Το ευρωπαϊκό δικαστήριο απέρριψε την αγωγή των μικροομολογιούχων για τις ζημιές που υπέστησαν με το PSI το 2012
06/07/2023 21:28
06/07/2023 21:28
Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε την αγωγή των μικροομολογιούχων για τη ζημία που υπέστησαν το 2012, με εξωσυμβατική ευθύνη της Ε.Ε. κατά την άποψη των εναγόντων, με το «κούρεμα» που υπέστησαν μετά την αποδοχή από την τότε ελληνική συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ του σχεδίου PSI που προέβλεπε αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Με την σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ απορρίπτει όλους τους λόγους αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, την αναίρεση στο σύνολό της. Πιο συγκεκριμένα, απορρίπτει τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο ως αβάσιμους, τον τρίτο λόγο ως άκυρο και τον πέμπτο λόγο ως απαράδεκτο, αναφέρεται στην ανακοίνωση του δικαστηρίου και ακολούθως συνοψίζεται το σκεπτικό των δικαστών:
«ΔΕΕ: Απόφαση στην υπόθεση C-7/22 P RQ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής
«Αναίρεση, αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης»
Ενόψει της οικονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), αφενός, και η Ελλάδα, αφετέρου, σύναψαν στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων τα οποία κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες.
Κατά το ίδιο διάστημα, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5 % της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]. Με δήλωση της 21ης Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωομάδα προσδοκούσε σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην εν λόγω οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων.
Οι ενάγοντες στην υπόθεση Τ-147/17 Αναστασόπουλος κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ενώπιον του Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων και μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο του PSI και της διαδικασίας βάσει των «ρητρών συλλογικής δράσης» (CAC), διά της οποίας κατέστη υποχρεωτική η ανταλλαγή τίτλων για τους εμπλεκόμενους ιδιώτες επενδυτές, βάσει του ελληνικού νόμου 4050/2012, αφού είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής. Mε την αγωγή τους, ζήτησαν να αποκατασταθεί η ζημία που φέρεται να υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής κρατικών χρεογράφων λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων της Ευρωομάδας (Eurogroup), του Προέδρου της, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και της Επιτροπής.
Με την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2021, το ΓΔΕΕ απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης. Για την εκτίμηση του ενδεχόμενου καταλογισμού των επίδικων μέτρων στην Ένωση, το ΓΔΕΕ επικαλέστηκε την απόφαση του ΔΕΕ, της 20ης Δεκεμβρίου 2020, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-597/18 P Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C-598/18 P Συμβούλιο κατά Μπουρδούβαλλη κ.λπ., C-603/18 P, C-604/18 P (βλ. το σχετικό Ανακοινωθέν Τύπου 160/20).
To ΓΔΕΕ υπενθύμισε ότι η Ευρωομάδα λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού επιπέδου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ. Έτσι, οι δηλώσεις της Ευρωομάδας δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα το ΓΔΕΕ να μην έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, με σκοπό την εκτίμηση της ανάληψης πιθανής εξωσυμβατικής ευθύνης. Παρομοίως, κατέληξε ότι λόγω του διακυβερνητικού της χαρακτήρα η κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ στη σύνοδο κορυφής της ζώνης για το ευρώ (Euro summit) δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, έκρινε ότι ούτε στην Επιτροπή μπορούν να καταλογισθούν οι επίμαχες πράξεις.
Τέλος, η ζημία την οποία προέβαλαν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων), πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση.
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η RQ, ως κάτοχος ελληνικών χρεογράφων που συμμετείχε στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους μέσω του PSI αφού αρνήθηκε την πρόταση ανταλλαγής των τίτλων της, άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του ΓΔΕΕ. Πρώτον, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το ΓΔΕΕ παραμόρφωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής όσον αφορά τη ζημιογόνο πράξη. Δεύτερον, ισχυρίστηκε ότι το ΓΔΕΕ υπέπεσε στα εξής νομικά σφάλματα:
Πρώτον, όσον αφορά την ευθύνη της Ένωσης για παράνομη συμπεριφορά, το ΓΔΕΕ δεν έλαβε υπόψη τις αρχές του κράτους δικαίου και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κρίνοντας ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις της Ευρωομάδας δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης από αδικοπραξία. Το ΓΔΕΕ παραβίασε επίσης την αρχή της ίσης μεταχείρισης κρίνοντας ότι η απλή απόκτηση ομολόγων, τα οποία στη συνέχεια προεξοφλήθηκαν, από φυσικά και νομικά πρόσωπα, αρκεί για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται σε όμοια ή συγκρίσιμη κατάσταση κατά την έννοια της νομολογίας.
Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι το ΓΔΕΕ υπέπεσε σε νομικά σφάλματα όσον αφορά την ευθύνη άνευ πταίσματος. Πρώτον, κατά την αναιρεσείουσα, το ΓΔΕΕ κακώς απέκλεισε την ύπαρξη ευθύνης άνευ πταίσματος. Δεύτερον, το ΓΔΕΕ υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμηση του «ασυνήθιστου» χαρακτήρα της ζημίας.
Με την σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ απορρίπτει όλους τους λόγους αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, την αναίρεση στο σύνολό της. Πιο συγκεκριμένα, απορρίπτει τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο ως αβάσιμους, τον τρίτο λόγο ως άκυρο και τον πέμπτο λόγο ως απαράδεκτο».
23/06/2023 12:50
Το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέρριψε την αγωγή των μικροομολογιούχων για τη ζημία που υπέστησαν το 2012, με εξωσυμβατική ευθύνη της Ε.Ε. κατά την άποψη των εναγόντων, με το «κούρεμα» που υπέστησαν μετά την αποδοχή από την τότε ελληνική συγκυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ του σχεδίου PSI που προέβλεπε αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Με την σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ απορρίπτει όλους τους λόγους αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, την αναίρεση στο σύνολό της. Πιο συγκεκριμένα, απορρίπτει τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο ως αβάσιμους, τον τρίτο λόγο ως άκυρο και τον πέμπτο λόγο ως απαράδεκτο, αναφέρεται στην ανακοίνωση του δικαστηρίου και ακολούθως συνοψίζεται το σκεπτικό των δικαστών:
«ΔΕΕ: Απόφαση στην υπόθεση C-7/22 P RQ κατά Συμβουλίου και Επιτροπής
«Αναίρεση, αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους, εξωσυμβατική ευθύνη της Ένωσης»
Ενόψει της οικονομικής κρίσης και του κινδύνου χρεοκοπίας της Ελλάδας, η Eυρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες των κρατών μελών της ζώνης του ευρώ (Ευρωσύστημα), αφενός, και η Ελλάδα, αφετέρου, σύναψαν στις 15 Φεβρουαρίου 2012 συμφωνία για την ανταλλαγή των ελληνικών χρεογράφων τα οποία κατείχαν η ΕΚΤ και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες με νέα χρεόγραφα, με ίδια ονομαστική αξία, επιτόκιο, ημερομηνίες καταβολής τόκων και αποπληρωμής, αλλά με διαφορετικούς αριθμούς σειράς και διαφορετικές ημερομηνίες.
Κατά το ίδιο διάστημα, οι ελληνικές αρχές και ο ιδιωτικός τομέας συμφώνησαν σε οικειοθελή ανταλλαγή και μείωση κατά 53,5 % της αξίας των χρεογράφων τα οποία κατείχαν οι ιδιώτες πιστωτές [Private Sector Involvement (PSI)]. Με δήλωση της 21ης Φεβρουαρίου 2012, η Ευρωομάδα προσδοκούσε σημαντική συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών στην εν λόγω οικειοθελή ανταλλαγή χρεογράφων.
Οι ενάγοντες στην υπόθεση Τ-147/17 Αναστασόπουλος κ.λπ. κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, ενώπιον του Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήταν κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων και μετείχαν στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημοσίου χρέους στο πλαίσιο του PSI και της διαδικασίας βάσει των «ρητρών συλλογικής δράσης» (CAC), διά της οποίας κατέστη υποχρεωτική η ανταλλαγή τίτλων για τους εμπλεκόμενους ιδιώτες επενδυτές, βάσει του ελληνικού νόμου 4050/2012, αφού είχαν απορρίψει την προσφορά οικειοθελούς ανταλλαγής. Mε την αγωγή τους, ζήτησαν να αποκατασταθεί η ζημία που φέρεται να υπέστησαν ως αποτέλεσμα της εφαρμογής υποχρεωτικής ανταλλαγής κρατικών χρεογράφων λόγω συμπεριφοράς ή πράξεων της Ευρωομάδας (Eurogroup), του Προέδρου της, των αρχηγών κρατών ή κυβερνήσεων της ευρωζώνης και της Επιτροπής.
Με την απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2021, το ΓΔΕΕ απέρριψε την αγωγή αποζημίωσης. Για την εκτίμηση του ενδεχόμενου καταλογισμού των επίδικων μέτρων στην Ένωση, το ΓΔΕΕ επικαλέστηκε την απόφαση του ΔΕΕ, της 20ης Δεκεμβρίου 2020, στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-597/18 P Συμβούλιο κατά K. Chrysostomides & Co. κ.λπ., C-598/18 P Συμβούλιο κατά Μπουρδούβαλλη κ.λπ., C-603/18 P, C-604/18 P (βλ. το σχετικό Ανακοινωθέν Τύπου 160/20).
To ΓΔΕΕ υπενθύμισε ότι η Ευρωομάδα λειτουργεί ως σύνδεσμος μεταξύ του εθνικού και του ενωσιακού επιπέδου για τον συντονισμό των οικονομικών πολιτικών των κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ. Έτσι, οι δηλώσεις της Ευρωομάδας δεν μπορούν να καταλογιστούν στην Ένωση, με αποτέλεσμα το ΓΔΕΕ να μην έχει δικαιοδοσία να αποφανθεί επί της τη νομιμότητάς τους, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο αγωγής αποζημίωσης, με σκοπό την εκτίμηση της ανάληψης πιθανής εξωσυμβατικής ευθύνης. Παρομοίως, κατέληξε ότι λόγω του διακυβερνητικού της χαρακτήρα η κοινή δήλωση των αρχηγών κρατών μελών με νόμισμα το ευρώ στη σύνοδο κορυφής της ζώνης για το ευρώ (Euro summit) δεν εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης. Επιπλέον, έκρινε ότι ούτε στην Επιτροπή μπορούν να καταλογισθούν οι επίμαχες πράξεις.
Τέλος, η ζημία την οποία προέβαλαν οι ενάγοντες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων), πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση.
Στις 4 Ιανουαρίου 2022, η RQ, ως κάτοχος ελληνικών χρεογράφων που συμμετείχε στην αναδιάρθρωση του ελληνικού δημόσιου χρέους μέσω του PSI αφού αρνήθηκε την πρόταση ανταλλαγής των τίτλων της, άσκησε αναίρεση κατά της απόφασης του ΓΔΕΕ. Πρώτον, η αναιρεσείουσα ισχυρίστηκε ότι το ΓΔΕΕ παραμόρφωσε το περιεχόμενο του δικογράφου της αγωγής όσον αφορά τη ζημιογόνο πράξη. Δεύτερον, ισχυρίστηκε ότι το ΓΔΕΕ υπέπεσε στα εξής νομικά σφάλματα:
Πρώτον, όσον αφορά την ευθύνη της Ένωσης για παράνομη συμπεριφορά, το ΓΔΕΕ δεν έλαβε υπόψη τις αρχές του κράτους δικαίου και τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, κρίνοντας ότι οι πράξεις και οι παραλείψεις της Ευρωομάδας δεν μπορούσαν σε καμία περίπτωση να θεμελιώσουν ευθύνη της Ένωσης από αδικοπραξία. Το ΓΔΕΕ παραβίασε επίσης την αρχή της ίσης μεταχείρισης κρίνοντας ότι η απλή απόκτηση ομολόγων, τα οποία στη συνέχεια προεξοφλήθηκαν, από φυσικά και νομικά πρόσωπα, αρκεί για να θεωρηθεί ότι τα πρόσωπα αυτά βρίσκονται σε όμοια ή συγκρίσιμη κατάσταση κατά την έννοια της νομολογίας.
Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι το ΓΔΕΕ υπέπεσε σε νομικά σφάλματα όσον αφορά την ευθύνη άνευ πταίσματος. Πρώτον, κατά την αναιρεσείουσα, το ΓΔΕΕ κακώς απέκλεισε την ύπαρξη ευθύνης άνευ πταίσματος. Δεύτερον, το ΓΔΕΕ υπέπεσε σε νομική πλάνη κατά την εκτίμηση του «ασυνήθιστου» χαρακτήρα της ζημίας.
Με την σημερινή του απόφαση, το ΔΕΕ απορρίπτει όλους τους λόγους αναιρέσεως και, ως εκ τούτου, την αναίρεση στο σύνολό της. Πιο συγκεκριμένα, απορρίπτει τον πρώτο, δεύτερο και τέταρτο λόγο ως αβάσιμους, τον τρίτο λόγο ως άκυρο και τον πέμπτο λόγο ως απαράδεκτο».
ΣΧΟΛΙΑ