Το επιχειρείν άντεξε και ελπίζει το 2021 να αναρρώσει
28/12/2020 07:00
28/12/2020 07:00
H πιο δύσκολη, ανατρεπτική, περιπετειώδης και ζοφερή χρονιά επιτέλους... τελειώνει με τις ελπίδες όλων να στρέφονται στην επιτυχή εκκίνηση και ολοκλήρωση του εμβολιασμού που θα συμβάλλει στην πολυπόθητη ανοσία στον ιό αλλά και στην επανεκκίνηση της οικονομίας.
Το επιχειρείν πληγώθηκε, δοκιμάστηκε σκληρά, έδωσε τη μάχη του και πλέον προσβλέπει στην επόμενη μέρα. Οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας δεν θα εξαφανιστούν μαγικά από τη μία στιγμή στην άλλη, παρά μόνο με τις κατάλληλες πολιτικές που θα δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία.
H «ΜτΚ» δίνει το λόγο στους φορείς της αγοράς οι οποίοι επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τη νέα χρονιά εκθέτοντας τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τους, την ώρα που το εφιαλτικό 2020 μας αποχαιρετά, αφήνοντας πίσω του μία οικονομία βυθισμένη στον υφεσιακό βάλτο.
«Αναγκαία η ενδυνάμωση της παραγωγικής βάσης»
«Το 2021 προσδοκούμε να είναι έτος αρχικά κάλυψης των απωλειών από δύο σχεδόν χρόνια μεγάλης κρίσης και ακολούθως έτος μικρής ανάκαμψης. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός ότι το εμβόλιο για τον κορονοϊό είναι πλέον στη διάθεσή μας, άρα για μας έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για την επανεκκίνηση της οικονομίας», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης.
Παράλληλα, πιστεύει ότι «με έναν μέσον όρο περίπου 3,2 δισ. ευρώ τα οποία θα διοχετευθούν στην Ελληνική οικονομία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης από το 2021 έως και το 2025, είναι βέβαιο ότι η χώρα μας μπορεί να ελπίζει στην επαναβιομηχάνιση μέσω της υλοποίησης παραγωγικών επενδύσεων».
Για να επιτευχθεί αυτό κρίνει αναγκαία «την άνοδο των επενδύσεων, και ειδικά των παραγωγικών επενδύσεων, η οποία πρέπει να γίνει πράξη με κίνητρα και ευελιξία στο περιβάλλον υλοποίησης, τη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας την παροχή κινήτρων κάθε είδους, για την ανάπτυξη δράσεων καινοτομίας, μεταφοράς και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και την υιοθέτηση του μοντέλου της πράσινης ανάπτυξης και πράσινης οικονομίας, που ως χώρα και ως επιχειρήσεις έχουμε τη δυνατότητα να εισάγουμε στον στρατηγικό μας σχεδιασμό».
Η πανδημία κατέδειξε πως «η χώρα χρειάζεται να ενισχύσει άμεσα την παραγωγική της βάση, ούτως ώστε να θωρακισθεί από παρόμοιας έκτασης κρίσεις που ενδεχομένως θα εμφανισθούν στο μέλλον, η μεταποίηση θα πρέπει να εισφέρει από το σημερινό ισχνό 8% στη δημιουργία ΑΕΠ στο 12% σε βάθος πενταετίας».
Για τις προοπτικές της Θεσσαλονίκης σαν επενδυτικού προορισμού, τονίζει πως «το μεγάλο όφελος για την πόλη μας και την τοπική οικονομία είναι το γεγονός ότι οι επενδύσεις των Cisco, Pfizer και Deloitte στη Θεσσαλονίκη κάνουν ‘ορατή’ την πόλη μας στη διεθνή αγορά επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες παγκόσμιας εμβέλειας με την παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη ουσιαστικά κινητοποιούν το διεθνές ενδιαφέρον για επενδύσεις στην πόλη μας και στη Βόρεια Ελλάδα. Επειδή ακριβώς οι συγκεκριμένες επενδύσεις επικεντρώνονται στην ανάπτυξη καινοτομίας, ευελπιστώ ότι πράγματι η Θεσσαλονίκη, μπορεί να μετεξελιχθεί σε ‘Πόλη Καινοτομίας’, αφού, έτσι ή αλλιώς διαθέτει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να κάνει πραγματικότητα το συγκεκριμένο όραμα».
«Αποκατάσταση της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης και παραγωγικός μετασχηματισμός»
«Πιστεύω ότι το 2021 θα είναι χρονιά ανάκαμψης. Πολύ σύντομα αρχίζει το πρόγραμμα εμβολιασμών και αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε την υγειονομική κρίση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ, Ιωάννης Μασούτης. «Η εισροή των ευρωπαϊκών κεφαλαίων μπορεί να ξαναβάλει τη χώρα μας σε αναπτυξιακή τροχιά, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν ώριμα σχέδια. Πρώτη προτεραιότητα όμως αυτή τη στιγμή έχουν τα μέτρα ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και μέτρα στήριξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων και της απασχόλησης», προσθέτει.
Ταυτόχρονα, θεωρεί ότι για την επάνοδο της αγοράς στην κανονικότητα απαιτείται και «η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών, των επενδυτών και των καταναλωτών στην κυβέρνηση». Εκτιμά ότι «μέχρι στιγμής η κυβέρνηση δείχνει αποφασιστικότητα και καλά ανακλαστικά, ενώ παράλληλα ‘ακούει’ τους φορείς εκπροσώπησης των παραγωγικών τάξεων στοιχεία που συμβάλουν στην εμπέδωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης».
Για την επόμενη μέρα πιστεύει πως πρώτο μέλημα των κυβερνώντων μετά την άρση του lockdown είναι να δοθούν ισχυρά κίνητρα στις υφιστάμενες επιχειρήσεις για την επάνοδό τους στην κανονικότητα. «Αναφέρομαι τόσο σε κεφάλαια κινήσεως, όσο και σε κίνητρα για τον εκσυγχρονισμό τους και τη μετάβασή τους στα νέα δεδομένα που θέτει η 4η βιομηχανική επανάσταση».
Συνεχίζοντας, σημειώνει ότι «σημαντικό ρόλο για την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς θα διαδραματίσει η αποκατάσταση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και το πλήρες άνοιγμα των τουριστικών μονάδων που αμφότερα συναρτώνται άμεσα με το χρόνο κυκλοφορίας και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου».
Κρίνει ως επιτακτική ανάγκη τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Εξηγώντας το σκεπτικό του αναφέρει πως «το μοντέλο που ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα στηρίχθηκε σε μικρές μονάδες παραγωγής. Πρέπει λοιπόν να δοθούν κίνητρα για συγχωνεύσεις, προκειμένου να μεγαλώσει το μέσο μέγεθος της επιχείρησης και να εξασφαλισθούν οικονομίες κλίμακας. Παράλληλα, χρειάζεται και μία προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες προκλήσεις που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση».
Υποστηρίζει ότι «η κρίση έδρασε καταλυτικά στη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας στη ψηφιακή εποχή όπου υστερούσαμε σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι περισσότερες συναλλαγές με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα που μέχρι πρότινος απαιτούσαν τη φυσική παρουσία του συναλλασσομένου γίνονται πλέον ηλεκτρονικά. Σημαντικό μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης διοχετεύθηκε στις διαδικτυακές πωλήσεις και αυτό υπογράμμισε την ανάγκη δημιουργίας ηλεκτρονικού καταστήματος από τις επιχειρήσεις. Έχουμε όμως ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε».
