Το αίνιγμα του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας
23/04/2019 07:00
23/04/2019 07:00
Του Νίκου Κ. Μιχαηλίδη,
Λέκτορας στο πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ
Οι εθνικιστικές οθωμανικές κυβερνήσεις των αρχών του 20ού αιώνα είχαν ως προτεραιότητα τη δημιουργία ενός ενωμένου, ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτους στα εναπομείναντα εδάφη της Μικράς Ασίας.
Ο κληρονόμος και συνεχιστής των νεοτουρκικών μιλιταριστικών και γενοκτονικών πολιτικών Μουσταφά Κεμάλ δημιούργησε μία ιδεολογία, στην οποία δεν είχαν καμιά θέση οι μη τουρκικές εθνοτικές ομάδες και μειονότητες.
Έτσι έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική σκληρού εκτουρκισμού των πολλών διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων. Αυτές οι πολιτικές συνεχίστηκαν ακόμα και μετά το θάνατό του, έχοντας ως θεματοφύλακα τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι) της Μικράς Ασίας διευκόλυνε τις πολιτικές εκτουρκισμού των υπόλοιπων ομάδων.
Αυτή η ιδιότυπη κοινωνική μηχανική, που εφάρμοσε το τουρκικό κράτος για δεκαετίες, είχε στόχο να αφομοιώσει πλήρως και να εκτουρκίσει όλους τους πληθυσμούς που διαβιούσαν εντός των συνόρων του νεοϊδρυθέντος κράτους.
Το κεντρικό δόγμα ασφαλείας, που διαμορφώθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών και συνεχίζει να εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα, αναπτύχθηκε γύρω από δύο κεντρικές πολιτικές επιδιώξεις: α) την αποτροπή απόκτησης πολιτικής δύναμης και επιρροής στις υποθέσεις του κράτους και της δημόσιας ζωής από οποιαδήποτε μη τουρκική εθνοτική ομάδα και β) τη διαρκή και πλήρη άρνηση της απόδοσης μειονοτικών δικαιωμάτων, πέραν αυτών που αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λοζάνης, προς τους ελάχιστους εναπομείναντες χριστιανούς. Στη βάση αυτού του κεντρικού δόγματος ασφαλείας απαγορεύτηκε στους Κούρδους, Άραβες, Τσερκέζους και σε πολλές άλλες μη τουρκικές εθνοτικές ομάδες να μιλούν δημόσια τη γλώσσα τους και να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους (μουσική, λογοτεχνία, ιστορία, φολκλόρ κτλ). Ως σουνίτες μουσουλμάνοι, θεωρήθηκαν αυτόματα και Τούρκοι.
Η δημιουργία και άνοδος του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (ΡΚΚ) στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 κατέστησε το κρατικό δόγμα ασφαλείας ακόμα πιο επιτακτικό. Στην πολυετή σύγκρουση μεταξύ Κούρδων του ΡΚΚ και του τουρκικού στρατού έχασαν τη ζωή τους δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Σε αυτό το κλίμα βίας, ο στρατός ενίσχυσε τη θέση του στους μηχανισμούς σχεδιασμού και λήψης κρατικών αποφάσεων, γεγονός που οδήγησε στην περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής και της πολιτικής ατζέντας.
Το αποσχιστικό κουρδικό κίνημα θεωρήθηκε η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια του κράτους και την ενότητα της χώρας και όλες οι πολιτικές του κράτους σχεδιάστηκαν με βάση αυτήν την αντίληψη απειλής.
Το λεγόμενο βαθύ κράτος, δηλαδή ένα δίκτυο αποτελούμενο από στελέχη των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας και διαφόρων τμημάτων της κρατικής γραφειοκρατίας, με επικεφαλής το εθνικό συμβούλιο ασφαλείας, κατάφερε να ελέγξει και να κατευθύνει τους μηχανισμούς σχεδιασμού πολιτικής και λήψης αποφάσεων σε όλους τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας πολιτικής, υποτάσσοντας ακόμα και τους μηχανισμούς των κομμάτων και πολλούς πολιτικούς, τους οποίους έλεγχε με διάφορες μεθοδεύσεις.
Η «παρακρατική» αυτή δομή κατάφερνε να νομιμοποιεί τις παρεμβάσεις και το ρόλο της λόγω της διαρκούς επίκλησης του κουρδικού αποσχιστικού κινδύνου. Επίσης κατάφερε μέχρι σήμερα να αποτρέψει οποιεσδήποτε προσπάθειες εκδημοκρατισμού της χώρας και επίλυσης του κουρδικού προβλήματος με ειρηνικά μέσα.
Το «βαθύ κράτος» στιγμάτισε και ποινικοποίησε ακόμα και τα ειρηνικά κουρδικά κινήματα, φυλακίζοντας τους ηγέτες τους και απονομιμοποιώντας τη δημόσια παρουσία και δράση τους. Ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς κρατικής προπαγάνδας, αυτό το δίκτυο κατάφερε να ελέγξει και να διαμορφώσει την τουρκική κοινή γνώμη με βάση τις δικές του ιδεολογικές προτιμήσεις και πολιτικές στοχεύσεις. Με λίγα λόγια, κατάφερε να νομιμοποιήσει την άσκηση ωμής βίας έναντι των Κούρδων αλλά και έναντι κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, με την άνοδό του στην εξουσία, επιχείρησε να αποδυναμώσει το κουρδικό εθνικό κίνημα και να ενσωματώσει τους Κούρδους μέσω του σουνιτικού Ισλάμ, δίνοντας παράλληλα γενικές και θολές υποσχέσεις για εκδημοκρατισμό.
Για μερικά χρόνια αυτή η πολιτική έφερε αποτελέσματα, αλλά κατέρρευσε λόγω των εξελίξεων στη Συρία και της σύγκρουσης στο εσωτερικό του ισλαμικού κινήματος λόγω διαφθοράς, εσωτερικών ανταγωνισμών αλλά και διαφορετικών προσεγγίσεων σε καίρια ζητήματα. Έτσι αποδυναμώθηκε σταδιακά η πτέρυγα των ισλαμιστών, που ήταν υπέρ του πολιτικού διαλόγου για ειρηνική επίλυση του κουρδικού. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την αλλαγή πολιτικής έπαιξε και η πολιτική ενίσχυση του φιλοκουρδικού κόμματος HDP σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, ο Ερντογάν ήρθε σε συνεννόηση με το παλιό βαθύ κράτος των κεμαλιστών, απελευθέρωσε όλους τους αξιωματικούς του στρατεύματος που φυλακίστηκαν με τις υποθέσεις «βαριοπούλα» και «εργκενεκόν», ενώ εγκατέστησε πολλούς από αυτούς σε θέσεις κλειδιά των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας.
Ο Ερντογάν, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του με τους παλαιοκεμαλιστές και τους υπερεθνικιστές του Μπαχτσελί, διέκοψε την πολιτική συνομιλιών με τους Κούρδους και επανέφερε τις παλιές πολιτικές ωμής καταστολής και βίας έναντι του κουρδικού κινήματος και όλων των συνιστωσών του, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Μετά την περίεργη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, η πολιτική βίαιης καταστολής και διώξεων ενισχύθηκε περαιτέρω. Έκτοτε τα γεγονότα είναι γνωστά. Μαζικές εκκαθαρίσεις γκιουλενιστών αλλά και όλων των φιλελεύθερων αντιπολιτευόμενων, καθώς και των Κούρδων του κόμματος HDP, ο ηγέτης του οποίου, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, βρίσκεται ακόμα στη φυλακή.
Η συνεργασία Ερντογάν με το παλιό κεμαλικό βαθύ κράτος ανέτρεψε τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κράτους και άλλαξε και πάλι την ανθρωπογεωγραφία κρίσιμων τομέων του κρατικού μηχανισμού, όπως δικαστήρια, αστυνομία, στρατός, πανεπιστήμια και εκπαίδευση γενικότερα, δημοσιογραφία και ΜΜΕ, ενώ ανατροπές έγιναν και στο εσωτερικό της κοινωνίας, αφού έκλεισαν πολλές κοινωνικές οργανώσεις και ΜΜΕ, ενώ κατασχέθηκαν περιουσίες και επιχειρήσεις στελεχών προσκείμενων στον Φ. Γκιουλέν.
Επιπλέον, ο Ερντογάν φυλάκισε σχεδόν τους μισούς στρατηγούς και ναυάρχους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων καθώς και χιλιάδες αξιωματικούς διαφόρων βαθμίδων, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν φιλοδυτικοί και φιλονατοϊκοί αξιωματικοί, και επιθυμούσαν μια ειρηνική λύση στο κουρδικό μέσω διαλόγου (περίπου 40.000 φυλακισμένοι αξιωματικοί και 150 στρατηγοί και ναύαρχοι). Η πτέρυγα των αξιωματικών που φαίνεται πως κυριάρχησε στις ένοπλες δυνάμεις είναι αυτή των αντιδυτικών φιλορώσων και φιλοϊρανών, οι οποίοι επιθυμούν να περιορίσουν το ρόλο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και να συνάψουν στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν. Για αυτόν το λόγο είδαμε και σημαντικές αλλαγές στην τουρκική κρατική πολιτική έναντι των Κούρδων σε ολόκληρη την περιοχή και ιδιαίτερα στη Συρία.
Κρίνοντας από την αλλαγή στάσης του τουρκικού κράτους στο κουρδικό ζήτημα και από σειρά άλλων αλλαγών στο εσωτερικό της χώρας (π.χ. περαιτέρω συγκεντρωτισμός εξουσίας λόγω επιβολής του προεδρικού συστήματος) είναι βάσιμο να υποστηρίξουμε ότι το παλιό «βαθύ κράτος» έχει ανακτήσει την επιρροή και εξουσία του στους κρατικούς μηχανισμούς σχεδιασμού πολιτικής και στη λήψη των αποφάσεων.
Επανήλθαν οι πολιτικές ωμής βίας και καταστολής καθώς και η σοβινιστική ιδεολογία της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης. Ενώ η κοινωνία άλλαξε, στέλνοντας το φιλοκουρδικό κόμμα HDP στη Βουλή ως τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, οι παλιές δυνάμεις του βαθέος κράτους πάτησαν φρένο, ξηλώνοντας όλα τα δίκτυα που επιθυμούν πολιτική αλλαγή και ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας. Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί ομαλά, είναι εξαιρετικά πιθανόν πως το φιλοκουρδικό HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών) σύντομα θα γινόταν η δεύτερη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη, ηγέτης της αντιπολίτευσης και ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων.
Θα πρέπει να τονιστεί, διότι είναι σημαντικό και διαφεύγει της προσοχής στην Ελλάδα, ότι η οριακή νίκη του Εκρέμ Ιμάμογλου στις πρόσφατες εκλογές για τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης οφείλεται κυρίως στη στήριξη που του παρείχε το φιλοκουρδικό κόμμα, το οποίο για το λόγο αυτό δεν κατέβασε υποψήφιο σε αυτήν την πόλη.
Όμως θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί για την προοπτική εκδημοκρατισμού αυτής της χώρας. Το μόνο που είναι αρκετά βέβαιο είναι πως το πολιτικό Ισλάμ τελειώνει και επανέρχονται στους μηχανισμούς εξουσίας οι κεμαλιστές. Θα γίνει αυτή η αλλαγή ομαλά και αναίμακτα; Μένει να το δούμε.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Απριλίου 2019
Του Νίκου Κ. Μιχαηλίδη,
Λέκτορας στο πανεπιστήμιο Πρίνστον των ΗΠΑ
Οι εθνικιστικές οθωμανικές κυβερνήσεις των αρχών του 20ού αιώνα είχαν ως προτεραιότητα τη δημιουργία ενός ενωμένου, ομοιογενούς εθνικού τουρκικού κράτους στα εναπομείναντα εδάφη της Μικράς Ασίας.
Ο κληρονόμος και συνεχιστής των νεοτουρκικών μιλιταριστικών και γενοκτονικών πολιτικών Μουσταφά Κεμάλ δημιούργησε μία ιδεολογία, στην οποία δεν είχαν καμιά θέση οι μη τουρκικές εθνοτικές ομάδες και μειονότητες.
Έτσι έθεσε σε εφαρμογή μια πολιτική σκληρού εκτουρκισμού των πολλών διαφορετικών θρησκευτικών και εθνοτικών ομάδων. Αυτές οι πολιτικές συνεχίστηκαν ακόμα και μετά το θάνατό του, έχοντας ως θεματοφύλακα τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Η γενοκτονία των χριστιανικών πληθυσμών (Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι) της Μικράς Ασίας διευκόλυνε τις πολιτικές εκτουρκισμού των υπόλοιπων ομάδων.
Αυτή η ιδιότυπη κοινωνική μηχανική, που εφάρμοσε το τουρκικό κράτος για δεκαετίες, είχε στόχο να αφομοιώσει πλήρως και να εκτουρκίσει όλους τους πληθυσμούς που διαβιούσαν εντός των συνόρων του νεοϊδρυθέντος κράτους.
Το κεντρικό δόγμα ασφαλείας, που διαμορφώθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις και τις υπηρεσίες πληροφοριών και συνεχίζει να εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα, αναπτύχθηκε γύρω από δύο κεντρικές πολιτικές επιδιώξεις: α) την αποτροπή απόκτησης πολιτικής δύναμης και επιρροής στις υποθέσεις του κράτους και της δημόσιας ζωής από οποιαδήποτε μη τουρκική εθνοτική ομάδα και β) τη διαρκή και πλήρη άρνηση της απόδοσης μειονοτικών δικαιωμάτων, πέραν αυτών που αναγνωρίζει η Συνθήκη της Λοζάνης, προς τους ελάχιστους εναπομείναντες χριστιανούς. Στη βάση αυτού του κεντρικού δόγματος ασφαλείας απαγορεύτηκε στους Κούρδους, Άραβες, Τσερκέζους και σε πολλές άλλες μη τουρκικές εθνοτικές ομάδες να μιλούν δημόσια τη γλώσσα τους και να αναπτύσσουν τον πολιτισμό τους (μουσική, λογοτεχνία, ιστορία, φολκλόρ κτλ). Ως σουνίτες μουσουλμάνοι, θεωρήθηκαν αυτόματα και Τούρκοι.
Η δημιουργία και άνοδος του κουρδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος (ΡΚΚ) στις αρχές τις δεκαετίας του 1980 κατέστησε το κρατικό δόγμα ασφαλείας ακόμα πιο επιτακτικό. Στην πολυετή σύγκρουση μεταξύ Κούρδων του ΡΚΚ και του τουρκικού στρατού έχασαν τη ζωή τους δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι. Σε αυτό το κλίμα βίας, ο στρατός ενίσχυσε τη θέση του στους μηχανισμούς σχεδιασμού και λήψης κρατικών αποφάσεων, γεγονός που οδήγησε στην περαιτέρω στρατιωτικοποίηση της δημόσιας ζωής και της πολιτικής ατζέντας.
Το αποσχιστικό κουρδικό κίνημα θεωρήθηκε η μεγαλύτερη απειλή για την ασφάλεια του κράτους και την ενότητα της χώρας και όλες οι πολιτικές του κράτους σχεδιάστηκαν με βάση αυτήν την αντίληψη απειλής.
Το λεγόμενο βαθύ κράτος, δηλαδή ένα δίκτυο αποτελούμενο από στελέχη των τουρκικών υπηρεσιών ασφαλείας και διαφόρων τμημάτων της κρατικής γραφειοκρατίας, με επικεφαλής το εθνικό συμβούλιο ασφαλείας, κατάφερε να ελέγξει και να κατευθύνει τους μηχανισμούς σχεδιασμού πολιτικής και λήψης αποφάσεων σε όλους τους κρίσιμους τομείς της δημόσιας πολιτικής, υποτάσσοντας ακόμα και τους μηχανισμούς των κομμάτων και πολλούς πολιτικούς, τους οποίους έλεγχε με διάφορες μεθοδεύσεις.
Η «παρακρατική» αυτή δομή κατάφερνε να νομιμοποιεί τις παρεμβάσεις και το ρόλο της λόγω της διαρκούς επίκλησης του κουρδικού αποσχιστικού κινδύνου. Επίσης κατάφερε μέχρι σήμερα να αποτρέψει οποιεσδήποτε προσπάθειες εκδημοκρατισμού της χώρας και επίλυσης του κουρδικού προβλήματος με ειρηνικά μέσα.
Το «βαθύ κράτος» στιγμάτισε και ποινικοποίησε ακόμα και τα ειρηνικά κουρδικά κινήματα, φυλακίζοντας τους ηγέτες τους και απονομιμοποιώντας τη δημόσια παρουσία και δράση τους. Ελέγχοντας σε μεγάλο βαθμό τους μηχανισμούς κρατικής προπαγάνδας, αυτό το δίκτυο κατάφερε να ελέγξει και να διαμορφώσει την τουρκική κοινή γνώμη με βάση τις δικές του ιδεολογικές προτιμήσεις και πολιτικές στοχεύσεις. Με λίγα λόγια, κατάφερε να νομιμοποιήσει την άσκηση ωμής βίας έναντι των Κούρδων αλλά και έναντι κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής.
Ο Ταγίπ Ερντογάν, με την άνοδό του στην εξουσία, επιχείρησε να αποδυναμώσει το κουρδικό εθνικό κίνημα και να ενσωματώσει τους Κούρδους μέσω του σουνιτικού Ισλάμ, δίνοντας παράλληλα γενικές και θολές υποσχέσεις για εκδημοκρατισμό.
Για μερικά χρόνια αυτή η πολιτική έφερε αποτελέσματα, αλλά κατέρρευσε λόγω των εξελίξεων στη Συρία και της σύγκρουσης στο εσωτερικό του ισλαμικού κινήματος λόγω διαφθοράς, εσωτερικών ανταγωνισμών αλλά και διαφορετικών προσεγγίσεων σε καίρια ζητήματα. Έτσι αποδυναμώθηκε σταδιακά η πτέρυγα των ισλαμιστών, που ήταν υπέρ του πολιτικού διαλόγου για ειρηνική επίλυση του κουρδικού. Σημαντικό ρόλο σε αυτήν την αλλαγή πολιτικής έπαιξε και η πολιτική ενίσχυση του φιλοκουρδικού κόμματος HDP σε διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Στο πλαίσιο αυτών των αλλαγών, ο Ερντογάν ήρθε σε συνεννόηση με το παλιό βαθύ κράτος των κεμαλιστών, απελευθέρωσε όλους τους αξιωματικούς του στρατεύματος που φυλακίστηκαν με τις υποθέσεις «βαριοπούλα» και «εργκενεκόν», ενώ εγκατέστησε πολλούς από αυτούς σε θέσεις κλειδιά των ενόπλων δυνάμεων και των υπηρεσιών ασφαλείας.
Ο Ερντογάν, ως αποτέλεσμα της συμφωνίας του με τους παλαιοκεμαλιστές και τους υπερεθνικιστές του Μπαχτσελί, διέκοψε την πολιτική συνομιλιών με τους Κούρδους και επανέφερε τις παλιές πολιτικές ωμής καταστολής και βίας έναντι του κουρδικού κινήματος και όλων των συνιστωσών του, στο εσωτερικό και στο εξωτερικό.
Μετά την περίεργη απόπειρα πραξικοπήματος του Ιουλίου του 2016, η πολιτική βίαιης καταστολής και διώξεων ενισχύθηκε περαιτέρω. Έκτοτε τα γεγονότα είναι γνωστά. Μαζικές εκκαθαρίσεις γκιουλενιστών αλλά και όλων των φιλελεύθερων αντιπολιτευόμενων, καθώς και των Κούρδων του κόμματος HDP, ο ηγέτης του οποίου, Σελαχατίν Ντεμιρτάς, βρίσκεται ακόμα στη φυλακή.
Η συνεργασία Ερντογάν με το παλιό κεμαλικό βαθύ κράτος ανέτρεψε τις ισορροπίες στο εσωτερικό του κράτους και άλλαξε και πάλι την ανθρωπογεωγραφία κρίσιμων τομέων του κρατικού μηχανισμού, όπως δικαστήρια, αστυνομία, στρατός, πανεπιστήμια και εκπαίδευση γενικότερα, δημοσιογραφία και ΜΜΕ, ενώ ανατροπές έγιναν και στο εσωτερικό της κοινωνίας, αφού έκλεισαν πολλές κοινωνικές οργανώσεις και ΜΜΕ, ενώ κατασχέθηκαν περιουσίες και επιχειρήσεις στελεχών προσκείμενων στον Φ. Γκιουλέν.
Επιπλέον, ο Ερντογάν φυλάκισε σχεδόν τους μισούς στρατηγούς και ναυάρχους των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων καθώς και χιλιάδες αξιωματικούς διαφόρων βαθμίδων, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν φιλοδυτικοί και φιλονατοϊκοί αξιωματικοί, και επιθυμούσαν μια ειρηνική λύση στο κουρδικό μέσω διαλόγου (περίπου 40.000 φυλακισμένοι αξιωματικοί και 150 στρατηγοί και ναύαρχοι). Η πτέρυγα των αξιωματικών που φαίνεται πως κυριάρχησε στις ένοπλες δυνάμεις είναι αυτή των αντιδυτικών φιλορώσων και φιλοϊρανών, οι οποίοι επιθυμούν να περιορίσουν το ρόλο της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ και να συνάψουν στρατηγική συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν. Για αυτόν το λόγο είδαμε και σημαντικές αλλαγές στην τουρκική κρατική πολιτική έναντι των Κούρδων σε ολόκληρη την περιοχή και ιδιαίτερα στη Συρία.
Κρίνοντας από την αλλαγή στάσης του τουρκικού κράτους στο κουρδικό ζήτημα και από σειρά άλλων αλλαγών στο εσωτερικό της χώρας (π.χ. περαιτέρω συγκεντρωτισμός εξουσίας λόγω επιβολής του προεδρικού συστήματος) είναι βάσιμο να υποστηρίξουμε ότι το παλιό «βαθύ κράτος» έχει ανακτήσει την επιρροή και εξουσία του στους κρατικούς μηχανισμούς σχεδιασμού πολιτικής και στη λήψη των αποφάσεων.
Επανήλθαν οι πολιτικές ωμής βίας και καταστολής καθώς και η σοβινιστική ιδεολογία της τουρκοϊσλαμικής σύνθεσης. Ενώ η κοινωνία άλλαξε, στέλνοντας το φιλοκουρδικό κόμμα HDP στη Βουλή ως τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη, οι παλιές δυνάμεις του βαθέος κράτους πάτησαν φρένο, ξηλώνοντας όλα τα δίκτυα που επιθυμούν πολιτική αλλαγή και ουσιαστικό εκδημοκρατισμό της χώρας. Αν τα πράγματα είχαν εξελιχθεί ομαλά, είναι εξαιρετικά πιθανόν πως το φιλοκουρδικό HDP (Δημοκρατικό Κόμμα των Λαών) σύντομα θα γινόταν η δεύτερη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη, ηγέτης της αντιπολίτευσης και ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων.
Θα πρέπει να τονιστεί, διότι είναι σημαντικό και διαφεύγει της προσοχής στην Ελλάδα, ότι η οριακή νίκη του Εκρέμ Ιμάμογλου στις πρόσφατες εκλογές για τη δημαρχία της Κωνσταντινούπολης οφείλεται κυρίως στη στήριξη που του παρείχε το φιλοκουρδικό κόμμα, το οποίο για το λόγο αυτό δεν κατέβασε υποψήφιο σε αυτήν την πόλη.
Όμως θα πρέπει να είμαστε εξαιρετικά επιφυλακτικοί για την προοπτική εκδημοκρατισμού αυτής της χώρας. Το μόνο που είναι αρκετά βέβαιο είναι πως το πολιτικό Ισλάμ τελειώνει και επανέρχονται στους μηχανισμούς εξουσίας οι κεμαλιστές. Θα γίνει αυτή η αλλαγή ομαλά και αναίμακτα; Μένει να το δούμε.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 21 Απριλίου 2019
ΣΧΟΛΙΑ