ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Το καθαρό μέτωπο της Θεσσαλονίκης

Το παραθαλάσσιο τείχος, κατά μήκος της σημερινής οδού Μητροπόλεως, με κάμψη στο σημείο του Λευκού Πύργου, κτίστηκε ακριβώς πάνω στο σημείο της ακρογιαλιάς, ώστε να μην αφήνει ξέρα για προσέγγιση και αγκίστρωση των όποιων επίβουλων κατακτητών 

 17/03/2022 07:00

Το καθαρό μέτωπο της Θεσσαλονίκης

Βασίλης Κεχαγιάς

Μπορεί αυτός ο αμφιβόλου -τι αμφιβόλου, απολύτως καταρρακωμένης- ηθικής Κάσσανδρος (γαμπρός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ) να σχεδίασε και να πολεοδόμησε τη Θεσσαλονίκη, διαβλέποντας μία δυνατότητα ισχυρού και προστατευμένου λιμένος (κάπου στην περιοχή Καλοχωρίου), ωστόσο τα αβαθή ύδατα της περιοχής και το λασπώδες του πυθμένος δυσκόλεψαν τη σχετική εκμετάλλευση. Γότθοι, με επανειλημμένες επιδρομές κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα έθεσαν σε δοκιμασία τα τότε τείχη της και αυτά άντεξαν. Έπρεπε να έλθει ο Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός, στην πρώτη εκδοχή της ρωμαϊκής τετραρχίας, ώστε να εμπλουτισθεί και το εσωτερικό της πόλης με έργα μεγαλειώδη, ανθεκτικά στο χρόνο, που θα την έφερναν σε πρωταγωνιστικό και όχι απλώς αμυντικό ρόλο. Λίγο αργότερα, το 322 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος ο Μέγας κατασκεύαζε το πρώτο τεχνητό λιμάνι, κάτι που θα αναδείκνυε τις εμπορικές δυνατότητες της πόλης, στο βαθμό που τις συνέλαβε ο Κάσσανδρος. Το λιμάνι αυτό, πρώτη δημιουργική παρέμβαση στο θαλάσσιο μέτωπό της, θα πρέπει να το φανταστούμε εκτεινόμενο μεταξύ του παλιού Δελασάλ, κάπου στην οδό Φράγκων, και της οδού Κατούνη, με τον κυματοθραύστη (Τσερέμπουλον, όπως ονομαζόταν) στο ύψος των Δικαστηρίων.

Όταν, στα 379, αναγορεύεται αυτοκράτορας της Ανατολής ο Θεοδόσιος, αντιλαμβάνεται την ανάγκη οχυρωματικής ενίσχυσης της Θεσσαλονίκης, ώστε να υπερασπίσει με αξιοπιστία τη χαρισματική θέση της. Είναι τότε που τα τείχη αποκτούν τη σημερινή τους έκταση και μορφή, ενώ η μέριμνα του Θεοδόσιου για τη σχετική οικοδόμηση τον φέρνουν διαμένοντα στη Θεσσαλονίκη από τον Ιούνιο του 379 ως τον Νοέμβριο του 380. Αναθέτει στον περσικής καταγωγής Ορμίσδα να εκτελέσει το έργο από το 380 έως το 448, να ενισχύσει τα υποτυπώδη παραλιακά και να τα προδώσει, με ανακατασκευαστικές εξαιρέσεις, την τρέχουσα εικόνα τους. Σε κάποιο σημείο, πάνω από το νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος», μία επιγραφή διαιωνίζει την κατασκευή τους: «Τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσεν τήνδε πόλιν...» (Με αδιάρρηκτα τείχη περιτριγύρισε αυτήν την πόλιν ο Ορμίσδας).

