ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Τα λάθη του λαού είναι προτιμότερα από το αλάθητο του Αρχηγού. Γράφει ο Δημήτρης Ζακαλκάς

Μία θεσμική προσέγγιση για τον διορισμό βουλευτών αντί εκλογής από τον Δρα Συνταγματικού Δικαίου - Δικηγόρου

 17/06/2023 12:00

Τα λάθη του λαού είναι προτιμότερα από το αλάθητο του Αρχηγού. Γράφει ο Δημήτρης Ζακαλκάς

Γράφει ο Δημήτρης Ζακαλκάς

Δρ Συνταγματικού Δικαίου - Δικηγόρος


(1) Η αρχηγός του κόμματος Πλεύση Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου (αλλά και ο αρχηγός του νεοεμφανιζόμενου κόμματος ΝΙΚΗ, απ’ ό,τι πληροφορούμαστε), εκμεταλλευόμενη το ισχύον νομικό πλαίσιο της «λίστας», δηλαδή του «δεσμευμένου συνδυασμού» (αντί του σταυρού προτίμησης) για τις επικείμενες εκλογές της 25/06/2023, αρνήθηκε να δεσμευθεί από τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων βουλευτών του κόμματός της στις προηγούμενες εκλογές με βάση τον σταυρό προτίμησης. Αλλάζοντας τη σειρά επιτυχίας, αλλά και προσθέτοντας νέα πρόσωπα (δηλαδή πρόσωπα που δεν ήταν στους συνδυασμούς των προηγούμενων εκλογών) σε εκλόγιμη θέση, στην ουσία διορίζει αυτή τους βουλευτές του κόμματός της, οι οποίοι θα είναι βουλευτές «ελέω αρχηγού» και όχι «ελέω λαού». Παρομοίωσε τη θέση της με αυτή του «προπονητή» μιας ομάδας που οφείλει να μεριμνά για την αποτελεσματικότητα της ομάδας. Βέβαια, η ενέργειά της αυτή ήγειρε πολλές αντιδράσεις ως προς τη δημοκρατική της δεοντολογία. Ας επιχειρήσουμε, νηφάλια, μια θεσμική προσέγγιση.

(2) Ο δεσμευμένος συνδυασμός υποψηφίων βουλευτών (αντί του σταυρού προτίμησης) καθιερώθηκε για πρώτη φορά από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (ν. 1303/1982), προσδοκώντας να καταπολεμηθούν τα δεινά που συνδέονται (με υπερβολικό τρόπο, πολλές φορές) με τον σταυρό προτίμησης (πελατειακές σχέσεις μέχρι και διαφθορά, κυριαρχία της επικοινωνίας επί της ουσίας της πολιτικής κ.τ.λ.). Έτσι, με δεσμευμένους συνδυασμούς διεξήχθησαν οι εκλογές του 1985. Κατ’ αποτέλεσμα, για μία δεκαετία περίπου (μέχρι το 1989 οπότε και έγιναν εκλογές, με επαναφορά του σταυρού προτίμησης) οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες (ΚΟ) των κομμάτων έμειναν λίγο πολύ ίδιες, καθόσον οι κομματικές ηγεσίες στις λίστες των εκλογών του 1985 σεβάστηκαν τη σειρά επιτυχίας των εκλογών του 1981. Πάντως, η κοινωνική βάση του κάθε κόμματος στερήθηκε του δικαιώματος επαναξιολόγησης των βουλευτών στις εκλογές του 1985.

(3) Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, αυτοκριτικά, επανέφερε τον σταυρό προτίμησης (ν. 1847/1989). Είχε γίνει αντιληπτό ότι ακόμη και αν είχαν προχωρήσει στα κόμματα οι δημοκρατικές εσωκομματικές διαδικασίες (που βέβαια δεν είχαν προχωρήσει) ώστε η κομματική βάση κάθε κόμματος υπό την ισχύ δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών (και όχι ο Αρχηγός) να καθορίζει με δεσμευμένη σειρά τους συνδυασμούς υποψηφίων, αυτό στερεί το δικαίωμα επιλογής βουλευτών από την ευρύτερη κοινωνική βάση (τον «λαό» του κάθε κόμματος) που δεν ταυτίζεται με την κομματική βάση, δηλαδή τους οργανωμένους στο κόμμα. Όμως, ορίσθηκε (ν. 1907/1990) ότι σε περίπτωση που διεξάγονται εκλογές μέσα στο χρονικό διάστημα ενός έτους (αργότερα, το ένα έτος έγινε 18 μήνες) από τις προηγούμενες εκλογές, θα ισχύει ο δεσμευμένος συνδυασμός («λίστα»).

(4) Βέβαια, το ποιός θα καταρτίζει τη λίστα στις περιπτώσεις αυτές αφέθηκε στα κόμματα, στην πράξη στις ηγεσίες τους. Αυτή τη δυνατότητα «τραβάνε» στα άκρα κάποιες ηγεσίες προκειμένου να αλλάξουν τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων ή να προσθέσουν νέους υποψήφιους σε εκλόγιμη θέση, διορίζοντας τους κατά κυριολεξία, καθόσον οι τελευταίοι δεν έχουν την παραμικρή δημοκρατική νομιμοποίηση, υπέρ της οποίας οι ηγεσίες αυτές, κατά τα άλλα, κόπτονται. Η ελληνική δικαιοσύνη, εμμένοντας στην αρχή της αυτονομίας των κομμάτων και μη παρέμβασης στα interna corporis αυτών (διαφορετικά απ’ ό,τι συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες) έχει κλείσει τα μάτια της στο να θεωρήσει τη «λίστα», ακόμη και όταν καθορίζεται από την κομματική ηγεσία, ως αντισυνταγματική (λόγω αντίθεσής της στη συνταγματική επιταγή για εσωκομματική δημοκρατία), τόσο εν γένει (απόφαση ΑΕΔ 34/1985), όσο και για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέραμε (απόφαση ΑΕΔ 8/1993).

(5) Με άλλα λόγια, η ελληνική Πολιτεία αντιμετωπίζει τα κόμματα περίπου ως ιδιωτικές ενώσεις, η οργάνωση των οποίων είναι αδιάφορη για την ολότητα και ως τέτοιες πρέπει να έχουν προστασία της αυτονομίας τους. Δηλαδή, όπως περίπου δεν ενδιαφέρει την ολότητα (παρά μόνο τα μέλη της) η οργάνωση μιας ένωσης φιλοτελιστών ή μίας ένωσης φίλων μουσικής Μπετόβεν ή ένας Πολιτιστικός Σύλλογος της Άνω Κολοπετινίτσας. Τέτοιες ιδιωτικές ενώσεις, στα πλαίσια της καταστατικής τους αυτονομίας, μπορούν να έχουν και μη αιρετή ηγεσία, διορισμούς σε άλλες θέσεις από την ηγεσία, αξιώματα ex officio κ.ο.κ. ΟΜΩΣ, τα πολιτικά κόμματα απέχουν από το να είναι ιδιωτικές ενώσεις, αφού το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 29 παρ. 1) αξιώνει «η οργάνωση και η δράση τους να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η οργάνωσή τους τίθεται στην εμβέλεια της δημοκρατικής αρχής. Αξιώνεται, δηλαδή, μια δημοκρατική ροή επιλογών, από τα κάτω προς τα πάνω.

(6) Η κατάργηση της «λίστας», έστω και για τις εξαιρετικές περιπτώσεις διεξαγωγής εκλογών σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 18 μηνών από τις προηγούμενες, είναι επιβεβλημένη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη δίδεται η δυνατότητα στους εκλογείς επαναξιολόγησης των αντιπροσώπων τους, έστω και αν έχουμε επαναλαμβανόμενες εκλογές σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα. Μόνο και μόνο η δυνατότητα συγκρότησης της «λίστας» από τις κομματικές ηγεσίες, παραβιάζοντας τη σειρά επιτυχίας των προηγούμενων εκλογών, συνεισφέρει και ενδυναμώνει τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα των πολιτικών κομμάτων, αφού καθιστά τους υποψηφίους βουλευτές κυνηγούς της εύνοιας των αρχηγών τους και των κεντρικών κομματικών επιτελείων (που ενίοτε προσλαμβάνει και κωμικά χαρακτηριστικά) και όχι των εκλογέων, δηλαδή του ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΛΑΟΥ. Οι αρχηγοί των κομμάτων στις δημοκρατίες δεν (πρέπει να) λειτουργούν ως «προπονητές» (ποδοσφαίρου) που συγκροτούν την ομάδα τους κατά βούληση (όπως αυτάρεσκα πιστεύει η κ. Κωνσταντοπούλου). Οι (κοινοβουλευτικές) Ομάδες του κάθε κόμματος στις δημοκρατίες καθορίζονται από την κοινωνική βάση του κάθε κόμματος, δηλαδή από κάτω προς τα πάνω και όχι αντίστροφα. Προσωπικά, είμαι περίεργος για το πώς θα αντιδράσει η ελληνική Δικαιοσύνη, σε ενδεχόμενες ενστάσεις κατά της «ελέω αρχηγού» εκλογής βουλευτών.

(7) Στον προβαλλόμενο συνήθως αντίλογο (έστω και αν έχει πραγματική βάση) ότι ο λαός δεν είναι ώριμος και επιλέγει πρόσωπα με όρους επικοινωνίας και όχι πολιτικής αξίας, η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο Αρχηγός του κόμματος θα επιλέξει πρόσωπα στη βάση της αξίας τους και όχι στη βάση της προσωπικής πολιτικής του αυτοσυντήρησης σε ένα πλαίσιο ευνοιοκρατίας. Και στο τέλος-τέλος (για να παραφράσουμε τη ρήση της Ρόζας Λούξεμπουργκ) τα λάθη του λαού είναι προτιμότερα από το αλάθητο του Αρχηγού.

Γράφει ο Δημήτρης Ζακαλκάς

Δρ Συνταγματικού Δικαίου - Δικηγόρος


(1) Η αρχηγός του κόμματος Πλεύση Ελευθερίας Ζωή Κωνσταντοπούλου (αλλά και ο αρχηγός του νεοεμφανιζόμενου κόμματος ΝΙΚΗ, απ’ ό,τι πληροφορούμαστε), εκμεταλλευόμενη το ισχύον νομικό πλαίσιο της «λίστας», δηλαδή του «δεσμευμένου συνδυασμού» (αντί του σταυρού προτίμησης) για τις επικείμενες εκλογές της 25/06/2023, αρνήθηκε να δεσμευθεί από τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων βουλευτών του κόμματός της στις προηγούμενες εκλογές με βάση τον σταυρό προτίμησης. Αλλάζοντας τη σειρά επιτυχίας, αλλά και προσθέτοντας νέα πρόσωπα (δηλαδή πρόσωπα που δεν ήταν στους συνδυασμούς των προηγούμενων εκλογών) σε εκλόγιμη θέση, στην ουσία διορίζει αυτή τους βουλευτές του κόμματός της, οι οποίοι θα είναι βουλευτές «ελέω αρχηγού» και όχι «ελέω λαού». Παρομοίωσε τη θέση της με αυτή του «προπονητή» μιας ομάδας που οφείλει να μεριμνά για την αποτελεσματικότητα της ομάδας. Βέβαια, η ενέργειά της αυτή ήγειρε πολλές αντιδράσεις ως προς τη δημοκρατική της δεοντολογία. Ας επιχειρήσουμε, νηφάλια, μια θεσμική προσέγγιση.

(2) Ο δεσμευμένος συνδυασμός υποψηφίων βουλευτών (αντί του σταυρού προτίμησης) καθιερώθηκε για πρώτη φορά από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ (ν. 1303/1982), προσδοκώντας να καταπολεμηθούν τα δεινά που συνδέονται (με υπερβολικό τρόπο, πολλές φορές) με τον σταυρό προτίμησης (πελατειακές σχέσεις μέχρι και διαφθορά, κυριαρχία της επικοινωνίας επί της ουσίας της πολιτικής κ.τ.λ.). Έτσι, με δεσμευμένους συνδυασμούς διεξήχθησαν οι εκλογές του 1985. Κατ’ αποτέλεσμα, για μία δεκαετία περίπου (μέχρι το 1989 οπότε και έγιναν εκλογές, με επαναφορά του σταυρού προτίμησης) οι Κοινοβουλευτικές Ομάδες (ΚΟ) των κομμάτων έμειναν λίγο πολύ ίδιες, καθόσον οι κομματικές ηγεσίες στις λίστες των εκλογών του 1985 σεβάστηκαν τη σειρά επιτυχίας των εκλογών του 1981. Πάντως, η κοινωνική βάση του κάθε κόμματος στερήθηκε του δικαιώματος επαναξιολόγησης των βουλευτών στις εκλογές του 1985.

(3) Το ίδιο το ΠΑΣΟΚ, αυτοκριτικά, επανέφερε τον σταυρό προτίμησης (ν. 1847/1989). Είχε γίνει αντιληπτό ότι ακόμη και αν είχαν προχωρήσει στα κόμματα οι δημοκρατικές εσωκομματικές διαδικασίες (που βέβαια δεν είχαν προχωρήσει) ώστε η κομματική βάση κάθε κόμματος υπό την ισχύ δημοκρατικών εσωκομματικών διαδικασιών (και όχι ο Αρχηγός) να καθορίζει με δεσμευμένη σειρά τους συνδυασμούς υποψηφίων, αυτό στερεί το δικαίωμα επιλογής βουλευτών από την ευρύτερη κοινωνική βάση (τον «λαό» του κάθε κόμματος) που δεν ταυτίζεται με την κομματική βάση, δηλαδή τους οργανωμένους στο κόμμα. Όμως, ορίσθηκε (ν. 1907/1990) ότι σε περίπτωση που διεξάγονται εκλογές μέσα στο χρονικό διάστημα ενός έτους (αργότερα, το ένα έτος έγινε 18 μήνες) από τις προηγούμενες εκλογές, θα ισχύει ο δεσμευμένος συνδυασμός («λίστα»).

(4) Βέβαια, το ποιός θα καταρτίζει τη λίστα στις περιπτώσεις αυτές αφέθηκε στα κόμματα, στην πράξη στις ηγεσίες τους. Αυτή τη δυνατότητα «τραβάνε» στα άκρα κάποιες ηγεσίες προκειμένου να αλλάξουν τη σειρά επιτυχίας των υποψηφίων ή να προσθέσουν νέους υποψήφιους σε εκλόγιμη θέση, διορίζοντας τους κατά κυριολεξία, καθόσον οι τελευταίοι δεν έχουν την παραμικρή δημοκρατική νομιμοποίηση, υπέρ της οποίας οι ηγεσίες αυτές, κατά τα άλλα, κόπτονται. Η ελληνική δικαιοσύνη, εμμένοντας στην αρχή της αυτονομίας των κομμάτων και μη παρέμβασης στα interna corporis αυτών (διαφορετικά απ’ ό,τι συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες) έχει κλείσει τα μάτια της στο να θεωρήσει τη «λίστα», ακόμη και όταν καθορίζεται από την κομματική ηγεσία, ως αντισυνταγματική (λόγω αντίθεσής της στη συνταγματική επιταγή για εσωκομματική δημοκρατία), τόσο εν γένει (απόφαση ΑΕΔ 34/1985), όσο και για τις εξαιρετικές περιπτώσεις που αναφέραμε (απόφαση ΑΕΔ 8/1993).

(5) Με άλλα λόγια, η ελληνική Πολιτεία αντιμετωπίζει τα κόμματα περίπου ως ιδιωτικές ενώσεις, η οργάνωση των οποίων είναι αδιάφορη για την ολότητα και ως τέτοιες πρέπει να έχουν προστασία της αυτονομίας τους. Δηλαδή, όπως περίπου δεν ενδιαφέρει την ολότητα (παρά μόνο τα μέλη της) η οργάνωση μιας ένωσης φιλοτελιστών ή μίας ένωσης φίλων μουσικής Μπετόβεν ή ένας Πολιτιστικός Σύλλογος της Άνω Κολοπετινίτσας. Τέτοιες ιδιωτικές ενώσεις, στα πλαίσια της καταστατικής τους αυτονομίας, μπορούν να έχουν και μη αιρετή ηγεσία, διορισμούς σε άλλες θέσεις από την ηγεσία, αξιώματα ex officio κ.ο.κ. ΟΜΩΣ, τα πολιτικά κόμματα απέχουν από το να είναι ιδιωτικές ενώσεις, αφού το ίδιο το Σύνταγμα (άρθρο 29 παρ. 1) αξιώνει «η οργάνωση και η δράση τους να εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος». Η οργάνωσή τους τίθεται στην εμβέλεια της δημοκρατικής αρχής. Αξιώνεται, δηλαδή, μια δημοκρατική ροή επιλογών, από τα κάτω προς τα πάνω.

(6) Η κατάργηση της «λίστας», έστω και για τις εξαιρετικές περιπτώσεις διεξαγωγής εκλογών σε χρονικό διάστημα μικρότερο των 18 μηνών από τις προηγούμενες, είναι επιβεβλημένη. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μη δίδεται η δυνατότητα στους εκλογείς επαναξιολόγησης των αντιπροσώπων τους, έστω και αν έχουμε επαναλαμβανόμενες εκλογές σε σχετικά μικρά χρονικά διαστήματα. Μόνο και μόνο η δυνατότητα συγκρότησης της «λίστας» από τις κομματικές ηγεσίες, παραβιάζοντας τη σειρά επιτυχίας των προηγούμενων εκλογών, συνεισφέρει και ενδυναμώνει τον αρχηγοκεντρικό χαρακτήρα των πολιτικών κομμάτων, αφού καθιστά τους υποψηφίους βουλευτές κυνηγούς της εύνοιας των αρχηγών τους και των κεντρικών κομματικών επιτελείων (που ενίοτε προσλαμβάνει και κωμικά χαρακτηριστικά) και όχι των εκλογέων, δηλαδή του ΚΥΡΙΑΡΧΟΥ ΛΑΟΥ. Οι αρχηγοί των κομμάτων στις δημοκρατίες δεν (πρέπει να) λειτουργούν ως «προπονητές» (ποδοσφαίρου) που συγκροτούν την ομάδα τους κατά βούληση (όπως αυτάρεσκα πιστεύει η κ. Κωνσταντοπούλου). Οι (κοινοβουλευτικές) Ομάδες του κάθε κόμματος στις δημοκρατίες καθορίζονται από την κοινωνική βάση του κάθε κόμματος, δηλαδή από κάτω προς τα πάνω και όχι αντίστροφα. Προσωπικά, είμαι περίεργος για το πώς θα αντιδράσει η ελληνική Δικαιοσύνη, σε ενδεχόμενες ενστάσεις κατά της «ελέω αρχηγού» εκλογής βουλευτών.

(7) Στον προβαλλόμενο συνήθως αντίλογο (έστω και αν έχει πραγματική βάση) ότι ο λαός δεν είναι ώριμος και επιλέγει πρόσωπα με όρους επικοινωνίας και όχι πολιτικής αξίας, η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει καμία εγγύηση ότι ο Αρχηγός του κόμματος θα επιλέξει πρόσωπα στη βάση της αξίας τους και όχι στη βάση της προσωπικής πολιτικής του αυτοσυντήρησης σε ένα πλαίσιο ευνοιοκρατίας. Και στο τέλος-τέλος (για να παραφράσουμε τη ρήση της Ρόζας Λούξεμπουργκ) τα λάθη του λαού είναι προτιμότερα από το αλάθητο του Αρχηγού.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία