Θεσσαλονίκη: Στα σχολεία της πόλης μετά την εισβολή, προσφυγόπουλα από την Κύπρο (φωτ.)
20/01/2024 09:44
20/01/2024 09:44
Όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, οι κάτοικοί της υπολογίζονταν σε εξακόσιες χιλιάδες και οι διακόσιες από αυτούς έπρεπε να μεταφερθούν από τα κατεχόμενα στην ελεύθερη περιοχή. Εκτός από την έλλειψη στέγης, τροφής και των απαραίτητων μέσων διαβίωσης, το Κυπριακό κράτος έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα, εκείνο της απορρόφησης όλων των παιδιών του προσφυγικού πληθυσμού στην εκπαίδευση και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν, καθώς τον Σεπτέμβριο επρόκειτο να ανοίξουν τα σχολεία. Μέτρα όπως οι διπλοβάρδιες και η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα συνέβαλαν σε μια πρώτη αντιμετώπιση της κατάστασης, ωστόσο και πάλι χιλιάδες μαθητές δεν μπορούσαν να απορροφηθούν. Ήταν τότε που πάνω από πέντε χιλιάδες νέοι και νέες ήρθαν στην Ελλάδα για να πάνε στο σχολείο και να μην χάσουν τη χρονιά.
«Άκουσα ότι θα πήγαιναν μαθητές στην Ελλάδα, γιατί δεν ήξεραν καν αν θα ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβριο. Σηκώθηκα μόνος μου, δεν είπα σε κανέναν τίποτε, ήρθα Λευκωσία. Πήγα στο Υπουργείο Παιδείας και είπα: 'θέλω να κάνω αίτηση να πάω στην Ελλάδα'» αναφέρει μαρτυρία μαθητή από την Κύπρο που παρατίθεται, μαζί με πολλές άλλες, στο Ημερολόγιο «Κύπρος 1974 - 2024, 50 χρόνια άσβεστης μνήμης και αγώνα», που εκδόθηκε σε συνεργασία του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) και του Γενικού Προξενείου της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη. Ο μαθητής επισημαίνει ότι επιλέχθηκε για να πάει σε σχολείο της Θεσσαλονίκης και διηγείται: «πήγα στην ελληνική πρεσβεία, βρήκα κάποιον και τον ρώτησα: 'σας παρακαλώ, πείτε μου, αυτό το σχολείο τι είναι;'. Αν ζει, να είναι καλά, αν έχει πεθάνει, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του. Μου είπε: 'γιε μου, είναι απ' τα καλύτερα σχολεία των Βαλκανίων και μπορεί και της Ευρώπης. Να πας'».
Τη δική της εμπειρία περιγράφει μια μαθήτρια λέγοντας: «δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι θα έφευγα και θα πήγαινα στο εξωτερικό. Θα ταξιδέψω με πλοίο να πάω στην Ελλάδα. Μόνη μου. Δεκατεσσάρων χρονών στο πλοίο, με κάποιες άγνωστες, πάλι νεαρές, που τους είχαν δεχθεί σε άλλο σχολείο, σε άλλα σχολεία στην Ελλάδα». Η ίδια αναφέρεται στις δυσκολίες του ταξιδιού αλλά και της προσαρμογής ενώ η ιστορικός του ΙΑΠΕ Μαρία Καζαντζίδου, από την ιδιωτική συλλογή της οποίας προέρχονται οι προσωπικές μαρτυρίες, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα παιδιά αυτά, στη συγκεκριμένη τρυφερή ηλικία, που βίωσαν τον πόλεμο και την προσφυγιά και έπρεπε να εγκαταλείψουν την οικογένειά τους για να συνεχίσουν το σχολείο.
Η κ. Καζαντζίδου υπολογίζει ότι τότε τρεις χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δύο χιλιάδες δευτεροβάθμιας έφτασαν στην Ελλάδα για να πάνε στο σχολείο. «Τα παιδιά πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης φιλοξενήθηκαν σε δομές και ανάδοχες οικογένειες στην Ηλεία και μεσολαβητής ήταν ο τότε Μητροπολίτης Ηλείας. Οι μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη φιλοξενήθηκαν στο Παπάφειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, την Παιδόπολη Ωραιοκάστρου και το Ίδρυμα Απόρων Παίδων «Αριστοτέλης» στην Καλαμαριά. Επίσης, το Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και η Αμερικανική Γεωργική Σχολή έδωσαν πλήρη υποτροφία σε μαθητές και μαθήτριες» προσθέτει. Παράλληλα σημειώνει ότι «οι δυσκολίες ήταν μεγάλες για τα παιδιά που δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ από τους γονείς τους αλλά και για τους γονείς, που μέσα στην απελπισία τους έπρεπε να διαλέξουν ποιο παιδί θα σώσουν και ποιο θα αφήσουν χωρίς να γνωρίζουν ποιο από τα παιδιά θα ήταν τελικά το τυχερό, εκείνο που θα έμενε ή εκείνο που θα έφευγε...».
Το συναίσθημα αυτό μεταφέρει στον αναγνώστη του ημερολογίου το απόσπασμα από την «Ελένη» του Γιώργου Σεφέρη, «τ' είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ΄ ανάμεσό τους; Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Η υποδοχή, ωστόσο, και η αντιμετώπιση των μαθητών και των μαθητριών από την Κύπρο ήταν θερμή, σύμφωνα με σχετική προσωπική μαρτυρία: «Θυμούμαι πολύ καλά την είσοδο εκεί. Μας έγραψαν 'καλωσορίσατε αδέλφια'. Και ήταν όλη η Αμερικανική Γεωργική Σχολή και τα κορίτσια δίπλα της οικοκυρικής σχολής. Και θυμούμαι που μας εφιλήσανε όλοι. Μας καλωσόρισαν εκεί, στην πύλη τη μεγάλη. Και μετά θυμούμαι πολύ καλά μας έπιασαν και τις βαλίτσες κάποιοι περπατούσαν δίπλα κι ήθελαν να αρχίσουμε να τους λέμεν ιστορίες του πολέμου. Τι γίνεται η Κύπρος; Υπήρχε μια συγκίνηση και στο πρόσωπό τους, μας το 'δειχναν πάρα πολύ. Έμεινε μέσα μου αυτό το πράγμα. Η αγάπη που μας έδειξαν εκεί την ώρα εκεί και οι καθηγητές και όλοι και αυτά. Μέχρι την τελευταία ημέραν που φύγαμε, κάναμε τρία χρόνια εκεί, μας αγαπούσαν πάρα πολύ».
Αποκαλύπτοντας ένα άλλο περιστατικό, η ιστορικός του ΙΑΠΕ επισημαίνει ότι το 1975 η Μέριμνα Ποντίων Κυριών, ακύρωσε στη Θεσσαλονίκη τις επετειακές εκδηλώσεις της για τη συμπλήρωση κάποιων χρόνων από την ίδρυσή της και σε ένδειξη συμπαράστασης στους Κύπριους πρόσφυγες, μέλη της επισκέφθηκαν έναν συνοικισμό προσφύγων στην Κύπρο που λεγόταν Βρυσούλες.
«Οι Βρυσούλες ήταν το τελευταίο χωριό που κατέλαβαν οι Τούρκοι τον Αύγουστο του 1974 και εκεί υπήρχε ένα συσκευαστήριο φρούτων όπου βρήκαν καταφύγιο κάποιες οικογένειες. Μέσα στο συσκευαστήριο αυτό δημιουργήθηκε ένα σχολείο» τονίζει. Η μαρτυρία ενός εκπαιδευτικού από την ιδιωτική της συλλογή αναφέρει χαρακτηριστικά: «Καταφέραμεν και πήραμε μια πτέρυγαν του εργοστασίου, τη διαρρυθμίσαμε -φαντάσου πώς- και την εκάναμεν σχολείο. Και εγώ με τη γυναίκα μου και δύο τρεις άλλους συναδέλφους κρατήσαμεν κατά κάποιον τρόπο και ένα υποτυπώδες σχολείον εκεί. Ήταν όλα προσφυγόπουλα».
«Τότε οι κυρίες από τη Μέριμνα, απόγονοι προσφύγων οι ίδιες, δήλωσαν ότι στην Κύπρο βίωσαν τι είναι προσφυγιά» και αποφάσισαν να προσφέρουν μια ανάσα ελευθερίας, ανακούφισης και στοργής στα παιδιά του σχολείου, φιλοξενώντας τα για τρεις εβδομάδες στην Παναγία Σουμελά το 1976. Εκεί τα παιδιά πήγαιναν εκδρομές στους καταρράκτες της Έδεσσας και τις γύρω περιοχές ενώ όπου σταματούσαν, τους προσφέρονταν αναψυκτικά, φαγητό και παγωτά. Και τα ίδια παιδιά, πολλά χρόνια αργότερα, έχτισαν με δική τους δουλειά και έξοδα ένα εκκλησάκι στις Βρυσούλες, αφιερωμένο στην Παναγία Σουμελά» προσθέτει η κ. Καζαντζίδου.
Το απόσπασμα της μαρτυρίας ενός από τα παιδιά αυτά αναφέρει: «στην Παναγία Σουμελά κοιμόμασταν σε ξενώνες. Ήταν τα κορίτσια ξεχωριστά, μέναμε σε άλλον ξενώνα και τα αγόρια ξεχωριστά. Θυμάμαι τις κυρίες της Μέριμνας Ποντίων Κυριών που ήταν σαν τις μητέρες μας. Εφροντίζαν μας πάρα πολύ» και προσθέτει: «είχαμεν περιποίησιν πάρα πολύ και αγαπούσαν μας σαν να ήμασταν δικά τους παιδιά».
Το Ημερολόγιο Κύπρος 1974-2024 δημιουργήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο και περιλαμβάνει εκτός από τα παραπάνω, πλήθος μαρτυριών που καταγράφηκαν το 2019 και το 2020 κατά τη διάρκεια ερευνητικών ταξιδιών της κ. Καζαντζίδου στο νησί. Η ίδια συνεργάστηκε με τον ιστορικό και συνεργάτη του ΙΑΠΕ Γιώργο Μαυρουδή στην έρευνα, την επεξεργασία και την επιμέλεια του υλικού του ημερολογίου. Αυτό περιέχει ακόμη μαρτυρίες από τα γεγονότα και τον τρόπο ζωής πριν από την εισβολή, κατά την εισβολή και μετά από αυτήν ενώ τα αποσπάσματα πλαισιώνουν φωτογραφίες, ποιήματα, τραγούδια, αποσπάσματα δημοσιευμάτων του Τύπου.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του ημερολογίου, ο Πέτρος Παπαπολυβίου, αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου, πρόσφυγας από τη Λάπηθο της Κερύνειας, αναφέρει: «για όσους από εμάς έλαχε να ζήσουμε στη γη της Μακεδονίας τα πρώτα χρόνια της προσφυγιά, η παρούσα έκδοση αποτελεί τη συνέχεια εκείνης της συγκλονιστικής συμπαράστασης από τους απλούς ανθρώπους που ζήσαμε τον χειμώνα του 1974 - 1975».
Από την πλευρά της, η κ. Καζαντζίδου αναφέρεται στο έργο του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού στον τομέα της έρευνας του προσφυγικού στοιχείου από κάθε γωνιά του ελληνισμού ενώ το ημερολόγιο κλείνει με τους στίχους του Μάνου Χατζηδάκι από τα «Γυμνάσματα» της «Μυθολογίας»:
«Φοβήθηκα τη μνήμη
Και την σκότωσα
Όμως εκείνη έζησε
Τραυματισμένη
Δύσμορφη Τυραννική
Και μου θυμίζει επίμονα
Κάθε φορά που γράφω
Πως είμ' εγώ
Και όχι ένας άλλος»
Όταν έγινε η εισβολή στην Κύπρο, οι κάτοικοί της υπολογίζονταν σε εξακόσιες χιλιάδες και οι διακόσιες από αυτούς έπρεπε να μεταφερθούν από τα κατεχόμενα στην ελεύθερη περιοχή. Εκτός από την έλλειψη στέγης, τροφής και των απαραίτητων μέσων διαβίωσης, το Κυπριακό κράτος έπρεπε να αντιμετωπίσει ένα μεγάλο πρόβλημα, εκείνο της απορρόφησης όλων των παιδιών του προσφυγικού πληθυσμού στην εκπαίδευση και μάλιστα το συντομότερο δυνατόν, καθώς τον Σεπτέμβριο επρόκειτο να ανοίξουν τα σχολεία. Μέτρα όπως οι διπλοβάρδιες και η αύξηση του αριθμού των μαθητών ανά τμήμα συνέβαλαν σε μια πρώτη αντιμετώπιση της κατάστασης, ωστόσο και πάλι χιλιάδες μαθητές δεν μπορούσαν να απορροφηθούν. Ήταν τότε που πάνω από πέντε χιλιάδες νέοι και νέες ήρθαν στην Ελλάδα για να πάνε στο σχολείο και να μην χάσουν τη χρονιά.
«Άκουσα ότι θα πήγαιναν μαθητές στην Ελλάδα, γιατί δεν ήξεραν καν αν θα ανοίξουν τα σχολεία τον Σεπτέμβριο. Σηκώθηκα μόνος μου, δεν είπα σε κανέναν τίποτε, ήρθα Λευκωσία. Πήγα στο Υπουργείο Παιδείας και είπα: 'θέλω να κάνω αίτηση να πάω στην Ελλάδα'» αναφέρει μαρτυρία μαθητή από την Κύπρο που παρατίθεται, μαζί με πολλές άλλες, στο Ημερολόγιο «Κύπρος 1974 - 2024, 50 χρόνια άσβεστης μνήμης και αγώνα», που εκδόθηκε σε συνεργασία του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού (ΙΑΠΕ) και του Γενικού Προξενείου της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη. Ο μαθητής επισημαίνει ότι επιλέχθηκε για να πάει σε σχολείο της Θεσσαλονίκης και διηγείται: «πήγα στην ελληνική πρεσβεία, βρήκα κάποιον και τον ρώτησα: 'σας παρακαλώ, πείτε μου, αυτό το σχολείο τι είναι;'. Αν ζει, να είναι καλά, αν έχει πεθάνει, ο Θεός να αναπαύσει την ψυχή του. Μου είπε: 'γιε μου, είναι απ' τα καλύτερα σχολεία των Βαλκανίων και μπορεί και της Ευρώπης. Να πας'».
Τη δική της εμπειρία περιγράφει μια μαθήτρια λέγοντας: «δεν το είχα συνειδητοποιήσει ότι θα έφευγα και θα πήγαινα στο εξωτερικό. Θα ταξιδέψω με πλοίο να πάω στην Ελλάδα. Μόνη μου. Δεκατεσσάρων χρονών στο πλοίο, με κάποιες άγνωστες, πάλι νεαρές, που τους είχαν δεχθεί σε άλλο σχολείο, σε άλλα σχολεία στην Ελλάδα». Η ίδια αναφέρεται στις δυσκολίες του ταξιδιού αλλά και της προσαρμογής ενώ η ιστορικός του ΙΑΠΕ Μαρία Καζαντζίδου, από την ιδιωτική συλλογή της οποίας προέρχονται οι προσωπικές μαρτυρίες, μιλά στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν τα παιδιά αυτά, στη συγκεκριμένη τρυφερή ηλικία, που βίωσαν τον πόλεμο και την προσφυγιά και έπρεπε να εγκαταλείψουν την οικογένειά τους για να συνεχίσουν το σχολείο.
Η κ. Καζαντζίδου υπολογίζει ότι τότε τρεις χιλιάδες μαθητές και μαθήτριες πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και δύο χιλιάδες δευτεροβάθμιας έφτασαν στην Ελλάδα για να πάνε στο σχολείο. «Τα παιδιά πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης φιλοξενήθηκαν σε δομές και ανάδοχες οικογένειες στην Ηλεία και μεσολαβητής ήταν ο τότε Μητροπολίτης Ηλείας. Οι μαθητές δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που ήρθαν στη Θεσσαλονίκη φιλοξενήθηκαν στο Παπάφειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα, την Παιδόπολη Ωραιοκάστρου και το Ίδρυμα Απόρων Παίδων «Αριστοτέλης» στην Καλαμαριά. Επίσης, το Αμερικανικό Κολλέγιο Ανατόλια και η Αμερικανική Γεωργική Σχολή έδωσαν πλήρη υποτροφία σε μαθητές και μαθήτριες» προσθέτει. Παράλληλα σημειώνει ότι «οι δυσκολίες ήταν μεγάλες για τα παιδιά που δεν είχαν απομακρυνθεί ποτέ από τους γονείς τους αλλά και για τους γονείς, που μέσα στην απελπισία τους έπρεπε να διαλέξουν ποιο παιδί θα σώσουν και ποιο θα αφήσουν χωρίς να γνωρίζουν ποιο από τα παιδιά θα ήταν τελικά το τυχερό, εκείνο που θα έμενε ή εκείνο που θα έφευγε...».
Το συναίσθημα αυτό μεταφέρει στον αναγνώστη του ημερολογίου το απόσπασμα από την «Ελένη» του Γιώργου Σεφέρη, «τ' είναι θεός; Τι μη θεός; Και τι τ΄ ανάμεσό τους; Τ' αηδόνια δε σ' αφήνουνε να κοιμηθείς στις Πλάτρες».
Η υποδοχή, ωστόσο, και η αντιμετώπιση των μαθητών και των μαθητριών από την Κύπρο ήταν θερμή, σύμφωνα με σχετική προσωπική μαρτυρία: «Θυμούμαι πολύ καλά την είσοδο εκεί. Μας έγραψαν 'καλωσορίσατε αδέλφια'. Και ήταν όλη η Αμερικανική Γεωργική Σχολή και τα κορίτσια δίπλα της οικοκυρικής σχολής. Και θυμούμαι που μας εφιλήσανε όλοι. Μας καλωσόρισαν εκεί, στην πύλη τη μεγάλη. Και μετά θυμούμαι πολύ καλά μας έπιασαν και τις βαλίτσες κάποιοι περπατούσαν δίπλα κι ήθελαν να αρχίσουμε να τους λέμεν ιστορίες του πολέμου. Τι γίνεται η Κύπρος; Υπήρχε μια συγκίνηση και στο πρόσωπό τους, μας το 'δειχναν πάρα πολύ. Έμεινε μέσα μου αυτό το πράγμα. Η αγάπη που μας έδειξαν εκεί την ώρα εκεί και οι καθηγητές και όλοι και αυτά. Μέχρι την τελευταία ημέραν που φύγαμε, κάναμε τρία χρόνια εκεί, μας αγαπούσαν πάρα πολύ».
Αποκαλύπτοντας ένα άλλο περιστατικό, η ιστορικός του ΙΑΠΕ επισημαίνει ότι το 1975 η Μέριμνα Ποντίων Κυριών, ακύρωσε στη Θεσσαλονίκη τις επετειακές εκδηλώσεις της για τη συμπλήρωση κάποιων χρόνων από την ίδρυσή της και σε ένδειξη συμπαράστασης στους Κύπριους πρόσφυγες, μέλη της επισκέφθηκαν έναν συνοικισμό προσφύγων στην Κύπρο που λεγόταν Βρυσούλες.
«Οι Βρυσούλες ήταν το τελευταίο χωριό που κατέλαβαν οι Τούρκοι τον Αύγουστο του 1974 και εκεί υπήρχε ένα συσκευαστήριο φρούτων όπου βρήκαν καταφύγιο κάποιες οικογένειες. Μέσα στο συσκευαστήριο αυτό δημιουργήθηκε ένα σχολείο» τονίζει. Η μαρτυρία ενός εκπαιδευτικού από την ιδιωτική της συλλογή αναφέρει χαρακτηριστικά: «Καταφέραμεν και πήραμε μια πτέρυγαν του εργοστασίου, τη διαρρυθμίσαμε -φαντάσου πώς- και την εκάναμεν σχολείο. Και εγώ με τη γυναίκα μου και δύο τρεις άλλους συναδέλφους κρατήσαμεν κατά κάποιον τρόπο και ένα υποτυπώδες σχολείον εκεί. Ήταν όλα προσφυγόπουλα».
«Τότε οι κυρίες από τη Μέριμνα, απόγονοι προσφύγων οι ίδιες, δήλωσαν ότι στην Κύπρο βίωσαν τι είναι προσφυγιά» και αποφάσισαν να προσφέρουν μια ανάσα ελευθερίας, ανακούφισης και στοργής στα παιδιά του σχολείου, φιλοξενώντας τα για τρεις εβδομάδες στην Παναγία Σουμελά το 1976. Εκεί τα παιδιά πήγαιναν εκδρομές στους καταρράκτες της Έδεσσας και τις γύρω περιοχές ενώ όπου σταματούσαν, τους προσφέρονταν αναψυκτικά, φαγητό και παγωτά. Και τα ίδια παιδιά, πολλά χρόνια αργότερα, έχτισαν με δική τους δουλειά και έξοδα ένα εκκλησάκι στις Βρυσούλες, αφιερωμένο στην Παναγία Σουμελά» προσθέτει η κ. Καζαντζίδου.
Το απόσπασμα της μαρτυρίας ενός από τα παιδιά αυτά αναφέρει: «στην Παναγία Σουμελά κοιμόμασταν σε ξενώνες. Ήταν τα κορίτσια ξεχωριστά, μέναμε σε άλλον ξενώνα και τα αγόρια ξεχωριστά. Θυμάμαι τις κυρίες της Μέριμνας Ποντίων Κυριών που ήταν σαν τις μητέρες μας. Εφροντίζαν μας πάρα πολύ» και προσθέτει: «είχαμεν περιποίησιν πάρα πολύ και αγαπούσαν μας σαν να ήμασταν δικά τους παιδιά».
Το Ημερολόγιο Κύπρος 1974-2024 δημιουργήθηκε με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από τα γεγονότα του 1974 στην Κύπρο και περιλαμβάνει εκτός από τα παραπάνω, πλήθος μαρτυριών που καταγράφηκαν το 2019 και το 2020 κατά τη διάρκεια ερευνητικών ταξιδιών της κ. Καζαντζίδου στο νησί. Η ίδια συνεργάστηκε με τον ιστορικό και συνεργάτη του ΙΑΠΕ Γιώργο Μαυρουδή στην έρευνα, την επεξεργασία και την επιμέλεια του υλικού του ημερολογίου. Αυτό περιέχει ακόμη μαρτυρίες από τα γεγονότα και τον τρόπο ζωής πριν από την εισβολή, κατά την εισβολή και μετά από αυτήν ενώ τα αποσπάσματα πλαισιώνουν φωτογραφίες, ποιήματα, τραγούδια, αποσπάσματα δημοσιευμάτων του Τύπου.
Στο εισαγωγικό σημείωμα του ημερολογίου, ο Πέτρος Παπαπολυβίου, αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας και κοσμήτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Κύπρου, πρόσφυγας από τη Λάπηθο της Κερύνειας, αναφέρει: «για όσους από εμάς έλαχε να ζήσουμε στη γη της Μακεδονίας τα πρώτα χρόνια της προσφυγιά, η παρούσα έκδοση αποτελεί τη συνέχεια εκείνης της συγκλονιστικής συμπαράστασης από τους απλούς ανθρώπους που ζήσαμε τον χειμώνα του 1974 - 1975».
Από την πλευρά της, η κ. Καζαντζίδου αναφέρεται στο έργο του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού στον τομέα της έρευνας του προσφυγικού στοιχείου από κάθε γωνιά του ελληνισμού ενώ το ημερολόγιο κλείνει με τους στίχους του Μάνου Χατζηδάκι από τα «Γυμνάσματα» της «Μυθολογίας»:
«Φοβήθηκα τη μνήμη
Και την σκότωσα
Όμως εκείνη έζησε
Τραυματισμένη
Δύσμορφη Τυραννική
Και μου θυμίζει επίμονα
Κάθε φορά που γράφω
Πως είμ' εγώ
Και όχι ένας άλλος»
ΣΧΟΛΙΑ