Τα όρια της υφιστάμενης δημοσιονομικής πολιτικής. Του Φάνη Ουγγρίνη
28/08/2024 12:00
28/08/2024 12:00
Αν τουλάχιστον κρίνουμε από τα ανακοινωθέντα, η δημοσιονομική εικόνα βελτιώνεται, πάντα με γνώμονα την εθνική οικονομική πραγματικότητα. Η χώρα καταγράφει ακόμη ένα πρωτογενές πλεόνασμα (αναμένεται να διαμορφωθεί τελικά κοντά στο 2,4% έναντι αρχικής πρόβλεψης για 2,1% του ΑΕΠ, ενώ στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου καταγράφηκε πλεόνασμα 5,6 δισ. € έναντι στόχου 1,6 δισ.), μειώνει το δημόσιο χρέος της (έχει καταγράψει σε επίπεδο ΕΕ τη μεγαλύτερη πτώση σε τριμηνιαία βάση και τη δεύτερη μεγαλύτερη σε ετήσια) και προχωρά σε πρόωρη αποπληρωμή δανείων (για 8 δισ. € μίλησε τον Ιούνιο ο πρωθυπουργός στο Bloomberg, που αντιστοιχούν σε δόσεις τριών ετών οφειλομένων του 2010).
Την ίδια στιγμή, υποδηλώνοντας βελτιωμένη φορολογική συμμόρφωση και οικονομική κινητικότητα, τα φορολογικά έσοδα ξεπερνούν τους στόχους, ανερχόμενα στα 36,99 δισ. €, αυξημένα κατά 2,32 δισ. € ή 6,7% έναντι του στόχου για τον προϋπολογισμό του 2024 (ειδικά τον Ιούλιο το σύνολο των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε στα 7,74 δισ. €, αυξημένο κατά 1,7 δισ. έναντι του μηνιαίου στόχου, εξαιτίας και της αυστηρής τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων). Συνολικά τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν σε 7,79 δισ. €, αυξημένα κατά 1.06 δισ. €. Παράλληλα μειώθηκε περαιτέρω και το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το εξάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, βρίσκεται στα 0,12 δισ. € έναντι στόχου 3,75 δισ. και ελλείμματος 1,44 δισ. κατά το αντίστοιχο διάστημα του ’23. Ειδικότερα, οι κρατικές δαπάνες Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024 ανήλθαν στα 39,33 δισ. €, μειωμένες κατά 2,74 δισ. έναντι του προϋπολογισμένου στόχου. Πάντως είναι αυξημένες κατά 0,74 δισ. € σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του ’23, κυρίως λόγω της αύξησης πληρωμών τόκων.
Τούτων δοθέντων, δεν είναι παράξενη η χαμηλή απόδοση και η υπερκάλυψη της ζήτησης για ελληνικά ομόλογα στη δημοπρασία που διενήργησε την Τετάρτη ο ΟΔΔΗΧ: η απόδοση των εντόκων γραμματίων διάρκειας 26 εβδομάδων ύψους 0,5 δισ. € διαμορφώθηκε στο 3,09%, μειωμένη σε σχέση με το 3,30% της περασμένης δημοπρασίας (24/7/2024). Σύμφωνα με τον Οργανισμό, υποβλήθηκαν συνολικές προσφορές ύψους 0,99 δισ. €, υπερκαλύπτοντας το αναζητούμενο ποσό κατά σχεδόν δύο φορές. Φαίνεται λοιπόν ότι οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, η σφιχτότερη διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων, η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και τα εκ νέου αυξημένα τουριστικά έσοδα έβαλαν το χεράκι τους υπέρ της καλής εικόνας μας στις διεθνείς χρηματαγορές. Ωστόσο η εικόνα αυτή είναι εν μέρει παραπλανητική.
Παρά τη συρρίκνωσή του, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό βάρος για την οικονομία. Σύμφωνα με το τελευταίο σχετικό δελτίο της ΤτΕ (Νο 114), το συνολικό ποσό για την κεντρική κυβέρνηση ξεπέρασε τα 407 δισ. €, με το εξωτερικό μέρος του να κινείται περίπου στα 356 δισ. Το υπόλοιπο είναι ενδοκυβερνητικό, αποτελούμενο από βραχυχρόνια δάνεια φορέων του δημοσίου προς το ΥΠΟΙΚ και ομόλογα υπό την κατοχή κρατικών φορέων, όταν το αντίστοιχο ποσό το 2019 βρισκόταν πολύ χαμηλότερα. Όπως αντιλαμβάνεστε, ενδεχομένως μιλάμε για ασφαλιστικές εισφορές, ταμειακά διαθέσιμα νοσοκομείων, ποσά αγροτικών ενισχύσεων, κεφάλαια ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ανταποδοτικά των ΟΤΑ, οφειλόμενα του ΠΔΕ κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.
Και από την ονομαστική ανάπτυξη δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα ικανοποιημένοι (η αρχική πρόβλεψη του προϋπολογισμού ήταν 2,9%, μα το ΙΟΒΕ τον Ιούλιο την υπολόγιζε στο 2,1%). Αν και η προσέλκυση επενδύσεων είναι προφανώς απαραίτητη για την επιτάχυνση της, οι σχετιζόμενες ενέργειες δεν χαρακτηρίζονται επαρκείς, ενώ τα τελευταία στοιχεία απογοητεύουν: οι ΑΞΕ έπεσαν στα 2,07 δισ. € το πρώτο εξάμηνο, (κάτω από τα 2,43 δισ. της ίδιας περσινής περιόδου) και η υποχώρηση αυτή ακολουθεί μία μεγαλύτερη από 50%, εκείνη του πρώτου εξαμήνου 2023 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του ’22 (χρονιά-ρεκόρ με 5,13 δισ. €).
Η κυβέρνηση δείχνει να έχει εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στο κόστος του χρήματος: για να πέσει αυτό απαιτείται ποσοστιαία μείωση του χρέους έναντι του ΑΕΠ, και για χάρη της παρατηρείται ανοχή έναντι του πληθωρισμού στα βασικά είδη και υπηρεσίες, καθώς η άνοδος των τιμών συνεπάγεται διόγκωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και επιτάχυνση αποπληρωμής παλαιών δανείων μέσω -κυρίως- των εισπράξεων από αποδοτικότερους έμμεσους φόρους.
Επιπλέον, ως ανάπτυξη μπορεί να λογίζεται μέχρι και η… λεύκανση προηγουμένως «μαύρων» δραστηριοτήτων: τα νέα απογευματινά χειρουργεία «ασπρίζουν» πολλά φακελάκια, τα τεκμήρια για τους αυτοαπασχολούμενους νομοτελειακά θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες δηλώσεις εισοδήματος εκ μέρους τους, η διασύνδεση POS-ταμειακών μηχανών οδηγεί σε υψηλότερα φανερά έσοδα, η ανεβασμένη Golden Visa το ίδιο κοκ.
Δυστυχώς το φθηνό χρήμα δεν αρκεί για την περίπτωσή μας διότι υφίστανται άλλα εμπόδια στο επιχειρείν, για τα οποία λίγα γίνονται: κακή προηγούμενη εμπειρία από την αστάθεια του φορολογικού συστήματος, δαιδαλώδεις αδειοδοτικές διαδικασίες (παρά ορισμένες σημειακές βελτιώσεις), βραδεία απόδοση δικαιοσύνης (η «Μεταρρύθμιση Φλωρίδη» δεν έχει ακόμη αποδώσει καρπούς, αν αποδώσει), ακατάλληλα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό (με αποτέλεσμα υψηλή ανεργία σε συνδυασμό με υπερβολικά πολλές κενές θέσεις εργασίας), απόλυτη χρηματοδοτική ασφυξία για μικρές επιχειρήσεις, ασχέτως αν είναι καινοτόμες και εξωστρεφεις.
Όμως το κυβερνητικό… ποντάρισμα στις διεθνείς χρηματαγορές ομολόγων δυστυχώς προϋποθέτει και έναν αστάθμητο παράγοντα: τη συνεχιζόμενη ομαλή λειτουργία τους. Στις αρχές Αυγούστου τα πιο αδύναμα του αναμενόμενου στοιχεία για την οικονομία των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με επιθετικές επιτοκιακές κινήσεις της BoJ προκάλεσαν βουτιά του Nasdaq και του Nikkei. Κατά συνέπεια, ο VIX (δείκτης μεταβλητότητας των αμερικανικών αγορών, δηλαδή ένδειξη ανασφάλειας στη Wall Street) εκτινάχθηκε σε επίπεδα παρόμοια εκείνων στις πρώτες φάσεις του COVID-19. Ομολογουμένως η τρέχουσα αστάθεια ήταν μάλλον αναμενόμενη, ένεκα της μικρής μείωσης του αμερικανικού ΑΕΠ, της αβεβαιότητας περί επιτοκίων της Fed, των κακών ειδήσεων για την αγορά εργασίας και της έντονης καταστροφολογίας.
Τα απόνερα έχουν ήδη φτάσει στη Γηραιά Ήπειρο, με την αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης να υφίσταται αναταράξεις. Πάντως τούτο το sell-off έμοιαζε με προειδοποίηση για επερχόμενη χρηματοπιστωτική αστάθεια απρόβλεπτων διαστάσεων. Και τι θα σήμαινε για μας η εν λόγω αστάθεια, εφόσον επιδεινωνόταν; Γενναία αύξηση του κόστους δανεισμού για κράτος και ιδιώτες, μείωση επενδύσεων και επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, με όσα αυτό σημαίνει για τον τουρισμό και τις εξαγωγές μας. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, τότε εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιά θα είναι τα χρονικά περιθώρια της υφιστάμενης ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Επιτελικό κράτος
Η φετινή ομιλία Μητσοτάκη στην Έκθεση αναμένεται με αξιόλογο ενδιαφέρον, καθώς θα πραγματοποιηθεί εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας, εγχώριας και παγκόσμιας. Διεθνώς οι πόλεμοι σε Μέση Ανατολή (τελευταίο θύμα το ελληνόκτητο τάνκερ Sounion) και Ουκρανία δεν δείχνουν σημάδια τερματισμού, οι δε αγορές αναμένεται να σταθεροποιηθούν και να διαπραγματεύονται εντός προβλέψιμου εύρους στο αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μετά τις αμερικανικές εκλογές.
Σε εθνικό επίπεδο, η επανάληψη καταστροφικών πυρκαγιών ακριβώς δίπλα στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, τα ασύδοτα εμπορικά ολιγοπώλια, τα πιστολίδια σε μπιτσόμπαρα και τα ατυχήματα σε λούνα παρκ κατέδειξαν και πάλι την ανικανότητα του ελληνικού κράτους να ανταπεξέλθει στα βασικά του καθήκοντα. Μπορεί οι τραγελαφικές καταστάσεις σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να προσφέρουν επικοινωνιακές ανάσες στο Μαξίμου, όμως κάποτε τα πράγματα στην αντιπολίτευση θα ισορροπήσουν. Στη φάση εκείνη η ΝΔ ίσως πάψει να αποτελεί τη μοναδική βιώσιμη κυβερνητική επιλογή, εφόσον κριθεί ανίκανη να κάνει αυτά για τα οποία εξελέγη.
Τώρα που τα μνημόνια κοντεύουν να ξεχαστούν και ο φόβος επανάκαμψης των Αγανακτισμένων έχει χαθεί, ο πρωθυπουργός καλείται να μιλήσει με ενάργεια για τέσσερα ζητήματα: πού όντως βρίσκεται η εθνική οικονομία, ποιός είναι ο μεσοπρόθεσμος στόχος των πρωτοβουλιών του, πώς θα επιτύχουν αυτές το μέγιστο κοινωνικό αποτύπωμα, και πώς η κυβέρνηση του θα φτάσει εκεί.
