Θεσσαλονίκη: 4 πολύ γνώριμα πρότζεκτ, σε μια πόλη χωρίς... master plan και μητροπολιτικό σχεδιασμό. Του Φάνη Ουγγρίνη
17/09/2024 13:34
17/09/2024 13:34
Η τελευταία εκδήλωση του εξειδικευμένου περιοδικού Κτίριο στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης αφορούσε την αρχιτεκτονική δημιουργικότητα, και σίγουρα επανέλαβε την επιτυχία της προηγούμενης, στην ίδια ακριβώς αίθουσα. Το γεγονός τούτο μαρτυρά το έντονο ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας για την ομορφιά και τη λειτουργικότητα του δημόσιου χώρου, αφού οι -κατά πλειοψηφία νεαροί- παρευρισκόμενοι δεν ήταν αποκλειστικά μηχανικοί.
Πέραν των οπωσδήποτε ενδιαφερόντων έργων από δυναμικά αρχιτεκτονικά γραφεία, ξαναπαρουσιάστηκαν 4 πολύ γνώριμα πρότζεκτ, σε διαφορετικά στάδια ωρίμανσης:
•Το ThessInTec στα ανατολικά, με τις πρώτες προσπάθειες να ξεκινούν το 2018 και σήμερα να εκτελούνται εδαφολογικές εργασίες
• Η ανάπλαση της ΔΕΘ στο κέντρο, υπόθεση που τραβάει…μόλις από το 2012 και αναμένεται τρόπος χρηματοδότησης της βραβευμένης αρχιτεκτονικής πρότασης.
• Στη Δυτική Είσοδο το Μουσείο Ολοκαυτώματος, με τις πρώτες ενέργειες να έχουν γίνει το 2014 και πλέον να έχει ξεκινήσει η κατασκευή.
• Η πρόταση ArXcellence 2 στην ευρύτερη περιοχή των Σφαγείων, το νεότερο των concept καθώς συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και παραμένει μόνο σε επίπεδο συζήτησης (πολύ σημαντική πρωτοβουλία, επειδή επιδιώκει να θεσπίσει ένα ολοκαίνουριο καθεστώς ανανέωσης ολόκληρων ζωνών).
Τα εν λόγω σχέδια έχουν παρουσιαστεί πολλάκις σε διάφορα ακροατήρια. Κατά κοινή ομολογία η αξία των αρχιτεκτονικών προτάσεων είναι εγνωσμένη, η αισθητική τους είναι υψηλή, η χρησιμότητά τους προφανής. Ωστόσο, αυτό που δεν έχει προσδιοριστεί είναι το πόσο και πώς αυτά θα επηρεάσουν προς μια θετική κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, το πώς θα την βοηθήσουν να ξεκολλήσει από το σημερινό δημιουργικό τέλμα, δεδομένου ότι ποτέ δεν εντάχθηκαν σε κάποιον υπερκείμενο στρατηγικό σχεδιασμό · στρατηγικό σχεδιασμό με συγκεκριμένη αναπτυξιακή και χρονική στοχοθεσία, δηλαδή με στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τα κατά καιρούς παρουσιαζόμενα οράματα. Τα όμορφα μα απελπιστικά αόριστα οράματα.
Συνεπώς, φύγαμε από την εκδήλωση με περισσότερες απορίες παρά απαντήσεις, αν και πρόκειται περί έργων που συζητούνται επί πολλά χρόνια.
Ακόμη δεν υπάρχει σαφής εικόνα πώς θα εντάσσονται ομαλά στον υφιστάμενο αστικό ιστό. Πώς θα συμβιώνουν μαζί του. Ποιοι θα τα επισκέπτονται, πότε, και πώς. Πώς θα συντηρούνται μετά την ολοκλήρωσή τους. Πόσο θα συνεισφέρουν στην τοπική οικονομική ζωή και στην ανάσχεση του συνεχιζόμενου brain drain. Πώς θα συνδυαστούν με το ενοποιημένο παραλιακό μέτωπο, με το δίκτυο του μετρό, με τον -ως τώρα μόνο εξαγγελθέντα- Δυτικό Προαστιακό, με το μητροπολιτικό πάρκο Παύλου Μελά, με τις επιχειρηματικές και ερευνητικές δραστηριότητες σε Πυλαία και Θέρμη, με τα σημεία πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Πώς τέλος πάντων θα μακροημερεύσουν επιτυχημένα σε μια πόλη που ταυτόχρονα αναπτύσσεται συνεχόμενα και δορυφορικά, σε όλη σχεδόν τη Κεντρική Μακεδονία.
Ορισμένοι καλεσμένοι επανέλαβαν το εξής χιλιοειπωμένο μα αναντίρρητο: αν και η Θεσσαλονίκη είναι ίσως η πιο μελετημένη ελληνική πόλη, εξακολουθεί να μη διαθέτει master plan πέραν εκείνου του Εμπράρ, και να μην εποπτεύεται από ενιαίο φορέα με αρμοδιότητα την εκπόνηση και υλοποίηση μητροπολιτικού σχεδιασμού, φιλικού σε κατοίκους, επισκέπτες και επενδυτές.
Η σκεπτόμενη κοινωνία επιμένει να ζητά έναν τέτοιο φορέα, αδιαφορώντας πού θα υπάγεται τυπικά. Οι στενόμυαλες διαφωνίες που φρενάρουν τη σύστασή του αφορούν μόνο κάποια μικρομάγαζα, ολιγομελείς αυτοαναφορικές ελίτ πολιτικών, επαγγελματικών και πανεπιστημιακών συμφερόντων. Δεν αφορούν όσους Θεσσαλονικείς αγωνιούν για τον τόπο τους, των οποίων η υπομονή όλο και λιγοστεύει.
Η τελευταία εκδήλωση του εξειδικευμένου περιοδικού Κτίριο στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης αφορούσε την αρχιτεκτονική δημιουργικότητα, και σίγουρα επανέλαβε την επιτυχία της προηγούμενης, στην ίδια ακριβώς αίθουσα. Το γεγονός τούτο μαρτυρά το έντονο ενδιαφέρον της τοπικής κοινωνίας για την ομορφιά και τη λειτουργικότητα του δημόσιου χώρου, αφού οι -κατά πλειοψηφία νεαροί- παρευρισκόμενοι δεν ήταν αποκλειστικά μηχανικοί.
Πέραν των οπωσδήποτε ενδιαφερόντων έργων από δυναμικά αρχιτεκτονικά γραφεία, ξαναπαρουσιάστηκαν 4 πολύ γνώριμα πρότζεκτ, σε διαφορετικά στάδια ωρίμανσης:
•Το ThessInTec στα ανατολικά, με τις πρώτες προσπάθειες να ξεκινούν το 2018 και σήμερα να εκτελούνται εδαφολογικές εργασίες
• Η ανάπλαση της ΔΕΘ στο κέντρο, υπόθεση που τραβάει…μόλις από το 2012 και αναμένεται τρόπος χρηματοδότησης της βραβευμένης αρχιτεκτονικής πρότασης.
• Στη Δυτική Είσοδο το Μουσείο Ολοκαυτώματος, με τις πρώτες ενέργειες να έχουν γίνει το 2014 και πλέον να έχει ξεκινήσει η κατασκευή.
• Η πρόταση ArXcellence 2 στην ευρύτερη περιοχή των Σφαγείων, το νεότερο των concept καθώς συνελήφθη κατά τη διάρκεια της πανδημίας και παραμένει μόνο σε επίπεδο συζήτησης (πολύ σημαντική πρωτοβουλία, επειδή επιδιώκει να θεσπίσει ένα ολοκαίνουριο καθεστώς ανανέωσης ολόκληρων ζωνών).
Τα εν λόγω σχέδια έχουν παρουσιαστεί πολλάκις σε διάφορα ακροατήρια. Κατά κοινή ομολογία η αξία των αρχιτεκτονικών προτάσεων είναι εγνωσμένη, η αισθητική τους είναι υψηλή, η χρησιμότητά τους προφανής. Ωστόσο, αυτό που δεν έχει προσδιοριστεί είναι το πόσο και πώς αυτά θα επηρεάσουν προς μια θετική κατεύθυνση τη Θεσσαλονίκη, το πώς θα την βοηθήσουν να ξεκολλήσει από το σημερινό δημιουργικό τέλμα, δεδομένου ότι ποτέ δεν εντάχθηκαν σε κάποιον υπερκείμενο στρατηγικό σχεδιασμό · στρατηγικό σχεδιασμό με συγκεκριμένη αναπτυξιακή και χρονική στοχοθεσία, δηλαδή με στοιχεία που δεν χαρακτηρίζουν τα κατά καιρούς παρουσιαζόμενα οράματα. Τα όμορφα μα απελπιστικά αόριστα οράματα.
Συνεπώς, φύγαμε από την εκδήλωση με περισσότερες απορίες παρά απαντήσεις, αν και πρόκειται περί έργων που συζητούνται επί πολλά χρόνια.
Ακόμη δεν υπάρχει σαφής εικόνα πώς θα εντάσσονται ομαλά στον υφιστάμενο αστικό ιστό. Πώς θα συμβιώνουν μαζί του. Ποιοι θα τα επισκέπτονται, πότε, και πώς. Πώς θα συντηρούνται μετά την ολοκλήρωσή τους. Πόσο θα συνεισφέρουν στην τοπική οικονομική ζωή και στην ανάσχεση του συνεχιζόμενου brain drain. Πώς θα συνδυαστούν με το ενοποιημένο παραλιακό μέτωπο, με το δίκτυο του μετρό, με τον -ως τώρα μόνο εξαγγελθέντα- Δυτικό Προαστιακό, με το μητροπολιτικό πάρκο Παύλου Μελά, με τις επιχειρηματικές και ερευνητικές δραστηριότητες σε Πυλαία και Θέρμη, με τα σημεία πολιτιστικού ενδιαφέροντος. Πώς τέλος πάντων θα μακροημερεύσουν επιτυχημένα σε μια πόλη που ταυτόχρονα αναπτύσσεται συνεχόμενα και δορυφορικά, σε όλη σχεδόν τη Κεντρική Μακεδονία.
Ορισμένοι καλεσμένοι επανέλαβαν το εξής χιλιοειπωμένο μα αναντίρρητο: αν και η Θεσσαλονίκη είναι ίσως η πιο μελετημένη ελληνική πόλη, εξακολουθεί να μη διαθέτει master plan πέραν εκείνου του Εμπράρ, και να μην εποπτεύεται από ενιαίο φορέα με αρμοδιότητα την εκπόνηση και υλοποίηση μητροπολιτικού σχεδιασμού, φιλικού σε κατοίκους, επισκέπτες και επενδυτές.
Η σκεπτόμενη κοινωνία επιμένει να ζητά έναν τέτοιο φορέα, αδιαφορώντας πού θα υπάγεται τυπικά. Οι στενόμυαλες διαφωνίες που φρενάρουν τη σύστασή του αφορούν μόνο κάποια μικρομάγαζα, ολιγομελείς αυτοαναφορικές ελίτ πολιτικών, επαγγελματικών και πανεπιστημιακών συμφερόντων. Δεν αφορούν όσους Θεσσαλονικείς αγωνιούν για τον τόπο τους, των οποίων η υπομονή όλο και λιγοστεύει.
ΣΧΟΛΙΑ