Θεσσαλονίκη: Ριζικές μεταλλάξεις στο DNA της αγοράς
12/06/2023 12:00
12/06/2023 12:00
Νέες εύθραυστες ισορροπίες στον κόσμο του λιανεμπορίου της Θεσσαλονίκης διαμορφώνουν οι πολλαπλές κρίσεις με την αγορά να επιχειρεί να προσαρμοστεί όσο το δυνατόν ταχύτερα σε ένα περιβάλλον που θυμίζει όλο και περισσότερο κινούμενη άμμο.
Οι συνθήκες μεταβάλλονται, τα επιχειρηματικά μοντέλα προσπαθούν να ακολουθήσουν και το DNA του λιανεμπορίου αλλάζει. Οι σταθερές της αγοράς κλονίζονται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχουν ακόμα σφυγμό, αν και οι αντοχές τους εξαντλούνται.
Ναι μεν η πανδημία δεν έφερε την καταστροφή όπως πολλοί προέβλεπαν με την κρατική στήριξη να συμβάλλει καθοριστικά στη διάσωση των μικρομεσαίων σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης αλλά το τσουνάμι ακρίβειας που ακολούθησε κράτησε… μακριά από τα ταμεία των καταστημάτων τους καταναλωτές που έδωσαν προτεραιότητα στην κάλυψη άλλων αναγκών και όχι στις εξορμήσεις στα μαγαζιά.
Οι πολίτες των οποίων τα εισοδήματα «σαρώνουν» οι ανατιμήσεις γυρίζουν την πλάτη στις προσφορές και τις χαμηλές τιμές με τις θερινές εκπτώσεις του Ιουλίου να αποτελούν ένα δυνατό κρας τεστ για τους επαγγελματίες που ελπίζουν να γεμίσουν τα ταμεία τους ενόψει ενός ακόμα δύσκολου φθινοπώρου.
Η αυξημένη κίνηση και τα κύματα πελατών που κατέκλυζαν τα μαγαζιά τα παλαιότερα χρόνια σε περιόδους γιορτών και εκπτώσεων μοιάζουν μακρινό όνειρο, τουλάχιστον για τις μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Στις αλυσίδες η εικόνα διαφέρει.
Η αγορά της πόλης προσπαθεί να ξαναβρεί τον παλμό της, επιχειρώντας να ανακτήσει ξανά μία αίσθηση κανονικότητας τη στιγμή που οι πολίτες ψωνίζουν... με το σταγονόμετρο. Ο εμπορικός κόσμος ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί με την κατάστασή του να είναι κρίσιμη αλλά σταθερή καθώς και η ενεργειακή κρίση αλλά και η ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης.
«Με δεδομένο πως βρισκόμαστε σε περίοδο Πανελλαδικών εξετάσεων οι καταναλώσεις είναι υποτονικές ενώ υπάρχει και μία αναμονή για το εκλογικό αποτέλεσμα και τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οι καταναλωτές είναι συγκρατημένοι στις αγορές τους καθώς η ακρίβεια περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, τηρούν στάση αναμονής με την κίνηση στην αγορά να είναι μειωμένη», επισημαίνει ο γραμματέας του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Μενεξόπουλος.
«Από την άλλη πλευρά και καθώς προχωρά η σεζόν, οι τουρίστες που έρχονται στη Θεσσαλονίκη ψωνίζουν, κάτι που βοηθάει τα μαγαζιά, ιδιαίτερα του κέντρου», προσθέτει.
Παράλληλα, «επίλυση φορολογικών θεμάτων όπως η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά είδη και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, σταθερότητα, σταθερό πλαίσιο (να μην έρχονται συνεχώς νόμοι και εγκύκλιοι που αλληλοαναιρούνται και μπερδεύουν την αγορά), δυνατότητα για ένταξη και των ΜμΕ σε προγράμματα ΕΣΠΑ για την αναβάθμιση των επιχειρήσεων και την επιμόρφωση του προσωπικού τους», ζητά από την νέα κυβέρνηση που θα προκύψει ο γραμματέας του ΕΣΘ.
Η εποχή των e-shops και η μάχη επιβίωσης των μικρών
Πέρα όμως από την οικονομική δυσπραγία, οι καιροί αλλάζουν. Είναι αναμφισβήτητο πως η φυσική παρουσία στο κατάστημα (όχι μόνο από τα νεότερα άτομα) περιορίζεται και οι καταναλωτές στρέφονται με ολοένα και μεγαλύτερη ζέση στις διαδικτυακές αγορές. Ο COVID ανέτρεψε τα δεδομένα με γοργούς ρυθμούς με την αγορά να καλείται να βρει απαντήσεις στις νέες προκλήσεις που αναδύθηκαν.
Καταστήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με το κέντρο της Θεσσαλονίκης, διαχρονικά σημεία αναφοράς για τους καταναλωτές, σιγά-σιγά κατεβάζουν ρολά σκορπώντας θλίψη στην αγορά που μετασχηματίζεται βίαια.
Ολικό λουκέτο, μερικό λουκέτο σε καταστήματα, άνοιγμα στο διαδικτυακό εμπόριο αποτελούν τους δρόμους που ακολουθούν πολλές επιχειρήσεις, άλλοτε κυρίαρχες στο λιανεμπόριο της πόλης. Το επιχειρηματικό μοντέλο μεταβάλλεται.
Η αλυσίδα «Rococο», με γυναικεία και ανδρικά ενδύματα, έριξε μετά από 30 χρόνια, τίτλους τέλους στο κατάστημα της Μητροπόλεως. Η αλυσίδα διατηρεί δυναμικό ηλεκτρονικό κατάστημα και φυσικά καταστήματα με έμφαση στην Αθήνα.
Η εμβληματική επιχείρηση ένδυσης Σαπίδης ΑΕ νοίκιασε το πολυώροφο κτίριο που στεγαζόταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης σε ξένη εταιρεία, σφραγίζοντας μετά από 60 χρόνια μία ολόκληρη εποχή.
Η Θεσσαλονικιώτικη οικογενειακή επιχείρηση κατασκευής και πώλησης υποδημάτων «Υφαντίδης» κατέβασε ρολά στο κατάστημα της Τσιμισκή, διατηρώντας μόνο το κεντρικό μαγαζί στη Βενιζέλου ενώ ανανέωσε και το e-shop της.
«Πολλές επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη για να περιορίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα επιλέγουν να διοχετεύουν τα προϊόντα τους μέσω διαφορετικών καναλιών, πέρα από την φυσική παρουσία στο κατάστημα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην ενίσχυση των ηλεκτρονικών τους καταστημάτων. Αυτή είναι η νέα τάση που ήρθε για να μείνει. O σχετικά υψηλός μέσος όρος ηλικίας των ιδιοκτητών των μικρών λιανεμπορικών επιχειρήσεων είναι ανασταλτικός παράγοντας για την γρήγορη προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα», εξηγεί ο κ. Μενεξόπουλος.
Μνημόνια, πανδημία, πόλεμος, ακρίβεια, ενεργειακή κρίση δεν έχουν αφήσει τους μικρομεσαίους να πάρουν ανάσα. Τη μία κρίση διαδεχόταν η άλλη με την αγορά να προσπαθεί να σταθεί όρθια, ενώ η άμμος στην κλεψύδρα αδειάζει συνεχώς. Μετά τον κορονοϊό, το επιχειρείν άρχιζε σταδιακά να βρίσκει πατήματα και ρυθμό αλλά ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση που έφερε επανέφεραν τα βάσανα βυθίζοντας τα καταστήματα σε άλλον έναν φαύλο κύκλο αβεβαιότητας.
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, τα τελευταία χρόνια οι αλυσίδες κερδίζουν συντριπτικά το μεγαλύτερο κομμάτι μίας πίτας που μικραίνει επικίνδυνα ενώ κερδίζουν έδαφος και τα εμπορικά κέντρα. Πιο συγκεκριμένα πάνω από το 85% του τζίρου έχουν κατοχυρώσει τα πολυκαταστήματα και οι αλυσίδες έναντι των τοπικών εμπόρων, με την κατάσταση να βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη για τους μικρομεσαίους και προ πανδημίας.
Η επέλαση του κορονοϊού ενέτεινε τις ήδη προϋπάρχουσες ανισότητες σε ανησυχητικό βαθμό με το μεγάλο ψάρι να… καταβροχθίζει το μικρό. Η τέλεια καταιγίδα που ισοπεδώνει τους μικρομεσαίους. Τα πολυκαταστήματα σε περιόδους κρίσεων και διαταραχών σε προσφορά και ζήτηση έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε ρευστότητα καθώς οι τράπεζες ανοίγουν ευκολότερα τις στρόφιγγες για αυτά παρά για τους εμπόρους της γειτονιάς.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο που πλέον έγινε συνήθεια για πολλούς καταναλωτές φαίνεται πως σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στον… γκρεμό τους μικρομεσαίους που αδυνατούν να προσαρμοστούν ομαλά σε μία εποχή με την οποία δεν μπορούν να συντονιστούν.
Από την άλλη πλευρά, οι πολυεθνικές και τα πολυκαταστήματα ανταποκρίθηκαν ταχύτατα στις νέες επιταγές των καιρών ενισχύοντας τη διαδικτυακή τους παρουσία, περιορίζοντας παράλληλα την έκταση των φυσικών τους καταστημάτων.
Πρέπει να επισημανθεί, για να έχουμε ολοκληρωμένη την εικόνα, πως και το αγοραστικό κοινό προτιμά κατά κύριο λόγο να ψωνίζει από τις μεγάλες αλυσίδες (που έχουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να προχωρούν σε προσφορές ακολουθώντας πιο ευέλικτη τιμολογιακή πολιτική) και δευτερευόντως από τα καταστήματα της γειτονιάς.
Τα υψηλά ενοίκια και οι παράπλευρες απώλειες, πώς διαμορφώνεται το τοπίο
Η «τρελή» πορεία της κτηματαγοράς συμπαρασύρει στο διάβα της και τα ενοίκια των καταστημάτων στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, αναγκάζοντας πολλές επιχειρήσεις να μετακομίσουν ακόμα και λίγα μέτρα πιο μακριά για να πετύχουν εξοικονόμηση πολύτιμων πόρων.
Με τους ιδιοκτήτες να ζητούν σε ορισμένες περιπτώσεις απαγορευτικές αυξήσεις στα μισθώματα, ειδικά στην Τσιμισκή, οι επιχειρηματίες ποντάροντας και στη φήμη που έχουν χτίσει στη συνείδηση των καταναλωτών, μεταφέρουν τα καταστήματά τους σε παρακείμενους δρόμους θεωρώντας πως και η σταθερή πελατεία θα τους ακολουθήσει και τα έξοδά τους θα κοπούν μαχαίρι.
Επιπλέον και ενώ η κατανάλωση βαίνει μειούμενη, ειδικά σε ρούχα και παπούτσια, οι αυξημένες τιμές διασώζουν μία μερίδα επιχειρήσεων συμβάλλοντας στη διατήρηση του τζίρου σε ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς όμως αυτή η κατάσταση να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, ουσιαστική ανάσα στην αγορά θα δώσει η πραγματική και μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών, γεγονός που προϋποθέτει πλήρη περιορισμό των ανατιμήσεων και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Με την πολλαπλώς βαλλόμενη ελληνική οικονομία σε μία μεταβατική κατάσταση, αν και σκληραγωγημένη πλέον μετά τις διαδοχικές κρίσεις, οι αναταράξεις στην πορεία προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο θα είναι αναπόφευκτες. Με δεδομένο πως τα εισοδήματα δεν αυξάνονται από τη μία μέρα στην άλλη (κατ’ επέκταση τα ταμεία των μικρομεσαίων θα αργήσουν να ζήσουν παλιές μέρες δόξας) ακόμα κι αν οι αριθμοί ευημερούν, τα μικρομάγαζα θα βιώσουν έντονες αναταράξεις μέχρι να διαμορφωθούν οι ισορροπίες της επόμενης μέρας στους κεντρικούς δρόμους.
«Παράπλευρες απώλειες» του αφανούς πολέμου που διεξάγεται υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, νέοι παίκτες θα λάβουν θέσεις στην αγορά με τους μικρούς να καλούνται να επιβιώσουν μέσα σε ναρκοπέδιο.
Έλλειψη ρευστού, στάση εμπορίου
Σημαντικές αλλαγές το τελευταίο διάστημα στις καταναλωτικές συνήθειες σε διάφορες περιοχές συμπεριφορών, οι οποίες αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στις ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, διαπιστώνει έρευνα του ΙΕΛΚΑ.
Καταρχάς είναι ξεκάθαρη μία τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων. Όπως φαίνεται μεγαλύτερη είναι η πίεση στη μείωση των δαπανών για βασικές υπηρεσίες και λιγότερο για βασικά αγαθά. Συγκεκριμένα:
75% (έναντι 71% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α.
49% (έναντι 50% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο.
54% (έναντι 55% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου.
27% (έναντι 24% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του.
32% (έναντι 29% τον Ιανουάριο) έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του.
Λόγω περικοπής δαπανών από τα νοικοκυριά, ένας στους δύο καταναλωτές δηλώνει ότι δεν κάνει διακοπές το 2023, ενώ 1 στους 3 δηλώνει ότι θα κάνει μεν διακοπές, αλλά πιο περιορισμένες. Έξι στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι οι δαπάνες τους φέτος θα είναι μειωμένες σε σχέση με πέρυσι, ενώ τέσσερις στους δέκα ότι θα είναι μειωμένη άνω του 50%.
Αισιόδοξα μηνύματα
Αύξηση 13,2% σημείωσε ο κύκλος εργασιών στο σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου το πρώτο τρίμηνο του έτους που διανύουμε, ο οποίος διαμορφώθηκε στα 14,88 δισ. ευρώ, τη στιγμή που πέρσι την ίδια περίοδο ήταν 13,15 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σε τριμηνιαία βάση κατέγραψε μείωση 15,1%, αφού το τέταρτο τρίμηνο του 2022 είχε φτάσει τα 17,52 δισ. ευρώ.
Στο σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου, τα έσοδα ανήλθαν σε 8,59 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 6,7% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2022 που είχαν διαμορφωθεί σε 8,05 δισ. ευρώ.
Για τις επιχειρήσεις του τομέα λιανικού εμπορίου για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση, ο τζίρος τον Μάρτιο έφτασε σε 3,43 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 21,1% σε σχέση με τον Μάρτιο 2022 που είχε διαμορφωθεί σε 2,83 δισ. ευρώ και άνοδο 17,7% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2023 που είχε διαμορφωθεί σε 2,91 δισ. ευρώ.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ο τζίρος διαμορφώθηκε στα 1,18 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 21,5% σε σχέση με τον Μάρτιο 2022 που είχε διαμορφωθεί σε 0,97 δισ. ευρώ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11.06.2023
28/04/2023 13:20
Νέες εύθραυστες ισορροπίες στον κόσμο του λιανεμπορίου της Θεσσαλονίκης διαμορφώνουν οι πολλαπλές κρίσεις με την αγορά να επιχειρεί να προσαρμοστεί όσο το δυνατόν ταχύτερα σε ένα περιβάλλον που θυμίζει όλο και περισσότερο κινούμενη άμμο.
Οι συνθήκες μεταβάλλονται, τα επιχειρηματικά μοντέλα προσπαθούν να ακολουθήσουν και το DNA του λιανεμπορίου αλλάζει. Οι σταθερές της αγοράς κλονίζονται με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να έχουν ακόμα σφυγμό, αν και οι αντοχές τους εξαντλούνται.
Ναι μεν η πανδημία δεν έφερε την καταστροφή όπως πολλοί προέβλεπαν με την κρατική στήριξη να συμβάλλει καθοριστικά στη διάσωση των μικρομεσαίων σε συνθήκες εκτάκτου ανάγκης αλλά το τσουνάμι ακρίβειας που ακολούθησε κράτησε… μακριά από τα ταμεία των καταστημάτων τους καταναλωτές που έδωσαν προτεραιότητα στην κάλυψη άλλων αναγκών και όχι στις εξορμήσεις στα μαγαζιά.
