ΑΠΟΨΕΙΣ

Το δίλημμα για την επόμενη ημέρα της ΔΕΘ. Του Φάνη Ουγγρίνη

Δύο τουλάχιστον δεκαετίες διακομματικής αναποφασιστικότητας και αναβλητικότητας, από κοινού με τις διαδοχικές κρίσεις μνημονίων και κορονοϊού, έχουν οδηγήσει τα πράγματα στο τέρμα

 17/04/2024 07:00

Το δίλημμα για την επόμενη ημέρα της ΔΕΘ. Του Φάνη Ουγγρίνη

Φάνης Ουγγρίνης

Καθώς κοντεύουν οι ευρωεκλογές κι έρχεται η ώρα των αναμενόμενων κυβερνητικών εξαγγελιών για την Έκθεση, σκέφτηκα να κάνω μία σύντομη υπενθύμιση -κι όσο πιο νηφάλια αξιολόγηση- των τεσσάρων κυριότερων σεναρίων για το μέλλον της. Συνοπτικά λοιπόν, την τελευταία εικοσαετία συζητιούνται τα εξής:

1.Παραμονή του εκθεσιακού ως έχει.

Ο φορέας παραμένει κρατικός, διατηρούνται τα μοντερνιστικά κτίρια της περιόδου ’50-’60-’70 (ευχάριστο για αρχιτέκτονες και ρέκτες), φρεσκάρονται πολλά από τα υπόλοιπα στα πλαίσια ολιστικού ανασχεδιασμού, κατεδαφίζονται περιττές κατασκευές (σίγουρα υπάρχουν μπόλικες, δεδομένου ότι γίνονται μισθώσεις γραφείων, στούντιο, outlet κ.λπ.), και δημιουργείται λιγοστή νέα επιφάνεια πρασίνου-στάθμευσης. Θεωρητικά το εν λόγω σενάριο είναι ώριμο, προσιτό και εύκολο να υλοποιηθεί (μικρό κόστος, μικρή ανάγκη ανασκαφών), προσφέροντας τη δυνατότητα μετάθεσης σοβαρότερων αποφάσεων στο μέλλον, ανάλογα με τη γενικότερη εξέλιξη του εκθεσιακού κλάδου και της πόλης. Πάντως είναι και το λιγότερο εμβληματικό, δεν προσφέρει περισσότερα στην τοπική οικονομία, ενώ οι πιεστικές ανάγκες για πράσινο θα μπορούν να καλυφθούν μόνο από το Γ’ΣΣ.

2.Ήπια ανάπλαση.

Σύμφωνα μ’ αυτό το σενάριο δεν κατασκευάζεται business center και ξενοδοχείο, ανεγείρεται περιορισμένος αριθμός ολοκαίνουργιων εκθεσιακών-συνεδριακών μονάδων, και δημιουργούνται εκτενείς ελεύθερες ζώνες. Στελέχη της ίδιας της ΔΕΘ εκτιμούν ότι για την υλοποίηση του αρκεί η κρατική συμμετοχή του Σεναρίου 3, περίπου 160 εκατομμύρια. Επιπρόσθετα, ο φορέας παραμένει κρατικός, το δε πράσινο που προκύπτει είναι κάπως περισσότερο. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση εργασίας δημιουργεί μικρές τοπικες υπεραξίες, ενώ ο αρχαιολογικος κίνδυνος παραμένει αξιόλογος και φυσικά η περίοδος ωρίμανσης άγνωστη.

3.Μεγάλη ανάπλαση.

Πρόκειται για το έργο ΣΔΙΤ που μεθοδικά προωθεί η διοίκηση της ΔΕΘ, σίγουρα μεγαλεπήβολο. Προκαλεί συζητήσεις επειδή θεωρείται ακριβό, επειδή ενέχει υψηλό αρχαιολογικό ρίσκο, επειδή προσφέρει συγκριτικά χαμηλό ποσοστό πρασίνου, επειδή είναι άγνωστη η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του (γενικά ο ευρωπαϊκός εκθεσιακός κλάδος πιέζεται από τις ρυθμίσεις Σένγκεν, από τις νέες τεχνολογίες και από τη μεγάλη μεταφορά δραστηριοτήτων στην Ασία), επειδή η βραβευμένη αρχιτεκτονική πρόταση είναι ασύνδετη με το εγγύς οικιστικό περιβάλλον, κι επειδή δύναται να αναστατώσει την τοπική εμπορική κίνηση. Ωστόσο είναι ισχυρό σενάριο επειδή προβλέπει κρατική ΔΕΘ στο κέντρο, επειδή αποτελεί τη μεγαλύτερη επένδυση, με -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμη- σημαντική ευεργετική επίδραση, επειδή ανακουφίζει την πίεση για θέσεις στάθμευσης, επειδή είναι άνετα προσβάσιμο στους κατοίκους του πολεοδομικού συγκροτήματος, και επειδή το εν λόγω σχέδιο παρουσιάζεται ικανοποιητικά ώριμο.

4.Μεταφορά, και ιδιωτικοποίηση του φορέα.

Ουσιαστικά πρόκειται για μετεξέλιξη παλαιότερου σχεδίου, μα υπό μνημονιακούς όρους. Το εκθεσιακό αποκεντρώνεται σε νέα κρατική έκταση και οι τωρινές εγκαταστάσεις μετατρέπονται σε μητροπολιτικό πάρκο. Δεδομένης της δημοσιονομικής στενότητας, η ανέγερση νέων ανατίθεται ολοκληρωτικά σε ιδιώτη, ο οποίος αναλαμβάνει και τη λειτουργία τους. Πρόκειται για λύση δημοφιλή στη δυτική Θεσσαλονίκη, σε κυβερνητικούς κύκλους και πιθανώς σε ορισμένες μεγάλες κατασκευαστικές. Πλεονεκτήματα της η μικρή χρηματική επένδυση του Δημοσίου, η στέγαση υπερτοπικών δραστηριοτήτων, ο περιορισμός αρχαιολογικών απροόπτων, και η δημιουργία τεράστιου χώρου πρασίνου-στάθμευσης στο κέντρο. Μειονεκτήματα της η ιδιωτικοποίηση του φορέα (ο κρατικός χαρακτήρας επενεργεί ευεργετικα σε τοπικό επίπεδο), η μεταφορά εκτός κέντρου, η εύρεση κατάλληλης έκτασης, και η ελλιπής ωριμότητα της. Ειδικά όσον αφορά την έκταση, η πρόταση για Σίνδο είναι δημοφιλής δυτικά αλλά επενδυτικά παράλογη, λόγω μεγάλης απόστασης από το Μακεδονία, δυσκολίας μετάβασης από τον αστικό ιστό, ανυπαρξίας υποστηρικτικών υποδομών φιλοξενίας και εστίασης, και μηδαμινών προοπτικών ανάδειξης νέου υπερτοπικού πόλου. Η επίσης ελκυστική πρόταση για την περιοχή αεροδρομίου είναι πιο σώφρων οικονομικά αλλά οξύνει τη σοβούσα κόντρα Ανατολής-Δύσης (επιπλέον βρίσκεται μακρύτερα από Εγνατία-ΠΑΘΕ). Στους συζητημένους Λαχανόκηπους δεν υφίσταται κρατική γη κατάλληλου μεγέθους, και μάλλον το προτεινόμενο από την Alumil επιχειρηματικό πάρκο είναι ό,τι πιο ταιριαστό. Τέλος, η πρόταση Καρατάσσου φαίνεται να συνδυάζει πλεονεκτήματα των δύο άλλων δυτικών σημείων δίχως αντίστοιχα μειονεκτήματα, όμως κι αυτή εξαρτάται από τις διαθέσεις των στρατιωτικών. Εν κατακλείδι, ίσως το σενάριο με το μέγιστο βαθμό αβεβαιότητας, μα και κεφαλαιακής απόδοσης.

Κάποιοι θ’ αναρωτιέστε τι πιστεύω εγώ. Καταρχήν, αν δούμε το θέμα στρατηγικά, ή θα πάμε σε μία ριζοσπαστική αλλαγή παραδείγματος, ή θα κάνουμε κάτι ποιοτικό στη σημερινή θέση. Θέλω την παραμονή καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας και καλοβλέπω την παράλληλη γέννηση ενός εντυπωσιακού μητροπολιτικού πάρκου και ενός υπερτοπικου εμπορικού και πολιτιστικού πόλου. Ως φιλελεύθερων πεποιθήσεων δεν είμαι αντίθετος στην ιδιωτικοποίηση, ειδικά όταν πολύ πιο στρατηγικοί τομείς έχουν φύγει από τον κρατικό έλεγχο. Ως θιασώτης της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης είμαι κατά της κοντόφθαλμης απλοχεριάς. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής.

Αν περιτριγυρίσετε τη ΔΕΘ σε περίοδο αδράνειας (οι εκθεσιακές εκδηλώσεις αφορούν σχετικά λίγες ημέρες του έτους), θα σοκαριστείτε. Σύγχρονα εργοστάσια, κέντρα logistics, ακόμη και στρατόπεδα συνήθως παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα • παρατημένα ακαλαίσθητα κτίρια, εσωτερικό οδικό δίκτυο υποβαθμισμένο σε άναρχο πάρκινγκ, ελάχιστα δέντρα, απαρχαιωμένα γραφεία διοίκησης, παντού ακαταστασία. Αντί να είναι καθημερινό σημείο αναφοράς για την τοπική ζωή, ο τεράστιος χώρος -ως έχει σήμερα- αποτελεί αισθητικό όνειδος, ων απωθητικός για κατοίκους και επισκέπτες κάθε είδους. 

Δύο τουλάχιστον δεκαετίες διακομματικής αναποφασιστικότητας και αναβλητικότητας, από κοινού με τις διαδοχικές κρίσεις μνημονίων και κορονοϊού, έχουν οδηγήσει τα πράγματα στο τέρμα. Άρα, για μένα δεν υπάρχουν διλήμματα του τύπου πράσινο ή επιχειρηματικότητα, Δημόσιο ή ιδιώτης, πόλη ή εργολάβοι. Για μένα το δίλημμα είναι ένα και μόνο: αν θα τολμήσουμε να πάμε επιτέλους παρακάτω, ή αν θα συνεχίσουμε να μεμψιμοιρούμε, προσβλέποντας σε λύτρωση εξ Αθηνών. Για μένα, μοναδική ενδεικνυόμενη λύση είναι η δυνάμενη να ξεκινήσει άμεσα.

Καθώς κοντεύουν οι ευρωεκλογές κι έρχεται η ώρα των αναμενόμενων κυβερνητικών εξαγγελιών για την Έκθεση, σκέφτηκα να κάνω μία σύντομη υπενθύμιση -κι όσο πιο νηφάλια αξιολόγηση- των τεσσάρων κυριότερων σεναρίων για το μέλλον της. Συνοπτικά λοιπόν, την τελευταία εικοσαετία συζητιούνται τα εξής:

1.Παραμονή του εκθεσιακού ως έχει.

Ο φορέας παραμένει κρατικός, διατηρούνται τα μοντερνιστικά κτίρια της περιόδου ’50-’60-’70 (ευχάριστο για αρχιτέκτονες και ρέκτες), φρεσκάρονται πολλά από τα υπόλοιπα στα πλαίσια ολιστικού ανασχεδιασμού, κατεδαφίζονται περιττές κατασκευές (σίγουρα υπάρχουν μπόλικες, δεδομένου ότι γίνονται μισθώσεις γραφείων, στούντιο, outlet κ.λπ.), και δημιουργείται λιγοστή νέα επιφάνεια πρασίνου-στάθμευσης. Θεωρητικά το εν λόγω σενάριο είναι ώριμο, προσιτό και εύκολο να υλοποιηθεί (μικρό κόστος, μικρή ανάγκη ανασκαφών), προσφέροντας τη δυνατότητα μετάθεσης σοβαρότερων αποφάσεων στο μέλλον, ανάλογα με τη γενικότερη εξέλιξη του εκθεσιακού κλάδου και της πόλης. Πάντως είναι και το λιγότερο εμβληματικό, δεν προσφέρει περισσότερα στην τοπική οικονομία, ενώ οι πιεστικές ανάγκες για πράσινο θα μπορούν να καλυφθούν μόνο από το Γ’ΣΣ.

2.Ήπια ανάπλαση.

Σύμφωνα μ’ αυτό το σενάριο δεν κατασκευάζεται business center και ξενοδοχείο, ανεγείρεται περιορισμένος αριθμός ολοκαίνουργιων εκθεσιακών-συνεδριακών μονάδων, και δημιουργούνται εκτενείς ελεύθερες ζώνες. Στελέχη της ίδιας της ΔΕΘ εκτιμούν ότι για την υλοποίηση του αρκεί η κρατική συμμετοχή του Σεναρίου 3, περίπου 160 εκατομμύρια. Επιπρόσθετα, ο φορέας παραμένει κρατικός, το δε πράσινο που προκύπτει είναι κάπως περισσότερο. Ωστόσο, αυτή η υπόθεση εργασίας δημιουργεί μικρές τοπικες υπεραξίες, ενώ ο αρχαιολογικος κίνδυνος παραμένει αξιόλογος και φυσικά η περίοδος ωρίμανσης άγνωστη.

3.Μεγάλη ανάπλαση.

Πρόκειται για το έργο ΣΔΙΤ που μεθοδικά προωθεί η διοίκηση της ΔΕΘ, σίγουρα μεγαλεπήβολο. Προκαλεί συζητήσεις επειδή θεωρείται ακριβό, επειδή ενέχει υψηλό αρχαιολογικό ρίσκο, επειδή προσφέρει συγκριτικά χαμηλό ποσοστό πρασίνου, επειδή είναι άγνωστη η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητά του (γενικά ο ευρωπαϊκός εκθεσιακός κλάδος πιέζεται από τις ρυθμίσεις Σένγκεν, από τις νέες τεχνολογίες και από τη μεγάλη μεταφορά δραστηριοτήτων στην Ασία), επειδή η βραβευμένη αρχιτεκτονική πρόταση είναι ασύνδετη με το εγγύς οικιστικό περιβάλλον, κι επειδή δύναται να αναστατώσει την τοπική εμπορική κίνηση. Ωστόσο είναι ισχυρό σενάριο επειδή προβλέπει κρατική ΔΕΘ στο κέντρο, επειδή αποτελεί τη μεγαλύτερη επένδυση, με -τουλάχιστον βραχυπρόθεσμη- σημαντική ευεργετική επίδραση, επειδή ανακουφίζει την πίεση για θέσεις στάθμευσης, επειδή είναι άνετα προσβάσιμο στους κατοίκους του πολεοδομικού συγκροτήματος, και επειδή το εν λόγω σχέδιο παρουσιάζεται ικανοποιητικά ώριμο.

4.Μεταφορά, και ιδιωτικοποίηση του φορέα.

Ουσιαστικά πρόκειται για μετεξέλιξη παλαιότερου σχεδίου, μα υπό μνημονιακούς όρους. Το εκθεσιακό αποκεντρώνεται σε νέα κρατική έκταση και οι τωρινές εγκαταστάσεις μετατρέπονται σε μητροπολιτικό πάρκο. Δεδομένης της δημοσιονομικής στενότητας, η ανέγερση νέων ανατίθεται ολοκληρωτικά σε ιδιώτη, ο οποίος αναλαμβάνει και τη λειτουργία τους. Πρόκειται για λύση δημοφιλή στη δυτική Θεσσαλονίκη, σε κυβερνητικούς κύκλους και πιθανώς σε ορισμένες μεγάλες κατασκευαστικές. Πλεονεκτήματα της η μικρή χρηματική επένδυση του Δημοσίου, η στέγαση υπερτοπικών δραστηριοτήτων, ο περιορισμός αρχαιολογικών απροόπτων, και η δημιουργία τεράστιου χώρου πρασίνου-στάθμευσης στο κέντρο. Μειονεκτήματα της η ιδιωτικοποίηση του φορέα (ο κρατικός χαρακτήρας επενεργεί ευεργετικα σε τοπικό επίπεδο), η μεταφορά εκτός κέντρου, η εύρεση κατάλληλης έκτασης, και η ελλιπής ωριμότητα της. Ειδικά όσον αφορά την έκταση, η πρόταση για Σίνδο είναι δημοφιλής δυτικά αλλά επενδυτικά παράλογη, λόγω μεγάλης απόστασης από το Μακεδονία, δυσκολίας μετάβασης από τον αστικό ιστό, ανυπαρξίας υποστηρικτικών υποδομών φιλοξενίας και εστίασης, και μηδαμινών προοπτικών ανάδειξης νέου υπερτοπικού πόλου. Η επίσης ελκυστική πρόταση για την περιοχή αεροδρομίου είναι πιο σώφρων οικονομικά αλλά οξύνει τη σοβούσα κόντρα Ανατολής-Δύσης (επιπλέον βρίσκεται μακρύτερα από Εγνατία-ΠΑΘΕ). Στους συζητημένους Λαχανόκηπους δεν υφίσταται κρατική γη κατάλληλου μεγέθους, και μάλλον το προτεινόμενο από την Alumil επιχειρηματικό πάρκο είναι ό,τι πιο ταιριαστό. Τέλος, η πρόταση Καρατάσσου φαίνεται να συνδυάζει πλεονεκτήματα των δύο άλλων δυτικών σημείων δίχως αντίστοιχα μειονεκτήματα, όμως κι αυτή εξαρτάται από τις διαθέσεις των στρατιωτικών. Εν κατακλείδι, ίσως το σενάριο με το μέγιστο βαθμό αβεβαιότητας, μα και κεφαλαιακής απόδοσης.

Κάποιοι θ’ αναρωτιέστε τι πιστεύω εγώ. Καταρχήν, αν δούμε το θέμα στρατηγικά, ή θα πάμε σε μία ριζοσπαστική αλλαγή παραδείγματος, ή θα κάνουμε κάτι ποιοτικό στη σημερινή θέση. Θέλω την παραμονή καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας και καλοβλέπω την παράλληλη γέννηση ενός εντυπωσιακού μητροπολιτικού πάρκου και ενός υπερτοπικου εμπορικού και πολιτιστικού πόλου. Ως φιλελεύθερων πεποιθήσεων δεν είμαι αντίθετος στην ιδιωτικοποίηση, ειδικά όταν πολύ πιο στρατηγικοί τομείς έχουν φύγει από τον κρατικό έλεγχο. Ως θιασώτης της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης είμαι κατά της κοντόφθαλμης απλοχεριάς. Ωστόσο, πάνω απ’ όλα προσπαθώ να είμαι ρεαλιστής.

Αν περιτριγυρίσετε τη ΔΕΘ σε περίοδο αδράνειας (οι εκθεσιακές εκδηλώσεις αφορούν σχετικά λίγες ημέρες του έτους), θα σοκαριστείτε. Σύγχρονα εργοστάσια, κέντρα logistics, ακόμη και στρατόπεδα συνήθως παρουσιάζουν καλύτερη εικόνα • παρατημένα ακαλαίσθητα κτίρια, εσωτερικό οδικό δίκτυο υποβαθμισμένο σε άναρχο πάρκινγκ, ελάχιστα δέντρα, απαρχαιωμένα γραφεία διοίκησης, παντού ακαταστασία. Αντί να είναι καθημερινό σημείο αναφοράς για την τοπική ζωή, ο τεράστιος χώρος -ως έχει σήμερα- αποτελεί αισθητικό όνειδος, ων απωθητικός για κατοίκους και επισκέπτες κάθε είδους. 

Δύο τουλάχιστον δεκαετίες διακομματικής αναποφασιστικότητας και αναβλητικότητας, από κοινού με τις διαδοχικές κρίσεις μνημονίων και κορονοϊού, έχουν οδηγήσει τα πράγματα στο τέρμα. Άρα, για μένα δεν υπάρχουν διλήμματα του τύπου πράσινο ή επιχειρηματικότητα, Δημόσιο ή ιδιώτης, πόλη ή εργολάβοι. Για μένα το δίλημμα είναι ένα και μόνο: αν θα τολμήσουμε να πάμε επιτέλους παρακάτω, ή αν θα συνεχίσουμε να μεμψιμοιρούμε, προσβλέποντας σε λύτρωση εξ Αθηνών. Για μένα, μοναδική ενδεικνυόμενη λύση είναι η δυνάμενη να ξεκινήσει άμεσα.

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία