Θεσσαλονίκη: Τα επαγγέλματα που έκαναν restart λόγω κρίσης (Φωτ.)
10/02/2020 09:00
10/02/2020 09:00
«Η κρίση εμάς μας ανάστησε. Μας ενίσχυσε και μας βοήθησε. Έχουμε πάρα πολύ δουλειά. Δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μάλιστα πρόσφατα απέκτησα και βοηθό» εξομολογείται στην «Θ» ο ράφτης Χάρης Σταμάτης. Ο κ. Σταμάτης είναι ένας από τους επαγγελματίες που την περίοδο της σκληρής λιτότητας, των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης όχι μόνο δεν έβαλε «λουκέτο» στην επιχείρησή του, όπως συνέβη με τους περισσότερους μικρομεσαίους επιχειρηματίες στην χώρα, αλλά βοηθήθηκε από αυτή. Και η αλήθεια είναι πως μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι αρκεί να σεργιανίσει στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης όπου θα δει ράφτες και μοδίστρες να βρίσκονται πάνω στις ραπτικές τους μηχανές μέχρι τα χαράματα, καθημερινά, ακόμα και Σαββατοκύριακα, χειμώνα και καλοκαίρι.
Τσαγκάρηδες, επιπλοποιοί, μαραγκοί, μοδίστρες, καστανάδες, σαλεπιτζήδες, μπαρμπέρηδες, καλαθοποιοί είναι ορισμένα από τα δεκάδες παραδοσιακά επαγγέλματα που σώθηκαν και διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και δεν «έσκασαν» όπως η φούσκα του Χρηματιστηρίου την περίοδο των... παχιών αγελάδων.
Επαγγέλματα που διατηρήθηκαν ολόκληρους αιώνες και ξεχάστηκαν εξαιτίας του εύκολου χρήματος, της επέλασης των πολυεθνικών εταιριών στην ελληνική αγορά, των κινέζικων και των φθηνών εργατικών χεριών. Οι συνεχείς περικοπές μισθών και συντάξεων, η απώλεια του «λίπους» στα στρώματα, η καλπάζουσα ανεργία ήταν ορισμένοι από τους λόγους που συνέβαλαν στην αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των Ελλήνων. Οι ντουλάπες με τα παλιά και ακριβά –ενίοτε- ρούχα που τα έτρωγε ο σκόρος άνοιξαν και οι μηχανές των μοδιστρών πήραν φωτιά προκειμένου να τα μεταποιήσουν. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα τραπεζάκια της γιαγιάς και του παππού που παλιά κόστιζαν μια περιουσία και έγιναν ξανά μόδα με την προσθήκη ορισμένων… πινελιών από τους μαραγκούς. Και πάει λέγοντας. Είναι όμως και εκείνοι, κυρίως οι νεότεροι που αν και σπούδασαν δεν έβρισκαν δουλειά και αναγκάστηκαν να μάθουν τέχνη και να μην την… αφήσουν.
Ο ράφτης του ΚΘΒE
Ο Χάρης Σταμάτης δουλεύει ως ράφτης από το 1962 και πιο συγκεκριμένα από την ηλικία των 12 ετών. Όπως αναφέρει στην «Θ» ξεκίνησε να ασχολείται με το αντικείμενο, τυχαία. Από το 1974 μέχρι και πολύ πρόσφατα ήταν ο άνθρωπος που έραβε τα κοστούμια για τις παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας. «Την περίοδο της ευημερίας έραβα κοστούμια. Πλέον ο κόσμος όταν του λες πόσο κοστίζουν τα ραφτικά ξενίζεται» αναφέρει χαρακτηριστικά. Την περίοδο της κρίσης λοιπόν, ο κ. Σταμάτης ξεκίνησε να μεταποιεί παλιά ρούχα. «Έρχονταν πολλές γυναίκες με ρούχα αφόρετα που είχαν ακόμα πάνω τα καρτελάκια. Ρούχα που για επτά και οκτώ χρόνια βρίσκονταν μέσα στην ντουλάπα και όταν τις ρωτούσα γιατί το αγόραζαν το ρούχο εάν δεν θα το φορούσαν μου απαντούσαν: Τότε είχαμε λεφτά» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σταμάτης. Ο ίδιος καθημερινά ξυπνάει περίπου στις 4:30 το πρωί. Στις πέντε βρίσκεται στο ραφείο του στον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας επί της Ίωνος Δραγούμη. «Όλες οι μηχανές δουλεύουν στο φουλ καθημερινά. Τελειώνω μετά τις 10 το βράδυ. Επειδή η δουλειά είναι πολλή αναγκάστηκα να φέρω βοηθώ. Μας ανέστησε η κρίση» λέει χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως η «ανάσταση» είναι και οικονομική και κυριολεκτική, καθώς ο κλάδος είναι ένας κλάδος που κινδύνευε με αφανισμό. Όπως τονίζει ο Χάρης Σταμάτης την δεκαετία της σκληρής λιτότητας υπάρχουν νέοι άνθρωποι που αν και επιστήμονες αποφάσισαν να ασχοληθούν με την τέχνη του, ωστόσο πολλοί είναι και οι ξένοι που άνοιξαν καταστήματα κυρίως σε ημιυπόγειους χώρους.