Οι πολίτες των οποίων τα εισοδήματα «σαρώνουν» οι ανατιμήσεις γυρίζουν την πλάτη στις προσφορές και τις χαμηλές τιμές με τις θερινές εκπτώσεις του Ιουλίου να αποτελούν ένα δυνατό κρας τεστ για τους επαγγελματίες που ελπίζουν να γεμίσουν τα ταμεία τους ενόψει ενός ακόμα δύσκολου φθινοπώρου.
Η αυξημένη κίνηση και τα κύματα πελατών που κατέκλυζαν τα μαγαζιά τα παλαιότερα χρόνια σε περιόδους γιορτών και εκπτώσεων μοιάζουν μακρινό όνειρο, τουλάχιστον για τις μικρομεσαίες λιανεμπορικές επιχειρήσεις. Στις αλυσίδες η εικόνα διαφέρει.
Η αγορά της πόλης προσπαθεί να ξαναβρεί τον παλμό της, επιχειρώντας να ανακτήσει ξανά μία αίσθηση κανονικότητας τη στιγμή που οι πολίτες ψωνίζουν... με το σταγονόμετρο. Ο εμπορικός κόσμος ισορροπεί σε τεντωμένο σχοινί με την κατάστασή του να είναι κρίσιμη αλλά σταθερή καθώς και η ενεργειακή κρίση αλλά και η ακρίβεια στα είδη πρώτης ανάγκης δείχνουν σημάδια σταθεροποίησης.
«Με δεδομένο πως βρισκόμαστε σε περίοδο Πανελλαδικών εξετάσεων οι καταναλώσεις είναι υποτονικές ενώ υπάρχει και μία αναμονή για το εκλογικό αποτέλεσμα και τον σχηματισμό κυβέρνησης. Οι καταναλωτές είναι συγκρατημένοι στις αγορές τους καθώς η ακρίβεια περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα, τηρούν στάση αναμονής με την κίνηση στην αγορά να είναι μειωμένη», επισημαίνει ο γραμματέας του Εμπορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης, Παναγιώτης Μενεξόπουλος.
«Από την άλλη πλευρά και καθώς προχωρά η σεζόν, οι τουρίστες που έρχονται στη Θεσσαλονίκη ψωνίζουν, κάτι που βοηθάει τα μαγαζιά, ιδιαίτερα του κέντρου», προσθέτει.
Παράλληλα, «επίλυση φορολογικών θεμάτων όπως η μείωση του ΦΠΑ σε βασικά καταναλωτικά είδη και η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, σταθερότητα, σταθερό πλαίσιο (να μην έρχονται συνεχώς νόμοι και εγκύκλιοι που αλληλοαναιρούνται και μπερδεύουν την αγορά), δυνατότητα για ένταξη και των ΜμΕ σε προγράμματα ΕΣΠΑ για την αναβάθμιση των επιχειρήσεων και την επιμόρφωση του προσωπικού τους», ζητά από την νέα κυβέρνηση που θα προκύψει ο γραμματέας του ΕΣΘ.
Η εποχή των e-shops και η μάχη επιβίωσης των μικρών
Πέρα όμως από την οικονομική δυσπραγία, οι καιροί αλλάζουν. Είναι αναμφισβήτητο πως η φυσική παρουσία στο κατάστημα (όχι μόνο από τα νεότερα άτομα) περιορίζεται και οι καταναλωτές στρέφονται με ολοένα και μεγαλύτερη ζέση στις διαδικτυακές αγορές. Ο COVID ανέτρεψε τα δεδομένα με γοργούς ρυθμούς με την αγορά να καλείται να βρει απαντήσεις στις νέες προκλήσεις που αναδύθηκαν.
Καταστήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με το κέντρο της Θεσσαλονίκης, διαχρονικά σημεία αναφοράς για τους καταναλωτές, σιγά-σιγά κατεβάζουν ρολά σκορπώντας θλίψη στην αγορά που μετασχηματίζεται βίαια.
Ολικό λουκέτο, μερικό λουκέτο σε καταστήματα, άνοιγμα στο διαδικτυακό εμπόριο αποτελούν τους δρόμους που ακολουθούν πολλές επιχειρήσεις, άλλοτε κυρίαρχες στο λιανεμπόριο της πόλης. Το επιχειρηματικό μοντέλο μεταβάλλεται.
Η αλυσίδα «Rococο», με γυναικεία και ανδρικά ενδύματα, έριξε μετά από 30 χρόνια, τίτλους τέλους στο κατάστημα της Μητροπόλεως. Η αλυσίδα διατηρεί δυναμικό ηλεκτρονικό κατάστημα και φυσικά καταστήματα με έμφαση στην Αθήνα.
Η εμβληματική επιχείρηση ένδυσης Σαπίδης ΑΕ νοίκιασε το πολυώροφο κτίριο που στεγαζόταν στο κέντρο της Θεσσαλονίκης σε ξένη εταιρεία, σφραγίζοντας μετά από 60 χρόνια μία ολόκληρη εποχή.
Η Θεσσαλονικιώτικη οικογενειακή επιχείρηση κατασκευής και πώλησης υποδημάτων «Υφαντίδης» κατέβασε ρολά στο κατάστημα της Τσιμισκή, διατηρώντας μόνο το κεντρικό μαγαζί στη Βενιζέλου ενώ ανανέωσε και το e-shop της.
«Πολλές επιχειρήσεις στη Θεσσαλονίκη για να περιορίσουν τα λειτουργικά τους έξοδα επιλέγουν να διοχετεύουν τα προϊόντα τους μέσω διαφορετικών καναλιών, πέρα από την φυσική παρουσία στο κατάστημα, εστιάζοντας ιδιαίτερα στην ενίσχυση των ηλεκτρονικών τους καταστημάτων. Αυτή είναι η νέα τάση που ήρθε για να μείνει. O σχετικά υψηλός μέσος όρος ηλικίας των ιδιοκτητών των μικρών λιανεμπορικών επιχειρήσεων είναι ανασταλτικός παράγοντας για την γρήγορη προσαρμογή τους στα νέα δεδομένα», εξηγεί ο κ. Μενεξόπουλος.
Μνημόνια, πανδημία, πόλεμος, ακρίβεια, ενεργειακή κρίση δεν έχουν αφήσει τους μικρομεσαίους να πάρουν ανάσα. Τη μία κρίση διαδεχόταν η άλλη με την αγορά να προσπαθεί να σταθεί όρθια, ενώ η άμμος στην κλεψύδρα αδειάζει συνεχώς. Μετά τον κορονοϊό, το επιχειρείν άρχιζε σταδιακά να βρίσκει πατήματα και ρυθμό αλλά ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση που έφερε επανέφεραν τα βάσανα βυθίζοντας τα καταστήματα σε άλλον έναν φαύλο κύκλο αβεβαιότητας.
Στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, τα τελευταία χρόνια οι αλυσίδες κερδίζουν συντριπτικά το μεγαλύτερο κομμάτι μίας πίτας που μικραίνει επικίνδυνα ενώ κερδίζουν έδαφος και τα εμπορικά κέντρα. Πιο συγκεκριμένα πάνω από το 85% του τζίρου έχουν κατοχυρώσει τα πολυκαταστήματα και οι αλυσίδες έναντι των τοπικών εμπόρων, με την κατάσταση να βαίνει συνεχώς επιδεινούμενη για τους μικρομεσαίους και προ πανδημίας.
Η επέλαση του κορονοϊού ενέτεινε τις ήδη προϋπάρχουσες ανισότητες σε ανησυχητικό βαθμό με το μεγάλο ψάρι να… καταβροχθίζει το μικρό. Η τέλεια καταιγίδα που ισοπεδώνει τους μικρομεσαίους. Τα πολυκαταστήματα σε περιόδους κρίσεων και διαταραχών σε προσφορά και ζήτηση έχουν ευκολότερη πρόσβαση σε ρευστότητα καθώς οι τράπεζες ανοίγουν ευκολότερα τις στρόφιγγες για αυτά παρά για τους εμπόρους της γειτονιάς.
Το ηλεκτρονικό εμπόριο που πλέον έγινε συνήθεια για πολλούς καταναλωτές φαίνεται πως σε πολλές περιπτώσεις οδηγεί στον… γκρεμό τους μικρομεσαίους που αδυνατούν να προσαρμοστούν ομαλά σε μία εποχή με την οποία δεν μπορούν να συντονιστούν.
Από την άλλη πλευρά, οι πολυεθνικές και τα πολυκαταστήματα ανταποκρίθηκαν ταχύτατα στις νέες επιταγές των καιρών ενισχύοντας τη διαδικτυακή τους παρουσία, περιορίζοντας παράλληλα την έκταση των φυσικών τους καταστημάτων.
Πρέπει να επισημανθεί, για να έχουμε ολοκληρωμένη την εικόνα, πως και το αγοραστικό κοινό προτιμά κατά κύριο λόγο να ψωνίζει από τις μεγάλες αλυσίδες (που έχουν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα να προχωρούν σε προσφορές ακολουθώντας πιο ευέλικτη τιμολογιακή πολιτική) και δευτερευόντως από τα καταστήματα της γειτονιάς.
Τα υψηλά ενοίκια και οι παράπλευρες απώλειες, πώς διαμορφώνεται το τοπίο
Η «τρελή» πορεία της κτηματαγοράς συμπαρασύρει στο διάβα της και τα ενοίκια των καταστημάτων στους κεντρικούς δρόμους της πόλης, αναγκάζοντας πολλές επιχειρήσεις να μετακομίσουν ακόμα και λίγα μέτρα πιο μακριά για να πετύχουν εξοικονόμηση πολύτιμων πόρων.
Με τους ιδιοκτήτες να ζητούν σε ορισμένες περιπτώσεις απαγορευτικές αυξήσεις στα μισθώματα, ειδικά στην Τσιμισκή, οι επιχειρηματίες ποντάροντας και στη φήμη που έχουν χτίσει στη συνείδηση των καταναλωτών, μεταφέρουν τα καταστήματά τους σε παρακείμενους δρόμους θεωρώντας πως και η σταθερή πελατεία θα τους ακολουθήσει και τα έξοδά τους θα κοπούν μαχαίρι.
Επιπλέον και ενώ η κατανάλωση βαίνει μειούμενη, ειδικά σε ρούχα και παπούτσια, οι αυξημένες τιμές διασώζουν μία μερίδα επιχειρήσεων συμβάλλοντας στη διατήρηση του τζίρου σε ένα ορισμένο επίπεδο, χωρίς όμως αυτή η κατάσταση να είναι βιώσιμη μακροπρόθεσμα.
Σε κάθε περίπτωση, ουσιαστική ανάσα στην αγορά θα δώσει η πραγματική και μόνιμη αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών, γεγονός που προϋποθέτει πλήρη περιορισμό των ανατιμήσεων και ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Με την πολλαπλώς βαλλόμενη ελληνική οικονομία σε μία μεταβατική κατάσταση, αν και σκληραγωγημένη πλέον μετά τις διαδοχικές κρίσεις, οι αναταράξεις στην πορεία προς ένα νέο παραγωγικό μοντέλο θα είναι αναπόφευκτες. Με δεδομένο πως τα εισοδήματα δεν αυξάνονται από τη μία μέρα στην άλλη (κατ’ επέκταση τα ταμεία των μικρομεσαίων θα αργήσουν να ζήσουν παλιές μέρες δόξας) ακόμα κι αν οι αριθμοί ευημερούν, τα μικρομάγαζα θα βιώσουν έντονες αναταράξεις μέχρι να διαμορφωθούν οι ισορροπίες της επόμενης μέρας στους κεντρικούς δρόμους.
«Παράπλευρες απώλειες» του αφανούς πολέμου που διεξάγεται υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν, νέοι παίκτες θα λάβουν θέσεις στην αγορά με τους μικρούς να καλούνται να επιβιώσουν μέσα σε ναρκοπέδιο.
Έλλειψη ρευστού, στάση εμπορίου
Σημαντικές αλλαγές το τελευταίο διάστημα στις καταναλωτικές συνήθειες σε διάφορες περιοχές συμπεριφορών, οι οποίες αποδίδονται σε μεγάλο βαθμό στις ανατιμήσεις προϊόντων και υπηρεσιών, διαπιστώνει έρευνα του ΙΕΛΚΑ.
Καταρχάς είναι ξεκάθαρη μία τάση των καταναλωτών για εξοικονόμηση χρημάτων για τις αγορές βασικών αγαθών και υπηρεσιών και δευτερευόντως διαχείρισης χρημάτων. Όπως φαίνεται μεγαλύτερη είναι η πίεση στη μείωση των δαπανών για βασικές υπηρεσίες και λιγότερο για βασικά αγαθά. Συγκεκριμένα:
75% (έναντι 71% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει ακυρώσει δαπάνες διασκέδασης όπως είναι η εστίαση, οι διακοπές, τα ταξίδια κ.α.
49% (έναντι 50% τον Ιανουάριο) του κοινού δηλώνει ότι έχει αναβάλει εργασίες συντήρησης και επισκευής, π.χ. στο σπίτι ή στο αυτοκίνητο.
54% (έναντι 55% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει μειώσει συνολικά τις αγορές σε είδη τροφίμων και είδη παντοπωλείου.
27% (έναντι 24% τον Ιανουάριο) δηλώνει ότι έχει χρησιμοποιήσει χρήματα από τις αποταμιεύσεις του προκειμένου να καλύψει τις αγορές του.
32% (έναντι 29% τον Ιανουάριο) έχει αναβάλει την πληρωμή λογαριασμών ή έχει προχωρήσει σε στάση πληρωμής των υποχρεώσεων του.
Λόγω περικοπής δαπανών από τα νοικοκυριά, ένας στους δύο καταναλωτές δηλώνει ότι δεν κάνει διακοπές το 2023, ενώ 1 στους 3 δηλώνει ότι θα κάνει μεν διακοπές, αλλά πιο περιορισμένες. Έξι στους δέκα καταναλωτές δηλώνουν ότι οι δαπάνες τους φέτος θα είναι μειωμένες σε σχέση με πέρυσι, ενώ τέσσερις στους δέκα ότι θα είναι μειωμένη άνω του 50%.
Αισιόδοξα μηνύματα
Αύξηση 13,2% σημείωσε ο κύκλος εργασιών στο σύνολο των επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου το πρώτο τρίμηνο του έτους που διανύουμε, ο οποίος διαμορφώθηκε στα 14,88 δισ. ευρώ, τη στιγμή που πέρσι την ίδια περίοδο ήταν 13,15 δισ. ευρώ. Ωστόσο, σε τριμηνιαία βάση κατέγραψε μείωση 15,1%, αφού το τέταρτο τρίμηνο του 2022 είχε φτάσει τα 17,52 δισ. ευρώ.
Στο σύνολο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων του τομέα λιανικού εμπορίου, τα έσοδα ανήλθαν σε 8,59 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 6,7% σε σχέση με το πρώτο τρίμηνο του 2022 που είχαν διαμορφωθεί σε 8,05 δισ. ευρώ.
Για τις επιχειρήσεις του τομέα λιανικού εμπορίου για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία σε μηνιαία βάση, ο τζίρος τον Μάρτιο έφτασε σε 3,43 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 21,1% σε σχέση με τον Μάρτιο 2022 που είχε διαμορφωθεί σε 2,83 δισ. ευρώ και άνοδο 17,7% σε σχέση με τον Φεβρουάριο του 2023 που είχε διαμορφωθεί σε 2,91 δισ. ευρώ.
Για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ο τζίρος διαμορφώθηκε στα 1,18 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 21,5% σε σχέση με τον Μάρτιο 2022 που είχε διαμορφωθεί σε 0,97 δισ. ευρώ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11.06.2023
ΣΧΟΛΙΑ