Το Νόμπελ Οικονομίας και η παραγνωρισμένη αξία των θεσμών. Του Φάνη Ουγγρίνη
23/10/2024 07:00
23/10/2024 07:00
Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι Τζόνσον, Ρόμπινσον και Ατζέμογλου βραβεύτηκαν για την έως τώρα δουλειά τους πάνω στο πώς οι θεσμοί επηρεάζουν την ευημερία των λαών. Η βράβευση τους είναι από μόνη της αξιοπρόσεκτη για έναν απλούστατο λόγο: οι έρευνές τους αποδίδουν κομβική σημασία στους κρατικούς θεσμούς, δηλαδή σε αυτούς που οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν περιττούς, αφού -αφελώς- πιστεύουν ότι η οικονομία είναι εκ προοιμίου σοφή και πάντοτε αυτορυθμίζεται ιδανικά.
Το έργο των τριών σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται στο διάσημο «Why nations fail», ένα σύγγραμμα του 2012, ιδιαίτερα δημοφιλές στην περίοδο της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εν ολίγοις, οι συγγραφείς υποστηρίζουν με ισχυρά επιχειρήματα πως οι διαφανείς και συμπεριληπτικοί θεσμοί είναι τελικά βασικό κριτήριο για την επιτυχία ή αποτυχία των εθνών.
Παρά την ευρεία αποδοχή του, το βιβλίο έχει δεχθεί και αρνητική κριτική, με το αντεπιχείρημα ότι αγνοεί κράτη που παράγουν πλούτο δίχως να χαρακτηρίζονται δημοκρατικά (τρανό παράδειγμα η Κίνα ή πολύ παλιότερα η ΕΣΣΔ). Ωστόσο, και σ’ αυτή την περίπτωση το σκεπτικό των συγγραφέων παραμένει πειστικό, διότι η μεγάλη κινεζική επιτυχία είναι άγνωστο αν θα συνεχιστεί από μελλοντικούς ηγέτες της χώρας. Αυτό προφανώς είναι το μεγάλο πρόβλημα των δικτατοριών, όπως απέδειξαν περίτρανα οι Σοβιετικοί: οι πραγματικά χαρισματικοί διαχειριστές είναι κατά κανόνα ελάχιστοι σε σχέση με τους άχρηστους, το δε αίμα που χύνεται υπονομεύει το μέλλον.
Πάντως χώρες με δημοκρατική λειτουργία αλλά και ασθενείς θεσμούς- όπως η μικρή δική μας ή η τεράστια Ινδία- καταλήγουν να δυσχεραίνουν τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, εις βάρος της ποιότητας ζωής και της οικονομικής ανάπτυξης. Εξυπακούεται, λοιπόν, πως η θεσμική ενίσχυση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ευημερία, όμως ακόμη δεν την έχουμε δει στον τόπο μας, τουλάχιστον στο βαθμό που ταιριάζει σε μέλος της ΕΕ.
Γκρίνια για τη φορολόγηση φιλοδωρημάτων
Όταν οι θεσμοί αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, λογικό είναι να εκδηλώνεται αντίθεση απέναντι σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Πάρτε για παράδειγμα την άρτι εξαγγελθείσα φορολόγηση των φιλοδωρημάτων μέσω POS. Τυπικά το μέτρο ισχύει από το 1994 (συμπεριλαμβάνει και ασφαλιστικές εισφορές), τώρα αφορά μηνιαία ποσά άνω των 300 €, και προφανώς επιβαρύνει μόνο όσα φιλοδωρήματα καταβάλλονται ηλεκτρονικά. Αν και δεν μιλάμε για κάτι παράλογο, έχουν προκληθεί ηχηρές αντιδράσεις, με βασική καταγγελία ότι πρόκειται για αστεία ημίμετρα δημοσίων εσόδων, που απλώς χειροτερεύουν την καθημερινότητα των οικονομικά ασθενέστερων.
Γνωρίζετε την κριτική που συχνά ασκώ στην κυβέρνηση για τις πολιτικές της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για περαιτέρω νοικοκύρεμα του φορολογικού μηχανισμού, κρίκος μιας αλυσίδας δράσεων που ξεκίνησε επί μνημονίων, με σκοπό περισσότερη φορολογική δικαιοσύνη (κραυγαλέα η περίπτωση της διασύνδεσης των POS με τα ταξίμετρα, συνέπεια της οποίας είναι η κατά 50% απογείωση των καταβαλλόμενων φόρων από τα ταξί).
Θεωρητικά, ο συνολικός εξορθολογισμός της φορολόγησης θα επιφέρει μικρότερα βάρη για τους μη έχοντες, ειδικά σε επίπεδο έμμεσων φόρων (επιτέλους ανακοινώθηκε κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τα «μπλοκάκια»). Άντε να πείσεις γι' αυτό όσους ακόμη αναρωτιούνται πότε θα παταχθούν το ληστρικό λαθρεμπόριο καυσίμων και η χειραγώγηση της αγοράς ηλεκτρισμού, όταν μέχρι 60% σε κάθε λογαριασμό ενέργειας αποτελείται από λογής-λογής φόρους.
Γνωρίζουμε ότι επιβάλλεται σαφώς ταχύτερη ανάπτυξη, αλλά να το ξαναπούμε: στα ταχέως αναπτυσσόμενα κράτη οι αρχές δεν χολοσκάνε για φιλοδωρήματα, ούτε απειλούν νυχθημερόν με…σαφάρι. Δεν χρειάζεται άλλωστε, καθώς η συνεχής μεγέθυνση των δεικτών οδηγεί σε γεμάτα δημόσια ταμεία.
Καταιγισμός θετικών ειδήσεων
Πάντως φαίνεται ότι είμαστε αρκετοί οι δημοσιολογούντες που τελευταία φωνάζουμε για τα ίδια. Αλλιώς δύσκολα εξηγείται ο πρόσφατος καταιγισμός θετικών ειδήσεων για την πραγματική οικονομία:
Απαιτείται αντίστροφο αναπτυξιακό σοκ
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα. Η μνημονιακή συρρίκνωση του ΑΕΠ υπήρξε ευθέως συγκρίσιμη με αυτή της περιόδου της Κατοχής. Οι μετεμφυλιακοί δείκτες ενίοτε ξεπερνούσαν εκείνους της Ιαπωνίας, ενώ οι σημερινοί είναι φτωχοί, αν και υψηλότεροι του μέσου όρου στην ΕΕ. Κατ’ εφαρμογή του σχεδίου Ζολώτα, είχε επιτευχθεί δημοσιονομική σταθερότητα σε συνδυασμό με χειροπιαστή πρόοδο. Ομολογουμένως τότε διαθέταμε νομισματική και δασμολογική αυτονομία, όμως τώρα λαμβάνουμε ενωσιακούς πόρους. Αναπτύχθηκαν οι υποδομές, η τεχνική εκπαίδευση, η ηλεκτροπαραγωγή, η συνολική εκβιομηχάνιση, η αγροτική παραγωγή (εξασφαλίστηκε αυτάρκεια στα σιτηρά), ο εισαγόμενος τουρισμός, οι εξορύξεις διεθνώς εμπορεύσιμων πρώτων υλών.
Τώρα δυστυχώς δεν παρατηρείται κάτι σε ανάλογη έκταση. Οι αιτίες για την επίμονη αναιμική ανάπτυξη είναι χιλιοειπωμένες, και περιττεύει η επανάληψή τους στο παρόν κείμενο.
Σήμερα δεν υπάρχει η πολυτέλεια του να τίθενται ειδικά οι μικροί εκτός της προσπάθειας για ανάταση. Αντιθέτως, είναι αυτοκτονικό, διότι αυτοί αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, επανεπενδύουν τα κέρδη τους στην εσωτερική αγορά και αθροιστικά αποτελούν τον μεγαλύτερο εργοδότη. Όντως η χώρα χρειάζεται περισσότερες μεγάλες και πολύ περισσότερες μεσαίες επιχειρήσεις, όμως μέχρι να τις αποκτήσει θα πρέπει υποχρεωτικά να βασιστεί στις μικρές, καθιστώντας τες πιο ανταγωνιστικές. Ούτως ή άλλως, δεδομένου του οικογενειακού χαρακτήρα των περισσότερων από αυτές, οι ελληνικές μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποτελούν εχέγγυο εθνικής ανάπτυξης, ειδικά μέσα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η οικονομία είναι και αριθμοί, και εφόσον οι αριθμοί ευημερούν η οικονομία σίγουρα δεν πάει άσχημα. Τούτου λεχθέντος, το ερώτημα είναι πόσο καλά πηγαίνει σε σχέση με τις πιεστικές ανάγκες της χώρας, για πόσους Έλληνες και για πόσο χρονικό διάστημα. Εάν δεν αναπτυχθούμε γοργά και ξαναχάσουμε ανθρώπινο και χρηματικό κεφάλαιο, κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε σε φαύλο κύκλο.
Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μνημονίων, η Ελλάδα υπέστη υφεσιακό σοκ πρωτοφανές για ευρωπαϊκή χώρα σε περίοδο ειρήνης (έως 600 δισ. ευρώ, σύμφωνα με υπολογισμούς Σάλλα). Για να ανακάμψει απαιτείται αντίστροφο αναπτυξιακό σοκ, με συμβολή όλων ανεξαιρέτως, πολιτών και δυνατοτήτων. Παρά ταύτα, οι τρέχουσες πολιτικές προσομοιάζουν σε μια ακόμη «ήπια προσαρμογή» άγνωστης διάρκειας. Με τόσες εξωτερικές πιέσεις καθίστανται αβέβαιες οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τους μεγάλους παίκτες.
Το κοίτασμα φυσικού αερίου κι εμείς
Εν πάση περιπτώσει, ίσως δεν χρειάζεται να πολυαγχωνόμαστε. Το γιγάντιο κοίτασμα υδρογονανθράκων (~30 δισ. ft³) που φέρεται να έχει ανακαλύψει η Exxon Mobil μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης υπολογίζεται ότι θα μπορούσε να μας αποφέρει μεσοσταθμικά 10 δισ. ευρώ ετησίως κατά τον επόμενο αιώνα. Βέβαια πολλά απομένουν για να απαντηθούν: τι ποσοστό του κοιτάσματος θα αποδειχθεί απολήψιμο, πόσο προσιτή θα είναι η εξόρυξη του, πώς θα πληρωθούν οι αναγκαίες υποδομές (πλατφόρμες, σταθμός υγροποιησης φυσικού αερίου, χερσαίο δίκτυο αγωγών κλπ), πώς θα ελαχιστοποιηθούν ο περιβαλλοντικός και ο γεωπολιτικός κίνδυνος και φυσικά πότε θα αρχίσει να πέφτει το παραδάκι. Πολλά τα εκκρεμή ζητήματα, συνεπώς ας μην σπεύδουμε να πανηγυρίσουμε. Το βέβαιο είναι ότι καθημερινά μειώνεται η στρατηγική αξία των υδρογονανθράκων, άρα καλά θα κάνουμε να βιαστούμε. Να βιαστούμε πολύ.
Πάντως ενδιαφέρον θέμα θα είναι ο τρόπος διαχείρισης των δημόσιων εσόδων από ό,τι εξορυχθεί. Θα αξιοποιηθούν σύμφωνα με το νορβηγικό μοντέλο (τοποθέτηση σε επιτυχημένο fund αλληλεγγύης γενεών), ή θα διαχυθούν στην εθνική οικονομία σύμφωνα με τη λογική «χρήμα στον ανεμιστήρα»- που κατά κανόνα ακολουθούν οι τριτοκοσμικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες- με όσα αυτό θα συνεπάγεται για τον εγχώριο πληθωρισμό, για τον ενεργό πληθυσμό και για τις κοινωνικές ανισότητες. Κρίνοντας από τους προβληματικούς θεσμούς που διαθέτουμε σήμερα, πολύ φοβάμαι ότι θα ακολουθήσουμε τη δεύτερη οδό.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20.10.2024
Την εβδομάδα που μας πέρασε, οι Τζόνσον, Ρόμπινσον και Ατζέμογλου βραβεύτηκαν για την έως τώρα δουλειά τους πάνω στο πώς οι θεσμοί επηρεάζουν την ευημερία των λαών. Η βράβευση τους είναι από μόνη της αξιοπρόσεκτη για έναν απλούστατο λόγο: οι έρευνές τους αποδίδουν κομβική σημασία στους κρατικούς θεσμούς, δηλαδή σε αυτούς που οι νεοφιλελεύθεροι θεωρούν περιττούς, αφού -αφελώς- πιστεύουν ότι η οικονομία είναι εκ προοιμίου σοφή και πάντοτε αυτορυθμίζεται ιδανικά.
Το έργο των τριών σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται στο διάσημο «Why nations fail», ένα σύγγραμμα του 2012, ιδιαίτερα δημοφιλές στην περίοδο της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης. Εν ολίγοις, οι συγγραφείς υποστηρίζουν με ισχυρά επιχειρήματα πως οι διαφανείς και συμπεριληπτικοί θεσμοί είναι τελικά βασικό κριτήριο για την επιτυχία ή αποτυχία των εθνών.
Παρά την ευρεία αποδοχή του, το βιβλίο έχει δεχθεί και αρνητική κριτική, με το αντεπιχείρημα ότι αγνοεί κράτη που παράγουν πλούτο δίχως να χαρακτηρίζονται δημοκρατικά (τρανό παράδειγμα η Κίνα ή πολύ παλιότερα η ΕΣΣΔ). Ωστόσο, και σ’ αυτή την περίπτωση το σκεπτικό των συγγραφέων παραμένει πειστικό, διότι η μεγάλη κινεζική επιτυχία είναι άγνωστο αν θα συνεχιστεί από μελλοντικούς ηγέτες της χώρας. Αυτό προφανώς είναι το μεγάλο πρόβλημα των δικτατοριών, όπως απέδειξαν περίτρανα οι Σοβιετικοί: οι πραγματικά χαρισματικοί διαχειριστές είναι κατά κανόνα ελάχιστοι σε σχέση με τους άχρηστους, το δε αίμα που χύνεται υπονομεύει το μέλλον.
Πάντως χώρες με δημοκρατική λειτουργία αλλά και ασθενείς θεσμούς- όπως η μικρή δική μας ή η τεράστια Ινδία- καταλήγουν να δυσχεραίνουν τη λειτουργία του κρατικού μηχανισμού, εις βάρος της ποιότητας ζωής και της οικονομικής ανάπτυξης. Εξυπακούεται, λοιπόν, πως η θεσμική ενίσχυση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ευημερία, όμως ακόμη δεν την έχουμε δει στον τόπο μας, τουλάχιστον στο βαθμό που ταιριάζει σε μέλος της ΕΕ.
Γκρίνια για τη φορολόγηση φιλοδωρημάτων
Όταν οι θεσμοί αντιμετωπίζονται με δυσπιστία, λογικό είναι να εκδηλώνεται αντίθεση απέναντι σε οποιαδήποτε μεταρρύθμιση. Πάρτε για παράδειγμα την άρτι εξαγγελθείσα φορολόγηση των φιλοδωρημάτων μέσω POS. Τυπικά το μέτρο ισχύει από το 1994 (συμπεριλαμβάνει και ασφαλιστικές εισφορές), τώρα αφορά μηνιαία ποσά άνω των 300 €, και προφανώς επιβαρύνει μόνο όσα φιλοδωρήματα καταβάλλονται ηλεκτρονικά. Αν και δεν μιλάμε για κάτι παράλογο, έχουν προκληθεί ηχηρές αντιδράσεις, με βασική καταγγελία ότι πρόκειται για αστεία ημίμετρα δημοσίων εσόδων, που απλώς χειροτερεύουν την καθημερινότητα των οικονομικά ασθενέστερων.
Γνωρίζετε την κριτική που συχνά ασκώ στην κυβέρνηση για τις πολιτικές της, αλλά στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για περαιτέρω νοικοκύρεμα του φορολογικού μηχανισμού, κρίκος μιας αλυσίδας δράσεων που ξεκίνησε επί μνημονίων, με σκοπό περισσότερη φορολογική δικαιοσύνη (κραυγαλέα η περίπτωση της διασύνδεσης των POS με τα ταξίμετρα, συνέπεια της οποίας είναι η κατά 50% απογείωση των καταβαλλόμενων φόρων από τα ταξί).
Θεωρητικά, ο συνολικός εξορθολογισμός της φορολόγησης θα επιφέρει μικρότερα βάρη για τους μη έχοντες, ειδικά σε επίπεδο έμμεσων φόρων (επιτέλους ανακοινώθηκε κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τα «μπλοκάκια»). Άντε να πείσεις γι' αυτό όσους ακόμη αναρωτιούνται πότε θα παταχθούν το ληστρικό λαθρεμπόριο καυσίμων και η χειραγώγηση της αγοράς ηλεκτρισμού, όταν μέχρι 60% σε κάθε λογαριασμό ενέργειας αποτελείται από λογής-λογής φόρους.
Γνωρίζουμε ότι επιβάλλεται σαφώς ταχύτερη ανάπτυξη, αλλά να το ξαναπούμε: στα ταχέως αναπτυσσόμενα κράτη οι αρχές δεν χολοσκάνε για φιλοδωρήματα, ούτε απειλούν νυχθημερόν με…σαφάρι. Δεν χρειάζεται άλλωστε, καθώς η συνεχής μεγέθυνση των δεικτών οδηγεί σε γεμάτα δημόσια ταμεία.
Καταιγισμός θετικών ειδήσεων
Πάντως φαίνεται ότι είμαστε αρκετοί οι δημοσιολογούντες που τελευταία φωνάζουμε για τα ίδια. Αλλιώς δύσκολα εξηγείται ο πρόσφατος καταιγισμός θετικών ειδήσεων για την πραγματική οικονομία:
Απαιτείται αντίστροφο αναπτυξιακό σοκ
Ωστόσο τα πράγματα δεν είναι τόσο ρόδινα. Η μνημονιακή συρρίκνωση του ΑΕΠ υπήρξε ευθέως συγκρίσιμη με αυτή της περιόδου της Κατοχής. Οι μετεμφυλιακοί δείκτες ενίοτε ξεπερνούσαν εκείνους της Ιαπωνίας, ενώ οι σημερινοί είναι φτωχοί, αν και υψηλότεροι του μέσου όρου στην ΕΕ. Κατ’ εφαρμογή του σχεδίου Ζολώτα, είχε επιτευχθεί δημοσιονομική σταθερότητα σε συνδυασμό με χειροπιαστή πρόοδο. Ομολογουμένως τότε διαθέταμε νομισματική και δασμολογική αυτονομία, όμως τώρα λαμβάνουμε ενωσιακούς πόρους. Αναπτύχθηκαν οι υποδομές, η τεχνική εκπαίδευση, η ηλεκτροπαραγωγή, η συνολική εκβιομηχάνιση, η αγροτική παραγωγή (εξασφαλίστηκε αυτάρκεια στα σιτηρά), ο εισαγόμενος τουρισμός, οι εξορύξεις διεθνώς εμπορεύσιμων πρώτων υλών.
Τώρα δυστυχώς δεν παρατηρείται κάτι σε ανάλογη έκταση. Οι αιτίες για την επίμονη αναιμική ανάπτυξη είναι χιλιοειπωμένες, και περιττεύει η επανάληψή τους στο παρόν κείμενο.
Σήμερα δεν υπάρχει η πολυτέλεια του να τίθενται ειδικά οι μικροί εκτός της προσπάθειας για ανάταση. Αντιθέτως, είναι αυτοκτονικό, διότι αυτοί αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία των επιχειρήσεων, επανεπενδύουν τα κέρδη τους στην εσωτερική αγορά και αθροιστικά αποτελούν τον μεγαλύτερο εργοδότη. Όντως η χώρα χρειάζεται περισσότερες μεγάλες και πολύ περισσότερες μεσαίες επιχειρήσεις, όμως μέχρι να τις αποκτήσει θα πρέπει υποχρεωτικά να βασιστεί στις μικρές, καθιστώντας τες πιο ανταγωνιστικές. Ούτως ή άλλως, δεδομένου του οικογενειακού χαρακτήρα των περισσότερων από αυτές, οι ελληνικές μεγάλες επιχειρήσεις δεν αποτελούν εχέγγυο εθνικής ανάπτυξης, ειδικά μέσα σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης.
Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ότι η οικονομία είναι και αριθμοί, και εφόσον οι αριθμοί ευημερούν η οικονομία σίγουρα δεν πάει άσχημα. Τούτου λεχθέντος, το ερώτημα είναι πόσο καλά πηγαίνει σε σχέση με τις πιεστικές ανάγκες της χώρας, για πόσους Έλληνες και για πόσο χρονικό διάστημα. Εάν δεν αναπτυχθούμε γοργά και ξαναχάσουμε ανθρώπινο και χρηματικό κεφάλαιο, κινδυνεύουμε να επιστρέψουμε σε φαύλο κύκλο.
Ως αποτέλεσμα της εφαρμογής των μνημονίων, η Ελλάδα υπέστη υφεσιακό σοκ πρωτοφανές για ευρωπαϊκή χώρα σε περίοδο ειρήνης (έως 600 δισ. ευρώ, σύμφωνα με υπολογισμούς Σάλλα). Για να ανακάμψει απαιτείται αντίστροφο αναπτυξιακό σοκ, με συμβολή όλων ανεξαιρέτως, πολιτών και δυνατοτήτων. Παρά ταύτα, οι τρέχουσες πολιτικές προσομοιάζουν σε μια ακόμη «ήπια προσαρμογή» άγνωστης διάρκειας. Με τόσες εξωτερικές πιέσεις καθίστανται αβέβαιες οι μακροπρόθεσμες προοπτικές της χώρας, κάτι που δεν περνά απαρατήρητο από τους μεγάλους παίκτες.
Το κοίτασμα φυσικού αερίου κι εμείς
Εν πάση περιπτώσει, ίσως δεν χρειάζεται να πολυαγχωνόμαστε. Το γιγάντιο κοίτασμα υδρογονανθράκων (~30 δισ. ft³) που φέρεται να έχει ανακαλύψει η Exxon Mobil μεταξύ Πελοποννήσου και Κρήτης υπολογίζεται ότι θα μπορούσε να μας αποφέρει μεσοσταθμικά 10 δισ. ευρώ ετησίως κατά τον επόμενο αιώνα. Βέβαια πολλά απομένουν για να απαντηθούν: τι ποσοστό του κοιτάσματος θα αποδειχθεί απολήψιμο, πόσο προσιτή θα είναι η εξόρυξη του, πώς θα πληρωθούν οι αναγκαίες υποδομές (πλατφόρμες, σταθμός υγροποιησης φυσικού αερίου, χερσαίο δίκτυο αγωγών κλπ), πώς θα ελαχιστοποιηθούν ο περιβαλλοντικός και ο γεωπολιτικός κίνδυνος και φυσικά πότε θα αρχίσει να πέφτει το παραδάκι. Πολλά τα εκκρεμή ζητήματα, συνεπώς ας μην σπεύδουμε να πανηγυρίσουμε. Το βέβαιο είναι ότι καθημερινά μειώνεται η στρατηγική αξία των υδρογονανθράκων, άρα καλά θα κάνουμε να βιαστούμε. Να βιαστούμε πολύ.
Πάντως ενδιαφέρον θέμα θα είναι ο τρόπος διαχείρισης των δημόσιων εσόδων από ό,τι εξορυχθεί. Θα αξιοποιηθούν σύμφωνα με το νορβηγικό μοντέλο (τοποθέτηση σε επιτυχημένο fund αλληλεγγύης γενεών), ή θα διαχυθούν στην εθνική οικονομία σύμφωνα με τη λογική «χρήμα στον ανεμιστήρα»- που κατά κανόνα ακολουθούν οι τριτοκοσμικές πετρελαιοπαραγωγές χώρες- με όσα αυτό θα συνεπάγεται για τον εγχώριο πληθωρισμό, για τον ενεργό πληθυσμό και για τις κοινωνικές ανισότητες. Κρίνοντας από τους προβληματικούς θεσμούς που διαθέτουμε σήμερα, πολύ φοβάμαι ότι θα ακολουθήσουμε τη δεύτερη οδό.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20.10.2024
ΣΧΟΛΙΑ