Θεσσαλονίκη: Μια ενδελεχής ματιά στην τοπική ιστορία των Μαλγάρων
29/04/2024 12:45
29/04/2024 12:45
«Όλοι στην Ελλάδα γνωρίζουν τα διόδια Μαλγάρων– την πύλη της Θεσσαλονίκης, αλλά ίσως λίγοι ξέρουν για το χωριό μας, τα Νέα Μάλγαρα». Μ’ αυτή τη φράση η Ελένη Μαλιγκάνη, φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Στις όχθες του ποταμού: Ματιά στην Τοπική Ιστορία» εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων την ανάγκη που την ώθησε να γράψει για την ιστορία της περιοχής, από την Αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο και τη νεώτερη ιστορία Ελλάδος μέχρι και σήμερα.
«Όλα ξεκίνησαν από το επαγγελματικό μου χρέος ως καθηγήτρια στο Γενικό Λύκειο Αξιού. Επειδή δίδασκα και ιστορία στους μαθητές, είχα αντιληφθεί, ότι ήταν δύσκολο να μυηθούν τα παιδιά στο θέματα της μεγάλης ιστορίας της χώρας, χωρίς να ξέρουν την ιστορία του τόπου τους. Η μικρή ιστορία μας πάντα οδηγεί στη μεγάλη ιστορία», λέει η κ. Μαλιγκάνη, που αφιέρωσε πάνω από 10 χρόνια στην κάλυψη του κενού γνώσεων των μαθητών της στην ιστορία του τόπου, ανθρώπων, οικογενειών.
«Υπήρχε ανάγκη για τον προορισμό και αυτογνωσία των παιδιών της νέας γενιάς για να μάθουν από πού προέρχονται οι οικογένειες τους και πώς αναπτύχθηκε σταδιακά η περιοχή μας, ενώ δεν υπήρχε καμία καταγραφή της ιστορίας του χωριού σε κανένα βιβλίο», λέει η συγγραφέας – ερευνήτρια που πίστεψε ακράδαντα στην έρευνά της με τη βοήθεια των μαθητών και των γονιών τους καθώς και της συναδέλφου της ιστορικού Ευαγγελίας Ψυχογυιού. Έτσι, το βιβλίου κυκλοφόρησε πρώτη φόρα το 2018 από τις εκδόσεις Γιαχούδη, ενώ πρόσφατα έγινε επανέκδοση.
«Βλέπει κανείς άλση και κοίτες ποταμιών που ρέουν συνεχώς και προσφέρουν ασφάλεια στην πόλη (Θεσσαλονίκη) και ευχάριστη θέα σε όσους την πλησιάζουν», αναφέρει ένα απόσπασμα του βιβλίου - περιγραφή του κάμπου από τον 14ο αιώνα, από τον λόγιο Νικηφόρο Χούμνο, που υπηρετούσε ως κριτής (δικαστής) στη Θεσσαλονίκη.
«Το να καταγράψουμε κι εμείς την περιοχή και τα γεγονότα, δεν σημαίνει κάτι, πρέπει να υπάρχει και μια εξήγηση σε αυτά τα γεγονότα και να συνδεθούν μεταξύ τους με μια “κόκκινη κλωστή”», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μαλιγκάνη και εξηγεί: «Την κόκκινη κλωστή που βρήκα, ήταν τα ποτάμια, το ότι επηρεαζόμασταν πάρα πολύ από τα ποτάμια, και το έβαλα και στον τίτλο του βιβλίου. Η ιστορία του κάμπου, στο παρελθόν, καθοριζόταν από την αδιάκοπα μεταβαλλόμενη γεωμορφολογία του. Φανταστείτε την περιοχή με πάρα πολλά παραποτάμια που αλλάζανε και ρου… Θα μπορούσε να περάσει από ένα χωριό το ποτάμι και μετά από 10 χρόνια να αλλάξει την πορεία, μετά από μία πλημμύρα θα μπορούσε να πάει αλλού το ποτάμι, και οι άνθρωποι έπρεπε να είχανε προσαρμοστεί σε αυτό. Ο τόπος μας πλημμύριζε τακτικά, οπότε το χωριό μας και τα γύρω χωριά περνούσανε πάρα πολύ δύσκολα, αλλά όταν έγιναν τα εγγειοβελτιωτικά έργα, μεταμορφώθηκε η περιοχή σε έναν πολύ καλό τόπο, που μπορούσε να δώσει πολλά στον άνθρωπο για να ζήσει ποιοτική ζωή. Αυτά τα έργα έχουν ολοκληρωθεί το 1934. Φανταστείτε την περιοχή με πάρα πολλά παραποτάμια που αλλάζανε και ρου… Αλλά τελικά ο άνθρωπος “δάμασε” τη φύση και η φύση στη συνέχεια του έδωσε πολλούς καρπούς».
Στο βιβλίο της Ελένη Μαλιγκάνη «Στις όχθες του ποταμού» γίνεται αναφορά με έγγραφα και φωτογραφικό υλικό και στη συμβίωση των ντόπιων κατοίκων με τους μετανάστες στο διάβα της ελληνικής ιστορίας.
«Μια άλλη ιδιαιτερότητα που έχουμε είναι τα δύο χωριά: το ένα, τα Κύμινα, με ντόπιο πληθυσμό και το άλλο, τα Μάλγαρα, με πληθυσμό από πρόσφυγες, ανθρώπους από άλλη κουλτούρα. Αν πάμε λίγο πίσω, ο οικισμός δημιουργήθηκε το 1909 με την ονομασία Κοκμούς, όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βοσνία. Το 1913 με την απελευθέρωση της Μακεδονίας και τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης οι Βόσνιοι διέφυγαν στην Τουρκία και στον οικισμό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη», λέει.
« Ήρθαν Έλληνες πρόσφυγες,, με άλλη νοοτροπία, και δυσκολεύτηκαν οι ντόπιοι με τους προσφυγές. Είχαν έρθει από την ανατολική Θράκη και κάποιοι λίγοι από Μικρασία, από την πόλη Μάλγαρα και κάποιοι από περιοχή της Ανδριανουπόλεως. Για να συμφιλιωθούν χρειάστηκαν δεκαετίες ολόκληρες, ακόμα κι εγώ θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια πως είχε μεγάλη σημασία, αν είσαι μαλγαρινός ή κυμιώτης. Οι ντόπιοι ήτανε πιο κλειστοί άνθρωποι, ασχολιόταν με ψάρεμα, ενώ οι πρόσφυγες ήτανε ανοιχτοί άνθρωποι, κοσμοπολίτες, με καλύτερη θέση και τον ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία. Στον παρελθόν υπήρχε πολιτισμική σύγκρουση στα μέρη μας με αλληλοκατηγορίες», αποκαλύπτει η Ελένη Μαλιγκάνη.
Η ανάμειξη του ντόπιου πληθυσμού με τον προσφυγικό πληθυσμό ήταν ένα πολύ γοητευτικό κράμα, που βασανίστηκε να γίνει κράμα, αφού οι σχέσεις δεν ήταν εύκολες. Αλλά τώρα η νέα γενιά δεν έχει ούτε ίχνος διαφοροποίησης και, φυσικά, τα βλέπω και στους μαθητές μας. Τα δύο χωριά πια δεν ξεχωρίζουν, είμαστε σαν να έχουμε σε ένα χωριό δύο συνοικίες, επισημαίνει η συγγραφέας του βιβλίου «Στις όχθες του ποταμού: Ματιά στην Τοπική Ιστορία».
Σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής των Μαλγάρων έχουν καλή οικονομική κατάσταση, τα παιδιά τους μορφώνονται. Όλα αυτά χάρη στις δύο μεγάλες παραγωγές που γίνονται στον τόπο αυτό. Είναι η παραγωγή ρυζιού, που ξεκίνησε από το 1949 με το σχέδιο Μάρσαλ για αναβάθμιση της περιοχής. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τις καλλιέργειες ρυζιού και μυδιών, θεωρείται ότι οι Μαλγαρινοί είναι πιο αγρότες, ενώ οι Κυμιώτες είναι ψαράδες».
