ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το Ανάκτορο του Γαλερίου σήμερα

Σε τι κατάσταση βρίσκεται το μόνο σωζόμενο επαρχιακό ανάκτορο της πρώιμης και μέσης Βυζαντινής περιόδου

 09/12/2020 22:00

Το Ανάκτορο του Γαλερίου σήμερα

Της Ελένης Θεοδωρίδου

Με ιστορία που ανάγεται πολύ πίσω, στον 4ο αιώνα π.Χ και διαρκή ισχυρή παρουσία στα συμβαίνοντα διαχρονικά, η Θεσσαλονίκη έχει ζήσει τόσες ζωές όσες και τα μνημεία της. Μία πόλη άρρηκτα συνδεδεμένη με το παρελθόν της και σε συνεχή διάλογο μαζί του, με νέα ψήγματά του να ανακαλύπτονται συνεχώς τα οποία επανακαθορίζουν και επαναδιαπραγματεύονται την ιστορία και τη δυναμική της.

Σήμερα τα αρχαιολογικά κατάλοιπα συνυπάρχουν, σχεδόν, αρμονικά με τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, δημιουργώντας μία ιδιαίτερη αισθητική η οποία συνθέτει τα επιμέρους ιστορικά και μεσοαστικά στοιχεία της σε ένα πλουραλιστικό μωσαϊκό που μαρτυρεί τις βυζαντινές, εβραϊκές και προσφυγικές καταβολές της. 

Το παρελθόν της αναδύεται μέσα στα γραφικά σοκάκια, τις γκρίζες πολυκατοικίες και τις πολυσύχναστες πλατείες της. Από τον Λευκό Πύργο μέχρι τον Πύργο του Τριγωνίου και από τον Βαρδάρη μέχρι την Πλατεία Ιπποδρομίου, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία της αντηχεί παντού.

Η πολιτεία οφείλει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της

Μία από τις περιπτώσεις συνύπαρξης των αρχαιολογικών χώρων με το σύγχρονο αστικό δίκτυο είναι το Ανάκτορο του Γαλερίου, πάνω στον άξονα του πεζόδρομου της Δημητρίου Γούναρη και στο κέντρο της πλατείας Ναυαρίνου.

 To Ρωμαϊκό Ανάκτορο όπως ονομάζεται αλλιώς, είναι ένα ογκώδες και πολυσύνθετο συγκρότημα το οποίο ανεγέρθηκε από τον Γαλέριο, τον Ρωμαίο αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της «Τετραρχίας» (297-307 μ.Χ.) και είναι το μόνο σωζόμενο επαρχιακό ανάκτορο της πρώιμης και μέσης Βυζαντινής περιόδου. Συνιστούσε μάλιστα την δεύτερη σπουδαιότερη βάση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά την Κωνσταντινούπολη, αποτελώντας οικονομικό, στρατηγικό και πολιτιστικό κέντρο.

Παρόλα αυτά το μνημείο, παρότι βρίσκεται σ’ ένα σημείο όπου χτυπά δυνατά η καρδιά της πόλης, είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα και παραμελημένα μνημεία της Θεσσαλονίκης καθώς δεν έχει λάβει την προσοχή και επιμέλεια που θα άρμοζε σε ένα τέτοιο ανάκτορο.

Θεωρούμε ότι η πολιτεία οφείλει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της ως προς την ανάδειξη και αναστήλωση του συγκροτήματος. «Το μνημείο χρειάζεται να συνδεθεί νοηματικά και στην πράξη, με το Τόξο και τη Ροτόντα και να αποτελέσει ένα μοναδικό αρχαιολογικό αξιοθέατο για τη Θεσσαλονίκη», όπως τονίζει ο Ομότιμος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Αριστοτέλης Μέντζος.

Ο αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου σήμερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου σήμερα, λειτουργεί ως δωρεάν υπαίθριο μουσείο ενώ το μεγαλύτερο μέρος του είναι ορατό από τον πεζόδρομο. 

Η αποκατάστασή του ολοκληρώθηκε σε βάθος τριών δεκαετιών και η παρούσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται είναι μάλλον σε οριακό σημείο. «Μετά την ολοκλήρωση των έργων αναστήλωσης και ανάδειξης του 2005-2006, ο χώρος παραμελήθηκε. Τα έργα εξυπηρέτησης των επισκεπτών (καθαριότητα, σήμανση, διαδρομές, κορδόνια περιορισμού της ροής) έχουν φθαρεί.

Η έλλειψη φυλακτικού προσωπικού και η απουσία ενός συνοπτικού οδηγού του συγκροτήματος δυσχεραίνουν την επισκεψιμότητά του, ανεξαρτήτως των περιορισμών της πανδημίας. Η ανασκαφή του συγκροτήματος είναι ελλιπής. Η αναγνωσιμότητα και κατανόησή του γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από την έλλειψη αρχαιολογικής μελέτης, η οποία θα φώτιζε την ιστορία και τη λειτουργία του χώρου», όπως τονίζει ο κ. Μέντζιος.

Προοπτικές ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου

Η σπάνια δυναμική του χώρου μπορεί, και οφείλει ως ένα βαθμό, να αναδειχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσει να αποτελέσει ενεργό μέλος της συνολικής ιστορικής διαδρομής της πόλης. Μικρές και μεγαλύτερες παρεμβάσεις μπορούν να φωτίσουν τη σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά η οποία αυτή τη στιγμή ουσιαστικά κρύβεται σε κοινή θέα.

«Υπάρχουν σημεία, που μπορούν να ανασκαφούν, χωρίς να εμποδίζουν την κυκλοφορία και τη λειτουργία της πόλης, με παράλληλη δημιουργία οδογεφυρών πάνω από τα αρχαία, ώστε να ολοκληρωθεί η κτηριακή εικόνα του συγκροτήματος. Τέτοια σημεία παρέμβασης είναι το λουτρό, η αψίδα της Βασιλικής, ο προθάλαμος της Βασιλικής, οι χώροι βόρεια του τρικλινίου στην οδό Δημητρίου Γούναρη, μέχρι την Εγνατία. Εφόσον το συγκρότημα βρίσκεται εκτός της κυκλοφορίας αυτοκινήτων, ανάμεσα σε πεζόδρομους και χώρους πρασίνου δεν υπάρχουν σοβαρά κωλύματα για τα έργα συμπληρωματικής ανασκαφής και ανάδειξης. Η ολοκλήρωσή τους θα προσφέρει ουσιαστικά στην κατανόηση του συγκροτήματος», υποστηρίζει ο κ. Μέντζιος.

Η δυνατότητα κατανόησης και ανάδειξης του μουσειακού χώρου μπορεί να αναβαθμιστεί με ασφάλεια και μέσω της προσφυγής στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα.

Εξάλλου ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις που υπαίθρια και μη μουσεία έχουν αξιοποιήσει την τεχνολογία για να βελτιώσουν την εμπειρία, την ενάργεια και την εν γένει δυναμική προβολή του εκάστοτε χώρου. Η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει ως αρωγός στη συμπλήρωση και εξατομίκευση της εμπειρίας, η οποία μέσω ψηφιακών αναπαραστάσεων και ρεαλιστικών απεικονίσεων έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει αζημίωτα τη διαλεκτική σχέση του οικοδομήματος με το ευρύτερο φυσικό και πολιτισμικό του περιβάλλον. 

Ατομικοί ηλεκτρονικοί ξεναγοί, εκπαιδευτικές αλληλεπιδραστικές δράσεις, οπτικοακουστικοί χάρτες με πρόνοια και για ΑΜΕΑ σε συνδυασμό με την αύξηση της προσβασιμότητας του χώρου θα λειτουργούσαν συνεπικουρικά στη διαυγή και ολοκληρωμένη ανάγνωση του χώρου.

Επιπλέον πολλών ειδών πολιτιστικές δράσεις θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην περαιτέρω ανάδειξη του χώρου οι οποίες θα συνδέονται μάλιστα με το ευρύτερο πολιτιστικό περιβάλλον. Η χρήση των αρχαιολογικών χώρων για πολιτιστικές εκδηλώσεις αποτελεί σχεδόν θεσμό έτσι και αλλιώς τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη με τα ηνία τέτοιων πρωτοβουλιών να κρατούν το Αρχαιολογικό Μουσείο και η Ρωμαϊκή Αγορά στην Αριστοτέλους. Το Ανάκτορο του Γαλερίου ενδείκνυται για τέτοιου είδους εγχειρήματα εξαιτίας της τόσο κεντρικής του θέσης καθώς και του μεγάλου χώρου που διαθέτει η πλατεία.

Ας μη ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι ο συγκερασμός της βαθιάς συλλογικής ιστορικής μνήμης με όλη την σύγχρονη ενέργεια και σημασία της. Δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από τη μακραίωνη ιστορία της ούτε να παρακάμψει την εξάρτησή της από αυτήν. 

Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι ζωντανοί οργανισμοί, συνδιαλέγονται με το σήμερα και είναι τεκμήρια της πολιτιστικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας του εκάστοτε τόπου, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 6 Δεκεμβρίου 2020

Της Ελένης Θεοδωρίδου

Με ιστορία που ανάγεται πολύ πίσω, στον 4ο αιώνα π.Χ και διαρκή ισχυρή παρουσία στα συμβαίνοντα διαχρονικά, η Θεσσαλονίκη έχει ζήσει τόσες ζωές όσες και τα μνημεία της. Μία πόλη άρρηκτα συνδεδεμένη με το παρελθόν της και σε συνεχή διάλογο μαζί του, με νέα ψήγματά του να ανακαλύπτονται συνεχώς τα οποία επανακαθορίζουν και επαναδιαπραγματεύονται την ιστορία και τη δυναμική της.

Σήμερα τα αρχαιολογικά κατάλοιπα συνυπάρχουν, σχεδόν, αρμονικά με τον αστικό ιστό της Θεσσαλονίκης, δημιουργώντας μία ιδιαίτερη αισθητική η οποία συνθέτει τα επιμέρους ιστορικά και μεσοαστικά στοιχεία της σε ένα πλουραλιστικό μωσαϊκό που μαρτυρεί τις βυζαντινές, εβραϊκές και προσφυγικές καταβολές της. 

Το παρελθόν της αναδύεται μέσα στα γραφικά σοκάκια, τις γκρίζες πολυκατοικίες και τις πολυσύχναστες πλατείες της. Από τον Λευκό Πύργο μέχρι τον Πύργο του Τριγωνίου και από τον Βαρδάρη μέχρι την Πλατεία Ιπποδρομίου, το μόνο σίγουρο είναι ότι η ιστορία της αντηχεί παντού.

Η πολιτεία οφείλει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της

Μία από τις περιπτώσεις συνύπαρξης των αρχαιολογικών χώρων με το σύγχρονο αστικό δίκτυο είναι το Ανάκτορο του Γαλερίου, πάνω στον άξονα του πεζόδρομου της Δημητρίου Γούναρη και στο κέντρο της πλατείας Ναυαρίνου.

 To Ρωμαϊκό Ανάκτορο όπως ονομάζεται αλλιώς, είναι ένα ογκώδες και πολυσύνθετο συγκρότημα το οποίο ανεγέρθηκε από τον Γαλέριο, τον Ρωμαίο αυτοκράτορα της Θεσσαλονίκης κατά την περίοδο της «Τετραρχίας» (297-307 μ.Χ.) και είναι το μόνο σωζόμενο επαρχιακό ανάκτορο της πρώιμης και μέσης Βυζαντινής περιόδου. Συνιστούσε μάλιστα την δεύτερη σπουδαιότερη βάση στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, μετά την Κωνσταντινούπολη, αποτελώντας οικονομικό, στρατηγικό και πολιτιστικό κέντρο.

Παρόλα αυτά το μνημείο, παρότι βρίσκεται σ’ ένα σημείο όπου χτυπά δυνατά η καρδιά της πόλης, είναι ένα από τα πιο υποτιμημένα και παραμελημένα μνημεία της Θεσσαλονίκης καθώς δεν έχει λάβει την προσοχή και επιμέλεια που θα άρμοζε σε ένα τέτοιο ανάκτορο.

Θεωρούμε ότι η πολιτεία οφείλει να αναλάβει τις υποχρεώσεις της ως προς την ανάδειξη και αναστήλωση του συγκροτήματος. «Το μνημείο χρειάζεται να συνδεθεί νοηματικά και στην πράξη, με το Τόξο και τη Ροτόντα και να αποτελέσει ένα μοναδικό αρχαιολογικό αξιοθέατο για τη Θεσσαλονίκη», όπως τονίζει ο Ομότιμος καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας του ΑΠΘ Αριστοτέλης Μέντζος.

Ο αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου σήμερα

Ο αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου σήμερα, λειτουργεί ως δωρεάν υπαίθριο μουσείο ενώ το μεγαλύτερο μέρος του είναι ορατό από τον πεζόδρομο. 

Η αποκατάστασή του ολοκληρώθηκε σε βάθος τριών δεκαετιών και η παρούσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται είναι μάλλον σε οριακό σημείο. «Μετά την ολοκλήρωση των έργων αναστήλωσης και ανάδειξης του 2005-2006, ο χώρος παραμελήθηκε. Τα έργα εξυπηρέτησης των επισκεπτών (καθαριότητα, σήμανση, διαδρομές, κορδόνια περιορισμού της ροής) έχουν φθαρεί.

Η έλλειψη φυλακτικού προσωπικού και η απουσία ενός συνοπτικού οδηγού του συγκροτήματος δυσχεραίνουν την επισκεψιμότητά του, ανεξαρτήτως των περιορισμών της πανδημίας. Η ανασκαφή του συγκροτήματος είναι ελλιπής. Η αναγνωσιμότητα και κατανόησή του γίνεται ακόμα πιο δύσκολη από την έλλειψη αρχαιολογικής μελέτης, η οποία θα φώτιζε την ιστορία και τη λειτουργία του χώρου», όπως τονίζει ο κ. Μέντζιος.

Προοπτικές ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου

Η σπάνια δυναμική του χώρου μπορεί, και οφείλει ως ένα βαθμό, να αναδειχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε να μπορέσει να αποτελέσει ενεργό μέλος της συνολικής ιστορικής διαδρομής της πόλης. Μικρές και μεγαλύτερες παρεμβάσεις μπορούν να φωτίσουν τη σπουδαία πολιτιστική κληρονομιά η οποία αυτή τη στιγμή ουσιαστικά κρύβεται σε κοινή θέα.

«Υπάρχουν σημεία, που μπορούν να ανασκαφούν, χωρίς να εμποδίζουν την κυκλοφορία και τη λειτουργία της πόλης, με παράλληλη δημιουργία οδογεφυρών πάνω από τα αρχαία, ώστε να ολοκληρωθεί η κτηριακή εικόνα του συγκροτήματος. Τέτοια σημεία παρέμβασης είναι το λουτρό, η αψίδα της Βασιλικής, ο προθάλαμος της Βασιλικής, οι χώροι βόρεια του τρικλινίου στην οδό Δημητρίου Γούναρη, μέχρι την Εγνατία. Εφόσον το συγκρότημα βρίσκεται εκτός της κυκλοφορίας αυτοκινήτων, ανάμεσα σε πεζόδρομους και χώρους πρασίνου δεν υπάρχουν σοβαρά κωλύματα για τα έργα συμπληρωματικής ανασκαφής και ανάδειξης. Η ολοκλήρωσή τους θα προσφέρει ουσιαστικά στην κατανόηση του συγκροτήματος», υποστηρίζει ο κ. Μέντζιος.

Η δυνατότητα κατανόησης και ανάδειξης του μουσειακού χώρου μπορεί να αναβαθμιστεί με ασφάλεια και μέσω της προσφυγής στα σύγχρονα τεχνολογικά μέσα.

Εξάλλου ουκ ολίγες είναι οι περιπτώσεις που υπαίθρια και μη μουσεία έχουν αξιοποιήσει την τεχνολογία για να βελτιώσουν την εμπειρία, την ενάργεια και την εν γένει δυναμική προβολή του εκάστοτε χώρου. Η τεχνολογία μπορεί να λειτουργήσει ως αρωγός στη συμπλήρωση και εξατομίκευση της εμπειρίας, η οποία μέσω ψηφιακών αναπαραστάσεων και ρεαλιστικών απεικονίσεων έχει τη δυνατότητα να συμπληρώσει αζημίωτα τη διαλεκτική σχέση του οικοδομήματος με το ευρύτερο φυσικό και πολιτισμικό του περιβάλλον. 

Ατομικοί ηλεκτρονικοί ξεναγοί, εκπαιδευτικές αλληλεπιδραστικές δράσεις, οπτικοακουστικοί χάρτες με πρόνοια και για ΑΜΕΑ σε συνδυασμό με την αύξηση της προσβασιμότητας του χώρου θα λειτουργούσαν συνεπικουρικά στη διαυγή και ολοκληρωμένη ανάγνωση του χώρου.

Επιπλέον πολλών ειδών πολιτιστικές δράσεις θα μπορούσαν να συμβάλλουν στην περαιτέρω ανάδειξη του χώρου οι οποίες θα συνδέονται μάλιστα με το ευρύτερο πολιτιστικό περιβάλλον. Η χρήση των αρχαιολογικών χώρων για πολιτιστικές εκδηλώσεις αποτελεί σχεδόν θεσμό έτσι και αλλιώς τα τελευταία χρόνια στη Θεσσαλονίκη με τα ηνία τέτοιων πρωτοβουλιών να κρατούν το Αρχαιολογικό Μουσείο και η Ρωμαϊκή Αγορά στην Αριστοτέλους. Το Ανάκτορο του Γαλερίου ενδείκνυται για τέτοιου είδους εγχειρήματα εξαιτίας της τόσο κεντρικής του θέσης καθώς και του μεγάλου χώρου που διαθέτει η πλατεία.

Ας μη ξεχνάμε ότι η Θεσσαλονίκη είναι ο συγκερασμός της βαθιάς συλλογικής ιστορικής μνήμης με όλη την σύγχρονη ενέργεια και σημασία της. Δεν είναι δυνατόν να αποκοπεί από τη μακραίωνη ιστορία της ούτε να παρακάμψει την εξάρτησή της από αυτήν. 

Οι αρχαιολογικοί χώροι είναι ζωντανοί οργανισμοί, συνδιαλέγονται με το σήμερα και είναι τεκμήρια της πολιτιστικής και πολιτισμικής ιδιαιτερότητας του εκάστοτε τόπου, και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζονται.

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 6 Δεκεμβρίου 2020

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία