Τα δύο σενάρια για τον σχηματισμό νέας κυβέρνησης στη Γερμανία
27/09/2021 14:20
27/09/2021 14:20
«Τζαμάικα», ή «σηματοδότης»; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη της Γερμανίας λίγες ώρες μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων των χτεσινών εκλογών, που ανατρέπουν καθοριστικά το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Πέντε είναι τα βασικά συμπεράσματα των εκλογών: α) το οριακό αποτέλεσμα: η διαφορά μεταξύ της SPD και των συντηρητικών κομμάτων της CDU-CSU ήταν μόλις 1,6% β) η ήττα των συντηρητικών που κούρασαν και η απόφαση του κόσμου για αλλαγή. Η τάση αυτή αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα των συντηρητικών που είχαν μεγάλες εκλογικές απώλειες (-8.9%) γ) η τάση για την αλλαγή βοήθησε σημαντικά την ανάκαμψη της SPD (κέρδισε 5,2%) αλλά και την άνοδο των Πρασίνων (5,9%). δ) Η υπερ-συντηρητική AfD κόλλησε εκλογικά παρουσιάζοντας πτώση της τάξης του 2,3%. ε) εκτός Βουλής βρέθηκε η Αριστερά (die Linke) , που έχασε σχεδόν το 50% των ψήφων του 2017 (-4,3%). Αυτό ήταν και το μόνο εκλογικό στοιχείο που δεν «έπιασαν» οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες γενικά αποτύπωσαν σωστά τις προεκλογικές διεργασίες.
Η εκλογική Γερμανία είναι πλέον μια τριπλά διαιρεμένη χώρα. Όλος ο νότος (Βαυαρία, Βάδη-Βιρτεμβέργη) αλλά και ένα κομμάτι της βορειοδυτικής χώρας (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία) ψηφίζει δεξιά και είναι υπέρ της συντηρητικής συμμαχίας των CDU-CSU), ο Βορράς και όλη η πρώην Ανατολική Γερμανία κυριαρχείται από την SPD, ενώ το νότιο κομμάτι της (Σαξονία) προτιμά τους υπρεσυντηρητικούς της AfD.
Το εκλογικό αποτέλεσμα εξηγείται μέσω των μετακινήσεων των ψηφοφόρων. H CDU-CSU κράτησε μόλις το 51% των ψηφοφόρων της που την είχαν επιλέξει το 2017, ενώ είχε μεγάλες απώλειες (που δεν αντισταθμίστηκαν με δικά της κέρδη) προς την SPD (13,%) την FDP (8,6%) και προς τους Οικολόγους (6,8%). H SPD διατήρησε τις δυνάμεις της (60% των ψηφοφόρων που την επέλεξαν το 2017 έμειναν στην ίδια κάλπη), ενώ είχε σαφώς πιο μικρές απώλειες κυρίως προς τους Πράσινους (10%). Η FDP διατήρησε μόλις το 40% των ψηφοφόρων της, αλλά κέρδισε σχεδόν από παντού, ενώ ήταν πρώτο κόμμα στους ψηφοφόρους που ψήφισαν για πρώτη φορά. Οι Πράσινοι είχαν το πιο πιστό εκλογικό σώμα (60% των εκλογέων του 2017 τους ξαναψήφισαν), ενώ η μεγάλη πτώση της Αριστεράς οφείλεται κυρίως στις απώλειες που είχαν οι πρώην κομμουνιστές προς την SPD.
Το μεγάλο ερωτηματικό βέβαια είναι η επόμενη ημέρα. Εδώ το εκλογικό αποτέλεσμα αλλάζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Κι αυτό επειδή το σενάριο του Μεγάλου Συνασπισμού θεωρείται σήμερα ιδιαίτερα απίθανο κι έτσι απαιτούνται τρία κόμματα για να να υπάρξει κυβέρνηση που να διαθέτει πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό αποτελεί κάτι καινούργιο για τα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας, όπου μέχρι σήμερα αρκούσαν δύο κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα δύο σενάρια θεωρούνται τα πιο πιθανά. Το πρώτο είναι το σχήμα της Τζαμάικας, δηλαδή μια συμμαχία μεταξύ CDU-Πράσινων και FDP. Το δεύτερο είναι ο λεγόμενος σηματοδότης (Κόκκινο-κίτρινο-πράσινος συνασπισμός), δηλαδή η συμμαχία μεταξύ SPD, Πράσινων και Φιλελεύθερων.
Οι εκτιμήσεις λένε ότι πιο ισχυρή πιθανότητα έχει σήμερα η δεύτερη λύση με τον Ολαφ Σολτς ως καγκελάριο, καθώς αποτελεί παράδοση το πρώτο κόμμα να διαθέτει και τον καγκελάριο. Ομως επειδή οι διαπραγματεύσεις κρύβουν συχνά και εκπλήξεις κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και το δεύτερο σενάριο ή ακόμη ακόμη αν και αυτό αποτύχει ένα άλλο συνασπισμό. Πάντως αυτό που προέκυψε από χτες το απόγευμα είναι η διάθεση της FDP να προχωρήσει σε αρχικές συνομιλίες με τους Πράσινους, κάτι που θα αποτελέσει το απόλυτο νέο στοιχείο στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Και αυτό έχει τη σημασία του, καθώς η συμφωνία αυτών των δύο κομμάτων θεωρείται πολύ σημαντική για την πορεία της όποιας διαπραγμάτευσης.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η πρόθεση της SPD να προχωρήσουν γρήγορα οι διαπραγματεύσεις έτσι ώστε να μην υπάρξει κυβερνητικό κενό. Αυτό επισήμανε και ο πιθανός αυριανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς σε κυριακάτικη τηλεοπτική εκπομπή των δύο κρατικών καναλιών, όπου συμμετείχαν όλοι οι επικεφαλής των συνδυασμών. Κι αυτό γιατί οι σοσιαλδημοκράτες θέλουν να μην επαναληφθεί το φαινόμενο του 2017 όταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των CSU-CSU, των Πρασίνων και της FDP διήρκεσαν σχεδόν έξη μήνες χωρίς τελικά να υπάρξει αποτέλεσμα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον Μεγάλο Συνασπισμό.
«Τζαμάικα», ή «σηματοδότης»; Αυτό είναι το βασικό ερώτημα που απασχολεί την κοινή γνώμη της Γερμανίας λίγες ώρες μετά την οριστικοποίηση των αποτελεσμάτων των χτεσινών εκλογών, που ανατρέπουν καθοριστικά το πολιτικό σκηνικό της χώρας.
Πέντε είναι τα βασικά συμπεράσματα των εκλογών: α) το οριακό αποτέλεσμα: η διαφορά μεταξύ της SPD και των συντηρητικών κομμάτων της CDU-CSU ήταν μόλις 1,6% β) η ήττα των συντηρητικών που κούρασαν και η απόφαση του κόσμου για αλλαγή. Η τάση αυτή αποτυπώθηκε στο εκλογικό αποτέλεσμα των συντηρητικών που είχαν μεγάλες εκλογικές απώλειες (-8.9%) γ) η τάση για την αλλαγή βοήθησε σημαντικά την ανάκαμψη της SPD (κέρδισε 5,2%) αλλά και την άνοδο των Πρασίνων (5,9%). δ) Η υπερ-συντηρητική AfD κόλλησε εκλογικά παρουσιάζοντας πτώση της τάξης του 2,3%. ε) εκτός Βουλής βρέθηκε η Αριστερά (die Linke) , που έχασε σχεδόν το 50% των ψήφων του 2017 (-4,3%). Αυτό ήταν και το μόνο εκλογικό στοιχείο που δεν «έπιασαν» οι δημοσκοπήσεις, οι οποίες γενικά αποτύπωσαν σωστά τις προεκλογικές διεργασίες.
Η εκλογική Γερμανία είναι πλέον μια τριπλά διαιρεμένη χώρα. Όλος ο νότος (Βαυαρία, Βάδη-Βιρτεμβέργη) αλλά και ένα κομμάτι της βορειοδυτικής χώρας (Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία) ψηφίζει δεξιά και είναι υπέρ της συντηρητικής συμμαχίας των CDU-CSU), ο Βορράς και όλη η πρώην Ανατολική Γερμανία κυριαρχείται από την SPD, ενώ το νότιο κομμάτι της (Σαξονία) προτιμά τους υπρεσυντηρητικούς της AfD.
Το εκλογικό αποτέλεσμα εξηγείται μέσω των μετακινήσεων των ψηφοφόρων. H CDU-CSU κράτησε μόλις το 51% των ψηφοφόρων της που την είχαν επιλέξει το 2017, ενώ είχε μεγάλες απώλειες (που δεν αντισταθμίστηκαν με δικά της κέρδη) προς την SPD (13,%) την FDP (8,6%) και προς τους Οικολόγους (6,8%). H SPD διατήρησε τις δυνάμεις της (60% των ψηφοφόρων που την επέλεξαν το 2017 έμειναν στην ίδια κάλπη), ενώ είχε σαφώς πιο μικρές απώλειες κυρίως προς τους Πράσινους (10%). Η FDP διατήρησε μόλις το 40% των ψηφοφόρων της, αλλά κέρδισε σχεδόν από παντού, ενώ ήταν πρώτο κόμμα στους ψηφοφόρους που ψήφισαν για πρώτη φορά. Οι Πράσινοι είχαν το πιο πιστό εκλογικό σώμα (60% των εκλογέων του 2017 τους ξαναψήφισαν), ενώ η μεγάλη πτώση της Αριστεράς οφείλεται κυρίως στις απώλειες που είχαν οι πρώην κομμουνιστές προς την SPD.
Το μεγάλο ερωτηματικό βέβαια είναι η επόμενη ημέρα. Εδώ το εκλογικό αποτέλεσμα αλλάζει τα μέχρι στιγμής δεδομένα. Κι αυτό επειδή το σενάριο του Μεγάλου Συνασπισμού θεωρείται σήμερα ιδιαίτερα απίθανο κι έτσι απαιτούνται τρία κόμματα για να να υπάρξει κυβέρνηση που να διαθέτει πλειοψηφία στη Βουλή. Αυτό αποτελεί κάτι καινούργιο για τα πολιτικά πράγματα της Γερμανίας, όπου μέχρι σήμερα αρκούσαν δύο κόμματα για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Με βάση τα σημερινά δεδομένα δύο σενάρια θεωρούνται τα πιο πιθανά. Το πρώτο είναι το σχήμα της Τζαμάικας, δηλαδή μια συμμαχία μεταξύ CDU-Πράσινων και FDP. Το δεύτερο είναι ο λεγόμενος σηματοδότης (Κόκκινο-κίτρινο-πράσινος συνασπισμός), δηλαδή η συμμαχία μεταξύ SPD, Πράσινων και Φιλελεύθερων.
Οι εκτιμήσεις λένε ότι πιο ισχυρή πιθανότητα έχει σήμερα η δεύτερη λύση με τον Ολαφ Σολτς ως καγκελάριο, καθώς αποτελεί παράδοση το πρώτο κόμμα να διαθέτει και τον καγκελάριο. Ομως επειδή οι διαπραγματεύσεις κρύβουν συχνά και εκπλήξεις κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει και το δεύτερο σενάριο ή ακόμη ακόμη αν και αυτό αποτύχει ένα άλλο συνασπισμό. Πάντως αυτό που προέκυψε από χτες το απόγευμα είναι η διάθεση της FDP να προχωρήσει σε αρχικές συνομιλίες με τους Πράσινους, κάτι που θα αποτελέσει το απόλυτο νέο στοιχείο στην πολιτική ζωή της Γερμανίας. Και αυτό έχει τη σημασία του, καθώς η συμφωνία αυτών των δύο κομμάτων θεωρείται πολύ σημαντική για την πορεία της όποιας διαπραγμάτευσης.
Ένα δεύτερο στοιχείο είναι η πρόθεση της SPD να προχωρήσουν γρήγορα οι διαπραγματεύσεις έτσι ώστε να μην υπάρξει κυβερνητικό κενό. Αυτό επισήμανε και ο πιθανός αυριανός καγκελάριος Ολαφ Σολτς σε κυριακάτικη τηλεοπτική εκπομπή των δύο κρατικών καναλιών, όπου συμμετείχαν όλοι οι επικεφαλής των συνδυασμών. Κι αυτό γιατί οι σοσιαλδημοκράτες θέλουν να μην επαναληφθεί το φαινόμενο του 2017 όταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των CSU-CSU, των Πρασίνων και της FDP διήρκεσαν σχεδόν έξη μήνες χωρίς τελικά να υπάρξει αποτέλεσμα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για τον Μεγάλο Συνασπισμό.
ΣΧΟΛΙΑ