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος, η Λέσχη Ανάγνωσης, η Θεατρική Ομάδα είναι πυρήνες της κοινωνίας των χωριών. Όλα βασίζονται στον εθελοντισμό και στις πρωτοβουλίες των ανθρώπων που θέλουν να μείνουν στον τόπο τους με όνειρα, με ελπίδα για ένα πολύ καλό μέλλον για τον τόπο– τα Νέα Μάλγαρα του Δήμου Δέλτα, κοντά στο δέλτα του Αξιού και το Εθνικό Πάρκο Αλιάκμονα – Αξιού.
«Την ιστορία του χωριού μας γράφουν ομάδες, που δραστηριοποιούνται στο πολιτισμό και με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το καλό φιλικό και δημιουργικό κλίμα στο χωριό μας», λέει η κ. Μαλιγκάνη. Το μόνο που τη θλίβει, όπως λέει, είναι η μείωση του πληθυσμού.«Στα Μάλγαρα, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, μένουν μόνο 2.218 κάτοικοι. Δημογραφικά έχουμε μία μείωση πληθυσμού και αυτό οφείλεται στη γενική κατάσταση στην Ελλάδα. Περιμένουμε πως θα πάει καλύτερα μετά την πανδημία και ελπίζουμε, ότι θα σταθεροποιηθεί η κατάσταση ώστε να μην έχουμε άδεια θρανία στις σχολικές μας τάξεις», λέει, κλείνοντας τη συνέντευξη με μια νότα αισιοδοξίας.
«Όλοι στην Ελλάδα γνωρίζουν τα διόδια Μαλγάρων– την πύλη της Θεσσαλονίκης, αλλά ίσως λίγοι ξέρουν για το χωριό μας, τα Νέα Μάλγαρα». Μ’ αυτή τη φράση η Ελένη Μαλιγκάνη, φιλόλογος, ιστορικός και συγγραφέας του βιβλίου «Στις όχθες του ποταμού: Ματιά στην Τοπική Ιστορία» εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων την ανάγκη που την ώθησε να γράψει για την ιστορία της περιοχής, από την Αρχαιότητα, τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, το Βυζάντιο και τη νεώτερη ιστορία Ελλάδος μέχρι και σήμερα.
«Όλα ξεκίνησαν από το επαγγελματικό μου χρέος ως καθηγήτρια στο Γενικό Λύκειο Αξιού. Επειδή δίδασκα και ιστορία στους μαθητές, είχα αντιληφθεί, ότι ήταν δύσκολο να μυηθούν τα παιδιά στο θέματα της μεγάλης ιστορίας της χώρας, χωρίς να ξέρουν την ιστορία του τόπου τους. Η μικρή ιστορία μας πάντα οδηγεί στη μεγάλη ιστορία», λέει η κ. Μαλιγκάνη, που αφιέρωσε πάνω από 10 χρόνια στην κάλυψη του κενού γνώσεων των μαθητών της στην ιστορία του τόπου, ανθρώπων, οικογενειών.
«Υπήρχε ανάγκη για τον προορισμό και αυτογνωσία των παιδιών της νέας γενιάς για να μάθουν από πού προέρχονται οι οικογένειες τους και πώς αναπτύχθηκε σταδιακά η περιοχή μας, ενώ δεν υπήρχε καμία καταγραφή της ιστορίας του χωριού σε κανένα βιβλίο», λέει η συγγραφέας – ερευνήτρια που πίστεψε ακράδαντα στην έρευνά της με τη βοήθεια των μαθητών και των γονιών τους καθώς και της συναδέλφου της ιστορικού Ευαγγελίας Ψυχογυιού. Έτσι, το βιβλίου κυκλοφόρησε πρώτη φόρα το 2018 από τις εκδόσεις Γιαχούδη, ενώ πρόσφατα έγινε επανέκδοση.
«Βλέπει κανείς άλση και κοίτες ποταμιών που ρέουν συνεχώς και προσφέρουν ασφάλεια στην πόλη (Θεσσαλονίκη) και ευχάριστη θέα σε όσους την πλησιάζουν», αναφέρει ένα απόσπασμα του βιβλίου - περιγραφή του κάμπου από τον 14ο αιώνα, από τον λόγιο Νικηφόρο Χούμνο, που υπηρετούσε ως κριτής (δικαστής) στη Θεσσαλονίκη.
«Το να καταγράψουμε κι εμείς την περιοχή και τα γεγονότα, δεν σημαίνει κάτι, πρέπει να υπάρχει και μια εξήγηση σε αυτά τα γεγονότα και να συνδεθούν μεταξύ τους με μια “κόκκινη κλωστή”», λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Μαλιγκάνη και εξηγεί: «Την κόκκινη κλωστή που βρήκα, ήταν τα ποτάμια, το ότι επηρεαζόμασταν πάρα πολύ από τα ποτάμια, και το έβαλα και στον τίτλο του βιβλίου. Η ιστορία του κάμπου, στο παρελθόν, καθοριζόταν από την αδιάκοπα μεταβαλλόμενη γεωμορφολογία του. Φανταστείτε την περιοχή με πάρα πολλά παραποτάμια που αλλάζανε και ρου… Θα μπορούσε να περάσει από ένα χωριό το ποτάμι και μετά από 10 χρόνια να αλλάξει την πορεία, μετά από μία πλημμύρα θα μπορούσε να πάει αλλού το ποτάμι, και οι άνθρωποι έπρεπε να είχανε προσαρμοστεί σε αυτό. Ο τόπος μας πλημμύριζε τακτικά, οπότε το χωριό μας και τα γύρω χωριά περνούσανε πάρα πολύ δύσκολα, αλλά όταν έγιναν τα εγγειοβελτιωτικά έργα, μεταμορφώθηκε η περιοχή σε έναν πολύ καλό τόπο, που μπορούσε να δώσει πολλά στον άνθρωπο για να ζήσει ποιοτική ζωή. Αυτά τα έργα έχουν ολοκληρωθεί το 1934. Φανταστείτε την περιοχή με πάρα πολλά παραποτάμια που αλλάζανε και ρου… Αλλά τελικά ο άνθρωπος “δάμασε” τη φύση και η φύση στη συνέχεια του έδωσε πολλούς καρπούς».
Στο βιβλίο της Ελένη Μαλιγκάνη «Στις όχθες του ποταμού» γίνεται αναφορά με έγγραφα και φωτογραφικό υλικό και στη συμβίωση των ντόπιων κατοίκων με τους μετανάστες στο διάβα της ελληνικής ιστορίας.
«Μια άλλη ιδιαιτερότητα που έχουμε είναι τα δύο χωριά: το ένα, τα Κύμινα, με ντόπιο πληθυσμό και το άλλο, τα Μάλγαρα, με πληθυσμό από πρόσφυγες, ανθρώπους από άλλη κουλτούρα. Αν πάμε λίγο πίσω, ο οικισμός δημιουργήθηκε το 1909 με την ονομασία Κοκμούς, όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι πρόσφυγες από τη Βοσνία. Το 1913 με την απελευθέρωση της Μακεδονίας και τη λήξη των Βαλκανικών Πολέμων, εγκαταστάθηκαν στο χωριό πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη. Μετά τη συνθήκη της Λωζάνης οι Βόσνιοι διέφυγαν στην Τουρκία και στον οικισμό εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες από την Ανατολική Θράκη», λέει.
« Ήρθαν Έλληνες πρόσφυγες,, με άλλη νοοτροπία, και δυσκολεύτηκαν οι ντόπιοι με τους προσφυγές. Είχαν έρθει από την ανατολική Θράκη και κάποιοι λίγοι από Μικρασία, από την πόλη Μάλγαρα και κάποιοι από περιοχή της Ανδριανουπόλεως. Για να συμφιλιωθούν χρειάστηκαν δεκαετίες ολόκληρες, ακόμα κι εγώ θυμάμαι από τα παιδικά μου χρόνια πως είχε μεγάλη σημασία, αν είσαι μαλγαρινός ή κυμιώτης. Οι ντόπιοι ήτανε πιο κλειστοί άνθρωποι, ασχολιόταν με ψάρεμα, ενώ οι πρόσφυγες ήτανε ανοιχτοί άνθρωποι, κοσμοπολίτες, με καλύτερη θέση και τον ρόλο της γυναίκας στην οικογένεια και την κοινωνία. Στον παρελθόν υπήρχε πολιτισμική σύγκρουση στα μέρη μας με αλληλοκατηγορίες», αποκαλύπτει η Ελένη Μαλιγκάνη.
Η ανάμειξη του ντόπιου πληθυσμού με τον προσφυγικό πληθυσμό ήταν ένα πολύ γοητευτικό κράμα, που βασανίστηκε να γίνει κράμα, αφού οι σχέσεις δεν ήταν εύκολες. Αλλά τώρα η νέα γενιά δεν έχει ούτε ίχνος διαφοροποίησης και, φυσικά, τα βλέπω και στους μαθητές μας. Τα δύο χωριά πια δεν ξεχωρίζουν, είμαστε σαν να έχουμε σε ένα χωριό δύο συνοικίες, επισημαίνει η συγγραφέας του βιβλίου «Στις όχθες του ποταμού: Ματιά στην Τοπική Ιστορία».
Σήμερα οι κάτοικοι της περιοχής των Μαλγάρων έχουν καλή οικονομική κατάσταση, τα παιδιά τους μορφώνονται. Όλα αυτά χάρη στις δύο μεγάλες παραγωγές που γίνονται στον τόπο αυτό. Είναι η παραγωγή ρυζιού, που ξεκίνησε από το 1949 με το σχέδιο Μάρσαλ για αναβάθμιση της περιοχής. Οι κάτοικοι ασχολούνται με τις καλλιέργειες ρυζιού και μυδιών, θεωρείται ότι οι Μαλγαρινοί είναι πιο αγρότες, ενώ οι Κυμιώτες είναι ψαράδες».
Ο Πολιτιστικός Σύλλογος, η Λέσχη Ανάγνωσης, η Θεατρική Ομάδα είναι πυρήνες της κοινωνίας των χωριών. Όλα βασίζονται στον εθελοντισμό και στις πρωτοβουλίες των ανθρώπων που θέλουν να μείνουν στον τόπο τους με όνειρα, με ελπίδα για ένα πολύ καλό μέλλον για τον τόπο– τα Νέα Μάλγαρα του Δήμου Δέλτα, κοντά στο δέλτα του Αξιού και το Εθνικό Πάρκο Αλιάκμονα – Αξιού.
«Την ιστορία του χωριού μας γράφουν ομάδες, που δραστηριοποιούνται στο πολιτισμό και με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον για το καλό φιλικό και δημιουργικό κλίμα στο χωριό μας», λέει η κ. Μαλιγκάνη. Το μόνο που τη θλίβει, όπως λέει, είναι η μείωση του πληθυσμού.«Στα Μάλγαρα, σύμφωνα με την απογραφή του 2021, μένουν μόνο 2.218 κάτοικοι. Δημογραφικά έχουμε μία μείωση πληθυσμού και αυτό οφείλεται στη γενική κατάσταση στην Ελλάδα. Περιμένουμε πως θα πάει καλύτερα μετά την πανδημία και ελπίζουμε, ότι θα σταθεροποιηθεί η κατάσταση ώστε να μην έχουμε άδεια θρανία στις σχολικές μας τάξεις», λέει, κλείνοντας τη συνέντευξη με μια νότα αισιοδοξίας.
ΣΧΟΛΙΑ