Τα μυστικά και οι ιστορίες νεκρών που κρύβει ο βυθός τού ποταμού Έβρου
22/12/2022 07:00
22/12/2022 07:00
Εξαντλημένοι, κατάκοποι και χωρίς ελπίδα χιλιάδες μετανάστες εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ή φτωχές πατρίδες τους και πορεύονται προς τη Δύση, με το όνειρο της Ευρώπης να τους οδηγεί. Όνειρο που πολλές φορές μένει «άπιαστο», μιας και το πέρασμα από τον ποταμό Έβρο είναι γεμάτο θάνατο.
Ο επίκουρος Καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής στο ΔΠΘ, Παύλος Παυλίδης έχει αφιερώσει τη ζωή του στην αναγνώριση και την ταυτοποίηση των πτωμάτων προσφύγων που ανασύρονται από τα παγωμένα νερά του ποταμού Έβρου, μέχρι τελικά να αποδοθούν αυτά στα συγγενικά τους πρόσωπα και ταφούν όπως αρμόζει, στον τόπο καταγωγής τους.
Για 22 χρόνια, ο κ. Παυλίδης προσπαθεί να βρει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των νεκρών και των εν ζωή συγγενών τους. Ο ίδιος καθημερινά αντιμετωπίζει τον θάνατο, προσφέροντας στα θύματα μια τελευταία θλιβερή υπηρεσία.
Όπως εξηγεί στο makthes.gr «το πιο σημαντικό είναι δείχνουμε τον σεβασμό που αρμόζει στους νεκρούς και στους συγγενείς τους. Καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μπει ένα τέλος στην αγωνία των οικογενειών που περιμένουν να τους πούμε για τον άνθρωπό τους. Δυστυχώς οι μεταναστευτικές ροές είναι καθημερινότητα στην περιοχή. Εκατοντάδες απελπισμένοι άνθρωποι που αναζητούν μια ανθρώπινη ζωή και ένα καλύτερο αύριο, χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθεια να διασχίσουν τα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας».
Ρωτώντας τον για το επάγγελμα του ιατροδικαστή, η δουλειά του δεν είναι ακριβώς δύσκολη αλλά πολυσύνθετη. Η μοναδικότητα και η ιδιομορφία του ποταμού Έβρου σε παγκόσμιο επίπεδο (να «κρατάει» τους νεκρούς στο βυθό και να τους ξεβράζει μετά από πολύ καιρό σε κατάσταση σήψης και εντελώς παραμορφωμένα), δημιουργεί το μεγάλο πρόβλημα της ταυτοποίησης.
«Πολύ συχνά δεν αναγνωρίζεται το πρόσωπο του ανθρώπου, ούτε καν το φύλο του. Επιπλέον, γενικότερα, οι σοροί αποσυντίθενται γρηγορότερα στο γλυκό νερό απ’ ό,τι στο θαλασσινό, με αποτέλεσμα τα προσωπικά έγγραφα να διαλύονται, τα κινητά τηλέφωνα να καταστρέφονται.
Εμείς βλέπουμε περίπου 50-60 περιστατικά σήψης τον χρόνο. Για αυτόν το λόγο τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, όπως ένα δαχτυλίδι ή μια αλυσίδα στο λαιμό που είναι ανθεκτικά στο νερό, είναι ζωτικής σημασίας και έχουν ιδιαίτερη αξία στη διαδικασία ταυτοποίησης και αναγνώρισης. Όταν τους αναζητούν οι συγγενείς τους, τους τα δείχνουμε κι έτσι είναι πιο εύκολο να τους αναγνωρίσουν.
Επίσης, οι μικρές λεπτομέρειες συνήθως αποδεικνύονται τρομερά ωφέλιμες. Ένα τατουάζ, τα ρούχα, χειρουργικές ουλές ή σημάδια που πιθανόν να υπάρχουν στο σώμα είναι μεν υποβοηθητικά στοιχεία αλλά μπορούν να μας οδηγήσουν στην ταυτοποίηση, η οποία μπορεί να διαρκέσει από μια δύο ημέρες μέχρι και δύο χρόνια».
Συνολικά στον Έβρο από το 2000 μέχρι και σήμερα ο κ. Παυλίδης έχει διαχειριστεί 660 περιστατικά μεταναστών αγνώστων στοιχείων, μόνο στην ελληνική πλευρά του ποταμού. «Πιθανόν να υπάρχουν άλλοι τόσοι από την τουρκική πλευρά. Φέτος είχαμε 63 σορούς παράτυπων μεταναστών στο νεκροτομείο», επισημαίνει.