Κάνει το σαλόνι της γιαγιάς… in
Ο Αργύρης Γκούντας διατηρεί ένα από τα παλαιότερα επιπλάδικα στην πλατεία Άθωνος στο κέντρο της πόλης. Δουλεύει εκεί αδιάλειπτα τα τελευταία 26 χρόνια. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «δεν βιώσαμε κρίση. Κάθε μέρα έχουμε δουλειά». Σύμφωνα με τον κ. Γκούντα, που ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του Απόστολου- κι εκείνος με την σειρά του το επάγγελμα του δικού του πατέρα, Αργύρη- την δεκαετία της κρίσης αυξήθηκαν μεν τα έσοδά του, μειώθηκαν δε οι μεγάλες δουλειές, όπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά. «Ο κόσμος βλέπει μια φωτογραφία στο διαδίκτυο και έρχεται για να του δημιουργήσω αντίστοιχα έπιπλα. Πολλοί ήταν εκείνοι που μεταποιούν παλιά αντικείμενα, τα βάφουν, αλλάζουν δερματίνη, αλλάζουν ταπετσαρίες και τα επουλώνουν» σχολιάζει. Όπως εξηγεί ο κ. Γκούντας την πενταετία 1995-2000 σημειώθηκε η μεγαλύτερη κάμψη στο δικό του αντικείμενο «βλέποντας» ως αιτία την «επέλαση» των πολυκαταστημάτων στην ελληνική αγορά. «Την περίοδο 2009-2012 τα πράγματα ζόρισαν οικονομικά. Ο κόσμος αντί να αγοράζει καινούρια έπιπλα επέλεγε την επιδιόρθωση» τονίζει. «Πολλά νοικοκυριά είχαν επενδύσει σε ακριβά και καλά έπιπλα. Επέλεξαν να μην τα πετάξουν, τα αντικατέστησαν με φθηνότερα που έχουν ημερομηνία λήξης και στην συνέχεια τα μεταποίησαν. Ο κόσμος πάντα μεταποιούσε έπιπλα αλλά όχι σε τόση συχνότητα» υποστηρίζει. Τον βρίσκει κανείς στο κατάστημά του, ανάμεσα σε ξύλινες καρέκλες, καλάθια και ψάθες από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. «Δουλεύω μόνος μου, γιατί και τα έξοδα έχουν αυξηθεί» λέει χαρακτηριστικά.
Τσαγκάρης από… κούνια
Ο Παντελής Συλλελιάδης ανήκει στην γενιά των τριαντάρηδων. Διατηρεί το δικό του τσαγκαράδικο στην οδό Φράγκων στο κέντρο της πόλης. Πιστεύοντας πως η κρίση γεννά ευκαιρίες έμαθε την τέχνη από την οικογένειά του και ασχολήθηκε με το επάγγελμα διατηρώντας «ζωντανή» την τέχνη του τσαγκάρη. Του σύγχρονου τσαγκάρη. Όπως υποστηρίζει την περίοδο της οικονομικής κρίσης «η δουλειά ανέβηκε». «Τα τελευταία μάλιστα δυο χρόνια μας στέλνουν παλιά παπούτσια, ζώνες και τσάντες από μακριά γιατί μας εντοπίζουν στο διαδίκτυο» ισχυρίζεται. Ο κ. Συλλελιάδης βρίσκεται μέσα στα τσαγκαράδικα του πατέρα και του παππού του από την ηλικία των έξι ετών. Όπως αναφέρει αγάπησε τη δουλειά, έμαθε την τέχνη και την… έπιασε, τα χρόνια που η ανεργία συνεχώς αυξανόταν. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, μπορεί η κρίση να ευνόησε τον κλάδο του, δεν άφησε αλώβητα εργαστήρια που στο παρελθόν ήταν γεμάτα από κόσμο. «Οι καταναλωτές ψάχνουν εκτός από φθηνές λύσεις και καλή ποιότητα. Και όπως φαίνεται έχουμε κερδίσει το στοίχημα» καταλήγει ο κ. Συλλελιάδης.
* Δημοσιεύτηκε στη "Θεσσαλονίκη" στις 6.02.2020.
«Η κρίση εμάς μας ανάστησε. Μας ενίσχυσε και μας βοήθησε. Έχουμε πάρα πολύ δουλειά. Δουλεύουμε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Μάλιστα πρόσφατα απέκτησα και βοηθό» εξομολογείται στην «Θ» ο ράφτης Χάρης Σταμάτης. Ο κ. Σταμάτης είναι ένας από τους επαγγελματίες που την περίοδο της σκληρής λιτότητας, των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης όχι μόνο δεν έβαλε «λουκέτο» στην επιχείρησή του, όπως συνέβη με τους περισσότερους μικρομεσαίους επιχειρηματίες στην χώρα, αλλά βοηθήθηκε από αυτή. Και η αλήθεια είναι πως μπορεί κάποιος να το διαπιστώσει ιδίοις όμμασι αρκεί να σεργιανίσει στις γειτονιές της Θεσσαλονίκης όπου θα δει ράφτες και μοδίστρες να βρίσκονται πάνω στις ραπτικές τους μηχανές μέχρι τα χαράματα, καθημερινά, ακόμα και Σαββατοκύριακα, χειμώνα και καλοκαίρι.
Τσαγκάρηδες, επιπλοποιοί, μαραγκοί, μοδίστρες, καστανάδες, σαλεπιτζήδες, μπαρμπέρηδες, καλαθοποιοί είναι ορισμένα από τα δεκάδες παραδοσιακά επαγγέλματα που σώθηκαν και διατηρήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου και δεν «έσκασαν» όπως η φούσκα του Χρηματιστηρίου την περίοδο των... παχιών αγελάδων.
Επαγγέλματα που διατηρήθηκαν ολόκληρους αιώνες και ξεχάστηκαν εξαιτίας του εύκολου χρήματος, της επέλασης των πολυεθνικών εταιριών στην ελληνική αγορά, των κινέζικων και των φθηνών εργατικών χεριών. Οι συνεχείς περικοπές μισθών και συντάξεων, η απώλεια του «λίπους» στα στρώματα, η καλπάζουσα ανεργία ήταν ορισμένοι από τους λόγους που συνέβαλαν στην αλλαγή της καταναλωτικής συμπεριφοράς των Ελλήνων. Οι ντουλάπες με τα παλιά και ακριβά –ενίοτε- ρούχα που τα έτρωγε ο σκόρος άνοιξαν και οι μηχανές των μοδιστρών πήραν φωτιά προκειμένου να τα μεταποιήσουν. Κάτι αντίστοιχο συνέβη και με τα τραπεζάκια της γιαγιάς και του παππού που παλιά κόστιζαν μια περιουσία και έγιναν ξανά μόδα με την προσθήκη ορισμένων… πινελιών από τους μαραγκούς. Και πάει λέγοντας. Είναι όμως και εκείνοι, κυρίως οι νεότεροι που αν και σπούδασαν δεν έβρισκαν δουλειά και αναγκάστηκαν να μάθουν τέχνη και να μην την… αφήσουν.
Ο ράφτης του ΚΘΒE
Ο Χάρης Σταμάτης δουλεύει ως ράφτης από το 1962 και πιο συγκεκριμένα από την ηλικία των 12 ετών. Όπως αναφέρει στην «Θ» ξεκίνησε να ασχολείται με το αντικείμενο, τυχαία. Από το 1974 μέχρι και πολύ πρόσφατα ήταν ο άνθρωπος που έραβε τα κοστούμια για τις παραστάσεις του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας. «Την περίοδο της ευημερίας έραβα κοστούμια. Πλέον ο κόσμος όταν του λες πόσο κοστίζουν τα ραφτικά ξενίζεται» αναφέρει χαρακτηριστικά. Την περίοδο της κρίσης λοιπόν, ο κ. Σταμάτης ξεκίνησε να μεταποιεί παλιά ρούχα. «Έρχονταν πολλές γυναίκες με ρούχα αφόρετα που είχαν ακόμα πάνω τα καρτελάκια. Ρούχα που για επτά και οκτώ χρόνια βρίσκονταν μέσα στην ντουλάπα και όταν τις ρωτούσα γιατί το αγόραζαν το ρούχο εάν δεν θα το φορούσαν μου απαντούσαν: Τότε είχαμε λεφτά» αναφέρει χαρακτηριστικά ο κ. Σταμάτης. Ο ίδιος καθημερινά ξυπνάει περίπου στις 4:30 το πρωί. Στις πέντε βρίσκεται στο ραφείο του στον δεύτερο όροφο πολυκατοικίας επί της Ίωνος Δραγούμη. «Όλες οι μηχανές δουλεύουν στο φουλ καθημερινά. Τελειώνω μετά τις 10 το βράδυ. Επειδή η δουλειά είναι πολλή αναγκάστηκα να φέρω βοηθώ. Μας ανέστησε η κρίση» λέει χαρακτηριστικά σημειώνοντας πως η «ανάσταση» είναι και οικονομική και κυριολεκτική, καθώς ο κλάδος είναι ένας κλάδος που κινδύνευε με αφανισμό. Όπως τονίζει ο Χάρης Σταμάτης την δεκαετία της σκληρής λιτότητας υπάρχουν νέοι άνθρωποι που αν και επιστήμονες αποφάσισαν να ασχοληθούν με την τέχνη του, ωστόσο πολλοί είναι και οι ξένοι που άνοιξαν καταστήματα κυρίως σε ημιυπόγειους χώρους.
Κάνει το σαλόνι της γιαγιάς… in
Ο Αργύρης Γκούντας διατηρεί ένα από τα παλαιότερα επιπλάδικα στην πλατεία Άθωνος στο κέντρο της πόλης. Δουλεύει εκεί αδιάλειπτα τα τελευταία 26 χρόνια. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά «δεν βιώσαμε κρίση. Κάθε μέρα έχουμε δουλειά». Σύμφωνα με τον κ. Γκούντα, που ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του Απόστολου- κι εκείνος με την σειρά του το επάγγελμα του δικού του πατέρα, Αργύρη- την δεκαετία της κρίσης αυξήθηκαν μεν τα έσοδά του, μειώθηκαν δε οι μεγάλες δουλειές, όπως υποστηρίζει χαρακτηριστικά. «Ο κόσμος βλέπει μια φωτογραφία στο διαδίκτυο και έρχεται για να του δημιουργήσω αντίστοιχα έπιπλα. Πολλοί ήταν εκείνοι που μεταποιούν παλιά αντικείμενα, τα βάφουν, αλλάζουν δερματίνη, αλλάζουν ταπετσαρίες και τα επουλώνουν» σχολιάζει. Όπως εξηγεί ο κ. Γκούντας την πενταετία 1995-2000 σημειώθηκε η μεγαλύτερη κάμψη στο δικό του αντικείμενο «βλέποντας» ως αιτία την «επέλαση» των πολυκαταστημάτων στην ελληνική αγορά. «Την περίοδο 2009-2012 τα πράγματα ζόρισαν οικονομικά. Ο κόσμος αντί να αγοράζει καινούρια έπιπλα επέλεγε την επιδιόρθωση» τονίζει. «Πολλά νοικοκυριά είχαν επενδύσει σε ακριβά και καλά έπιπλα. Επέλεξαν να μην τα πετάξουν, τα αντικατέστησαν με φθηνότερα που έχουν ημερομηνία λήξης και στην συνέχεια τα μεταποίησαν. Ο κόσμος πάντα μεταποιούσε έπιπλα αλλά όχι σε τόση συχνότητα» υποστηρίζει. Τον βρίσκει κανείς στο κατάστημά του, ανάμεσα σε ξύλινες καρέκλες, καλάθια και ψάθες από πολύ νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ. «Δουλεύω μόνος μου, γιατί και τα έξοδα έχουν αυξηθεί» λέει χαρακτηριστικά.
Τσαγκάρης από… κούνια
Ο Παντελής Συλλελιάδης ανήκει στην γενιά των τριαντάρηδων. Διατηρεί το δικό του τσαγκαράδικο στην οδό Φράγκων στο κέντρο της πόλης. Πιστεύοντας πως η κρίση γεννά ευκαιρίες έμαθε την τέχνη από την οικογένειά του και ασχολήθηκε με το επάγγελμα διατηρώντας «ζωντανή» την τέχνη του τσαγκάρη. Του σύγχρονου τσαγκάρη. Όπως υποστηρίζει την περίοδο της οικονομικής κρίσης «η δουλειά ανέβηκε». «Τα τελευταία μάλιστα δυο χρόνια μας στέλνουν παλιά παπούτσια, ζώνες και τσάντες από μακριά γιατί μας εντοπίζουν στο διαδίκτυο» ισχυρίζεται. Ο κ. Συλλελιάδης βρίσκεται μέσα στα τσαγκαράδικα του πατέρα και του παππού του από την ηλικία των έξι ετών. Όπως αναφέρει αγάπησε τη δουλειά, έμαθε την τέχνη και την… έπιασε, τα χρόνια που η ανεργία συνεχώς αυξανόταν. Σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, μπορεί η κρίση να ευνόησε τον κλάδο του, δεν άφησε αλώβητα εργαστήρια που στο παρελθόν ήταν γεμάτα από κόσμο. «Οι καταναλωτές ψάχνουν εκτός από φθηνές λύσεις και καλή ποιότητα. Και όπως φαίνεται έχουμε κερδίσει το στοίχημα» καταλήγει ο κ. Συλλελιάδης.
* Δημοσιεύτηκε στη "Θεσσαλονίκη" στις 6.02.2020.
ΣΧΟΛΙΑ