Για τη Θεσσαλονίκη, που το τελευταίο διάστημα προσελκύει εμβληματικές επενδύσεις, τονίζει ότι «η πόλη έχει πολύ καλές προοπτικές ανάπτυξης και αυτό στηρίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η επιλογή της Θεσσαλονίκης για την εγκατάσταση πολυεθνικών παγκόσμιου βεληνεκούς. Αυτό μπορεί να προσελκύσει και άλλες μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και να αποτελέσει κίνητρο για να επανέλθουν οι νέοι που έφυγαν από τη χώρα μας τα χρόνια της κρίσης».
Στέκεται στην ανάγκη να προχωρήσουν «μία σειρά έργων υποδομής που βρίσκονται σε φάση έναρξης θα πρέπει να επιταχυνθούν για το καλό της τοπικής οικονομίας». Ενδεικτικά αναφέρεται στην αξιοποίηση του πρώην στρατοπέδου Γκόνου, που σε συνδυασμό με τα έργα στο λιμάνι θα καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη διαμετακομιστικό κέντρο, στην ανάπλαση του εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου, στα έργα επέκτασης του αεροδρομίου «Μακεδονία», στις συγκοινωνιακές παρεμβάσεις όπως η εξωτερική περιφερειακή οδός, το μετρό και οι επεκτάσεις του, αλλά και σε μικρότερα έργα όπως το μουσείο ολοκαυτώματος και οι αναπλάσεις στην πλ. Ελευθερίας και την αγορά Μοδιάνο.
Καταλήγοντας, θεωρεί ότι καίριο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει «η στήριξη πρωτοβουλιών όπως η ThessINTEC και η Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας που μπορούν να καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη νησίδα καινοτομίας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης».
«Η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις με επίκεντρο την εξωστρέφεια»
«Αναμφίβολα τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης θα δώσουν σημαντική βοήθεια στην ελληνική οικονομία και γι’ αυτόν τον λόγο στον ΣΕΒΕ έχουμε τονίσει ότι η ορθή διαχείριση ενός τέτοιου ποσού δύναται να αλλάξει τον ρου της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας μας. Με αυτό το δεδομένο το 2021 πρέπει να αποτελέσει την χρονιά της ανάκαμψης, ωστόσο υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας που μας αποτρέπει από το να κάνουμε προβλέψεις αυτή τη στιγμή», σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Γιώργος Κωνσταντόπουλος. «Ελπίζουμε ότι το 2021 θα καταγραφεί στην ιστορία ως το έτος που νικήσαμε τον COVID-19 και η ελληνική οικονομία ανέκαμψε. Για να γίνει πράξη αυτό όμως πρέπει με το πέρας της πανδημίας να μειωθεί στο ελάχιστο η αβεβαιότητα και να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη», προσθέτει.
«Τη στιγμή που οι περισσότεροι κλάδοι δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν, οι εξαγωγείς απέδειξαν για μία ακόμη φορά ότι μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό πυλώνα της οικονομίας. Να υπενθυμίσω ότι στο διάστημα Ιανουάριος-Οκτώβριος 2020 οι ελληνικές εξαγωγές άνευ πετρελαιοειδών αυξήθηκαν κατά 1,8% συγκριτικά με το 2019. Επομένως, είναι εμφανές ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις με επίκεντρο την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων», επισημαίνει.
Παράλληλα, τονίζει ότι «αν πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα από αυτήν την περίοδο, είναι ότι οι παραγωγικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι αυτές που θα διασφαλίσουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα καθώς βοηθούν στην ενίσχυση της απασχόλησης, καινοτομούν, επενδύουν στην έρευνα και ανάπτυξη, υιοθετούν νέες τεχνολογίες και ενισχύουν την εικόνα της Ελλάδας διεθνώς».
Για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Θεσσαλονίκης, υπογραμμίζει πως «οι επενδύσεις της Pfizer και της Cisco είναι μόνο η αρχή και στο μέλλον θα δούμε πολλές επιχειρήσεις παγκόσμιου βεληνεκούς να επενδύουν στην πόλη. Αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν λειτουργεί ο τριπλός έλικας της καινοτομίας, δηλαδή η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, ακαδημαϊκής κοινότητας και πολιτείας. Φυσικά, είμαστε ακόμη στην αρχή και απέχουμε πολύ από το να θεωρούμαστε νησίδα καινοτομίας, αλλά είμαστε σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση».
«Η ρευστότητα
κρίνει την ανάκαμψη»
«Ελπίζω να είναι χρονιά ανάκαμψης και κάλυψης των απωλειών. Αλλά εκτιμήσεις δεν μπορώ να κάνω, καθώς όλα στην εποχή που ζούμε είναι απρόβλεπτα. Θα ήθελα να πιστεύω ότι με το εμβόλιο θα υπάρξει μία αποκλιμάκωση και μία αίσθηση κανονικότητας που θα μας επιτρέψει, θα μας δώσει σιγά-σιγά την ηρεμία να επιστρέψουμε στις ζωές μας. Και στις επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές αλλά και στους καταναλωτές να επιστρέψουν στη συνήθειες τους», σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΕΘ, Μιχάλης Ζορπίδης.
Προσθέτει ωστόσο πως «κάποια πράγματα που προηγήθηκαν δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι. Οι αποφάσεις για το ποια καταστήματα θα μείνουν ανοικτά και ποια κλειστά, οι απαγορεύσεις που μπήκαν στην εστίαση και το λιανεμπόριο, τα περιθώρια που δόθηκαν στα σούπερ μάρκετ και τις μεγάλες αλυσίδες είναι αποφάσεις που δεν μας βρίσκουν πάντα σύμφωνους».
Η ανάκαμψη θα κριθεί από τη ρευστότητα που θα υπάρξει στην αγορά, επισημαίνει. «Εάν οι κυβερνήσεις μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και τους άλλους μηχανισμούς που έχουν στήσει καταφέρουν να καλύψουν τις απώλειες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας, τότε μπορούμε να ελπίζουμε. Εάν η ροή που όλοι επιθυμούμε βρει εμπόδια στις τράπεζες, τις κυβερνήσεις, τη γραφειοκρατία, τα μεγάλα συμφέροντα τότε θα απομακρυνθούμε ακόμη περισσότερο από την επανεκκίνηση», αναφέρει.
Ταυτόχρονα, θεωρεί πως «κάθε κρίση γεννά ευκαιρίες. Με την πανδημία πολλές γραφειοκρατικές λειτουργίες του κράτους έγιναν λιγότερο χρονοβόρες, μετατράπηκαν σε ηλεκτρονικές. Επίσης, πολλές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μεθόδους νέας τεχνολογίας, όπως τα e-shop, την τηλε-εργασία και πολλές νέα προγράμματα στην οργάνωση, την εμπορία και άλλα».
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 25-27 Δεκεμβρίου 2020.
H πιο δύσκολη, ανατρεπτική, περιπετειώδης και ζοφερή χρονιά επιτέλους... τελειώνει με τις ελπίδες όλων να στρέφονται στην επιτυχή εκκίνηση και ολοκλήρωση του εμβολιασμού που θα συμβάλλει στην πολυπόθητη ανοσία στον ιό αλλά και στην επανεκκίνηση της οικονομίας.
Το επιχειρείν πληγώθηκε, δοκιμάστηκε σκληρά, έδωσε τη μάχη του και πλέον προσβλέπει στην επόμενη μέρα. Οι δυσμενείς επιπτώσεις της πανδημίας δεν θα εξαφανιστούν μαγικά από τη μία στιγμή στην άλλη, παρά μόνο με τις κατάλληλες πολιτικές που θα δώσουν ώθηση στην πραγματική οικονομία.
H «ΜτΚ» δίνει το λόγο στους φορείς της αγοράς οι οποίοι επιχειρούν να σκιαγραφήσουν τη νέα χρονιά εκθέτοντας τους προβληματισμούς και τις προσδοκίες τους, την ώρα που το εφιαλτικό 2020 μας αποχαιρετά, αφήνοντας πίσω του μία οικονομία βυθισμένη στον υφεσιακό βάλτο.
«Αναγκαία η ενδυνάμωση της παραγωγικής βάσης»
«Το 2021 προσδοκούμε να είναι έτος αρχικά κάλυψης των απωλειών από δύο σχεδόν χρόνια μεγάλης κρίσης και ακολούθως έτος μικρής ανάκαμψης. Προς αυτή την κατεύθυνση συνηγορεί το γεγονός ότι το εμβόλιο για τον κορονοϊό είναι πλέον στη διάθεσή μας, άρα για μας έχει ξεκινήσει η αντίστροφη μέτρηση για την επανεκκίνηση της οικονομίας», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΣΒΕ, Αθανάσιος Σαββάκης.
Παράλληλα, πιστεύει ότι «με έναν μέσον όρο περίπου 3,2 δισ. ευρώ τα οποία θα διοχετευθούν στην Ελληνική οικονομία μέσω του Ταμείου Ανάκαμψης από το 2021 έως και το 2025, είναι βέβαιο ότι η χώρα μας μπορεί να ελπίζει στην επαναβιομηχάνιση μέσω της υλοποίησης παραγωγικών επενδύσεων».
Για να επιτευχθεί αυτό κρίνει αναγκαία «την άνοδο των επενδύσεων, και ειδικά των παραγωγικών επενδύσεων, η οποία πρέπει να γίνει πράξη με κίνητρα και ευελιξία στο περιβάλλον υλοποίησης, τη δημιουργία νέων και καλά αμειβόμενων θέσεων εργασίας, σε παραγωγικούς τομείς της οικονομίας την παροχή κινήτρων κάθε είδους, για την ανάπτυξη δράσεων καινοτομίας, μεταφοράς και υιοθέτησης νέων τεχνολογιών και την υιοθέτηση του μοντέλου της πράσινης ανάπτυξης και πράσινης οικονομίας, που ως χώρα και ως επιχειρήσεις έχουμε τη δυνατότητα να εισάγουμε στον στρατηγικό μας σχεδιασμό».
Η πανδημία κατέδειξε πως «η χώρα χρειάζεται να ενισχύσει άμεσα την παραγωγική της βάση, ούτως ώστε να θωρακισθεί από παρόμοιας έκτασης κρίσεις που ενδεχομένως θα εμφανισθούν στο μέλλον, η μεταποίηση θα πρέπει να εισφέρει από το σημερινό ισχνό 8% στη δημιουργία ΑΕΠ στο 12% σε βάθος πενταετίας».
Για τις προοπτικές της Θεσσαλονίκης σαν επενδυτικού προορισμού, τονίζει πως «το μεγάλο όφελος για την πόλη μας και την τοπική οικονομία είναι το γεγονός ότι οι επενδύσεις των Cisco, Pfizer και Deloitte στη Θεσσαλονίκη κάνουν ‘ορατή’ την πόλη μας στη διεθνή αγορά επενδύσεων. Αυτό σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες εταιρείες παγκόσμιας εμβέλειας με την παρουσία τους στη Θεσσαλονίκη ουσιαστικά κινητοποιούν το διεθνές ενδιαφέρον για επενδύσεις στην πόλη μας και στη Βόρεια Ελλάδα. Επειδή ακριβώς οι συγκεκριμένες επενδύσεις επικεντρώνονται στην ανάπτυξη καινοτομίας, ευελπιστώ ότι πράγματι η Θεσσαλονίκη, μπορεί να μετεξελιχθεί σε ‘Πόλη Καινοτομίας’, αφού, έτσι ή αλλιώς διαθέτει το κατάλληλο ανθρώπινο δυναμικό που μπορεί να κάνει πραγματικότητα το συγκεκριμένο όραμα».
«Αποκατάσταση της καταναλωτικής
εμπιστοσύνης και παραγωγικός μετασχηματισμός»
«Πιστεύω ότι το 2021 θα είναι χρονιά ανάκαμψης. Πολύ σύντομα αρχίζει το πρόγραμμα εμβολιασμών και αυτό θα μας δώσει τη δυνατότητα να ξεπεράσουμε την υγειονομική κρίση μέσα στο πρώτο εξάμηνο του 2021», επισημαίνει ο πρόεδρος του ΕΒΕΘ, Ιωάννης Μασούτης. «Η εισροή των ευρωπαϊκών κεφαλαίων μπορεί να ξαναβάλει τη χώρα μας σε αναπτυξιακή τροχιά, υπό την προϋπόθεση ότι θα υλοποιηθούν ώριμα σχέδια. Πρώτη προτεραιότητα όμως αυτή τη στιγμή έχουν τα μέτρα ενίσχυσης της ιδιωτικής κατανάλωσης και μέτρα στήριξης της ρευστότητας των επιχειρήσεων και της απασχόλησης», προσθέτει.
Ταυτόχρονα, θεωρεί ότι για την επάνοδο της αγοράς στην κανονικότητα απαιτείται και «η εμπιστοσύνη των επιχειρηματιών, των επενδυτών και των καταναλωτών στην κυβέρνηση». Εκτιμά ότι «μέχρι στιγμής η κυβέρνηση δείχνει αποφασιστικότητα και καλά ανακλαστικά, ενώ παράλληλα ‘ακούει’ τους φορείς εκπροσώπησης των παραγωγικών τάξεων στοιχεία που συμβάλουν στην εμπέδωση ενός κλίματος εμπιστοσύνης».
Για την επόμενη μέρα πιστεύει πως πρώτο μέλημα των κυβερνώντων μετά την άρση του lockdown είναι να δοθούν ισχυρά κίνητρα στις υφιστάμενες επιχειρήσεις για την επάνοδό τους στην κανονικότητα. «Αναφέρομαι τόσο σε κεφάλαια κινήσεως, όσο και σε κίνητρα για τον εκσυγχρονισμό τους και τη μετάβασή τους στα νέα δεδομένα που θέτει η 4η βιομηχανική επανάσταση».
Συνεχίζοντας, σημειώνει ότι «σημαντικό ρόλο για την επάνοδο της οικονομίας σε αναπτυξιακούς ρυθμούς θα διαδραματίσει η αποκατάσταση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και το πλήρες άνοιγμα των τουριστικών μονάδων που αμφότερα συναρτώνται άμεσα με το χρόνο κυκλοφορίας και την αποτελεσματικότητα του εμβολίου».
Κρίνει ως επιτακτική ανάγκη τον μετασχηματισμό του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας. Εξηγώντας το σκεπτικό του αναφέρει πως «το μοντέλο που ακολουθήσαμε μέχρι σήμερα στηρίχθηκε σε μικρές μονάδες παραγωγής. Πρέπει λοιπόν να δοθούν κίνητρα για συγχωνεύσεις, προκειμένου να μεγαλώσει το μέσο μέγεθος της επιχείρησης και να εξασφαλισθούν οικονομίες κλίμακας. Παράλληλα, χρειάζεται και μία προσαρμογή της ελληνικής οικονομίας στις σύγχρονες προκλήσεις που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση».
Υποστηρίζει ότι «η κρίση έδρασε καταλυτικά στη μετάβαση της ελληνικής οικονομίας στη ψηφιακή εποχή όπου υστερούσαμε σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Οι περισσότερες συναλλαγές με τον ευρύτερο δημόσιο τομέα που μέχρι πρότινος απαιτούσαν τη φυσική παρουσία του συναλλασσομένου γίνονται πλέον ηλεκτρονικά. Σημαντικό μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης διοχετεύθηκε στις διαδικτυακές πωλήσεις και αυτό υπογράμμισε την ανάγκη δημιουργίας ηλεκτρονικού καταστήματος από τις επιχειρήσεις. Έχουμε όμως ακόμη πολύ δρόμο να διανύσουμε».
Για τη Θεσσαλονίκη, που το τελευταίο διάστημα προσελκύει εμβληματικές επενδύσεις, τονίζει ότι «η πόλη έχει πολύ καλές προοπτικές ανάπτυξης και αυτό στηρίζεται στα συγκριτικά πλεονεκτήματά της. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η επιλογή της Θεσσαλονίκης για την εγκατάσταση πολυεθνικών παγκόσμιου βεληνεκούς. Αυτό μπορεί να προσελκύσει και άλλες μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και να αποτελέσει κίνητρο για να επανέλθουν οι νέοι που έφυγαν από τη χώρα μας τα χρόνια της κρίσης».
Στέκεται στην ανάγκη να προχωρήσουν «μία σειρά έργων υποδομής που βρίσκονται σε φάση έναρξης θα πρέπει να επιταχυνθούν για το καλό της τοπικής οικονομίας». Ενδεικτικά αναφέρεται στην αξιοποίηση του πρώην στρατοπέδου Γκόνου, που σε συνδυασμό με τα έργα στο λιμάνι θα καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη διαμετακομιστικό κέντρο, στην ανάπλαση του εκθεσιακού και συνεδριακού κέντρου, στα έργα επέκτασης του αεροδρομίου «Μακεδονία», στις συγκοινωνιακές παρεμβάσεις όπως η εξωτερική περιφερειακή οδός, το μετρό και οι επεκτάσεις του, αλλά και σε μικρότερα έργα όπως το μουσείο ολοκαυτώματος και οι αναπλάσεις στην πλ. Ελευθερίας και την αγορά Μοδιάνο.
Καταλήγοντας, θεωρεί ότι καίριο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει «η στήριξη πρωτοβουλιών όπως η ThessINTEC και η Αλεξάνδρεια Ζώνη Καινοτομίας που μπορούν να καταστήσουν τη Θεσσαλονίκη νησίδα καινοτομίας στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης».
«Η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις με επίκεντρο την εξωστρέφεια»
«Αναμφίβολα τα χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης θα δώσουν σημαντική βοήθεια στην ελληνική οικονομία και γι’ αυτόν τον λόγο στον ΣΕΒΕ έχουμε τονίσει ότι η ορθή διαχείριση ενός τέτοιου ποσού δύναται να αλλάξει τον ρου της σύγχρονης οικονομικής ιστορίας μας. Με αυτό το δεδομένο το 2021 πρέπει να αποτελέσει την χρονιά της ανάκαμψης, ωστόσο υπάρχει ένας αστάθμητος παράγοντας που μας αποτρέπει από το να κάνουμε προβλέψεις αυτή τη στιγμή», σημειώνει ο πρόεδρος του ΣΕΒΕ, Γιώργος Κωνσταντόπουλος. «Ελπίζουμε ότι το 2021 θα καταγραφεί στην ιστορία ως το έτος που νικήσαμε τον COVID-19 και η ελληνική οικονομία ανέκαμψε. Για να γίνει πράξη αυτό όμως πρέπει με το πέρας της πανδημίας να μειωθεί στο ελάχιστο η αβεβαιότητα και να επανακτηθεί η εμπιστοσύνη», προσθέτει.
«Τη στιγμή που οι περισσότεροι κλάδοι δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν, οι εξαγωγείς απέδειξαν για μία ακόμη φορά ότι μπορούν να αποτελέσουν τον βασικό πυλώνα της οικονομίας. Να υπενθυμίσω ότι στο διάστημα Ιανουάριος-Οκτώβριος 2020 οι ελληνικές εξαγωγές άνευ πετρελαιοειδών αυξήθηκαν κατά 1,8% συγκριτικά με το 2019. Επομένως, είναι εμφανές ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας απαιτεί στοχευμένες παρεμβάσεις με επίκεντρο την εξωστρέφεια των επιχειρήσεων», επισημαίνει.
Παράλληλα, τονίζει ότι «αν πρέπει να πάρουμε ένα μάθημα από αυτήν την περίοδο, είναι ότι οι παραγωγικές και εξαγωγικές επιχειρήσεις είναι αυτές που θα διασφαλίσουν την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας μακροπρόθεσμα καθώς βοηθούν στην ενίσχυση της απασχόλησης, καινοτομούν, επενδύουν στην έρευνα και ανάπτυξη, υιοθετούν νέες τεχνολογίες και ενισχύουν την εικόνα της Ελλάδας διεθνώς».
Για τις αναπτυξιακές προοπτικές της Θεσσαλονίκης, υπογραμμίζει πως «οι επενδύσεις της Pfizer και της Cisco είναι μόνο η αρχή και στο μέλλον θα δούμε πολλές επιχειρήσεις παγκόσμιου βεληνεκούς να επενδύουν στην πόλη. Αυτό είναι το αποτέλεσμα όταν λειτουργεί ο τριπλός έλικας της καινοτομίας, δηλαδή η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων, ακαδημαϊκής κοινότητας και πολιτείας. Φυσικά, είμαστε ακόμη στην αρχή και απέχουμε πολύ από το να θεωρούμαστε νησίδα καινοτομίας, αλλά είμαστε σίγουρα προς τη σωστή κατεύθυνση».
«Η ρευστότητα
κρίνει την ανάκαμψη»
«Ελπίζω να είναι χρονιά ανάκαμψης και κάλυψης των απωλειών. Αλλά εκτιμήσεις δεν μπορώ να κάνω, καθώς όλα στην εποχή που ζούμε είναι απρόβλεπτα. Θα ήθελα να πιστεύω ότι με το εμβόλιο θα υπάρξει μία αποκλιμάκωση και μία αίσθηση κανονικότητας που θα μας επιτρέψει, θα μας δώσει σιγά-σιγά την ηρεμία να επιστρέψουμε στις ζωές μας. Και στις επιχειρήσεις να κάνουν δουλειές αλλά και στους καταναλωτές να επιστρέψουν στη συνήθειες τους», σημειώνει ο πρόεδρος του ΕΕΘ, Μιχάλης Ζορπίδης.
Προσθέτει ωστόσο πως «κάποια πράγματα που προηγήθηκαν δεν μας επιτρέπουν να είμαστε αισιόδοξοι. Οι αποφάσεις για το ποια καταστήματα θα μείνουν ανοικτά και ποια κλειστά, οι απαγορεύσεις που μπήκαν στην εστίαση και το λιανεμπόριο, τα περιθώρια που δόθηκαν στα σούπερ μάρκετ και τις μεγάλες αλυσίδες είναι αποφάσεις που δεν μας βρίσκουν πάντα σύμφωνους».
Η ανάκαμψη θα κριθεί από τη ρευστότητα που θα υπάρξει στην αγορά, επισημαίνει. «Εάν οι κυβερνήσεις μέσα από το Ταμείο Ανάκαμψης και τους άλλους μηχανισμούς που έχουν στήσει καταφέρουν να καλύψουν τις απώλειες που έχουν δημιουργηθεί λόγω της πανδημίας, τότε μπορούμε να ελπίζουμε. Εάν η ροή που όλοι επιθυμούμε βρει εμπόδια στις τράπεζες, τις κυβερνήσεις, τη γραφειοκρατία, τα μεγάλα συμφέροντα τότε θα απομακρυνθούμε ακόμη περισσότερο από την επανεκκίνηση», αναφέρει.
Ταυτόχρονα, θεωρεί πως «κάθε κρίση γεννά ευκαιρίες. Με την πανδημία πολλές γραφειοκρατικές λειτουργίες του κράτους έγιναν λιγότερο χρονοβόρες, μετατράπηκαν σε ηλεκτρονικές. Επίσης, πολλές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν μεθόδους νέας τεχνολογίας, όπως τα e-shop, την τηλε-εργασία και πολλές νέα προγράμματα στην οργάνωση, την εμπορία και άλλα».
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 25-27 Δεκεμβρίου 2020.
ΣΧΟΛΙΑ