Το παραθαλάσσιο τείχος, κατά μήκος της σημερινής οδού Μητροπόλεως, με κάμψη στο σημείο του Λευκού Πύργου, κτίστηκε ακριβώς πάνω στο σημείο της ακρογιαλιάς, ώστε να μην αφήνει ξέρα για προσέγγιση και αγκίστρωση των όποιων επίβουλων κατακτητών, όπως αποδείχθηκε από την επιδρομή των Σαρακηνών το 904. Το τείχος τούτο, «πρόσγειον και χθαμαλώτατον», το ονομάζει ο βυζαντινός Καμινιάτης, δηλαδή μαντρότοιχο με σημερινούς όρους, έδινε ευκαιρία εύκολης προσπέλασης στους πολιορκητές, καθώς «μηδενός κωλύοντος αυτούς υπεράνω της οικοδόμηση γενέσθαι του τείχους» και «από μετεώρου δύνασθαι τους εν ταις επάλξεσιν όντας κατατιτρώσκειν», δηλαδή σχεδόν τα προσαραγμένα καράβια έφθαναν στο ύψος του, κάτι που αρκετά άκοπα έριξε τη Θεσσαλονίκη στα χέρια των πειρατών, που τρομοκρατούσαν όλο το Αιγαίο εκείνα τα χρόνια.

Το τείχος αυτό ενισχυόταν από τρεις μεγάλους πύργους στα πλέον επίκαιρα σημεία του.

Πρώτον, στο ανατολικό άκρο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Από την άλλη, στο δυτικό άκρο, βρισκόταν ο Πύργος της Αποβάθρας ή ο επί τουρκοκρατίας ονομαζόμενος Τοπ Χανές και τέλος, στο νοτιοδυτικό άκρο, το αποκαλούμενο Φρούριο του Βαρδαρίου, με τρεις πύλες: Μία προς την ύπαιθρο, μία προς τον φραγκομαχαλά και μία προς το λιμάνι και το Τσερέμπουλον ή Τζερέμπουλον, όπως το ονομάζει ο Καμινιάτης, αλλά και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (καταγραφείς αμφότεροι των αλώσεων της πόλης) και μάλλον αναφέρονται σε ένα σημείο συγκέντρωσης των λυμάτων, δίπλα στο λιμένα του Κωνσταντίνου.

thessaloniki2.jpeg

Μαρτυρίες λογοτεχνών

Όσο και να αντάλλαξαν κείμενα προπηλακισμού μεταξύ τους ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τον Γιώργο Ιωάννου, η αγάπη για τη μελέτη των χωμάτων όπου πάτησαν, των μνημείων και των ανθρώπων που παράχωσαν, τους οδήγησε στα μονοπάτια της ιστορίας, αλλά και στην καρδιά των ανθρώπων που εντρύφησαν στα χαρισματικά κείμενά τους. Από την οικοδόμηση των τειχών και τον Ορμίσδα, ο Χριστιανόπουλος εμπνεύστηκε μια διαχρονική ποιητική διατύπωση: «Με τείχη απόρθητα οχύρωσε αυτήν την πόλη / ο Ορμίσδας, έχοντας τα χέρια καθαρά / Με συγκινεί αυτή η λεπτομέρεια / Όλοι, αρχίζοντας από τον Φειδία, έτρωγαν / και μόνον αυτός ο Ορμίσδας βρέθηκε / να ’χει τα χέρια καθαρά / Ας τον πιστέψουμε / Αλλιώς θα τρελαθούμε βλέποντας τόση ρεμούλα / Τόση ρεμούλα μέσα σε χιλιάδες χρόνια». Το ποίημα του Χριστιανόπουλου βασίζεται στη συνέχεια της επιτείχιας επιγραφής, η οποία μας πληροφορεί για τα «καθαρά χέρια του Ορμίσδα.

Αλλά κι ο άσπονδος φίλος του ποιητή, ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, στο κείμενο του «Με τα σημάδια της επάνω μου», όπου η χαρτογράφηση της Θεσσαλονίκης ταυτίζεται με αυτήν του σώματός του, περνώντας και από τα παραθαλάσσια τείχη, δανειζόμενος το λόγο του έγκριτου ιστορικού Απόστολου Βακαλόπουλου: «Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί στις αρχές του περασμένου ακόμη αιώνα σώζονταν μέσα σε αποθήκες των τειχών της ακρόπολης κι έπειτα μέσα στο Μπαρούτ Χανέ (Πύργο της Πυρίτιδας, όπου άλλοτε η Εφορεία Υλικού Πολέμου), μέσα σε κάλτσες τα βέλη των υπερασπιστών, πολύ κοντά, και με σκοροφαγωμένα τα φτερά τους;». Και συνεχίζει λίγο παρακάτω ο Ιωάννου, σχολιάζοντας: «Πάντως, για να χτιστούν τα δικαστήρια αυτά έριξαν τη μάντρα της Παλιάς Εφορίας Υλικού Πολέμου, όπου ο Μπαρούτ Χανές, που αναφέραμε, και όπου μέχρι πρότινος φυλάγονταν στον απέραντο περίβολο του κόσμου τα άχρηστα και σκουριασμένα μηχανήματα από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και αποκαλύφθηκαν εκεί τείχη ωραιότατα, ταπεινά και θαλασσινά, αγέρωχα, όχι σαν εκείνα των υψωμάτων, που δεν τα γνωρίζαμε ούτε εμείς οι λάτρεις».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη Θεσσαλονίκη σε ρόλο άτυπης πρωτεύουσας της ανανεούμενης και ευρωπαϊκής στροφής της οθωμανικής αυτοκρατορίας (μετά το Τανζιμάτ), τα παραλιακά τείχη κατεδαφίζονται προς ανάδειξη ενός νέου και ευχάριστου παραλιακού μετώπου. Είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστη και ενδιαφέρουσα η περιγραφή του Γάλλου αρχαιολόγου αββά Ντουσέσν: «Κατά την άφιξη μας στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο του 1864, κατεδάφιζαν τα τείχη της κάτω πόλεως και κατασκεύαζαν προκυμαία, σε όλο το πλάτος, μεταξύ του δυτικού πύργου και του πύργου Κανλή Κουλέ. Ένα μεγάλο μέρος της προκυμαίας αυτής είχε ήδη τελειώσει και το τμήμα των τειχών κατά μήκος της θάλασσας είχε εξαφανιστεί. Τα συντρίμμια των γκρεμισμένων τοίχων, τα κάθε είδους μνημεία που είχαν κάποτε χρησιμοποιηθεί για την ανακατασκευή των πυλών της κάτω πόλεως, αμέσως χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της καινούριας προκυμαίας».

Μετά την πυρκαγιά

Και κάπως έτσι κύλαγαν τα πράγματα στα χρόνια, με μερικές μικρές «παραλείψεις». Ας πούμε, το γεγονός ότι το αδύναμο τείχος της θάλασσας άφησε πίσω του τους φτωχούς και αναλώσιμους σε κάθε επιδρομή, που δεν ήταν λίγες στη δίνη των αιώνων. Έτσι, το ανοιχτό και χωρίς φερετζέ υπέροχο πρόσωπο της Θεσσαλονίκης το γεύονταν οι παράγκες που υποδύονταν τα μαγαζιά και τα παραπήγματα των κατώτερων στρωμάτων του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Θαρρείς και μια προκατειλημμένη μοίρα ήθελε μία άλλη μοιρασιά της νέας πόλης και παρενέβη δια χειρός πυρκαγιάς, τον Αύγουστο του 1917. Είχε παρουσιαστεί μοναδική ευκαιρία για σκανδαλώδεις ανακατανομές, οι οποίες με πολιτικές και οικοπεδοφαγικές παρεμβάσεις αλλοίωσαν τον εκπληκτικής εμπνεύσεως σχεδιασμό του πολεοδόμου Ερνέστου Εμπράρ. Ευτυχώς, έμεινε η πλατεία Αριστοτέλους, μια από τις ωραιότερες της Ευρώπης να εμβληματίζει την παραλία της Θεσσαλονίκης και να απαιτεί, όπως το απαιτεί κι ο ποιητής το κοίταγμά της από το καράβι. Θα έπρεπε να φανταστεί κάποιος την περιοχή ως τον Λευκό Πύργο διαμορφωμένη στο πρότυπο μιας σύγχρονης Βενετίάς ή ακόμη καλύτερα της Νίκαιας, της οποίας ο Εμπράρ υπήρξε πολεοδόμου.

Μία πόλη που θα μπορούσε, μέσω του ευρωπαϊκού εκλεκτικισμού, σα φόρεμα που της ταίριαζε, να συνεχίζει αρχιτεκτονικά, και σε όλη την παράλια έκτασή την αστική παράδοση της αρχοντιάς. Με διευρυμένο πλέον την ανατολική πλευρά του θαλάσσιου μετώπου της -ίσως το ευρύτερο σε ευρωπαϊκό άστυ, με μόνη ανταγωνίστρια τη Βαρκελώνη- οι αισθητικές παρεμβάσεις (αξιοπρεπείς στις νεοπαραλιακές εκδοχές τους) θα αποτελούσαν ένα φυσικό λίφτινγκ σε μια ώριμη ομορφιά. Τα θαύματα και οι επιθυμίες άρχισαν να ματαιώνονται από ένα ξενοδοχείο: αυτό κάπου στη θέση του σημερινού «City», με τους βλάχους Τορνιβουκαίους να παραβιάζουν πρώτοι, δια πολιτικής συναλλαγής, τη ζώνη πρασίνου κάτω από την οδό Μητροπόλεως, όπως την προέβλεπε το «σχέδιο Εμπράρ». Κι η καταστροφή του θαλάσσιου μετώπου ολοκληρώθηκε με ένα ξενοδοχείο: αυτό του «Μακεδονία Παλάς», που η φαεινή ιδέα της χούντας το έκανε βιαστή της αισθητικής της Νέας παραλίας.

Φωτογραφίες

Επιμέλεια: ομάδα «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης» https://www.facebook.com/groups/oldthessaloniki

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στς 13.03.2022

Μπορεί αυτός ο αμφιβόλου -τι αμφιβόλου, απολύτως καταρρακωμένης- ηθικής Κάσσανδρος (γαμπρός του Μεγάλου Αλεξάνδρου ) να σχεδίασε και να πολεοδόμησε τη Θεσσαλονίκη, διαβλέποντας μία δυνατότητα ισχυρού και προστατευμένου λιμένος (κάπου στην περιοχή Καλοχωρίου), ωστόσο τα αβαθή ύδατα της περιοχής και το λασπώδες του πυθμένος δυσκόλεψαν τη σχετική εκμετάλλευση. Γότθοι, με επανειλημμένες επιδρομές κατά τον 3ο μ.Χ. αιώνα έθεσαν σε δοκιμασία τα τότε τείχη της και αυτά άντεξαν. Έπρεπε να έλθει ο Γαλέριος Βαλέριος Μαξιμιανός, στην πρώτη εκδοχή της ρωμαϊκής τετραρχίας, ώστε να εμπλουτισθεί και το εσωτερικό της πόλης με έργα μεγαλειώδη, ανθεκτικά στο χρόνο, που θα την έφερναν σε πρωταγωνιστικό και όχι απλώς αμυντικό ρόλο. Λίγο αργότερα, το 322 μ.Χ., ο Κωνσταντίνος ο Μέγας κατασκεύαζε το πρώτο τεχνητό λιμάνι, κάτι που θα αναδείκνυε τις εμπορικές δυνατότητες της πόλης, στο βαθμό που τις συνέλαβε ο Κάσσανδρος. Το λιμάνι αυτό, πρώτη δημιουργική παρέμβαση στο θαλάσσιο μέτωπό της, θα πρέπει να το φανταστούμε εκτεινόμενο μεταξύ του παλιού Δελασάλ, κάπου στην οδό Φράγκων, και της οδού Κατούνη, με τον κυματοθραύστη (Τσερέμπουλον, όπως ονομαζόταν) στο ύψος των Δικαστηρίων.

Όταν, στα 379, αναγορεύεται αυτοκράτορας της Ανατολής ο Θεοδόσιος, αντιλαμβάνεται την ανάγκη οχυρωματικής ενίσχυσης της Θεσσαλονίκης, ώστε να υπερασπίσει με αξιοπιστία τη χαρισματική θέση της. Είναι τότε που τα τείχη αποκτούν τη σημερινή τους έκταση και μορφή, ενώ η μέριμνα του Θεοδόσιου για τη σχετική οικοδόμηση τον φέρνουν διαμένοντα στη Θεσσαλονίκη από τον Ιούνιο του 379 ως τον Νοέμβριο του 380. Αναθέτει στον περσικής καταγωγής Ορμίσδα να εκτελέσει το έργο από το 380 έως το 448, να ενισχύσει τα υποτυπώδη παραλιακά και να τα προδώσει, με ανακατασκευαστικές εξαιρέσεις, την τρέχουσα εικόνα τους. Σε κάποιο σημείο, πάνω από το νοσοκομείο «Άγιος Δημήτριος», μία επιγραφή διαιωνίζει την κατασκευή τους: «Τείχεσιν αρρήκτοις Ορμίσδας εξετέλεσεν τήνδε πόλιν...» (Με αδιάρρηκτα τείχη περιτριγύρισε αυτήν την πόλιν ο Ορμίσδας).

Το παραθαλάσσιο τείχος, κατά μήκος της σημερινής οδού Μητροπόλεως, με κάμψη στο σημείο του Λευκού Πύργου, κτίστηκε ακριβώς πάνω στο σημείο της ακρογιαλιάς, ώστε να μην αφήνει ξέρα για προσέγγιση και αγκίστρωση των όποιων επίβουλων κατακτητών, όπως αποδείχθηκε από την επιδρομή των Σαρακηνών το 904. Το τείχος τούτο, «πρόσγειον και χθαμαλώτατον», το ονομάζει ο βυζαντινός Καμινιάτης, δηλαδή μαντρότοιχο με σημερινούς όρους, έδινε ευκαιρία εύκολης προσπέλασης στους πολιορκητές, καθώς «μηδενός κωλύοντος αυτούς υπεράνω της οικοδόμηση γενέσθαι του τείχους» και «από μετεώρου δύνασθαι τους εν ταις επάλξεσιν όντας κατατιτρώσκειν», δηλαδή σχεδόν τα προσαραγμένα καράβια έφθαναν στο ύψος του, κάτι που αρκετά άκοπα έριξε τη Θεσσαλονίκη στα χέρια των πειρατών, που τρομοκρατούσαν όλο το Αιγαίο εκείνα τα χρόνια.

Το τείχος αυτό ενισχυόταν από τρεις μεγάλους πύργους στα πλέον επίκαιρα σημεία του.

Πρώτον, στο ανατολικό άκρο, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται ο Λευκός Πύργος. Από την άλλη, στο δυτικό άκρο, βρισκόταν ο Πύργος της Αποβάθρας ή ο επί τουρκοκρατίας ονομαζόμενος Τοπ Χανές και τέλος, στο νοτιοδυτικό άκρο, το αποκαλούμενο Φρούριο του Βαρδαρίου, με τρεις πύλες: Μία προς την ύπαιθρο, μία προς τον φραγκομαχαλά και μία προς το λιμάνι και το Τσερέμπουλον ή Τζερέμπουλον, όπως το ονομάζει ο Καμινιάτης, αλλά και ο Ευστάθιος Θεσσαλονίκης (καταγραφείς αμφότεροι των αλώσεων της πόλης) και μάλλον αναφέρονται σε ένα σημείο συγκέντρωσης των λυμάτων, δίπλα στο λιμένα του Κωνσταντίνου.

thessaloniki2.jpeg

Μαρτυρίες λογοτεχνών

Όσο και να αντάλλαξαν κείμενα προπηλακισμού μεταξύ τους ο Ντίνος Χριστιανόπουλος με τον Γιώργο Ιωάννου, η αγάπη για τη μελέτη των χωμάτων όπου πάτησαν, των μνημείων και των ανθρώπων που παράχωσαν, τους οδήγησε στα μονοπάτια της ιστορίας, αλλά και στην καρδιά των ανθρώπων που εντρύφησαν στα χαρισματικά κείμενά τους. Από την οικοδόμηση των τειχών και τον Ορμίσδα, ο Χριστιανόπουλος εμπνεύστηκε μια διαχρονική ποιητική διατύπωση: «Με τείχη απόρθητα οχύρωσε αυτήν την πόλη / ο Ορμίσδας, έχοντας τα χέρια καθαρά / Με συγκινεί αυτή η λεπτομέρεια / Όλοι, αρχίζοντας από τον Φειδία, έτρωγαν / και μόνον αυτός ο Ορμίσδας βρέθηκε / να ’χει τα χέρια καθαρά / Ας τον πιστέψουμε / Αλλιώς θα τρελαθούμε βλέποντας τόση ρεμούλα / Τόση ρεμούλα μέσα σε χιλιάδες χρόνια». Το ποίημα του Χριστιανόπουλου βασίζεται στη συνέχεια της επιτείχιας επιγραφής, η οποία μας πληροφορεί για τα «καθαρά χέρια του Ορμίσδα.

Αλλά κι ο άσπονδος φίλος του ποιητή, ο συγγραφέας Γιώργος Ιωάννου, στο κείμενο του «Με τα σημάδια της επάνω μου», όπου η χαρτογράφηση της Θεσσαλονίκης ταυτίζεται με αυτήν του σώματός του, περνώντας και από τα παραθαλάσσια τείχη, δανειζόμενος το λόγο του έγκριτου ιστορικού Απόστολου Βακαλόπουλου: «Ποιός θα μπορούσε να φανταστεί στις αρχές του περασμένου ακόμη αιώνα σώζονταν μέσα σε αποθήκες των τειχών της ακρόπολης κι έπειτα μέσα στο Μπαρούτ Χανέ (Πύργο της Πυρίτιδας, όπου άλλοτε η Εφορεία Υλικού Πολέμου), μέσα σε κάλτσες τα βέλη των υπερασπιστών, πολύ κοντά, και με σκοροφαγωμένα τα φτερά τους;». Και συνεχίζει λίγο παρακάτω ο Ιωάννου, σχολιάζοντας: «Πάντως, για να χτιστούν τα δικαστήρια αυτά έριξαν τη μάντρα της Παλιάς Εφορίας Υλικού Πολέμου, όπου ο Μπαρούτ Χανές, που αναφέραμε, και όπου μέχρι πρότινος φυλάγονταν στον απέραντο περίβολο του κόσμου τα άχρηστα και σκουριασμένα μηχανήματα από την εποχή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και αποκαλύφθηκαν εκεί τείχη ωραιότατα, ταπεινά και θαλασσινά, αγέρωχα, όχι σαν εκείνα των υψωμάτων, που δεν τα γνωρίζαμε ούτε εμείς οι λάτρεις».

Στα τέλη του 19ου αιώνα, με τη Θεσσαλονίκη σε ρόλο άτυπης πρωτεύουσας της ανανεούμενης και ευρωπαϊκής στροφής της οθωμανικής αυτοκρατορίας (μετά το Τανζιμάτ), τα παραλιακά τείχη κατεδαφίζονται προς ανάδειξη ενός νέου και ευχάριστου παραλιακού μετώπου. Είναι ιδιαιτέρως αξιόπιστη και ενδιαφέρουσα η περιγραφή του Γάλλου αρχαιολόγου αββά Ντουσέσν: «Κατά την άφιξη μας στη Θεσσαλονίκη, τον Μάρτιο του 1864, κατεδάφιζαν τα τείχη της κάτω πόλεως και κατασκεύαζαν προκυμαία, σε όλο το πλάτος, μεταξύ του δυτικού πύργου και του πύργου Κανλή Κουλέ. Ένα μεγάλο μέρος της προκυμαίας αυτής είχε ήδη τελειώσει και το τμήμα των τειχών κατά μήκος της θάλασσας είχε εξαφανιστεί. Τα συντρίμμια των γκρεμισμένων τοίχων, τα κάθε είδους μνημεία που είχαν κάποτε χρησιμοποιηθεί για την ανακατασκευή των πυλών της κάτω πόλεως, αμέσως χρησιμοποιήθηκαν για την ανέγερση της καινούριας προκυμαίας».

Μετά την πυρκαγιά

Και κάπως έτσι κύλαγαν τα πράγματα στα χρόνια, με μερικές μικρές «παραλείψεις». Ας πούμε, το γεγονός ότι το αδύναμο τείχος της θάλασσας άφησε πίσω του τους φτωχούς και αναλώσιμους σε κάθε επιδρομή, που δεν ήταν λίγες στη δίνη των αιώνων. Έτσι, το ανοιχτό και χωρίς φερετζέ υπέροχο πρόσωπο της Θεσσαλονίκης το γεύονταν οι παράγκες που υποδύονταν τα μαγαζιά και τα παραπήγματα των κατώτερων στρωμάτων του εβραϊκού πληθυσμού της πόλης. Θαρρείς και μια προκατειλημμένη μοίρα ήθελε μία άλλη μοιρασιά της νέας πόλης και παρενέβη δια χειρός πυρκαγιάς, τον Αύγουστο του 1917. Είχε παρουσιαστεί μοναδική ευκαιρία για σκανδαλώδεις ανακατανομές, οι οποίες με πολιτικές και οικοπεδοφαγικές παρεμβάσεις αλλοίωσαν τον εκπληκτικής εμπνεύσεως σχεδιασμό του πολεοδόμου Ερνέστου Εμπράρ. Ευτυχώς, έμεινε η πλατεία Αριστοτέλους, μια από τις ωραιότερες της Ευρώπης να εμβληματίζει την παραλία της Θεσσαλονίκης και να απαιτεί, όπως το απαιτεί κι ο ποιητής το κοίταγμά της από το καράβι. Θα έπρεπε να φανταστεί κάποιος την περιοχή ως τον Λευκό Πύργο διαμορφωμένη στο πρότυπο μιας σύγχρονης Βενετίάς ή ακόμη καλύτερα της Νίκαιας, της οποίας ο Εμπράρ υπήρξε πολεοδόμου.

Μία πόλη που θα μπορούσε, μέσω του ευρωπαϊκού εκλεκτικισμού, σα φόρεμα που της ταίριαζε, να συνεχίζει αρχιτεκτονικά, και σε όλη την παράλια έκτασή την αστική παράδοση της αρχοντιάς. Με διευρυμένο πλέον την ανατολική πλευρά του θαλάσσιου μετώπου της -ίσως το ευρύτερο σε ευρωπαϊκό άστυ, με μόνη ανταγωνίστρια τη Βαρκελώνη- οι αισθητικές παρεμβάσεις (αξιοπρεπείς στις νεοπαραλιακές εκδοχές τους) θα αποτελούσαν ένα φυσικό λίφτινγκ σε μια ώριμη ομορφιά. Τα θαύματα και οι επιθυμίες άρχισαν να ματαιώνονται από ένα ξενοδοχείο: αυτό κάπου στη θέση του σημερινού «City», με τους βλάχους Τορνιβουκαίους να παραβιάζουν πρώτοι, δια πολιτικής συναλλαγής, τη ζώνη πρασίνου κάτω από την οδό Μητροπόλεως, όπως την προέβλεπε το «σχέδιο Εμπράρ». Κι η καταστροφή του θαλάσσιου μετώπου ολοκληρώθηκε με ένα ξενοδοχείο: αυτό του «Μακεδονία Παλάς», που η φαεινή ιδέα της χούντας το έκανε βιαστή της αισθητικής της Νέας παραλίας.

Φωτογραφίες

Επιμέλεια: ομάδα «Παλιές Φωτογραφίες της Θεσσαλονίκης» https://www.facebook.com/groups/oldthessaloniki

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στς 13.03.2022

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία