προγράμματα. Αξίζει να σημειωθεί πως θα πρέπει να υπάρξει κατάργηση της εισφοράς 0,6% του Ν.128/75 στα δάνεια που χορηγούνται από τα τραπεζικά ιδρύματα στις επιχειρήσεις. Επιτακτική ανάγκη είναι στις περιπτώσεις που έχει αποπληρωθεί το κεφάλαιο καθώς και οι τόκοι να γίνει η διαγραφή των υπολοίπων τόκων», προσθέτει.
«Νέες αυξήσεις στα ράφια»
«Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί καταρχήν ανησυχίες στην ελληνική αγορά για ακρίβεια διαρκείας στα καύσιμα και στην ενέργεια, κάτι που αποτυπώνεται καθημερινά στο ξέφρενο ράλι των τιμών σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο, βενζίνη, αλλά και στις πρώτες ύλες, με προεξέχουσες το σιτάρι, το καλαμπόκι. Ωστόσο επί του παρόντος δεν υπάρχει ανησυχία επάρκειας καυσίμων και ελλείψεων σε βασικά αγαθά και άλλα καταναλωτικά είδη. Σε κάθε περίπτωση, είναι ορατός ο φόβος ότι σύντομα θα δούμε στα ράφια των σούπερ μάρκετ, μεγάλες αυξήσεις σε μία σειρά από βασικά αγαθά, όπως μακαρόνια, ρύζι, όσπρια κ.λπ. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μόνον την αρχή και κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει, πότε και που θα… σταματήσει η τρελή αυτή κούρσα», σημειώνει ο κ. Καπνοπώλης.
«Προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός πως η Ουκρανία, που αποτελεί μαζί με τη Ρωσία τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες, επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές κάποιων γεωργικών προϊόντων για το 2022 λόγω της ρωσικής εισβολής. Είναι χαρακτηριστικό πως η διεθνής τιμή των σιτηρών αυξήθηκε πάνω από 40% την περασμένη εβδομάδα. Το πετρέλαιο άγγιξε τα 140 δολάρια το βαρέλι, για να υποχωρήσει εν συνεχεία σε χαμηλότερα και να ξανά σκαρφαλώσει σε υψηλά επίπεδα. Η βενζίνη έχει αγγίξει τα 2 ευρώ το λίτρο και εκτιμάται πως θα υπάρξει και νέα αύξηση. Το ηλεκτρικό ρεύμα τις προηγούμενες ημέρες έκανε ένα πραγματικό άλμα κατά 52,50% σε μία μόλις ημέρα και εκτινάχθηκε στα 426,90 ευρώ η μεγαβατώρα, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους λογαριασμούς ρεύματος στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα», συμπληρώνει.
«Μείωση ΦΠΑ, αύξηση ρευστότητας και μεγαλύτερες επιδοτήσεις στην ενέργεια»
«Η διαμορφωθείσα κατάσταση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, για τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος χρειάζεται επιτακτικά τη λήψη μέτρων στήριξης. Στο μεταξύ και οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να αντιληφθούν το μέγεθος της κρισιμότητας της κατάστασης προκειμένου να υπάρξει συμφωνία για πρόσθετα χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να μπορέσουν πολίτες και επιχειρήσεις να αντέξουν το νέο πλήγμα», αναφέρει.
«Η διαμορφωθείσα κατάσταση αναδεικνύει την ανάγκη για λήψη μέτρων. Μέτρων των οποίων την υλοποίηση έχει επανειλημμένα ζητήσει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Επιγραμματικά:
• Μεγαλύτερη ρευστότητα μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων
• Φθηνότερη και ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση μέσω των τραπεζών
• Χαμηλότερη φορολογία για ιδιώτες και επιχειρήσεις με επιβράβευση της
φορολογικής συνέπειας
• Ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον με ένα ευέλικτο, αλλά ασφαλές πλαίσιο χωρίς γραφειοκρατία
• Αποκλιμάκωση πληθωρισμού, ενεργειακής ακρίβειας και ομαλοποίηση της
εφοδιαστικής αλυσίδας
• Κατάργηση της επιστροφής της Επιστρεπτέας Προκαταβολής
• Χρονική μετάθεση των υποχρεώσεων που έχουν οι επιχειρήσεις.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός αυξάνεται μήνα με τον μήνα λόγω του ξέφρενου ράλι στις τιμές της ενέργειας και σε μία σειρά άλλων προϊόντων δημιουργώντας ένα δυσοίωνο τοπίο για τον επιχειρηματικό κόσμο και τα νοικοκυριά. Και παρά τις επιδοτήσεις λογαριασμών σε σειρά επιχειρήσεων το πρόβλημα δεν φαίνεται να αναχαιτίζεται εύκολα. Κατά συνέπεια, αναγκαίες είναι:
-η μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης από το 13% στο 6%
-η αύξηση της επιδότησης στην ενέργεια και
-η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα», καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13.03.2022Σαν να μην έφταναν οι ανατιμήσεις που εδώ και μήνες απειλούν να πνίξουν τους μικρομεσαίους και τον πρωτογενή τομέα της Θεσσαλονίκης, ο πόλεμος Ρωσίας - Ουκρανίας ορθώνει νέα εμπόδια στους επαγγελματίες, κλυδωνίζοντας τα θεμέλια του επιχειρείν με τις νέες αυξήσεις σε ενέργεια και πρώτες λύσεις να καθιστούν την εξίσωση εσόδων - εξόδων άλυτη και το μέλλον των επιχειρήσεων δυσοίωνο.
Σε αυτό το θολό τοπίο, ο πρωτογενής τομέας (βιοτεχνίες, βιομηχανίες, μεταποίηση) δοκιμάζεται σκληρά καθώς το ξέφρενο ράλι του κόστους ενέργειας εκτοξεύει τις λειτουργικές δαπάνες ενώ μέρος και του νέου κύματος αυξήσεων (ιδίως στις πρώτες ύλες) αναπόφευκτα θα περάσει στους καταναλωτές για να μείνουν όρθιες οι επιχειρήσεις. Ειδικά οι μικρομεσαίοι δεν έχουν σχεδόν κανένα περιθώριο να τιθασεύσουν την νέα… πανδημία ανατιμήσεων χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.
Την στιγμή που ο πληθωρισμός απογειώνεται, αγγίζοντας το 7% τον Φεβρουάριο, το κύμα ακρίβειας απειλεί να πνίξει νοικοκυριά και επιχειρήσεις με τους λογαριασμούς ρεύματος και αερίου που αντικρίζουν οι καταναλωτές να προκαλούν πολλαπλά… εγκεφαλικά, παρά τις επιδοτήσεις που καλύπτουν ένα μέρος του επιπλέον κόστους.
Με την οικονομία πλήρως παγκοσμιοποιημένη, σήμερα η Ρωσία και η Ουκρανία αποτελούν τον σιτοβολώνα της Ευρώπης. Είναι υπεύθυνες για το 14% της παγκόσμιας παραγωγής σίτου και πραγματοποιούν περίπου το 29% των εξαγωγών. Η Ρωσία είναι ο κορυφαίος εξαγωγέας μαλακού σιταριού στον κόσμο και αντιπροσωπεύει το 10% της παγκόσμιας παραγωγής και το 20% των διεθνών εξαγωγών. Από την άλλη πλευρά, η Ουκρανία είναι ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας στο μαλακό σιτάρι, με μερίδιο 10%, ενώ επίσης κατέχει ποσοστό στις διεθνείς εξαγωγές καλαμποκιού που υπερβαίνει το 10%. Αν και εκτιμάται πως ελλείψεις δεν θα υπάρξουν στην ελληνική αγορά, οι τιμές θα πάρουν την ανηφόρα ενώ προβλήματα αναμένονται και στους χρόνους παράδοσης. Σήμερα τα αποθέματα των εγχώριων μύλων υπολογίζεται ότι είναι για δύο μήνες. Προ της κρίσης οι παραδόσεις προσέγγιζαν σε κάποιες περιπτώσεις τον 1,5 έως 2 μήνες, ανάλογα τη χώρα απ’ όπου γινόταν η αποστολή της πρώτης ύλης. Όμως η έλλειψη πλοίων και η μετακίνηση της ζήτησης σε άλλες χώρες παραγωγούς, εκτιμάται ότι θα αυξήσει τον χρόνο παράδοσης.
Ακόμη όμως και αν αύριο το πρωί σταματούσε ο πόλεμος, η αποκατάσταση στο εμπόριο δεν θα ήταν άμεση, αν και αυτό είναι που προέχει για να επανέλθει η σταθερότητα και να ομαλοποιηθεί η κατάσταση καθώς πάνω από όλα η οικονομία είναι κλίμα.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα εκρηκτικό κοκτέιλ που θα έχει αντίκτυπο στις τιμές βασικών προϊόντων όπως είναι το αλεύρι, το ψωμί, τα αρτοσκευάσματα, ακόμη και τα ζυμαρικά που παράγονται με σκληρό σιτάρι, όπου η χώρα μας έχει επάρκεια.
Οι πληθωριστικές πιέσεις εντείνονται χωρίς μέχρι στιγμής να έχουν αποτυπωθεί στην κατανάλωση με μείωση της ζήτησης από τους καταναλωτές (και κατά συνέπεια πτώση των κρατικών εσόδων σε μία δύσκολη συγκυρία για τον προϋπολογισμό), γεγονός που προσπαθεί να αποφύγει το οικονομικό επιτελείο επιβάλλοντας πλαφόν στο περιθώριο κέρδους των επιχειρήσεων.
Σε αυτό το πλαίσιο, αντιμέτωπα µε νέο κύμα ακρίβειας, η διάρκεια και η ένταση του οποίου είναι σε άμεση συνάρτηση με τη διάρκεια των εχθροπραξιών στην Ουκρανία, βρίσκονται τα ελληνικά νοικοκυριά. Πέρα από την αύξηση του ενεργειακού κόστους που συμπιέζει τα οικονομικά τους, ο πόλεμος ωθεί ανοδικά τις τιμές βασικών πρώτων υλών, όπως είναι τα σιτηρά και τα φυτικά έλαια, τιμές οι οποίες βρίσκονταν ήδη στα ύψη το προηγούμενο διάστημα, λόγω πανδημίας, καιρικών συνθηκών και απότομης αύξησης της ζήτησης.
Μέσα στον Μάρτιο οι πολίτες θα δουν στα ράφια των σούπερ μάρκετ τις νέες αλμυρότερες τιμές σε πολλά βασικά αγαθά, που σε μεμονωμένα
προϊόντα θα αγγίξουν και το 30%.
Οι ελληνικές εταιρείες τροφίμων και ιδιαίτερα όσες χρησιμοποιούν ως βασική πρώτη ύλη τα σιτηρά και τα άλευρα προβληματίζονται από τις εξελίξεις, τηρώντας για την ώρα στάση αναμονής, προσπαθώντας να στήσουν «αναχώματα» στις επερχόμενες ανατιμήσεις. Η αγορά ευελπιστεί πως η κατάσταση στην Ουκρανία θα εξομαλυνθεί εντός βραχυπρόθεσμου χρονικού ορίζοντα και δεν θα χρειαστεί να αναζητήσουν άλλες επιλογές προμήθειας της πρώτης ύλης. Πάντως σύμφωνα με τις πιο ψύχραιμες αναλύσεις δεν αναμένεται τελικά να παρουσιαστεί πρόβλημα επάρκειας στη χώρα μας, αφού και παραγωγός είναι και εναλλακτικές επιλογές υπάρχουν στο τραπέζι, ακόμα κι αν χρειαστεί να πληρωθούν ακριβότερα...
Η εκτόξευση της τιμής του μαλακού σιταριού, το οποίο χρησιμοποιείται για την παραγωγή αλεύρων, την παρασκευή ψωμιού, αρτοσκευασμάτων, ζύμης και μπισκότων, στα 344 ευρώ/τόνο στο Χρηματιστήριο Εμπορευμάτων στο Παρίσι (για συμβόλαια παράδοσης Μαρτίου), από τα 274 ευρώ/τόνο, αποτελεί εφιάλτη για τις επιχειρήσεις του πρωτογενούς τομέα. Μία χρηματιστηριακή τιμή στα 340 ευρώ/τόνο σημαίνει ότι η βιομηχανία, μαζί με μεταφορικά και λοιπά έξοδα, θα πρέπει να αγοράσει τελικά στα 400 ευρώ/τόνο. Η ενδεχόμενη αύξηση των τιμών στο σιτάρι, αλλά και στο καλαμπόκι και στη σόγια, δε θα αφήσει αλώβητο ούτε τον τομέα της κτηνοτροφίας, λόγω ακριβότερων ζωοτροφών.
ΞΕΧΩΡΙΣΤΟ
ΜΟΤΟ ΜΕ ΑΥΤΑΚΙΑ
Ο ρωσο - ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί κραδασμούς στην επιχειρηματικότητα καθώς πέρα από τις επιχειρήσεις που έχουν άμεση σχέση με την αγορά των δύο χωρών οι συνεχείς ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια δημιουργούν σημαντικά προσκόμματα στο επιχειρείν και ανησυχία για το μέλλει γενέσθαι
O πρόεδρος του ΒΕΘ, Αναστάσιος Καπνοπώλης, περιγράφει στη «ΜτΚ» την εικόνα που επικρατεί στο μικρομεσαίο επιχειρείν, ζητώντας επιτακτικά αντίμετρα στήριξης
«Τα λουκέτα παραμονεύουν»
«Ο ρωσο - ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί κραδασμούς στην επιχειρηματικότητα καθώς πέρα από τις επιχειρήσεις που έχουν άμεση σχέση με την αγορά των δύο χωρών οι συνεχείς ανατιμήσεις σε πρώτες ύλες και ενέργεια δημιουργούν σημαντικά προσκόμματα στο επιχειρείν και ανησυχία για το μέλλει γενέσθαι. Είναι χαρακτηριστικό πως όπως προκύπτει από το Οικονομικό Βαρόμετρο, που διενήργησε το ΒΕΘ τις πρώτες ημέρες του Μαρτίου, το 85% των συμμετεχόντων στην έρευνα απάντησαν πως το ξέφρενο ράλι τιμών δεν αποκλείεται να οδηγήσει κάποιες επιχειρήσεις σε λουκέτο. Επιπλέον έξι στους δέκα βιοτέχνες απαντούν πως επηρεάζονται από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Η σημαντικότερη λοιπόν πρόκληση είναι οι επιχειρήσεις να μπορέσουν να κρατηθούν στη ζωή. Κατά συνέπεια απαιτείται η λήψη ενός πλέγματος μέτρων που θα συγκρατήσουν τις ανατιμήσεις ενώ παράλληλα θα πρέπει να υπάρξει μεγαλύτερη δυνατότητα πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση που αποτελεί ένα από τα πλέον αδύναμα σημεία της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Ύψιστης σημασίας, είναι η ταχεία ρύθμιση των υφιστάμενων δανειακών υποχρεώσεων», επισημαίνει ο Αναστάσιος Καπνοπώλης.
«Αλλαγή τραπεζικής φιλοσοφίας»
«Οι καθυστερήσεις πολύ συχνά, μετατρέπουν την πρόοδο μιας επιχείρησης σε αδιέξοδο, ακυρώνοντας κοπιώδεις προσπάθειες και πρωτότυπες ιδέες. Η παρούσα κατάσταση, είναι ασύμφορη για όλους τους εμπλεκόμενους, τόσο για τους δανειολήπτες, που μπλοκάρονται από χρηματοδοτικά εργαλεία και από μια δεύτερη ευκαιρία με κίνδυνο να χαθεί η τεχνογνωσία επιχειρήσεων που μέχρι σήμερα άντεξαν, αλλά και για τις τράπεζες, που καθυστερούν να επανενεργοποιήσουν τη χρηματοδότηση, μία από τις βασικότερες λειτουργίες τους. Η αντιμετώπιση του φαινομένου γίνεται ακόμη πιο επείγουσα, δεδομένης της χρονικής συγκυρίας. Η χώρα μας, ετοιμάζεται να δεχτεί ένα μεγάλο ύψος επιδοτήσεων και κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τον νέο Αναπτυξιακό και το νέο ΕΣΠΑ. Η απορρόφηση τους αποτελεί μεγάλο στοίχημα, καθώς πρόκειται για τεράστια ποσά, που απαιτούν την άμεση κινητοποίηση των ιδιωτικών επενδύσεων και συνεργειών. Ο δανειοδοτικός ρόλος των τραπεζών είναι σχεδόν αυτονόητος, για την επιτυχία του εγχειρήματος. Αυτό που χρειάζεται επομένως, είναι η αλλαγή τραπεζικής φιλοσοφίας, που θα επιτρέψει στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες να ενταχθούν, τόσο στις λίστες των δανειοληπτών, όσο και σε αυτές των επιλέξιμων υποψηφίων για τα αναπτυξιακά προγράμματα. Αξίζει να σημειωθεί πως θα πρέπει να υπάρξει κατάργηση της εισφοράς 0,6% του Ν.128/75 στα δάνεια που χορηγούνται από τα τραπεζικά ιδρύματα στις επιχειρήσεις. Επιτακτική ανάγκη είναι στις περιπτώσεις που έχει αποπληρωθεί το κεφάλαιο καθώς και οι τόκοι να γίνει η διαγραφή των υπολοίπων τόκων», προσθέτει.
«Νέες αυξήσεις στα ράφια»
«Ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος δημιουργεί καταρχήν ανησυχίες στην ελληνική αγορά για ακρίβεια διαρκείας στα καύσιμα και στην ενέργεια, κάτι που αποτυπώνεται καθημερινά στο ξέφρενο ράλι των τιμών σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο, βενζίνη, αλλά και στις πρώτες ύλες, με προεξέχουσες το σιτάρι, το καλαμπόκι. Ωστόσο επί του παρόντος δεν υπάρχει ανησυχία επάρκειας καυσίμων και ελλείψεων σε βασικά αγαθά και άλλα καταναλωτικά είδη. Σε κάθε περίπτωση, είναι ορατός ο φόβος ότι σύντομα θα δούμε στα ράφια των σούπερ μάρκετ, μεγάλες αυξήσεις σε μία σειρά από βασικά αγαθά, όπως μακαρόνια, ρύζι, όσπρια κ.λπ. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί μόνον την αρχή και κανείς δεν μπορεί να εκτιμήσει, πότε και που θα… σταματήσει η τρελή αυτή κούρσα», σημειώνει ο κ. Καπνοπώλης.
«Προβληματισμό δημιουργεί και το γεγονός πως η Ουκρανία, που αποτελεί μαζί με τη Ρωσία τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες, επέβαλε περιορισμούς στις εξαγωγές κάποιων γεωργικών προϊόντων για το 2022 λόγω της ρωσικής εισβολής. Είναι χαρακτηριστικό πως η διεθνής τιμή των σιτηρών αυξήθηκε πάνω από 40% την περασμένη εβδομάδα. Το πετρέλαιο άγγιξε τα 140 δολάρια το βαρέλι, για να υποχωρήσει εν συνεχεία σε χαμηλότερα και να ξανά σκαρφαλώσει σε υψηλά επίπεδα. Η βενζίνη έχει αγγίξει τα 2 ευρώ το λίτρο και εκτιμάται πως θα υπάρξει και νέα αύξηση. Το ηλεκτρικό ρεύμα τις προηγούμενες ημέρες έκανε ένα πραγματικό άλμα κατά 52,50% σε μία μόλις ημέρα και εκτινάχθηκε στα 426,90 ευρώ η μεγαβατώρα, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τους λογαριασμούς ρεύματος στο αμέσως προσεχές χρονικό διάστημα», συμπληρώνει.
«Μείωση ΦΠΑ, αύξηση ρευστότητας και μεγαλύτερες επιδοτήσεις στην ενέργεια»
«Η διαμορφωθείσα κατάσταση με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αποτελεί την κορυφή του παγόβουνου, για τον επιχειρηματικό κόσμο, ο οποίος χρειάζεται επιτακτικά τη λήψη μέτρων στήριξης. Στο μεταξύ και οι Ευρωπαίοι εταίροι θα πρέπει να αντιληφθούν το μέγεθος της κρισιμότητας της κατάστασης προκειμένου να υπάρξει συμφωνία για πρόσθετα χρηματοδοτικά εργαλεία, ώστε να μπορέσουν πολίτες και επιχειρήσεις να αντέξουν το νέο πλήγμα», αναφέρει.
«Η διαμορφωθείσα κατάσταση αναδεικνύει την ανάγκη για λήψη μέτρων. Μέτρων των οποίων την υλοποίηση έχει επανειλημμένα ζητήσει το Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης. Επιγραμματικά:
• Μεγαλύτερη ρευστότητα μέσω χρηματοδοτικών εργαλείων
• Φθηνότερη και ευκολότερη πρόσβαση στη χρηματοδότηση μέσω των τραπεζών
• Χαμηλότερη φορολογία για ιδιώτες και επιχειρήσεις με επιβράβευση της
φορολογικής συνέπειας
• Ευνοϊκότερο επιχειρηματικό περιβάλλον με ένα ευέλικτο, αλλά ασφαλές πλαίσιο χωρίς γραφειοκρατία
• Αποκλιμάκωση πληθωρισμού, ενεργειακής ακρίβειας και ομαλοποίηση της
εφοδιαστικής αλυσίδας
• Κατάργηση της επιστροφής της Επιστρεπτέας Προκαταβολής
• Χρονική μετάθεση των υποχρεώσεων που έχουν οι επιχειρήσεις.
Την ίδια ώρα ο πληθωρισμός αυξάνεται μήνα με τον μήνα λόγω του ξέφρενου ράλι στις τιμές της ενέργειας και σε μία σειρά άλλων προϊόντων δημιουργώντας ένα δυσοίωνο τοπίο για τον επιχειρηματικό κόσμο και τα νοικοκυριά. Και παρά τις επιδοτήσεις λογαριασμών σε σειρά επιχειρήσεων το πρόβλημα δεν φαίνεται να αναχαιτίζεται εύκολα. Κατά συνέπεια, αναγκαίες είναι:
-η μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης από το 13% στο 6%
-η αύξηση της επιδότησης στην ενέργεια και
-η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα», καταλήγει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 13.03.2022
ΣΧΟΛΙΑ