Θεσσαλονίκη: Πανάκριβό μου κεραμίδι - Πώς διαμορφώνεται ο χάρτης της κτηματαγοράς
27/06/2022 06:50
27/06/2022 06:50
Σε τροχιά ταχείας επανάκαμψης, μετά το προσωρινό…πολεμικό μούδιασμα και τον επανασχεδιασμό της στρατηγικής των επενδυτών βάσει των νέων δεδομένων που προέκυψαν, βρίσκεται η κτηματαγορά της Θεσσαλονίκη. Την ίδια στιγμή οι τιμές, επαγγελματικών αλλά και οικιστικών ακινήτων, «οχυρώθηκαν» απέναντι στον πόλεμο, συνεχίζοντας τις διαδοχικές τους ανοδικές τάσεις.
Μετά από ένα μακρύ διάστημα κατά το οποίο η κτηματαγορά είχε πάρει φόρα, ο προβληματισμός και η ανησυχία επανήλθαν στους επενδυτές, όταν άρχισε ο πόλεμος, με τα σχέδια που υπήρχαν είτε να έχουν παγώσει είτε να παίρνουν μετάθεση για αργότερα, έως ότου διαμορφωθεί το νέο σκηνικό. Αυτή τη στιγμή η αγορά ουσιαστικά συμβιώνει μάλλον αρμονικά με την αβεβαιότητα. «12 χρόνια οικονομική κρίση, μετά κορονοϊός, μετά ο πόλεμος, αβεβαιότητα και ανασφάλεια έχουν έρθει για να μείνουν, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτές», επισημαίνει ο μεσίτης και πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Τιμών και Εκτίμησης Ακινήτων, Κώστας Γεωργάκος.
Στη δύσκολη εξίσωση πρέπει να συνυπολογιστούν το εκρηκτικό θέμα της γενικότερης ακρίβειας των τελευταίων μηνών και του ξέφρενου ράλι των τιμών ενέργειας που ροκανίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και περιορίζουν σημαντικά την αγοραστική τους δύναμη.
Αν και η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε τροχιά ταχείας ανάπτυξης με πλήθος βαρύνουσας σημασίας έργων υποδομών και επενδυτικών σχεδίων να βρίσκεται σε τροχιά υλοποίησής ή κοντά στο να ξεκινήσουν να υλοποιούνται, η μακρά αβεβαιότητα που έχει φέρει η πολεμική σύρραξη χαλάει σε ένα βαθμό το ευοίωνο κλίμα, αν και μάλλον η αγορά…συνήθισε. Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέπεται και ο αριθμός τόσο ξένων όσο και εγχώριων επενδυτών που έχει στρέψει το βλέμμα του προς την κτηματαγορά της Θεσσαλονίκης, τόσο σε επαγγελματικά όσο και σε οικιστικά ακίνητα, ακόμα κι αν στην αρχή των πολεμικών συρράξεων δίσταζε να μετουσιώσει το ενδιαφέρον σε απτές πράξεις (αγορές ακινήτων). Σιγά – σιγά όμως η αγορά αφομοιώνει τα νέα δεδομένα.
Στο πλαίσιο αυτό, επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ πρόκειται να προσελκύσει στο αμέσως προσεχές διάστημα η πόλη της Θεσσαλονίκης, με τους εκπροσώπους της ξενοδοχειακής βιομηχανίας να έχουν εντάξει την πόλη στα χαρτοφυλάκιά τους, αφού κατά κοινή παραδοχή τους, η πόλη αποτελεί σημαντική αγορά-στόχο διεθνώς. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Θεσσαλονίκης, σε σχέση με τα Βαλκάνια και τη ΝΑ Ευρώπη, η ταχύτητα με την οποία προχωρούν σημαντικά έργα υποδομών, αλλά και τα πλούσια στοιχεία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς σε συνδυασμό με τη γαστρονομία και τη νυχτερινή ζωή, καθιστούν την πόλη ιδανική για διακοπές και εξορμήσεις.
