Το 65,8% των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών στη χώρα δεν λαμβάνει καθόλου σύνταξη
24/10/2024 14:05
24/10/2024 14:05
Το μεγαλύτερο ποσοστό (65,8%) των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών στη χώρα δεν λαμβάνει καθόλου σύνταξη. Το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν εθνική σύνταξη γήρατος εκτιμάται σε 31,2%, το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν επαγγελματική ή ιδιωτική σύνταξη είναι πολύ χαμηλό (0,4%), ενώ το ποσοστό των αναπηρικών συντάξεων ανέρχεται σε 2,5%. Τα άτομα που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και εξακολουθούν να εργάζονται αποτελούν το 1,8% του συνόλου των απασχολουμένων.
Αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα της ειδικής έρευνας (ad hoc) της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023, για τις συντάξεις και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, σύμφωνα επίσης με την οποία:
Τα άτομα που είναι εκτός εργατικού δυναμικού, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, και τα οποία λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, αποτελούν το 58% του συνόλου των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού.
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Έως την ηλικία των 54 ετών το ποσοστό που λαμβάνει σύνταξη είναι πολύ χαμηλό (κάτω του 5%) και αυξάνεται με παρόμοιο τρόπο και για τα δύο φύλα έως την ηλικία των 60 ετών. Μετά τα 60 έτη, το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν σύνταξη είναι σημαντικά μεγαλύτερο για τους άνδρες έναντι των γυναικών, και στην ηλικία των 74 ετών ανέρχεται στο 90,1% για τους άνδρες και στο 63,7% για τις γυναίκες.
Ανάλογες διαφορές ως προς το ποσοστό συνταξιοδότησης καταγράφονται με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο και την ηλικία. Παρατηρείται ότι, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο υψηλότερο είναι και το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν σύνταξη, και αυτό συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες. Στην ηλικία των 74 ετών τα ποσοστά συνταξιοδότησης διαμορφώνονται σε 69,3% για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, σε 78,9% για τα άτομα μέσης εκπαίδευσης και σε 92,1% για τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης.
για τα άτομα ηλικίας 50- 74 ετών ήταν τα 58,6 έτη. Η ηλικία συνταξιοδότησης είναι λίγο μεγαλύτερη για τους άνδρες (58,9 έτη) σε σύγκριση με τις γυναίκες (58,2 έτη). Μεγαλύτερες διαφορές εμφανίζονται στα άτομα διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου και συγκεκριμένα, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης είναι 60,7 έτη ενώ για τα άτομα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης είναι αντίστοιχα 57,1 και 57,3 έτη.
Αναφορικά με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, ανάλογα με το επάγγελμα της τελευταίας εργασίας, παρατηρείται ότι αυτή κυμαίνεται από τα 59 έτη για τους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα έως τα 65,6 έτη για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς.
Διαφορές παρατηρούνται και στη μέση ηλικία συνταξιοδότησης κατά περιφέρεια. Η μικρότερη ηλικία συνταξιοδότησης παρατηρείται στην περιφέρεια Αττικής και οι μεγαλύτερες στις περιφέρειες Κρήτης, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίων Νήσων.
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών που δηλώνουν ότι έλαβαν μειωμένη σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 11,6%. Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές και ως προς το φύλο και ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο. Το χαμηλότερο ποσοστό των ατόμων παρατηρείται στους άνδρες κατώτερης εκπαίδευσης (5,6%) και το υψηλότερο (22,8%) στις γυναίκες μέσης εκπαίδευσης.
Επτά στα 10 άτομα ηλικίας 50- 74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος σταμάτησαν να εργάζονται όταν συνταξιοδοτήθηκαν (ποσοστό 71,9%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό 23,9% δεν εργαζόταν ήδη πριν αρχίσει να λαμβάνει σύνταξη. Μικρά ποσοστά καταγράφονται για τα άτομα που είτε συνέχισαν να εργάζονται χωρίς ή με αλλαγές είτε επέστρεψαν στην αγορά εργασίας κάποια στιγμή αργότερα (1,7%, 2,6% και 0,6%, αντίστοιχα).