Όμως το κυριότερο πρόβλημα παραμένει ότι πολλοί άνθρωποι δεν ανασύρονται ποτέ. «Έχουμε πάρα πολλές αναζητήσεις και κρούσεις από συγγενείς, όμως οι ευρέσεις θανόντων δεν είναι αντίστοιχες γιατί πολλές σοροί δεν βγαίνουν στην επιφάνεια του ποταμού. Είτε γίνονται τροφή για τα ψάρια του ποταμού ή τους λύκους του δάσους της Δαδιάς».
Το πρωτόκολλο της ταυτοποίησης
Το πρωτόκολλο που ακολουθείται κατά τη διαδικασία της ταυτοποίησης είναι πολύ συγκεκριμένο, σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη. «Όταν βρεθεί ένας νεκρός είτε από τον στρατό, την αστυνομία, τους συνοριοφύλακες είτε από τους κυνηγούς, καλούνται οι αστυνομικές αρχές και γίνεται επί τόπου ένας πρώτος έλεγχος του νεκρού. Αναζητούν δηλαδή ταυτότητα, διαβατήριο, κάποια έγγραφα που να πιστοποιούν την ταυτότητα του και λαμβάνονται φωτογραφίες στο χώρο που βρέθηκε ο νεκρός. Έπειτα μεταφέρεται εδώ, στο εργαστήριο ιατροδικαστικής στην Αλεξανδρούπολη. Όπου είναι εφικτό, παίρνουμε δακτυλικά αποτυπώματα, γίνεται καταγραφή των ρούχων, των προσωπικών αντικειμένων, των εξωτερικών χαρακτηριστικών (τατουάζ, ουλές κλπ.), ανατομικές δυσπλασίες και προχωράμε στην νεκροτομή, βρίσκουμε την αιτία θανάτου και συνεχίζουμε με τη διενέργεια εξέτασης DNA και του νεκρού και των συγγενών του. Στέλνουμε τα δείγματα στην Αθήνα στα εγκληματολογικά εργαστήρια και εκεί κάνουν την ταυτοποίηση».
Τι γίνεται όμως με τους νεκρούς που δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν; «Αν ο νεκρός είναι αγνώστων στοιχείων, παραμένει στα δύο κοντέινερ βαθιάς ψύξης που διαθέτουμε 8-12 μήνες και βάζουμε έναν αριθμό πρωτοκόλλου σε κάθε πτώμα, που είναι ίδιος για όλες της υπηρεσίες, πανεπιστήμιο, στρατό, αστυνομία και για τα εγκληματολογικά εργαστήρια των Αθηνών. Όταν έχουμε κάποιες πληροφορίες για αναζήτηση ενός νεκρού από συγγενείς, δηλαδή πότε χάθηκε, τι φορούσε κλπ. ψάχνουμε στο νεκροτομείο τις σορούς που μοιάζουν με την περιγραφή αυτή μου μας δόθηκε. Επικοινωνούμε μαζί τους -μέσω social media πολλές φορές- και ζητούμε εξέταση DNA από πρώτου βαθμού συγγενείς, οι οποίοι συνήθως βρίσκονται στη χώρα καταγωγής των νεκρών. Όταν τους το επιτρέπει η οικονομική τους κατάσταση έρχονται εδώ, κάνουν και επίσημη οπτική αναγνώριση του νεκρού και ύστερα τους παραδίδουμε το νεκρό, ώστε να τον θάψουν όπου επιθυμούν.
Σε διαφορετική περίπτωση, όταν δηλαδή δεν μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα, ερχόμαστε σε επικοινωνία με την πρεσβεία της κάθε χώρας, στην οποία δίνουν οι συγγενείς ένα DNA προφίλ και η ταυτοποίηση γίνεται στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπου βρίσκεται η βάση δεδομένων.
Αν δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι κάποιος μπορεί τελικά να αναγνωριστεί, τότε η σορός μένει ένα-δυο μήνες στο ψυγείο και τελικά θάβεται με έξοδα του ελληνικού κράτους».
Προσπαθώντας να μιλήσει για το μεταναστευτικό, ο κ. Παυλίδης εξηγεί πως το ταξίδι προς την ελπίδα των περισσοτέρων τελειώνει στον Έβρο. «Οι περισσότεροι άνθρωποι που εντοπίζονται νεκροί είναι 18-25 ετών και δεν είναι μόνο άντρες, που θέλουν να βρουν δουλειά στην Ευρώπη. Μετά, για παράδειγμα, τον πόλεμο στη Συρία, ολόκληρες οικογένειες διασχίζουν τον ποταμό».
Οι συνηθέστερες χώρες προέλευσης των νεκρών, σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέγονται, είναι το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Ακολουθούν χώρες όπως η Συρία, το βόρειο Ιράκ, χώρες από τη Βόρεια Αφρική, όπως Σομαλία και Ερυθραία και από Ασία, Νεπάλ και Μπαγκλαντές.
Περιστατικά που έμειναν χαραγμένα στη μνήμη
Σε όλα αυτά χρόνια δουλειάς, ο κ. Παυλίδης έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά με σκληρές και σοκαριστικές εικόνες, διαθέτοντας ένα αρχείο γεμάτο από φωτογραφίες και διάφορα αντικείμενα των σορών που εξέτασε. Τον ρωτώ για περιστατικά που ίσως να του έμειναν στη μνήμη. «Είναι όσα έχουν να κάνουν με μικρά παιδιά και όσα οφείλονται σε εγκληματικές ενέργειες. Ένα που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, όμως ήταν θυμάμαι το 2018. Ένα ειδεχθές, όπως αποδείχτηκε έγκλημα, με τρεις γυναίκες, τη μητέρα με τις δύο κόρες της, η μία μάλιστα ανήλικη, που βρέθηκαν άγρια δολοφονημένες με φονικά χτυπήματα στο λαιμό και το στήθος, στην παρόχθια περιοχή του Πραγγίου Έβρου», απαντά.
Όσο για τα συναισθήματα που έχει αντιμετωπίζοντας τέτοια περιστατικά, τονίζει πως «όσο παράξενο ή κυνικό κι αν φαίνεται, ένα νεκρό κορμί οφείλω να το μεταχειρίζομαι ως το αντικείμενο εργασίας μου, προκειμένου να είμαι αντικειμενικός στα ευρήματα μου και να δώσω τις σωστές απαντήσεις στις προανακριτικές αρχές. Δεν έχω την πολυτέλεια να έχω συναισθήματα στη δουλειά αυτή, γιατί αν με καταβάλλει το συναίσθημα, δε θα ήμουν επαγγελματίας».
23/12/2022 13:45
Εξαντλημένοι, κατάκοποι και χωρίς ελπίδα χιλιάδες μετανάστες εγκαταλείπουν τις εμπόλεμες ή φτωχές πατρίδες τους και πορεύονται προς τη Δύση, με το όνειρο της Ευρώπης να τους οδηγεί. Όνειρο που πολλές φορές μένει «άπιαστο», μιας και το πέρασμα από τον ποταμό Έβρο είναι γεμάτο θάνατο.
Ο επίκουρος Καθηγητής Ιατροδικαστικής και Τοξικολογίας Ιατρικής στο ΔΠΘ, Παύλος Παυλίδης έχει αφιερώσει τη ζωή του στην αναγνώριση και την ταυτοποίηση των πτωμάτων προσφύγων που ανασύρονται από τα παγωμένα νερά του ποταμού Έβρου, μέχρι τελικά να αποδοθούν αυτά στα συγγενικά τους πρόσωπα και ταφούν όπως αρμόζει, στον τόπο καταγωγής τους.
Για 22 χρόνια, ο κ. Παυλίδης προσπαθεί να βρει τον συνδετικό κρίκο μεταξύ των νεκρών και των εν ζωή συγγενών τους. Ο ίδιος καθημερινά αντιμετωπίζει τον θάνατο, προσφέροντας στα θύματα μια τελευταία θλιβερή υπηρεσία.
Όπως εξηγεί στο makthes.gr «το πιο σημαντικό είναι δείχνουμε τον σεβασμό που αρμόζει στους νεκρούς και στους συγγενείς τους. Καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια για να μπει ένα τέλος στην αγωνία των οικογενειών που περιμένουν να τους πούμε για τον άνθρωπό τους. Δυστυχώς οι μεταναστευτικές ροές είναι καθημερινότητα στην περιοχή. Εκατοντάδες απελπισμένοι άνθρωποι που αναζητούν μια ανθρώπινη ζωή και ένα καλύτερο αύριο, χάνουν τη ζωή τους στην προσπάθεια να διασχίσουν τα σύνορα Ελλάδας-Τουρκίας».
Ρωτώντας τον για το επάγγελμα του ιατροδικαστή, η δουλειά του δεν είναι ακριβώς δύσκολη αλλά πολυσύνθετη. Η μοναδικότητα και η ιδιομορφία του ποταμού Έβρου σε παγκόσμιο επίπεδο (να «κρατάει» τους νεκρούς στο βυθό και να τους ξεβράζει μετά από πολύ καιρό σε κατάσταση σήψης και εντελώς παραμορφωμένα), δημιουργεί το μεγάλο πρόβλημα της ταυτοποίησης.
«Πολύ συχνά δεν αναγνωρίζεται το πρόσωπο του ανθρώπου, ούτε καν το φύλο του. Επιπλέον, γενικότερα, οι σοροί αποσυντίθενται γρηγορότερα στο γλυκό νερό απ’ ό,τι στο θαλασσινό, με αποτέλεσμα τα προσωπικά έγγραφα να διαλύονται, τα κινητά τηλέφωνα να καταστρέφονται.
Εμείς βλέπουμε περίπου 50-60 περιστατικά σήψης τον χρόνο. Για αυτόν το λόγο τα προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, όπως ένα δαχτυλίδι ή μια αλυσίδα στο λαιμό που είναι ανθεκτικά στο νερό, είναι ζωτικής σημασίας και έχουν ιδιαίτερη αξία στη διαδικασία ταυτοποίησης και αναγνώρισης. Όταν τους αναζητούν οι συγγενείς τους, τους τα δείχνουμε κι έτσι είναι πιο εύκολο να τους αναγνωρίσουν.
Επίσης, οι μικρές λεπτομέρειες συνήθως αποδεικνύονται τρομερά ωφέλιμες. Ένα τατουάζ, τα ρούχα, χειρουργικές ουλές ή σημάδια που πιθανόν να υπάρχουν στο σώμα είναι μεν υποβοηθητικά στοιχεία αλλά μπορούν να μας οδηγήσουν στην ταυτοποίηση, η οποία μπορεί να διαρκέσει από μια δύο ημέρες μέχρι και δύο χρόνια».
Συνολικά στον Έβρο από το 2000 μέχρι και σήμερα ο κ. Παυλίδης έχει διαχειριστεί 660 περιστατικά μεταναστών αγνώστων στοιχείων, μόνο στην ελληνική πλευρά του ποταμού. «Πιθανόν να υπάρχουν άλλοι τόσοι από την τουρκική πλευρά. Φέτος είχαμε 63 σορούς παράτυπων μεταναστών στο νεκροτομείο», επισημαίνει.
Όμως το κυριότερο πρόβλημα παραμένει ότι πολλοί άνθρωποι δεν ανασύρονται ποτέ. «Έχουμε πάρα πολλές αναζητήσεις και κρούσεις από συγγενείς, όμως οι ευρέσεις θανόντων δεν είναι αντίστοιχες γιατί πολλές σοροί δεν βγαίνουν στην επιφάνεια του ποταμού. Είτε γίνονται τροφή για τα ψάρια του ποταμού ή τους λύκους του δάσους της Δαδιάς».
Το πρωτόκολλο της ταυτοποίησης
Το πρωτόκολλο που ακολουθείται κατά τη διαδικασία της ταυτοποίησης είναι πολύ συγκεκριμένο, σύμφωνα με τον κ. Παυλίδη. «Όταν βρεθεί ένας νεκρός είτε από τον στρατό, την αστυνομία, τους συνοριοφύλακες είτε από τους κυνηγούς, καλούνται οι αστυνομικές αρχές και γίνεται επί τόπου ένας πρώτος έλεγχος του νεκρού. Αναζητούν δηλαδή ταυτότητα, διαβατήριο, κάποια έγγραφα που να πιστοποιούν την ταυτότητα του και λαμβάνονται φωτογραφίες στο χώρο που βρέθηκε ο νεκρός. Έπειτα μεταφέρεται εδώ, στο εργαστήριο ιατροδικαστικής στην Αλεξανδρούπολη. Όπου είναι εφικτό, παίρνουμε δακτυλικά αποτυπώματα, γίνεται καταγραφή των ρούχων, των προσωπικών αντικειμένων, των εξωτερικών χαρακτηριστικών (τατουάζ, ουλές κλπ.), ανατομικές δυσπλασίες και προχωράμε στην νεκροτομή, βρίσκουμε την αιτία θανάτου και συνεχίζουμε με τη διενέργεια εξέτασης DNA και του νεκρού και των συγγενών του. Στέλνουμε τα δείγματα στην Αθήνα στα εγκληματολογικά εργαστήρια και εκεί κάνουν την ταυτοποίηση».
Τι γίνεται όμως με τους νεκρούς που δεν μπορούν να ταυτοποιηθούν; «Αν ο νεκρός είναι αγνώστων στοιχείων, παραμένει στα δύο κοντέινερ βαθιάς ψύξης που διαθέτουμε 8-12 μήνες και βάζουμε έναν αριθμό πρωτοκόλλου σε κάθε πτώμα, που είναι ίδιος για όλες της υπηρεσίες, πανεπιστήμιο, στρατό, αστυνομία και για τα εγκληματολογικά εργαστήρια των Αθηνών. Όταν έχουμε κάποιες πληροφορίες για αναζήτηση ενός νεκρού από συγγενείς, δηλαδή πότε χάθηκε, τι φορούσε κλπ. ψάχνουμε στο νεκροτομείο τις σορούς που μοιάζουν με την περιγραφή αυτή μου μας δόθηκε. Επικοινωνούμε μαζί τους -μέσω social media πολλές φορές- και ζητούμε εξέταση DNA από πρώτου βαθμού συγγενείς, οι οποίοι συνήθως βρίσκονται στη χώρα καταγωγής των νεκρών. Όταν τους το επιτρέπει η οικονομική τους κατάσταση έρχονται εδώ, κάνουν και επίσημη οπτική αναγνώριση του νεκρού και ύστερα τους παραδίδουμε το νεκρό, ώστε να τον θάψουν όπου επιθυμούν.
Σε διαφορετική περίπτωση, όταν δηλαδή δεν μπορούν να έρθουν στην Ελλάδα, ερχόμαστε σε επικοινωνία με την πρεσβεία της κάθε χώρας, στην οποία δίνουν οι συγγενείς ένα DNA προφίλ και η ταυτοποίηση γίνεται στα εγκληματολογικά εργαστήρια της ΕΛΑΣ στην Αθήνα, όπου βρίσκεται η βάση δεδομένων.
Αν δεν υπάρχει κάποια ένδειξη ότι κάποιος μπορεί τελικά να αναγνωριστεί, τότε η σορός μένει ένα-δυο μήνες στο ψυγείο και τελικά θάβεται με έξοδα του ελληνικού κράτους».
Προσπαθώντας να μιλήσει για το μεταναστευτικό, ο κ. Παυλίδης εξηγεί πως το ταξίδι προς την ελπίδα των περισσοτέρων τελειώνει στον Έβρο. «Οι περισσότεροι άνθρωποι που εντοπίζονται νεκροί είναι 18-25 ετών και δεν είναι μόνο άντρες, που θέλουν να βρουν δουλειά στην Ευρώπη. Μετά, για παράδειγμα, τον πόλεμο στη Συρία, ολόκληρες οικογένειες διασχίζουν τον ποταμό».
Οι συνηθέστερες χώρες προέλευσης των νεκρών, σύμφωνα με τα στοιχεία που συλλέγονται, είναι το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Ακολουθούν χώρες όπως η Συρία, το βόρειο Ιράκ, χώρες από τη Βόρεια Αφρική, όπως Σομαλία και Ερυθραία και από Ασία, Νεπάλ και Μπαγκλαντές.
Περιστατικά που έμειναν χαραγμένα στη μνήμη
Σε όλα αυτά χρόνια δουλειάς, ο κ. Παυλίδης έρχεται αντιμέτωπος καθημερινά με σκληρές και σοκαριστικές εικόνες, διαθέτοντας ένα αρχείο γεμάτο από φωτογραφίες και διάφορα αντικείμενα των σορών που εξέτασε. Τον ρωτώ για περιστατικά που ίσως να του έμειναν στη μνήμη. «Είναι όσα έχουν να κάνουν με μικρά παιδιά και όσα οφείλονται σε εγκληματικές ενέργειες. Ένα που όμοιό του δεν έχω ξαναδεί, όμως ήταν θυμάμαι το 2018. Ένα ειδεχθές, όπως αποδείχτηκε έγκλημα, με τρεις γυναίκες, τη μητέρα με τις δύο κόρες της, η μία μάλιστα ανήλικη, που βρέθηκαν άγρια δολοφονημένες με φονικά χτυπήματα στο λαιμό και το στήθος, στην παρόχθια περιοχή του Πραγγίου Έβρου», απαντά.
Όσο για τα συναισθήματα που έχει αντιμετωπίζοντας τέτοια περιστατικά, τονίζει πως «όσο παράξενο ή κυνικό κι αν φαίνεται, ένα νεκρό κορμί οφείλω να το μεταχειρίζομαι ως το αντικείμενο εργασίας μου, προκειμένου να είμαι αντικειμενικός στα ευρήματα μου και να δώσω τις σωστές απαντήσεις στις προανακριτικές αρχές. Δεν έχω την πολυτέλεια να έχω συναισθήματα στη δουλειά αυτή, γιατί αν με καταβάλλει το συναίσθημα, δε θα ήμουν επαγγελματίας».
ΣΧΟΛΙΑ