Επιβάλλεται το κοινό να αποκομίσει από την 88η ΔΕΘ μία σαφέστερη εικόνα του τι μέλλει γενέσθαι στα αμέσως επόμενα δυόμιση χρόνια, περίοδο δίχως εκλογικές αναμετρήσεις. Ο ΚΜ θα πρέπει να (ξανα)πείσει τους πολίτες ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν εξαντλούνται στους νέους φόρους και στο κυνήγι ομπρελών ανέμελων λουόμενων, και ότι το επιτελικό κράτος μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα από την -οπωσδήποτε επιτυχημένη- ψηφιοποίηση Πιερρακάκη. Υγεία, παιδεία, ασφάλεια παραμένουν προβληματικές, η καθημερινότητα των πολιτών κατά μέσο όρο παραμένει κακή, το διαθέσιμο εισόδημά τους παραμένει πενιχρό, οι μικρομεσαίοι παραμένουν στο βούρκο της μνημονιακής περιόδου. Τ
ο επιτελικό κράτος οφείλει να εκπονήσει και να υλοποιήσει ένα ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο, πολύ πιο χειροπιαστό από το «Ελλάδα 2.0». Ένα αναπτυξιακό σχέδιο πραγματικά για όλους, κι όχι μόνο για τους ισχυρούς και τους... κοσμοπολίτες. Αυτή θα πρέπει να είναι η αποστολή ενός επιτελικού κράτους, κι όχι το ντάντεμα υπουργών, γενικών γραμματέων και προέδρων φορέων.
Την προσεχή Τρίτη 27 Αυγούστου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ίσως πάρουμε μία πρόγευση από τις άμεσες προθέσεις του πρωθυπουργού.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25.08.2024
Αν τουλάχιστον κρίνουμε από τα ανακοινωθέντα, η δημοσιονομική εικόνα βελτιώνεται, πάντα με γνώμονα την εθνική οικονομική πραγματικότητα. Η χώρα καταγράφει ακόμη ένα πρωτογενές πλεόνασμα (αναμένεται να διαμορφωθεί τελικά κοντά στο 2,4% έναντι αρχικής πρόβλεψης για 2,1% του ΑΕΠ, ενώ στο διάστημα Ιανουαρίου-Ιουνίου καταγράφηκε πλεόνασμα 5,6 δισ. € έναντι στόχου 1,6 δισ.), μειώνει το δημόσιο χρέος της (έχει καταγράψει σε επίπεδο ΕΕ τη μεγαλύτερη πτώση σε τριμηνιαία βάση και τη δεύτερη μεγαλύτερη σε ετήσια) και προχωρά σε πρόωρη αποπληρωμή δανείων (για 8 δισ. € μίλησε τον Ιούνιο ο πρωθυπουργός στο Bloomberg, που αντιστοιχούν σε δόσεις τριών ετών οφειλομένων του 2010).
Την ίδια στιγμή, υποδηλώνοντας βελτιωμένη φορολογική συμμόρφωση και οικονομική κινητικότητα, τα φορολογικά έσοδα ξεπερνούν τους στόχους, ανερχόμενα στα 36,99 δισ. €, αυξημένα κατά 2,32 δισ. € ή 6,7% έναντι του στόχου για τον προϋπολογισμό του 2024 (ειδικά τον Ιούλιο το σύνολο των καθαρών εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού ανήλθε στα 7,74 δισ. €, αυξημένο κατά 1,7 δισ. έναντι του μηνιαίου στόχου, εξαιτίας και της αυστηρής τήρησης των προθεσμιών για την υποβολή φορολογικών δηλώσεων). Συνολικά τα φορολογικά έσοδα ανήλθαν σε 7,79 δισ. €, αυξημένα κατά 1.06 δισ. €. Παράλληλα μειώθηκε περαιτέρω και το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία εκτέλεσης του προϋπολογισμού για το εξάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024, βρίσκεται στα 0,12 δισ. € έναντι στόχου 3,75 δισ. και ελλείμματος 1,44 δισ. κατά το αντίστοιχο διάστημα του ’23. Ειδικότερα, οι κρατικές δαπάνες Ιανουαρίου-Ιουλίου 2024 ανήλθαν στα 39,33 δισ. €, μειωμένες κατά 2,74 δισ. έναντι του προϋπολογισμένου στόχου. Πάντως είναι αυξημένες κατά 0,74 δισ. € σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του ’23, κυρίως λόγω της αύξησης πληρωμών τόκων.
Τούτων δοθέντων, δεν είναι παράξενη η χαμηλή απόδοση και η υπερκάλυψη της ζήτησης για ελληνικά ομόλογα στη δημοπρασία που διενήργησε την Τετάρτη ο ΟΔΔΗΧ: η απόδοση των εντόκων γραμματίων διάρκειας 26 εβδομάδων ύψους 0,5 δισ. € διαμορφώθηκε στο 3,09%, μειωμένη σε σχέση με το 3,30% της περασμένης δημοπρασίας (24/7/2024). Σύμφωνα με τον Οργανισμό, υποβλήθηκαν συνολικές προσφορές ύψους 0,99 δισ. €, υπερκαλύπτοντας το αναζητούμενο ποσό κατά σχεδόν δύο φορές. Φαίνεται λοιπόν ότι οι σταδιακές μεταρρυθμίσεις στην ψηφιοποίηση, η σφιχτότερη διαχείριση των χρηματικών διαθεσίμων, η ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και τα εκ νέου αυξημένα τουριστικά έσοδα έβαλαν το χεράκι τους υπέρ της καλής εικόνας μας στις διεθνείς χρηματαγορές. Ωστόσο η εικόνα αυτή είναι εν μέρει παραπλανητική.
Παρά τη συρρίκνωσή του, το δημόσιο χρέος εξακολουθεί να αποτελεί σημαντικό βάρος για την οικονομία. Σύμφωνα με το τελευταίο σχετικό δελτίο της ΤτΕ (Νο 114), το συνολικό ποσό για την κεντρική κυβέρνηση ξεπέρασε τα 407 δισ. €, με το εξωτερικό μέρος του να κινείται περίπου στα 356 δισ. Το υπόλοιπο είναι ενδοκυβερνητικό, αποτελούμενο από βραχυχρόνια δάνεια φορέων του δημοσίου προς το ΥΠΟΙΚ και ομόλογα υπό την κατοχή κρατικών φορέων, όταν το αντίστοιχο ποσό το 2019 βρισκόταν πολύ χαμηλότερα. Όπως αντιλαμβάνεστε, ενδεχομένως μιλάμε για ασφαλιστικές εισφορές, ταμειακά διαθέσιμα νοσοκομείων, ποσά αγροτικών ενισχύσεων, κεφάλαια ευρωπαϊκών προγραμμάτων, ανταποδοτικά των ΟΤΑ, οφειλόμενα του ΠΔΕ κ.λπ., κ.λπ., κ.λπ.
Και από την ονομαστική ανάπτυξη δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα ικανοποιημένοι (η αρχική πρόβλεψη του προϋπολογισμού ήταν 2,9%, μα το ΙΟΒΕ τον Ιούλιο την υπολόγιζε στο 2,1%). Αν και η προσέλκυση επενδύσεων είναι προφανώς απαραίτητη για την επιτάχυνση της, οι σχετιζόμενες ενέργειες δεν χαρακτηρίζονται επαρκείς, ενώ τα τελευταία στοιχεία απογοητεύουν: οι ΑΞΕ έπεσαν στα 2,07 δισ. € το πρώτο εξάμηνο, (κάτω από τα 2,43 δισ. της ίδιας περσινής περιόδου) και η υποχώρηση αυτή ακολουθεί μία μεγαλύτερη από 50%, εκείνη του πρώτου εξαμήνου 2023 έναντι της αντίστοιχης περιόδου του ’22 (χρονιά-ρεκόρ με 5,13 δισ. €).
Η κυβέρνηση δείχνει να έχει εστιάσει σχεδόν αποκλειστικά στο κόστος του χρήματος: για να πέσει αυτό απαιτείται ποσοστιαία μείωση του χρέους έναντι του ΑΕΠ, και για χάρη της παρατηρείται ανοχή έναντι του πληθωρισμού στα βασικά είδη και υπηρεσίες, καθώς η άνοδος των τιμών συνεπάγεται διόγκωση του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος και επιτάχυνση αποπληρωμής παλαιών δανείων μέσω -κυρίως- των εισπράξεων από αποδοτικότερους έμμεσους φόρους.
Επιπλέον, ως ανάπτυξη μπορεί να λογίζεται μέχρι και η… λεύκανση προηγουμένως «μαύρων» δραστηριοτήτων: τα νέα απογευματινά χειρουργεία «ασπρίζουν» πολλά φακελάκια, τα τεκμήρια για τους αυτοαπασχολούμενους νομοτελειακά θα οδηγήσουν σε μεγαλύτερες δηλώσεις εισοδήματος εκ μέρους τους, η διασύνδεση POS-ταμειακών μηχανών οδηγεί σε υψηλότερα φανερά έσοδα, η ανεβασμένη Golden Visa το ίδιο κοκ.
Δυστυχώς το φθηνό χρήμα δεν αρκεί για την περίπτωσή μας διότι υφίστανται άλλα εμπόδια στο επιχειρείν, για τα οποία λίγα γίνονται: κακή προηγούμενη εμπειρία από την αστάθεια του φορολογικού συστήματος, δαιδαλώδεις αδειοδοτικές διαδικασίες (παρά ορισμένες σημειακές βελτιώσεις), βραδεία απόδοση δικαιοσύνης (η «Μεταρρύθμιση Φλωρίδη» δεν έχει ακόμη αποδώσει καρπούς, αν αποδώσει), ακατάλληλα εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό (με αποτέλεσμα υψηλή ανεργία σε συνδυασμό με υπερβολικά πολλές κενές θέσεις εργασίας), απόλυτη χρηματοδοτική ασφυξία για μικρές επιχειρήσεις, ασχέτως αν είναι καινοτόμες και εξωστρεφεις.
Όμως το κυβερνητικό… ποντάρισμα στις διεθνείς χρηματαγορές ομολόγων δυστυχώς προϋποθέτει και έναν αστάθμητο παράγοντα: τη συνεχιζόμενη ομαλή λειτουργία τους. Στις αρχές Αυγούστου τα πιο αδύναμα του αναμενόμενου στοιχεία για την οικονομία των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με επιθετικές επιτοκιακές κινήσεις της BoJ προκάλεσαν βουτιά του Nasdaq και του Nikkei. Κατά συνέπεια, ο VIX (δείκτης μεταβλητότητας των αμερικανικών αγορών, δηλαδή ένδειξη ανασφάλειας στη Wall Street) εκτινάχθηκε σε επίπεδα παρόμοια εκείνων στις πρώτες φάσεις του COVID-19. Ομολογουμένως η τρέχουσα αστάθεια ήταν μάλλον αναμενόμενη, ένεκα της μικρής μείωσης του αμερικανικού ΑΕΠ, της αβεβαιότητας περί επιτοκίων της Fed, των κακών ειδήσεων για την αγορά εργασίας και της έντονης καταστροφολογίας.
Τα απόνερα έχουν ήδη φτάσει στη Γηραιά Ήπειρο, με την αγορά ομολόγων της Ευρωζώνης να υφίσταται αναταράξεις. Πάντως τούτο το sell-off έμοιαζε με προειδοποίηση για επερχόμενη χρηματοπιστωτική αστάθεια απρόβλεπτων διαστάσεων. Και τι θα σήμαινε για μας η εν λόγω αστάθεια, εφόσον επιδεινωνόταν; Γενναία αύξηση του κόστους δανεισμού για κράτος και ιδιώτες, μείωση επενδύσεων και επιβράδυνση της παγκόσμιας ζήτησης, με όσα αυτό σημαίνει για τον τουρισμό και τις εξαγωγές μας. Αν προσθέσουμε στα παραπάνω τις συνεχιζόμενες γεωπολιτικές εντάσεις, τότε εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιά θα είναι τα χρονικά περιθώρια της υφιστάμενης ελληνικής δημοσιονομικής πολιτικής.
Επιτελικό κράτος
Η φετινή ομιλία Μητσοτάκη στην Έκθεση αναμένεται με αξιόλογο ενδιαφέρον, καθώς θα πραγματοποιηθεί εν μέσω αυξημένης αβεβαιότητας, εγχώριας και παγκόσμιας. Διεθνώς οι πόλεμοι σε Μέση Ανατολή (τελευταίο θύμα το ελληνόκτητο τάνκερ Sounion) και Ουκρανία δεν δείχνουν σημάδια τερματισμού, οι δε αγορές αναμένεται να σταθεροποιηθούν και να διαπραγματεύονται εντός προβλέψιμου εύρους στο αμέσως επόμενο διάστημα, χωρίς βέβαια να γνωρίζουμε πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα μετά τις αμερικανικές εκλογές.
Σε εθνικό επίπεδο, η επανάληψη καταστροφικών πυρκαγιών ακριβώς δίπλα στον αστικό ιστό της πρωτεύουσας, τα ασύδοτα εμπορικά ολιγοπώλια, τα πιστολίδια σε μπιτσόμπαρα και τα ατυχήματα σε λούνα παρκ κατέδειξαν και πάλι την ανικανότητα του ελληνικού κράτους να ανταπεξέλθει στα βασικά του καθήκοντα. Μπορεί οι τραγελαφικές καταστάσεις σε ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ να προσφέρουν επικοινωνιακές ανάσες στο Μαξίμου, όμως κάποτε τα πράγματα στην αντιπολίτευση θα ισορροπήσουν. Στη φάση εκείνη η ΝΔ ίσως πάψει να αποτελεί τη μοναδική βιώσιμη κυβερνητική επιλογή, εφόσον κριθεί ανίκανη να κάνει αυτά για τα οποία εξελέγη.
Τώρα που τα μνημόνια κοντεύουν να ξεχαστούν και ο φόβος επανάκαμψης των Αγανακτισμένων έχει χαθεί, ο πρωθυπουργός καλείται να μιλήσει με ενάργεια για τέσσερα ζητήματα: πού όντως βρίσκεται η εθνική οικονομία, ποιός είναι ο μεσοπρόθεσμος στόχος των πρωτοβουλιών του, πώς θα επιτύχουν αυτές το μέγιστο κοινωνικό αποτύπωμα, και πώς η κυβέρνηση του θα φτάσει εκεί.
Επιβάλλεται το κοινό να αποκομίσει από την 88η ΔΕΘ μία σαφέστερη εικόνα του τι μέλλει γενέσθαι στα αμέσως επόμενα δυόμιση χρόνια, περίοδο δίχως εκλογικές αναμετρήσεις. Ο ΚΜ θα πρέπει να (ξανα)πείσει τους πολίτες ότι οι μεταρρυθμίσεις δεν εξαντλούνται στους νέους φόρους και στο κυνήγι ομπρελών ανέμελων λουόμενων, και ότι το επιτελικό κράτος μπορεί να προσφέρει πολλά περισσότερα από την -οπωσδήποτε επιτυχημένη- ψηφιοποίηση Πιερρακάκη. Υγεία, παιδεία, ασφάλεια παραμένουν προβληματικές, η καθημερινότητα των πολιτών κατά μέσο όρο παραμένει κακή, το διαθέσιμο εισόδημά τους παραμένει πενιχρό, οι μικρομεσαίοι παραμένουν στο βούρκο της μνημονιακής περιόδου. Τ
ο επιτελικό κράτος οφείλει να εκπονήσει και να υλοποιήσει ένα ολιστικό αναπτυξιακό σχέδιο, πολύ πιο χειροπιαστό από το «Ελλάδα 2.0». Ένα αναπτυξιακό σχέδιο πραγματικά για όλους, κι όχι μόνο για τους ισχυρούς και τους... κοσμοπολίτες. Αυτή θα πρέπει να είναι η αποστολή ενός επιτελικού κράτους, κι όχι το ντάντεμα υπουργών, γενικών γραμματέων και προέδρων φορέων.
Την προσεχή Τρίτη 27 Αυγούστου, στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, ίσως πάρουμε μία πρόγευση από τις άμεσες προθέσεις του πρωθυπουργού.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25.08.2024
ΣΧΟΛΙΑ