ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Θόδωρος Ρουσόπουλος: Κρίμα, κ. Σημίτη…

Ο βουλευτής της ΝΔ μιλά στη «ΜτΚ» για την κριτική του πρώην πρωθυπουργού στον Κώστα Καραμανλή, τα ελληνοτουρκικά και τα σενάρια για την προεδρική εκλογή

 24/12/2019 09:30

Θόδωρος Ρουσόπουλος: Κρίμα, κ. Σημίτη…

Νίκος Οικονόμου

«Είναι κρίμα για έναν πρώην πρωθυπουργό αντί να ασχολείται με τα μεγάλα να προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες στους κάποτε πολιτικούς του αντιπάλους». Αυτό τονίζει ο βουλευτής του βόρειου τομέα της Β’ Αθηνών της ΝΔ και επί χρόνια στενός συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή Θόδωρος Ρουσόπουλος, σε συνέντευξή του στη «ΜτΚ», απαντώντας στην κριτική που άσκησε ο Κώστας Σημίτης προς την πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή στα ελληνοτουρκικά.

«Στο Ελσίνκι αναγνωρίστηκαν ελληνοτουρκικές διαφορές, ενώ μέχρι τότε η ελληνική πλευρά αναγνώριζε μόνο μία διαφορά, για την υφαλοκρηπίδα. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Ο κ. Σημίτης είχε χρόνο να υλοποιήσει το Ελσίνκι. Επί τέσσερα χρόνια δεν έφερε αποτελέσματα και κατηγορεί τον Καραμανλή γιατί δεν το έκανε σε οχτώ μήνες», τονίζει ο κ. Ρουσόπουλος. Για τα ελληνοτουρκικά τονίζει ότι «δεν είναι δρόμος εκατό μέτρων αλλά μαραθώνιος» και ότι στα εθνικά θέματα «δεν κερδίζει κανείς ούτε με βιασύνες ούτε πολύ περισσότερο με κορόνες εσωτερικής κατανάλωσης».

Κύριε Ρουσόπουλε, η τουρκική προκλητικότητα κορυφώθηκε εσχάτως με την περιβόητη συμφωνία Λιβύης - Τουρκίας. Πώς την εξηγείτε;

Τα περιστατικά των τελευταίων εβδομάδων εντάσσονται σε μία αλυσίδα γεγονότων και σχεδιασμών του ηγέτη της γείτονος. Όλα συνδέονται με την πραγματική φιλοδοξία του Ερντογάν. Να αλλάξει τον ρου της ιστορίας στην περιοχή και ο ίδιος να αναδειχθεί σε μια προσωπικότητα που θα υπερβαίνει τον «πατέρα των Τούρκων» Κεμάλ Ατατούρκ, στη συλλογική τουρκική συνείδηση. Εν πολλοίς, ο Ερντογάν έχει ξεφύγει από τα όρια της συμπεριφοράς ενός δημοκρατικού ηγέτη και αναζητά για τον εαυτό του και τη χώρα του έναν παγκόσμιο ρόλο ισχυρότερο αυτού που του αναλογεί. Κατά την γνώμη μου όσοι έχουν στοιχειώδη γνώση της ιστορίας μας οδηγούνται πλέον στην εκτίμηση ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο μεγάλο λάθος. Για τον ίδιο και τη χώρα του.

Τι στάση πρέπει να κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση; Πολλοί ζητούν μια πιο επιθετική πολιτική. Συμφωνείτε;

Η ελληνική κυβέρνηση έδρασε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα σε διπλωματικό επίπεδο. Εξασφάλισε την καταδίκη της «συμφωνίας» Τουρκίας - Λιβύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Αμερική και τη Ρωσία. Γνωρίζετε πως αυτές οι τρεις δυνάμεις σπανίως ομονοούν σε ένα διεθνές θέμα. Η ταύτιση των αντιδράσεών τους υπέρ της Ελλάδος αποτελεί μία διπλωματική επιτυχία. Παράλληλα, ο ΥΠΕΞ έπεισε τον γ.γ. του ΟΗΕ να μην πρωτοκολληθεί η «συμφωνία» και πέμφθηκε στη νομική υπηρεσία. Ακόμη βέβαια δεν έχει κερδηθεί η υπόθεση, η οποία άλλωστε είναι πολυσύνθετη. Όμως θα την παλέψουμε όσο πρέπει. Θεωρώ, λοιπόν, πως αφενός δεν πρέπει να είμαστε εφησυχασμένοι, αφετέρου ούτε και ανήσυχοι σε βαθμό που να προκαλείται στον κόσμο αναταραχή. Οι μάχες μεταξύ ισχύος και δικαίου δεν κερδίζονται μόνο από την ισχύ.

Μεγάλη συζήτηση άνοιξε και η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Ο πρώην πρωθυπουργός απέδωσε ευθύνες στον Κώστα Καραμανλή και στην τότε κυβέρνηση της ΝΔ για τη σημερινή τουρκική προκλητικότητα και ιδιαίτερα για τη στάση που κράτησε κατά τη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών. Τι απαντάτε επ’ αυτού;

Στο Ελσίνκι αναγνωρίστηκαν ελληνοτουρκικές «διαφορές», ενώ μέχρι τότε η ελληνική πλευρά αναγνώριζε μόνο μία διαφορά, για την υφαλοκρηπίδα. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Από την άλλη, ο κ. Σημίτης είχε χρόνο, αν ήθελε, να υλοποιήσει το Ελσίνκι. Επί τέσσερα χρόνια δεν έφερε αποτελέσματα και κατηγορεί τον Καραμανλή γιατί δεν το έκανε σε οχτώ μήνες. Θυμίζω ότι το Ελσίνκι είχε ημερομηνία λήξης το τέλος του 2004. Εάν ο κ. Σημίτης είχε καταλάβει πως η Τουρκία κοροϊδεύει, γιατί δεν προσέφυγε αυτός στη Χάγη νωρίτερα; Ουδείς το απαγόρευε. Είναι κρίμα για έναν πρώην πρωθυπουργό αντί να ασχολείται με τα μεγάλα, αφήνοντας παρακαταθήκες από τη γνώση του και την εμπειρία του στη διακυβέρνηση της χώρας, να προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες στους κάποτε πολιτικούς του αντιπάλους.

Με την ευκαιρία: Ποια ήταν η στρατηγική της τότε κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά και στο θέμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας;

Η τότε κυβέρνηση, από τον Δεκέμβριο 2005 επέτυχε στη σύνοδο κορυφής ώστε η Τουρκία να συνομιλεί, πλέον, με ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνο διμερώς με την Ελλάδα. Το τι σημαίνει αυτό το καταλάβαμε αυτήν την εβδομάδα όταν σύσσωμη η Ένωση καταδίκασε τις ενέργειες του Ερντογάν στη Λιβύη. Εγκαινιάσαμε λοιπόν τότε την πολιτική, που συνεχίζεται έως σήμερα. Επίσης, αφήσαμε πίσω τις «διαφορές» που έλεγε το Ελσίνκι και επανήλθαμε στην εθνική γραμμή της μίας και μοναδικής διαφοράς, δηλαδή της υφαλοκρηπίδας.

Βοηθούν όλα αυτά στην εθνική συναίνεση που κυριάρχησε στην τελευταία συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής πολιτικής;

Η συναίνεση που επετεύχθη στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής με όλα τα κόμματα αποδεικνύει την ομόνοια των πολιτικών δυνάμεων στα εθνικά θέματα και στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων και την αποδοχή των διπλωματικών κινήσεων της κυβέρνησης. Αποτελεί μία αναγκαία συνθήκη για τη διαχείριση του ζητήματος. Και σε αυτό συμβάλλουν δημιουργικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Γενικά όλα τα εθνικά θέματα βρίσκονται σε έξαρση. Βλέπετε ότι ενυπάρχει ο κίνδυνος να φρενάρουν τις θετικές προοπτικές που διανοίγονται για την ελληνική οικονομία; Και πώς μπορεί να αποφευχθεί κάτι τέτοιο;

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία πορεία ανάκαμψης της οικονομίας της. Δανείζεται φθηνότερα, παρατηρείται αύξηση των δεικτών του Χρηματιστηρίου, ενώ μόλις αυτήν την εβδομάδα ψηφίστηκε ένας αναπτυξιακός προϋπολογισμός, που για πρώτη φορά από το 2009 όχι μόνο δεν εισήγαγε νέους φόρους, αλλά μείωσε και τους υπάρχοντες. Οι επενδυτές, εκτός από πολιτική σταθερότητα, επιθυμούν και ηρεμία στις εξωτερικές σχέσεις. Καλό για τη χώρα μας και προστασία των καλύτερων συμφερόντων μας είναι, λοιπόν, η τήρηση νηφάλιων τόνων και η σοβαρή διαχείριση της όποιας κρίσης προκύπτει στα ελληνοτουρκικά. Η υπόθεση των ελληνοτουρκικών δεν είναι δρόμος εκατό μέτρων αλλά, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, πρόκειται περί μαραθωνίου. Χρειάζονται αντοχές και πάνω απ’ όλα σοβαρή στρατηγική. Δεν κερδίζει κανείς στα εθνικά θέματα ούτε με βιασύνες ούτε πολύ περισσότερο με κορόνες εσωτερικής κατανάλωσης.

Μπορούν τα εθνικά θέματα να επηρεάσουν την επιλογή του νέου προέδρου της Δημοκρατίας; Ακούγεται από πολλές πλευρές ότι πλέον η μη πολιτική λύση απομακρύνεται.

Θα αποφύγω το θέμα της Προεδρίας καθώς αναμένουμε από τον πρωθυπουργό να τοποθετηθεί. Το μόνο που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας είναι ότι στη μεταπολίτευση μία φορά επελέγη μη πολιτικό πρόσωπο για τη θέση του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα και αυτό θυμόμαστε όλοι ότι δεν οδήγησε στα ευτυχέστερα αποτελέσματα.

Το 2005 είχατε πρωταγωνιστήσει για να γίνει η πρόταση του Κώστα Καραμανλή προς τον Κάρολο Παπούλια. Δέκα χρόνια μετά ποιον θα προτείνατε ως διάδοχο του Προκόπη Παυλόπουλου; Ο Κώστας Καραμανλής, που όπως δείχνει και η τελευταία δημοσκόπηση της MRB, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής για το συγκεκριμένο θώκο, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση;

Ισχύει η προηγούμενη απάντησή μου, όπως έλεγα κάποτε στο Press Room!

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Δεκεμβρίου 2019

«Είναι κρίμα για έναν πρώην πρωθυπουργό αντί να ασχολείται με τα μεγάλα να προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες στους κάποτε πολιτικούς του αντιπάλους». Αυτό τονίζει ο βουλευτής του βόρειου τομέα της Β’ Αθηνών της ΝΔ και επί χρόνια στενός συνεργάτης του Κώστα Καραμανλή Θόδωρος Ρουσόπουλος, σε συνέντευξή του στη «ΜτΚ», απαντώντας στην κριτική που άσκησε ο Κώστας Σημίτης προς την πολιτική της κυβέρνησης Καραμανλή στα ελληνοτουρκικά.

«Στο Ελσίνκι αναγνωρίστηκαν ελληνοτουρκικές διαφορές, ενώ μέχρι τότε η ελληνική πλευρά αναγνώριζε μόνο μία διαφορά, για την υφαλοκρηπίδα. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Ο κ. Σημίτης είχε χρόνο να υλοποιήσει το Ελσίνκι. Επί τέσσερα χρόνια δεν έφερε αποτελέσματα και κατηγορεί τον Καραμανλή γιατί δεν το έκανε σε οχτώ μήνες», τονίζει ο κ. Ρουσόπουλος. Για τα ελληνοτουρκικά τονίζει ότι «δεν είναι δρόμος εκατό μέτρων αλλά μαραθώνιος» και ότι στα εθνικά θέματα «δεν κερδίζει κανείς ούτε με βιασύνες ούτε πολύ περισσότερο με κορόνες εσωτερικής κατανάλωσης».

Κύριε Ρουσόπουλε, η τουρκική προκλητικότητα κορυφώθηκε εσχάτως με την περιβόητη συμφωνία Λιβύης - Τουρκίας. Πώς την εξηγείτε;

Τα περιστατικά των τελευταίων εβδομάδων εντάσσονται σε μία αλυσίδα γεγονότων και σχεδιασμών του ηγέτη της γείτονος. Όλα συνδέονται με την πραγματική φιλοδοξία του Ερντογάν. Να αλλάξει τον ρου της ιστορίας στην περιοχή και ο ίδιος να αναδειχθεί σε μια προσωπικότητα που θα υπερβαίνει τον «πατέρα των Τούρκων» Κεμάλ Ατατούρκ, στη συλλογική τουρκική συνείδηση. Εν πολλοίς, ο Ερντογάν έχει ξεφύγει από τα όρια της συμπεριφοράς ενός δημοκρατικού ηγέτη και αναζητά για τον εαυτό του και τη χώρα του έναν παγκόσμιο ρόλο ισχυρότερο αυτού που του αναλογεί. Κατά την γνώμη μου όσοι έχουν στοιχειώδη γνώση της ιστορίας μας οδηγούνται πλέον στην εκτίμηση ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο μεγάλο λάθος. Για τον ίδιο και τη χώρα του.

Τι στάση πρέπει να κρατήσει η ελληνική κυβέρνηση; Πολλοί ζητούν μια πιο επιθετική πολιτική. Συμφωνείτε;

Η ελληνική κυβέρνηση έδρασε με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα σε διπλωματικό επίπεδο. Εξασφάλισε την καταδίκη της «συμφωνίας» Τουρκίας - Λιβύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση, την Αμερική και τη Ρωσία. Γνωρίζετε πως αυτές οι τρεις δυνάμεις σπανίως ομονοούν σε ένα διεθνές θέμα. Η ταύτιση των αντιδράσεών τους υπέρ της Ελλάδος αποτελεί μία διπλωματική επιτυχία. Παράλληλα, ο ΥΠΕΞ έπεισε τον γ.γ. του ΟΗΕ να μην πρωτοκολληθεί η «συμφωνία» και πέμφθηκε στη νομική υπηρεσία. Ακόμη βέβαια δεν έχει κερδηθεί η υπόθεση, η οποία άλλωστε είναι πολυσύνθετη. Όμως θα την παλέψουμε όσο πρέπει. Θεωρώ, λοιπόν, πως αφενός δεν πρέπει να είμαστε εφησυχασμένοι, αφετέρου ούτε και ανήσυχοι σε βαθμό που να προκαλείται στον κόσμο αναταραχή. Οι μάχες μεταξύ ισχύος και δικαίου δεν κερδίζονται μόνο από την ισχύ.

Μεγάλη συζήτηση άνοιξε και η παρέμβαση του Κώστα Σημίτη σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά. Ο πρώην πρωθυπουργός απέδωσε ευθύνες στον Κώστα Καραμανλή και στην τότε κυβέρνηση της ΝΔ για τη σημερινή τουρκική προκλητικότητα και ιδιαίτερα για τη στάση που κράτησε κατά τη σύνοδο κορυφής των Βρυξελλών. Τι απαντάτε επ’ αυτού;

Στο Ελσίνκι αναγνωρίστηκαν ελληνοτουρκικές «διαφορές», ενώ μέχρι τότε η ελληνική πλευρά αναγνώριζε μόνο μία διαφορά, για την υφαλοκρηπίδα. Αυτό ήταν μεγάλο λάθος. Από την άλλη, ο κ. Σημίτης είχε χρόνο, αν ήθελε, να υλοποιήσει το Ελσίνκι. Επί τέσσερα χρόνια δεν έφερε αποτελέσματα και κατηγορεί τον Καραμανλή γιατί δεν το έκανε σε οχτώ μήνες. Θυμίζω ότι το Ελσίνκι είχε ημερομηνία λήξης το τέλος του 2004. Εάν ο κ. Σημίτης είχε καταλάβει πως η Τουρκία κοροϊδεύει, γιατί δεν προσέφυγε αυτός στη Χάγη νωρίτερα; Ουδείς το απαγόρευε. Είναι κρίμα για έναν πρώην πρωθυπουργό αντί να ασχολείται με τα μεγάλα, αφήνοντας παρακαταθήκες από τη γνώση του και την εμπειρία του στη διακυβέρνηση της χώρας, να προσπαθεί να επιρρίψει ευθύνες στους κάποτε πολιτικούς του αντιπάλους.

Με την ευκαιρία: Ποια ήταν η στρατηγική της τότε κυβέρνησης στα ελληνοτουρκικά και στο θέμα της ευρωπαϊκής προοπτικής της Τουρκίας;

Η τότε κυβέρνηση, από τον Δεκέμβριο 2005 επέτυχε στη σύνοδο κορυφής ώστε η Τουρκία να συνομιλεί, πλέον, με ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και όχι μόνο διμερώς με την Ελλάδα. Το τι σημαίνει αυτό το καταλάβαμε αυτήν την εβδομάδα όταν σύσσωμη η Ένωση καταδίκασε τις ενέργειες του Ερντογάν στη Λιβύη. Εγκαινιάσαμε λοιπόν τότε την πολιτική, που συνεχίζεται έως σήμερα. Επίσης, αφήσαμε πίσω τις «διαφορές» που έλεγε το Ελσίνκι και επανήλθαμε στην εθνική γραμμή της μίας και μοναδικής διαφοράς, δηλαδή της υφαλοκρηπίδας.

Βοηθούν όλα αυτά στην εθνική συναίνεση που κυριάρχησε στην τελευταία συνεδρίαση του Εθνικού Συμβουλίου Εξωτερικής πολιτικής;

Η συναίνεση που επετεύχθη στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής με όλα τα κόμματα αποδεικνύει την ομόνοια των πολιτικών δυνάμεων στα εθνικά θέματα και στην αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων και την αποδοχή των διπλωματικών κινήσεων της κυβέρνησης. Αποτελεί μία αναγκαία συνθήκη για τη διαχείριση του ζητήματος. Και σε αυτό συμβάλλουν δημιουργικά όλες οι πολιτικές δυνάμεις.

Γενικά όλα τα εθνικά θέματα βρίσκονται σε έξαρση. Βλέπετε ότι ενυπάρχει ο κίνδυνος να φρενάρουν τις θετικές προοπτικές που διανοίγονται για την ελληνική οικονομία; Και πώς μπορεί να αποφευχθεί κάτι τέτοιο;

Η Ελλάδα βρίσκεται σε μία πορεία ανάκαμψης της οικονομίας της. Δανείζεται φθηνότερα, παρατηρείται αύξηση των δεικτών του Χρηματιστηρίου, ενώ μόλις αυτήν την εβδομάδα ψηφίστηκε ένας αναπτυξιακός προϋπολογισμός, που για πρώτη φορά από το 2009 όχι μόνο δεν εισήγαγε νέους φόρους, αλλά μείωσε και τους υπάρχοντες. Οι επενδυτές, εκτός από πολιτική σταθερότητα, επιθυμούν και ηρεμία στις εξωτερικές σχέσεις. Καλό για τη χώρα μας και προστασία των καλύτερων συμφερόντων μας είναι, λοιπόν, η τήρηση νηφάλιων τόνων και η σοβαρή διαχείριση της όποιας κρίσης προκύπτει στα ελληνοτουρκικά. Η υπόθεση των ελληνοτουρκικών δεν είναι δρόμος εκατό μέτρων αλλά, όπως έχει αποδειχθεί ιστορικά, πρόκειται περί μαραθωνίου. Χρειάζονται αντοχές και πάνω απ’ όλα σοβαρή στρατηγική. Δεν κερδίζει κανείς στα εθνικά θέματα ούτε με βιασύνες ούτε πολύ περισσότερο με κορόνες εσωτερικής κατανάλωσης.

Μπορούν τα εθνικά θέματα να επηρεάσουν την επιλογή του νέου προέδρου της Δημοκρατίας; Ακούγεται από πολλές πλευρές ότι πλέον η μη πολιτική λύση απομακρύνεται.

Θα αποφύγω το θέμα της Προεδρίας καθώς αναμένουμε από τον πρωθυπουργό να τοποθετηθεί. Το μόνο που μπορώ να πω μετά βεβαιότητας είναι ότι στη μεταπολίτευση μία φορά επελέγη μη πολιτικό πρόσωπο για τη θέση του ανώτατου πολιτειακού παράγοντα και αυτό θυμόμαστε όλοι ότι δεν οδήγησε στα ευτυχέστερα αποτελέσματα.

Το 2005 είχατε πρωταγωνιστήσει για να γίνει η πρόταση του Κώστα Καραμανλή προς τον Κάρολο Παπούλια. Δέκα χρόνια μετά ποιον θα προτείνατε ως διάδοχο του Προκόπη Παυλόπουλου; Ο Κώστας Καραμανλής, που όπως δείχνει και η τελευταία δημοσκόπηση της MRB, είναι ιδιαίτερα δημοφιλής για το συγκεκριμένο θώκο, θα μπορούσε να αποτελέσει λύση;

Ισχύει η προηγούμενη απάντησή μου, όπως έλεγα κάποτε στο Press Room!

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 22 Δεκεμβρίου 2019

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία