Την προηγούμενη εβδομάδα η Θεσσαλονίκη -και όχι μόνο- βούιξε από το σκάνδαλο του λιμανιού. Δεκαοκτώ άτομα, ανάμεσα στα οποία, ο κεντρικός λιμενάρχης, όλοι οι πλοηγοί, και οι τέσσερις εφοπλιστές των ρυμουλκών που δραστηριοποιούνται στο λιμάνι βρέθηκαν να έχουν συστήσει μία εγκληματική οργάνωση, για την οποία μάλιστα μάθαμε πολλές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Τρεις ημέρες μετά, και οι δεκαοκτώ κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, οι δε περιοριστικοί όροι που τους επιβλήθηκαν δεν ήταν ας πούμε και οι πιο δυσβάστακτοι στην ελληνική δικαστική ιστορία. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατηγορία αφορούσε τη σύσταση “εγκληματικής συμμορίας”.
Η υπόθεση, όποια κι εάν είναι η δικαστική της εξέλιξη, αφήνει μία εξαιρετικά πικρή γεύση: 'Η δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ή δεν αξιολογήθηκαν σωστά.
Το δεύτερο δεν δείχνει πολύ πιθανό με βάση τον επικοινωνιακό θόρυβο που δημιουργήθηκε. Δεν είναι και τόσο απλό και συνηθισμένο να παίρνουν οι ελεγκτικές υπηρεσίες έγκριση να παγιδεύσουν το γραφείο ενός ανώτερου κρατικού υπαλλήλου, όπως είναι ο κεντρικός λιμενάρχης του δεύτερου μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας.
Το κατηγορητήριο λέει ότι στόχος ήταν η εξαφάνιση ενός ανταγωνιστή από την δουλειά. Η έρευνα δεν κατάφερε να το αποτρέψει και η ανταγωνιστική επιχείρηση έκλεισε πριν ολοκληρωθεί.
Το κατηγορητήριο λέει ότι υπήρχε εγκληματική συμμορία αλλά τα στοιχεία δεν κρίθηκαν επαρκή, όχι για προφυλάκιση αλλά ούτε καν για μία υψηλή χρηματική εγγύηση για τους επίορκους υπαλλήλους.
Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποτρέπει μια τεράστια καχυποψία για τη λειτουργία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και μία μεγάλη δυσφήμιση του απέναντι σε όλους τους πιθανούς πελάτες του.
Όποιος διαχειρίστηκε επικοινωνιακά αυτήν την υπόθεση, κατάφερε να διακινδυνεύσει πολύ περισσότερα, από όσα υποτίθεται ότι θα διόρθωνε δια των αποκαλύψεων η έρευνα.
Την προηγούμενη εβδομάδα η Θεσσαλονίκη -και όχι μόνο- βούιξε από το σκάνδαλο του λιμανιού. Δεκαοκτώ άτομα, ανάμεσα στα οποία, ο κεντρικός λιμενάρχης, όλοι οι πλοηγοί, και οι τέσσερις εφοπλιστές των ρυμουλκών που δραστηριοποιούνται στο λιμάνι βρέθηκαν να έχουν συστήσει μία εγκληματική οργάνωση, για την οποία μάλιστα μάθαμε πολλές ανατριχιαστικές λεπτομέρειες.
Τρεις ημέρες μετά, και οι δεκαοκτώ κατηγορούμενοι αφέθηκαν ελεύθεροι, οι δε περιοριστικοί όροι που τους επιβλήθηκαν δεν ήταν ας πούμε και οι πιο δυσβάστακτοι στην ελληνική δικαστική ιστορία. Ειδικά λαμβάνοντας υπόψη ότι η κατηγορία αφορούσε τη σύσταση “εγκληματικής συμμορίας”.
Η υπόθεση, όποια κι εάν είναι η δικαστική της εξέλιξη, αφήνει μία εξαιρετικά πικρή γεύση: 'Η δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία ή δεν αξιολογήθηκαν σωστά.
Το δεύτερο δεν δείχνει πολύ πιθανό με βάση τον επικοινωνιακό θόρυβο που δημιουργήθηκε. Δεν είναι και τόσο απλό και συνηθισμένο να παίρνουν οι ελεγκτικές υπηρεσίες έγκριση να παγιδεύσουν το γραφείο ενός ανώτερου κρατικού υπαλλήλου, όπως είναι ο κεντρικός λιμενάρχης του δεύτερου μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας.
Το κατηγορητήριο λέει ότι στόχος ήταν η εξαφάνιση ενός ανταγωνιστή από την δουλειά. Η έρευνα δεν κατάφερε να το αποτρέψει και η ανταγωνιστική επιχείρηση έκλεισε πριν ολοκληρωθεί.
Το κατηγορητήριο λέει ότι υπήρχε εγκληματική συμμορία αλλά τα στοιχεία δεν κρίθηκαν επαρκή, όχι για προφυλάκιση αλλά ούτε καν για μία υψηλή χρηματική εγγύηση για τους επίορκους υπαλλήλους.
Όμως αυτό σε καμία περίπτωση δεν αποτρέπει μια τεράστια καχυποψία για τη λειτουργία του λιμανιού της Θεσσαλονίκης και μία μεγάλη δυσφήμιση του απέναντι σε όλους τους πιθανούς πελάτες του.
Όποιος διαχειρίστηκε επικοινωνιακά αυτήν την υπόθεση, κατάφερε να διακινδυνεύσει πολύ περισσότερα, από όσα υποτίθεται ότι θα διόρθωνε δια των αποκαλύψεων η έρευνα.
ΣΧΟΛΙΑ