Όσον αφορά τα σπίτια, οι τιμές πώλησης των ακινήτων στη Θεσσαλονίκη, στον κεντρικό δήμο, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκαν σχεδόν 10% (βάσει στοιχείων του spitogatos.gr) με τους εν δυνάμει αγοραστές να καλούνται να διαθέσουν κατά μέσο όρο 1.676 ευρώ το τ.μ., την ώρα που ένα χρόνο πριν, κατά το αντίστοιχο εξεταζόμενο διάστημα, η μέση τιμή του τ.μ. ήταν στα 1.531 ευρώ.
Άλμα κατά 7,9% σημείωσαν οι τιμές και σε περιφερειακούς δήμους γύρω από τον κεντρικό της Θεσσαλονίκης καθώς αγγίζουν, κατά μέσο όρο τα 1.259 ευρώ το τ.μ., έναντι 1.167 ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.
Σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα κινούνται οι τιμές στο υπόλοιπου του νόμου Θεσσαλονίκης, καθώς η μέση τιμή πώλησης ανά τ.μ. διαμορφώνεται στα 806 ευρώ με την αύξηση σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2021 να είναι στο 1,20%.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται πως κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης οι τιμές πώλησης των κατοικιών είχαν υποχωρήσει σημαντικά με αποτέλεσμα να υπάρχει, σταδιακά, μια ανοδική τάση αν και θα αργήσουν να προσεγγίσουν τα προ κρίσης επίπεδα.
Παράλληλα, το πληθωριστικό «τέρας» ωθεί ανοδικά τις τιμές των οικοδομικών υλικών που έχουν έως και διπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα. Ενώ το πρώτο δίμηνο του 2022 είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προοπτικές για την κτηματαγορά, ακόμα κι αν οι τιμές είχαν αρχίσει να παίρνουν τον ανήφορο, μετά την έναρξη της πολεμικής σύρραξης καταγράφεται «μούδιασμα» σε όλα τα μέτωπα.
Το ξέφρενο ράλι των τελευταίων μηνών, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά και των ανοδικών τάσεων στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ειδικά των μετάλλων, έχει εκτοξεύσει τις τιμές σε όλα τα οικοδομικά υλικά, χωρίς να φαίνεται σύντομα φως στον ορίζοντα.
Οι τιμές έχουν τρέχουν ανεξέλεγκτα και αυτό που σε ένα βαθμό τις φρενάρει, είναι οι υπογραφές που είχαν μπει μεταξύ κατασκευαστών και αγοραστών, πριν ξεφύγουν ασυγκράτητες οι τιμές στα δομικά υλικά και στους εξοπλισμούς που μπαίνουν σε μία νέα οικοδομή.
«Σε 2-3 χρόνια θα πέσουν οι τιμές»
«Το κόστος κατασκευής εξαιτίας της κούρσας των πρώτων υλών, έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Οι τιμές πώλησης για τα νεόδμητα σπίτια στον Εύοσμο από 1.500 ευρώ το τ.μ. έχουν προσεγγίσει τα 1.800 – 2.000 ευρώ το τ.μ. ενώ στα ανατολικά από 2.000 ευρώ το τ.μ. αγγίζουν σήμερα τα 2.800 – 3.000 το τ.μ. Το αξιοπερίεργο είναι η αύξηση των τιμών που παρατηρείται και στα μεταχειρισμένα ακίνητα, ειδικά τα ανακαινισμένα. Φτάνουν ακόμα και τα 2-3.000 ευρώ το τ.μ. στο κέντρο και ανατολικά της πόλης», σημειώνει ο Κώστας Γεωργάκος.
Παράλληλα, «βλέπει» πως αυτή η «τρέλα», όπως τη χαρακτηρίζει, θα «καταρρεύσει όπως έχει διαχρονικά αποδειχτεί καθώς θα αυξηθεί η ανοικοδόμηση και θα βγουν πολλά ακίνητα στην αγορά από τους πλειστηριασμούς τραπεζών και funds».
Γιατί όμως οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν ακάθεκτες την ανοδική τους πορεία ενώ βάσει απλής λογικής νόμου προσφοράς και ζήτησης, θα έπρεπε να αρχίσουν την διαδικασία…προσγείωσης; «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν πολλά ακίνητα ενώ παίζει ρόλο και ο πληθωρισμός. Κάποιοι προτιμούν να αγοράσουν μεταχειρισμένα ακίνητα αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για αυτά, προσδοκώντας σε μελλοντική αύξηση της αξίας τους. Αυτή τη στιγμή όμως αυτά είναι υπερτιμημένα και θεωρώ πως μελλοντικά θα πέσουν οι τιμές. Συνεχώς μπαίνουν καινούργια δεδομένα που ταράζουν την αγορά και δεν της επιτρέπουν να ισορροπήσει, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η εξομάλυνση των τιμών αν δεν προκύψουν νέες αβεβαιότητες θα λάβει χώρα σε δύο – τρία χρόνια», εκτιμά.
Για τα ενοίκια, υποστηρίζει πως πατάνε «γκάζι» οι τιμές σε όλες τις περιοχές της πόλης (από το δυτικό μέχρι το ανατολικό άκρο με εξαίρεση τα προάστια, όπως είναι το Πανόραμα, το Τρίλοφο και η Ραιδεστός), ενώ «αρκετοί ιδιοκτήτες δίνουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στην τιμή που θα νοικιάσουν όσο στην συνέπεια των πληρωμών από τους ενοικιαστές. Μία μεγάλη μερίδα ιδιοκτητών νοικιάζει σε υψηλές τιμές με αποτέλεσμα να υπάρχουν φέσια στην αγορά. Το μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών που πληρώνει υψηλά ενοίκια σε ακίνητα που δεν αξίζουν αφήνει φέσια», συμπληρώνει.
Η αντιπαροχή επέστρεψε!
Σε τολμηρούς και πιο…διστακτικούς «χωρίζεται» η κτηματαγορά στη Θεσσαλονίκη μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με την αντιπαροχή να ξαναζεί μέρες δόξας.
Η αντιπαροχή είχε αρχίσει να ξαναμπαίνει το λεξιλόγιο της κτηματαγοράς δειλά - δειλά, ενώ ώθηση της έδωσε και η σταθερή πορεία ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων.
Μάλιστα σε κεντρική και ανατολική Θεσσαλονίκη εδώ και περίπου έναν χρόνο παρατηρούνταν αυξητικές τάσεις στις ζητούμενες από τους ιδιοκτήτες τιμές των οικοπέδων και στα ποσοστά αντιπαροχής (κοντά στο 40% στην κεντρική και ανατολική Θεσσαλονίκη).
«Η ανοικοδόμηση που τρέχει πολύ γρήγορα μετά από 10 και πλέον χρόνια πλήρους ανομβρίας στην αγορά, είχε δώσει μεγάλη ώθηση στην αντιπαροχή. Ο πόλεμος δημιούργησε δύο κατηγορίες, κάποιοι αισθάνονται μία αβεβαιότητα τηρώντας στάση αναμονής ενώ άλλοι βλέπουν την όλη κατάσταση σαν μία ευκαιρία και κλείνουν όσο το δυνατόν περισσότερα οικόπεδα είτε για αντιπαροχή είτε για αγορά. Το πρόβλημα θα το έχουν όσοι είχαν πουλήσει σε χαμηλές τιμές και βλέπουν τώρα τα κόστη να αυξάνονται», σημειώνει ο κ.Γεωργάκος.
«Η δεύτερη κατηγορία υπερισχύει, η ανοικοδόμηση διαγράφει ανοδική τροχιά, ό,τι συμβαίνει τώρα με τον πόλεμο είναι πρόσκαιρο. Τα ποσοστά αντιπαροχής κυμαίνονται από 35-45% με το ενδιαφέρον να αφορά Κεντρική, Ανατολική αλλά και Δυτική Θεσσαλονίκη. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν τα ποσοστά αντιπαροχής, είναι λανθασμένη αυτή η προσέγγιση και να δίνουν βάση στα τετραγωνικά που θα πάρουν», καταλήγει.
Η αντιπαροχή ήταν η συνήθης πρακτική στην Ελλάδα κατά την μεταπολεμική περίοδο. Άνθισε τις δεκαετίες του 1960, 70 και 80 φτάνοντας στο αποκορύφωμα το 90 και το 2000 μέχρι και το 2006, όταν επιβλήθηκε ο ΦΠΑ στις νέες οικοδομές. Οι εργολάβοι προτιμούν αντί να αγοράσουν το οικόπεδο για να χτίσουν μία οικοδομή, να παραχωρήσουν στον οικοπεδούχο διαμερίσματα ή καταστήματα στην οικοδομή που θα ανεγερθεί.
Η οικονομική κρίση και η έλλειψη ανοικοδόμησης την περίοδο των μνημονίων… εξαφάνισαν την αντιπαροχή στα χρόνια που ακολούθησαν.
Φωτιά το κόστος στέγασης
Ένας στους τρεις Έλληνες (το 33,3% του πληθυσμού) δίνει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των αναγκών στέγασης. Σύμφωνα με σχετικά στοιχεία της Eurostat από το 2020, το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στα έξοδα αυτά περιλαμβάνονται το ενοίκιο για τους ενοικιαστές, ή η δόση του στεγαστικού δανείου για τους ιδιοκτήτες, καθώς και τα κοινόχρηστα και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων.
Κατά μέσο όρο, το 7,8% των κατοίκων της Ε.Ε. έδινε τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για το κόστος στέγασης. Ωστόσο, σημειώθηκαν πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, σε 13 κράτη μέλη το ποσοστό αυτό ανερχόταν κάτω από 5%. Χαμηλότερο ήταν το ποσοστό στην Κύπρο (1,9%), στη Λιθουανία (2,7%), τη Μάλτα (2,8%) και τη Σλοβακία (3,2%).
Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δανία (14,1%), τη Βουλγαρία (14,4%) και πρώτη με διαφορά ήταν η Ελλάδα (33,3%).
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26.06.2022
Σε τροχιά ταχείας επανάκαμψης, μετά το προσωρινό…πολεμικό μούδιασμα και τον επανασχεδιασμό της στρατηγικής των επενδυτών βάσει των νέων δεδομένων που προέκυψαν, βρίσκεται η κτηματαγορά της Θεσσαλονίκη. Την ίδια στιγμή οι τιμές, επαγγελματικών αλλά και οικιστικών ακινήτων, «οχυρώθηκαν» απέναντι στον πόλεμο, συνεχίζοντας τις διαδοχικές τους ανοδικές τάσεις.
Μετά από ένα μακρύ διάστημα κατά το οποίο η κτηματαγορά είχε πάρει φόρα, ο προβληματισμός και η ανησυχία επανήλθαν στους επενδυτές, όταν άρχισε ο πόλεμος, με τα σχέδια που υπήρχαν είτε να έχουν παγώσει είτε να παίρνουν μετάθεση για αργότερα, έως ότου διαμορφωθεί το νέο σκηνικό. Αυτή τη στιγμή η αγορά ουσιαστικά συμβιώνει μάλλον αρμονικά με την αβεβαιότητα. «12 χρόνια οικονομική κρίση, μετά κορονοϊός, μετά ο πόλεμος, αβεβαιότητα και ανασφάλεια έχουν έρθει για να μείνουν, πρέπει να μάθουμε να ζούμε με αυτές», επισημαίνει ο μεσίτης και πρόεδρος του Παρατηρητηρίου Τιμών και Εκτίμησης Ακινήτων, Κώστας Γεωργάκος.
Στη δύσκολη εξίσωση πρέπει να συνυπολογιστούν το εκρηκτικό θέμα της γενικότερης ακρίβειας των τελευταίων μηνών και του ξέφρενου ράλι των τιμών ενέργειας που ροκανίζουν το διαθέσιμο εισόδημα των καταναλωτών και περιορίζουν σημαντικά την αγοραστική τους δύναμη.
Αν και η Θεσσαλονίκη βρίσκεται σε τροχιά ταχείας ανάπτυξης με πλήθος βαρύνουσας σημασίας έργων υποδομών και επενδυτικών σχεδίων να βρίσκεται σε τροχιά υλοποίησής ή κοντά στο να ξεκινήσουν να υλοποιούνται, η μακρά αβεβαιότητα που έχει φέρει η πολεμική σύρραξη χαλάει σε ένα βαθμό το ευοίωνο κλίμα, αν και μάλλον η αγορά…συνήθισε. Δεν πρέπει βέβαια να παραβλέπεται και ο αριθμός τόσο ξένων όσο και εγχώριων επενδυτών που έχει στρέψει το βλέμμα του προς την κτηματαγορά της Θεσσαλονίκης, τόσο σε επαγγελματικά όσο και σε οικιστικά ακίνητα, ακόμα κι αν στην αρχή των πολεμικών συρράξεων δίσταζε να μετουσιώσει το ενδιαφέρον σε απτές πράξεις (αγορές ακινήτων). Σιγά – σιγά όμως η αγορά αφομοιώνει τα νέα δεδομένα.
Στο πλαίσιο αυτό, επενδύσεις εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ πρόκειται να προσελκύσει στο αμέσως προσεχές διάστημα η πόλη της Θεσσαλονίκης, με τους εκπροσώπους της ξενοδοχειακής βιομηχανίας να έχουν εντάξει την πόλη στα χαρτοφυλάκιά τους, αφού κατά κοινή παραδοχή τους, η πόλη αποτελεί σημαντική αγορά-στόχο διεθνώς. Η στρατηγική γεωγραφική θέση της Θεσσαλονίκης, σε σχέση με τα Βαλκάνια και τη ΝΑ Ευρώπη, η ταχύτητα με την οποία προχωρούν σημαντικά έργα υποδομών, αλλά και τα πλούσια στοιχεία φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς σε συνδυασμό με τη γαστρονομία και τη νυχτερινή ζωή, καθιστούν την πόλη ιδανική για διακοπές και εξορμήσεις.
Όσον αφορά τα σπίτια, οι τιμές πώλησης των ακινήτων στη Θεσσαλονίκη, στον κεντρικό δήμο, κατά το πρώτο τρίμηνο του 2022 αυξήθηκαν σχεδόν 10% (βάσει στοιχείων του spitogatos.gr) με τους εν δυνάμει αγοραστές να καλούνται να διαθέσουν κατά μέσο όρο 1.676 ευρώ το τ.μ., την ώρα που ένα χρόνο πριν, κατά το αντίστοιχο εξεταζόμενο διάστημα, η μέση τιμή του τ.μ. ήταν στα 1.531 ευρώ.
Άλμα κατά 7,9% σημείωσαν οι τιμές και σε περιφερειακούς δήμους γύρω από τον κεντρικό της Θεσσαλονίκης καθώς αγγίζουν, κατά μέσο όρο τα 1.259 ευρώ το τ.μ., έναντι 1.167 ευρώ ένα χρόνο νωρίτερα.
Σε πολύ χαμηλότερα επίπεδα κινούνται οι τιμές στο υπόλοιπου του νόμου Θεσσαλονίκης, καθώς η μέση τιμή πώλησης ανά τ.μ. διαμορφώνεται στα 806 ευρώ με την αύξηση σε σχέση με το α' τρίμηνο του 2021 να είναι στο 1,20%.
Δεν θα πρέπει να παραβλέπεται πως κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης οι τιμές πώλησης των κατοικιών είχαν υποχωρήσει σημαντικά με αποτέλεσμα να υπάρχει, σταδιακά, μια ανοδική τάση αν και θα αργήσουν να προσεγγίσουν τα προ κρίσης επίπεδα.
Παράλληλα, το πληθωριστικό «τέρας» ωθεί ανοδικά τις τιμές των οικοδομικών υλικών που έχουν έως και διπλασιαστεί το τελευταίο διάστημα. Ενώ το πρώτο δίμηνο του 2022 είχε ξεκινήσει με τις καλύτερες προοπτικές για την κτηματαγορά, ακόμα κι αν οι τιμές είχαν αρχίσει να παίρνουν τον ανήφορο, μετά την έναρξη της πολεμικής σύρραξης καταγράφεται «μούδιασμα» σε όλα τα μέτωπα.
Το ξέφρενο ράλι των τελευταίων μηνών, κυρίως λόγω της ενεργειακής κρίσης, αλλά και των ανοδικών τάσεων στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών, ειδικά των μετάλλων, έχει εκτοξεύσει τις τιμές σε όλα τα οικοδομικά υλικά, χωρίς να φαίνεται σύντομα φως στον ορίζοντα.
Οι τιμές έχουν τρέχουν ανεξέλεγκτα και αυτό που σε ένα βαθμό τις φρενάρει, είναι οι υπογραφές που είχαν μπει μεταξύ κατασκευαστών και αγοραστών, πριν ξεφύγουν ασυγκράτητες οι τιμές στα δομικά υλικά και στους εξοπλισμούς που μπαίνουν σε μία νέα οικοδομή.
«Σε 2-3 χρόνια θα πέσουν οι τιμές»
«Το κόστος κατασκευής εξαιτίας της κούρσας των πρώτων υλών, έχει αυξηθεί κατακόρυφα. Οι τιμές πώλησης για τα νεόδμητα σπίτια στον Εύοσμο από 1.500 ευρώ το τ.μ. έχουν προσεγγίσει τα 1.800 – 2.000 ευρώ το τ.μ. ενώ στα ανατολικά από 2.000 ευρώ το τ.μ. αγγίζουν σήμερα τα 2.800 – 3.000 το τ.μ. Το αξιοπερίεργο είναι η αύξηση των τιμών που παρατηρείται και στα μεταχειρισμένα ακίνητα, ειδικά τα ανακαινισμένα. Φτάνουν ακόμα και τα 2-3.000 ευρώ το τ.μ. στο κέντρο και ανατολικά της πόλης», σημειώνει ο Κώστας Γεωργάκος.
Παράλληλα, «βλέπει» πως αυτή η «τρέλα», όπως τη χαρακτηρίζει, θα «καταρρεύσει όπως έχει διαχρονικά αποδειχτεί καθώς θα αυξηθεί η ανοικοδόμηση και θα βγουν πολλά ακίνητα στην αγορά από τους πλειστηριασμούς τραπεζών και funds».
Γιατί όμως οι τιμές των ακινήτων συνεχίζουν ακάθεκτες την ανοδική τους πορεία ενώ βάσει απλής λογικής νόμου προσφοράς και ζήτησης, θα έπρεπε να αρχίσουν την διαδικασία…προσγείωσης; «Αυτή τη στιγμή δεν υπάρχουν πολλά ακίνητα ενώ παίζει ρόλο και ο πληθωρισμός. Κάποιοι προτιμούν να αγοράσουν μεταχειρισμένα ακίνητα αυξάνοντας έτσι τη ζήτηση για αυτά, προσδοκώντας σε μελλοντική αύξηση της αξίας τους. Αυτή τη στιγμή όμως αυτά είναι υπερτιμημένα και θεωρώ πως μελλοντικά θα πέσουν οι τιμές. Συνεχώς μπαίνουν καινούργια δεδομένα που ταράζουν την αγορά και δεν της επιτρέπουν να ισορροπήσει, όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία. Η εξομάλυνση των τιμών αν δεν προκύψουν νέες αβεβαιότητες θα λάβει χώρα σε δύο – τρία χρόνια», εκτιμά.
Για τα ενοίκια, υποστηρίζει πως πατάνε «γκάζι» οι τιμές σε όλες τις περιοχές της πόλης (από το δυτικό μέχρι το ανατολικό άκρο με εξαίρεση τα προάστια, όπως είναι το Πανόραμα, το Τρίλοφο και η Ραιδεστός), ενώ «αρκετοί ιδιοκτήτες δίνουν μεγαλύτερη σημασία όχι τόσο στην τιμή που θα νοικιάσουν όσο στην συνέπεια των πληρωμών από τους ενοικιαστές. Μία μεγάλη μερίδα ιδιοκτητών νοικιάζει σε υψηλές τιμές με αποτέλεσμα να υπάρχουν φέσια στην αγορά. Το μεγαλύτερο ποσοστό ενοικιαστών που πληρώνει υψηλά ενοίκια σε ακίνητα που δεν αξίζουν αφήνει φέσια», συμπληρώνει.
Η αντιπαροχή επέστρεψε!
Σε τολμηρούς και πιο…διστακτικούς «χωρίζεται» η κτηματαγορά στη Θεσσαλονίκη μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με την αντιπαροχή να ξαναζεί μέρες δόξας.
Η αντιπαροχή είχε αρχίσει να ξαναμπαίνει το λεξιλόγιο της κτηματαγοράς δειλά - δειλά, ενώ ώθηση της έδωσε και η σταθερή πορεία ανάκαμψης της αγοράς ακινήτων.
Μάλιστα σε κεντρική και ανατολική Θεσσαλονίκη εδώ και περίπου έναν χρόνο παρατηρούνταν αυξητικές τάσεις στις ζητούμενες από τους ιδιοκτήτες τιμές των οικοπέδων και στα ποσοστά αντιπαροχής (κοντά στο 40% στην κεντρική και ανατολική Θεσσαλονίκη).
«Η ανοικοδόμηση που τρέχει πολύ γρήγορα μετά από 10 και πλέον χρόνια πλήρους ανομβρίας στην αγορά, είχε δώσει μεγάλη ώθηση στην αντιπαροχή. Ο πόλεμος δημιούργησε δύο κατηγορίες, κάποιοι αισθάνονται μία αβεβαιότητα τηρώντας στάση αναμονής ενώ άλλοι βλέπουν την όλη κατάσταση σαν μία ευκαιρία και κλείνουν όσο το δυνατόν περισσότερα οικόπεδα είτε για αντιπαροχή είτε για αγορά. Το πρόβλημα θα το έχουν όσοι είχαν πουλήσει σε χαμηλές τιμές και βλέπουν τώρα τα κόστη να αυξάνονται», σημειώνει ο κ.Γεωργάκος.
«Η δεύτερη κατηγορία υπερισχύει, η ανοικοδόμηση διαγράφει ανοδική τροχιά, ό,τι συμβαίνει τώρα με τον πόλεμο είναι πρόσκαιρο. Τα ποσοστά αντιπαροχής κυμαίνονται από 35-45% με το ενδιαφέρον να αφορά Κεντρική, Ανατολική αλλά και Δυτική Θεσσαλονίκη. Οι ιδιοκτήτες θα πρέπει να σταματήσουν να βλέπουν τα ποσοστά αντιπαροχής, είναι λανθασμένη αυτή η προσέγγιση και να δίνουν βάση στα τετραγωνικά που θα πάρουν», καταλήγει.
Η αντιπαροχή ήταν η συνήθης πρακτική στην Ελλάδα κατά την μεταπολεμική περίοδο. Άνθισε τις δεκαετίες του 1960, 70 και 80 φτάνοντας στο αποκορύφωμα το 90 και το 2000 μέχρι και το 2006, όταν επιβλήθηκε ο ΦΠΑ στις νέες οικοδομές. Οι εργολάβοι προτιμούν αντί να αγοράσουν το οικόπεδο για να χτίσουν μία οικοδομή, να παραχωρήσουν στον οικοπεδούχο διαμερίσματα ή καταστήματα στην οικοδομή που θα ανεγερθεί.
Η οικονομική κρίση και η έλλειψη ανοικοδόμησης την περίοδο των μνημονίων… εξαφάνισαν την αντιπαροχή στα χρόνια που ακολούθησαν.
Φωτιά το κόστος στέγασης
Ένας στους τρεις Έλληνες (το 33,3% του πληθυσμού) δίνει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για την κάλυψη των αναγκών στέγασης. Σύμφωνα με σχετικά στοιχεία της Eurostat από το 2020, το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο σε σχέση με κάθε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στα έξοδα αυτά περιλαμβάνονται το ενοίκιο για τους ενοικιαστές, ή η δόση του στεγαστικού δανείου για τους ιδιοκτήτες, καθώς και τα κοινόχρηστα και οι δαπάνες θέρμανσης, ύδρευσης, ηλεκτρικής ενέργειας, τηλεφωνίας και κοινοχρήστων.
Κατά μέσο όρο, το 7,8% των κατοίκων της Ε.Ε. έδινε τουλάχιστον το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός του για το κόστος στέγασης. Ωστόσο, σημειώθηκαν πολύ μεγάλες διαφορές ανάμεσα στα κράτη μέλη. Συγκεκριμένα, σε 13 κράτη μέλη το ποσοστό αυτό ανερχόταν κάτω από 5%. Χαμηλότερο ήταν το ποσοστό στην Κύπρο (1,9%), στη Λιθουανία (2,7%), τη Μάλτα (2,8%) και τη Σλοβακία (3,2%).
Αντιθέτως, το μεγαλύτερο ποσοστό καταγράφηκε στη Δανία (14,1%), τη Βουλγαρία (14,4%) και πρώτη με διαφορά ήταν η Ελλάδα (33,3%).
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26.06.2022
ΣΧΟΛΙΑ