Ως βασικότερος λόγος που τα άτομα ηλικίας 50 έως 74 ετών, τα οποία λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και σταμάτησαν να εργάζονται. δηλώνεται η προτίμηση να σταματήσουν να εργάζονται από τη στιγμή που κατοχυρώθηκε το δικαίωμα σύνταξης (77,3%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό 15% δηλώνει ότι υποχρεώθηκε να σταματήσει λόγω ορίου ηλικίας. Παρατηρείται ότι οι λόγοι αποχώρησης από την αγορά εργασίας δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών- με εξαίρεση την περίπτωση της φροντίδας άλλων ατόμων που δηλώνεται ως λόγος συχνότερα από τις γυναίκες (3,7%).
Ο κύριος λόγος επιστροφής ή παραμονής στην αγορά εργασίας, των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, ήταν οικονομικός- είτε επειδή υπήρχε ανάγκη (32,9%) είτε επειδή συνέφερε οικονομικά (14%). Τα ποσοστά ανδρών και γυναικών είναι παρόμοια.
Τα άτομα ηλικίας 50- 74 ετών που δεν λαμβάνουν ούτε σύνταξη γήρατος ούτε επαγγελματική σύνταξη, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά την προσπάθεια κατοχύρωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η πλειονότητα (91%) των ανδρών προσπαθεί να κατοχυρώσει δικαίωμα σύνταξης- κυρίως, μέσω ασφάλισης σε δημόσιο φορέα. Αντίθετα, ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών (43%) δεν κάνει καμία σχετική ενέργεια. Επίσης, παρατηρείται ότι το ποσοστό των ατόμων που επιδιώκουν σύνταξη μόνο μέσω ιδιωτικής/επαγγελματικής ασφάλισης είναι μη σημαντικό (1,5% για τους άνδρες και 1,3% για τις γυναίκες).
Όσον αφορά στην προσπάθεια για κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε σχέση με την κατάσταση απασχόλησης και τη λήψη σύνταξης, για το σύνολο των ατόμων ηλικίας 50 έως 74 ετών, παρατηρείται ότι το 31,6% παίρνει σύνταξη, εκ των οποίων όμως ποσοστό 0,8% εξακολουθεί να εργάζεται, και ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 42,4% δεν παίρνει σύνταξη και εξακολουθεί να εργάζεται προσπαθώντας να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Στην ηλικιακή ομάδα 50- 54 ετών το μεγαλύτερο ποσοστό εργάζεται για να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, και το ποσοστό αυτό σταδιακά μειώνεται. Αντίθετα, το ποσοστό των ατόμων που δεν εργάζονται και λαμβάνουν σύνταξη στην ηλικιακή ομάδα 50- 54 είναι πολύ χαμηλό και αυξάνεται συνεχώς έως την ηλικία των 74 ετών, καθώς περισσότερα άτομα κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Για τις λοιπές περιπτώσεις δεν παρατηρείται σημαντική μεταβολή των ποσοστών, στις διάφορες ηλικιακές ομάδες.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν οι ακόλουθοι:
Το μεγαλύτερο ποσοστό (65,8%) των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών στη χώρα δεν λαμβάνει καθόλου σύνταξη. Το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν εθνική σύνταξη γήρατος εκτιμάται σε 31,2%, το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν επαγγελματική ή ιδιωτική σύνταξη είναι πολύ χαμηλό (0,4%), ενώ το ποσοστό των αναπηρικών συντάξεων ανέρχεται σε 2,5%. Τα άτομα που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και εξακολουθούν να εργάζονται αποτελούν το 1,8% του συνόλου των απασχολουμένων.
Αυτό προκύπτει από τα αποτελέσματα της ειδικής έρευνας (ad hoc) της ΕΛΣΤΑΤ για το 2023, για τις συντάξεις και τη συμμετοχή στην αγορά εργασίας, σύμφωνα επίσης με την οποία:
Τα άτομα που είναι εκτός εργατικού δυναμικού, δηλαδή τα άτομα που δεν εργάζονται ούτε αναζητούν εργασία, και τα οποία λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, αποτελούν το 58% του συνόλου των ατόμων εκτός εργατικού δυναμικού.
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος διαφοροποιείται σημαντικά ανάλογα με το φύλο και την ηλικία. Έως την ηλικία των 54 ετών το ποσοστό που λαμβάνει σύνταξη είναι πολύ χαμηλό (κάτω του 5%) και αυξάνεται με παρόμοιο τρόπο και για τα δύο φύλα έως την ηλικία των 60 ετών. Μετά τα 60 έτη, το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν σύνταξη είναι σημαντικά μεγαλύτερο για τους άνδρες έναντι των γυναικών, και στην ηλικία των 74 ετών ανέρχεται στο 90,1% για τους άνδρες και στο 63,7% για τις γυναίκες.
Ανάλογες διαφορές ως προς το ποσοστό συνταξιοδότησης καταγράφονται με βάση το εκπαιδευτικό επίπεδο και την ηλικία. Παρατηρείται ότι, όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο υψηλότερο είναι και το ποσοστό των ατόμων που λαμβάνουν σύνταξη, και αυτό συμβαίνει σε όλες τις ηλικίες. Στην ηλικία των 74 ετών τα ποσοστά συνταξιοδότησης διαμορφώνονται σε 69,3% για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης, σε 78,9% για τα άτομα μέσης εκπαίδευσης και σε 92,1% για τα άτομα ανώτερης εκπαίδευσης.
για τα άτομα ηλικίας 50- 74 ετών ήταν τα 58,6 έτη. Η ηλικία συνταξιοδότησης είναι λίγο μεγαλύτερη για τους άνδρες (58,9 έτη) σε σύγκριση με τις γυναίκες (58,2 έτη). Μεγαλύτερες διαφορές εμφανίζονται στα άτομα διαφορετικού εκπαιδευτικού επιπέδου και συγκεκριμένα, η μέση ηλικία συνταξιοδότησης για τα άτομα κατώτερης εκπαίδευσης είναι 60,7 έτη ενώ για τα άτομα μέσης και ανώτερης εκπαίδευσης είναι αντίστοιχα 57,1 και 57,3 έτη.
Αναφορικά με τη μέση ηλικία συνταξιοδότησης, ανάλογα με το επάγγελμα της τελευταίας εργασίας, παρατηρείται ότι αυτή κυμαίνεται από τα 59 έτη για τους τεχνικούς και ασκούντες συναφή επαγγέλματα έως τα 65,6 έτη για τους ειδικευμένους γεωργούς, κτηνοτρόφους, δασοκόμους και αλιείς.
Διαφορές παρατηρούνται και στη μέση ηλικία συνταξιοδότησης κατά περιφέρεια. Η μικρότερη ηλικία συνταξιοδότησης παρατηρείται στην περιφέρεια Αττικής και οι μεγαλύτερες στις περιφέρειες Κρήτης, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίων Νήσων.
Το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών που δηλώνουν ότι έλαβαν μειωμένη σύνταξη γήρατος ανέρχεται σε 11,6%. Παρατηρούνται σημαντικές διαφορές και ως προς το φύλο και ως προς το εκπαιδευτικό επίπεδο. Το χαμηλότερο ποσοστό των ατόμων παρατηρείται στους άνδρες κατώτερης εκπαίδευσης (5,6%) και το υψηλότερο (22,8%) στις γυναίκες μέσης εκπαίδευσης.
Επτά στα 10 άτομα ηλικίας 50- 74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος σταμάτησαν να εργάζονται όταν συνταξιοδοτήθηκαν (ποσοστό 71,9%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό 23,9% δεν εργαζόταν ήδη πριν αρχίσει να λαμβάνει σύνταξη. Μικρά ποσοστά καταγράφονται για τα άτομα που είτε συνέχισαν να εργάζονται χωρίς ή με αλλαγές είτε επέστρεψαν στην αγορά εργασίας κάποια στιγμή αργότερα (1,7%, 2,6% και 0,6%, αντίστοιχα).
Ως βασικότερος λόγος που τα άτομα ηλικίας 50 έως 74 ετών, τα οποία λαμβάνουν σύνταξη γήρατος και σταμάτησαν να εργάζονται. δηλώνεται η προτίμηση να σταματήσουν να εργάζονται από τη στιγμή που κατοχυρώθηκε το δικαίωμα σύνταξης (77,3%), ενώ ένα σημαντικό ποσοστό 15% δηλώνει ότι υποχρεώθηκε να σταματήσει λόγω ορίου ηλικίας. Παρατηρείται ότι οι λόγοι αποχώρησης από την αγορά εργασίας δεν παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών- με εξαίρεση την περίπτωση της φροντίδας άλλων ατόμων που δηλώνεται ως λόγος συχνότερα από τις γυναίκες (3,7%).
Ο κύριος λόγος επιστροφής ή παραμονής στην αγορά εργασίας, των ατόμων ηλικίας 50- 74 ετών που λαμβάνουν σύνταξη γήρατος, ήταν οικονομικός- είτε επειδή υπήρχε ανάγκη (32,9%) είτε επειδή συνέφερε οικονομικά (14%). Τα ποσοστά ανδρών και γυναικών είναι παρόμοια.
Τα άτομα ηλικίας 50- 74 ετών που δεν λαμβάνουν ούτε σύνταξη γήρατος ούτε επαγγελματική σύνταξη, παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ό,τι αφορά την προσπάθεια κατοχύρωσης συνταξιοδοτικού δικαιώματος. Η πλειονότητα (91%) των ανδρών προσπαθεί να κατοχυρώσει δικαίωμα σύνταξης- κυρίως, μέσω ασφάλισης σε δημόσιο φορέα. Αντίθετα, ένα σημαντικό ποσοστό γυναικών (43%) δεν κάνει καμία σχετική ενέργεια. Επίσης, παρατηρείται ότι το ποσοστό των ατόμων που επιδιώκουν σύνταξη μόνο μέσω ιδιωτικής/επαγγελματικής ασφάλισης είναι μη σημαντικό (1,5% για τους άνδρες και 1,3% για τις γυναίκες).
Όσον αφορά στην προσπάθεια για κατοχύρωση συνταξιοδοτικού δικαιώματος σε σχέση με την κατάσταση απασχόλησης και τη λήψη σύνταξης, για το σύνολο των ατόμων ηλικίας 50 έως 74 ετών, παρατηρείται ότι το 31,6% παίρνει σύνταξη, εκ των οποίων όμως ποσοστό 0,8% εξακολουθεί να εργάζεται, και ένα σημαντικό ποσοστό της τάξης του 42,4% δεν παίρνει σύνταξη και εξακολουθεί να εργάζεται προσπαθώντας να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα.
Στην ηλικιακή ομάδα 50- 54 ετών το μεγαλύτερο ποσοστό εργάζεται για να κατοχυρώσει συνταξιοδοτικό δικαίωμα, και το ποσοστό αυτό σταδιακά μειώνεται. Αντίθετα, το ποσοστό των ατόμων που δεν εργάζονται και λαμβάνουν σύνταξη στην ηλικιακή ομάδα 50- 54 είναι πολύ χαμηλό και αυξάνεται συνεχώς έως την ηλικία των 74 ετών, καθώς περισσότερα άτομα κατοχυρώνουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Για τις λοιπές περιπτώσεις δεν παρατηρείται σημαντική μεταβολή των ποσοστών, στις διάφορες ηλικιακές ομάδες.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, οι κύριοι στόχοι της έρευνας ήταν οι ακόλουθοι:
ΣΧΟΛΙΑ