Το σύγχρονο μήνυμα των Χριστουγέννων
24/12/2023 20:00
24/12/2023 20:00
Με τι όμορφο τρόπο καταφέραμε οι άνθρωποι να βάλουμε την γιορτή των Χριστουγέννων στη ζωή μας! Διατηρώντας τον θρησκευτικό χαρακτήρα της γέννησης του Χριστού, μπορέσαμε και προσδώσαμε στην επέτειο πρόσθετα χαρακτηριστικά μετατρέποντάς την σε γιορτή της αγάπης, της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα Χριστούγεννα, αφού εδραιώθηκαν ως γιορτή φιλανθρωπίας -προσφοράς βοήθειας προς τους έχοντες ανάγκη για την επιβίωσή τους- επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς, ώστε να καλύψουν κατά το δυνατόν, και άλλα κενά που προκύπτουν από την απαιτητική και αγχωτική ρουτίνα των σύγχρονων ανθρώπων.
Να δώσουμε χρόνο για τα παιδιά μας που δεν τα βλέπουμε όσο μπορούμε λόγω του ασφυκτικού προγράμματος της καθημερινότητας, να περάσουμε αρκετές ώρες με τους γονείς μας -όσοι έχουμε ακόμη- που τους έχουμε αφημένους στην μοναξιά τους μπροστά σε μια συσκευή τηλεόρασης, να δούμε συγγενείς και φίλους που τους αγαπάμε, αλλά που ποτέ δεν προλαβαίνουμε…
Αν τα προλάβουμε όλα αυτά και μπορέσουμε να εξοικονομήσουμε κάποιον χρόνο ακόμη, να τον διαθέσουμε στο να κάνουμε πράματα για τον εαυτό μας, να σκεφτούμε, να πάρουμε δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις, να διαβάσουμε κανένα βιβλίο, να, να, να…
Αυτό που θέλω να πω, είναι πως τα «καλά Χριστούγεννα» ως ευχή για να περνάμε καλά, χαρούμενοι, χορτασμένοι, ξέγνοιαστοι και ευδαίμονες, έχει φτάσει στο σημείο να προσδιορίζεται ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική κατάσταση ενός εκάστου.
«Καλά Χριστούγεννα» για εμάς στα παιδικά μας χρόνια των οικονομικών στερήσεων και της μη διεθνοποιημένης Ελλάδας, ήταν επειδή περιμέναμε το δώρο από τον Άγιο Βασίλη, και που λέγαμε κάλαντα μετρώντας τους οβολούς που μαζεύαμε, καθώς εκείνην την εποχή, ζήτημα να παίρναμε δυο-τρία το χρόνο.
«Καλά Χριστούγεννα» ήταν στην εφηβεία μας, που έκλειναν τα σχολεία για 15 ολόκληρες μέρες και είχαμε άπλετο χρόνο να ξεχυθούμε στη γειτονιά για παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα βρίσκαμε να φάμε γλυκά και ωραία φαγητά (μας έλειπαν τον υπόλοιπο χρόνο).
«Καλά Χριστούγεννα» ήταν κατά την φοιτητική μας ζωή, που είχαμε την ευκαιρία να εκδράμουμε για να γνωρίσουμε τον κόσμο ή έστω την πατρίδα μας, ανακαλύπτοντας άγνωστα πράγματα κι απολαμβάνοντας τις νέες φοιτητοπαρέες.
Από εκεί και πέρα, μεγαλώνοντας, είμαστε εμείς που πρέπει να κάνουμε πράγματα ώστε να πιάσει τόπο η ευχή «καλά Χριστούγεννα» σε άλλους.
Στα παιδιά μας που πρέπει να τους δώσουμε τα καλύτερα που μπορούμε, τους γονείς μας που οφείλουμε να τους προσφέρουμε την αίσθηση της οικογενειακής θαλπωρής, τους συγγενείς που πρέπει να εργαστούμε για την σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών. Κι ας μην ξεχάσουμε κάτι από το πλεόνασμα ή και το υστέρημά μας, να το κατευθύνουμε σε εκείνους που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Τους φτωχούς, τους ανήμπορους, τους αδικημένους, τα θύματα της πορείας των πραγμάτων.
Γεροί να είμαστε να φτάσουμε στην ηλικία, που το «καλά Χριστούγεννα» θα πάρει τα χαρακτηριστικά της ευκαιρίας να ξεφύγουμε από την μονοτονία της απομονωμένης ζωής μας και να έχουμε την ευκαιρία να φορέσουμε τα παλιομοδίτικα καλά μας ρούχα, να δούμε παιδιά, εγγόνια και -γιατί όχι- δισέγγονα γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι, στο οποίο θα μας αφήσουν να πιούμε ένα ποτήρι παραπάνω για να ευθυμήσουμε, να λέμε ιστορίες και να ακούμε τα νέα των απογόνων μας που ζουν στο δικό τους παρόν το οποίο αποτελεί το δικό μας μέλλον…
*Τα κάλαντα, η γεμάτη αγορά, η κοσμοπλημύρα σε δρόμους και πλατείες, τα γλέντια, τα λαμπερά ρεβεγιόν, οι παρέες, τα ταξίδια, οι επισκέψεις, τα τραπεζώματα και οτιδήποτε άλλο σηματοδοτεί το γιορταστικό δεκαπενθήμερο, είναι πλέον και θα παραμείνουν μέχρι τα Φώτα, στην ημερήσια διάταξη.
*Στη Νεοελλάδα της αφθονίας, της υποκουλτούρας και του μικρομεγαλισμού, τα Χριστούγεννα ξέφυγαν από τον χαρακτήρα τους ως γιορτή αγάπης, χαράς, γλεντιού κι αλληλεγγύης και αποκτούν τα αγοραία χαρακτηριστικά της κραιπάλης και της υποκουλτούρας.
Ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη, μετατρέπεται την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια απέραντη ψησταριά. Κάθε μαγαζί, κάθε γραφείο, κάθε στέκι, στήνει μια υπαίθρια ψησταριά. Το αφεντικό πετάει επάνω σουβλάκια, πανσέτες και λουκάνικα, σε ένα κιτς τραπεζάκι δίπλα στοιβάζονται πλαστικά μαχαιροπήρουνα και ποτηράκια και νταμιτζάνες με χύμα κρασιά και τσίπουρα. Το σκηνικό συμπληρώνεται με ηχοσυστήματα που παίζουν στη διαπασών γλετζέδικα τραγούδια και δίπλα στήνεται χορός με νύφες και γαμπρούς που του δίνουν να καταλάβει.
*Όλο το κέντρο της πόλης γεμίζει με τσίκνα, με ανακατωμένες μουσικές, τα πεζοδρόμια γεμίζουμε με φορητές ψησταριές και πλαστικές καρέκλες και περιχαρείς συντοπίτες μας ξεφαντώνουν ωσάν να μην υπάρχει αύριο, ξορκίζοντας -δήθεν- το ζόρικο χθες και υποδεχόμενοι τον θεάνθρωπο επί της γης για να άρει τις αμαρτίες του κόσμου τούτου.
Η Βαβέλ συμπληρώνεται με πρόχειρα πλανόδια σχήματα που συμπτύσσουν κατά τεκμήριο ατάλαντοι ή πρόχειροι μουσικοί, που με γκάιντες, τύμπανα και χάλκινα πνευστά, αφιερώνουν άσματα στους… ημιμεθυσμένους.
*Δεν κρύβω ότι καθόλου δεν μ αρέσει αυτή η συνήθεια που έχει εμφιλοχωρήσει στα ήθη κι έθιμα της Θεσσαλονίκης για την παραμονή των Χριστουγέννων να μετατρέπουμε δρόμους και πεζοδρόμια σε πρόχειρες ψησταριές και θορυβώδη γλεντάδικα που στηρίζονται στο άγριο φαγητό στο χέρι και στη ακόμη αγριότερη κρασοκατάνυξη.
Δεν πειράζει. Ό,τι αρέσει στους πολλούς, είμαστε υποχρεωμένοι οι υπόλοιποι να το σεβόμαστε και είτε να ακολουθούμε -όσο διακριτικά μπορούμε- είτε να το αποφεύγουμε κλεισμένοι στα προσωπικά μας καταφύγια.
*Το περίεργο αυτό σκηνικό με το γλεντοκόπι, «διορθώνεται» τα βράδια των γιορτινών ημερών, όπου τον τόνο στη νυχτερινή ζωή της πόλης, δίνουν οι χιλιάδες νέοι μας- πάνω κάτω τριαντάρηδες- έχουν εγκαταλείψει την χώρα την τελευταία δωδεκαετία της κρίσης βρίσκοντας καταφυγή στα κράτη της ευρωπαϊκής δύσης και οι οποίο επιστρέφουν μαζικά τις μέρες των Χριστουγέννων για να ενωθούν με τις οικογένειές τους.
*Οι νέοι αυτοί, που ζουν και εργάζονται στις πλουσιότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Μεγάλη Βρετανία κ.ά, ήρθαν φέροντας μαζί τους την αύρα του κοσμοπολιτισμού, της οικονομικής άνεσης (εν πάση περιπτώσει είναι καλύτερα από όσο θα ήτανε αν παρέμεναν στην γενέθλια πόλη) και την χαρά που ανταμώνουν με συγγενείς, φίλους και γνωστούς.
Τους βλέπουμε τις τελευταίες μέρες να περιφέρονται στα στέκια, χαρούμενοι, καλοντυμένοι και λαμπεροί, δίνοντας έναν ευρωπαϊκό τόνο στην πάλαι ποτέ κοσμοπολίτισσα Θεσσαλονίκη.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 24.12.2023
Με τι όμορφο τρόπο καταφέραμε οι άνθρωποι να βάλουμε την γιορτή των Χριστουγέννων στη ζωή μας! Διατηρώντας τον θρησκευτικό χαρακτήρα της γέννησης του Χριστού, μπορέσαμε και προσδώσαμε στην επέτειο πρόσθετα χαρακτηριστικά μετατρέποντάς την σε γιορτή της αγάπης, της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης.
Τις τελευταίες δεκαετίες, τα Χριστούγεννα, αφού εδραιώθηκαν ως γιορτή φιλανθρωπίας -προσφοράς βοήθειας προς τους έχοντες ανάγκη για την επιβίωσή τους- επεκτάθηκαν και σε άλλους τομείς, ώστε να καλύψουν κατά το δυνατόν, και άλλα κενά που προκύπτουν από την απαιτητική και αγχωτική ρουτίνα των σύγχρονων ανθρώπων.
Να δώσουμε χρόνο για τα παιδιά μας που δεν τα βλέπουμε όσο μπορούμε λόγω του ασφυκτικού προγράμματος της καθημερινότητας, να περάσουμε αρκετές ώρες με τους γονείς μας -όσοι έχουμε ακόμη- που τους έχουμε αφημένους στην μοναξιά τους μπροστά σε μια συσκευή τηλεόρασης, να δούμε συγγενείς και φίλους που τους αγαπάμε, αλλά που ποτέ δεν προλαβαίνουμε…
Αν τα προλάβουμε όλα αυτά και μπορέσουμε να εξοικονομήσουμε κάποιον χρόνο ακόμη, να τον διαθέσουμε στο να κάνουμε πράματα για τον εαυτό μας, να σκεφτούμε, να πάρουμε δύσκολες αλλά αναγκαίες αποφάσεις, να διαβάσουμε κανένα βιβλίο, να, να, να…
Αυτό που θέλω να πω, είναι πως τα «καλά Χριστούγεννα» ως ευχή για να περνάμε καλά, χαρούμενοι, χορτασμένοι, ξέγνοιαστοι και ευδαίμονες, έχει φτάσει στο σημείο να προσδιορίζεται ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική κατάσταση ενός εκάστου.
«Καλά Χριστούγεννα» για εμάς στα παιδικά μας χρόνια των οικονομικών στερήσεων και της μη διεθνοποιημένης Ελλάδας, ήταν επειδή περιμέναμε το δώρο από τον Άγιο Βασίλη, και που λέγαμε κάλαντα μετρώντας τους οβολούς που μαζεύαμε, καθώς εκείνην την εποχή, ζήτημα να παίρναμε δυο-τρία το χρόνο.
«Καλά Χριστούγεννα» ήταν στην εφηβεία μας, που έκλειναν τα σχολεία για 15 ολόκληρες μέρες και είχαμε άπλετο χρόνο να ξεχυθούμε στη γειτονιά για παιχνίδι, ενώ ταυτόχρονα βρίσκαμε να φάμε γλυκά και ωραία φαγητά (μας έλειπαν τον υπόλοιπο χρόνο).
«Καλά Χριστούγεννα» ήταν κατά την φοιτητική μας ζωή, που είχαμε την ευκαιρία να εκδράμουμε για να γνωρίσουμε τον κόσμο ή έστω την πατρίδα μας, ανακαλύπτοντας άγνωστα πράγματα κι απολαμβάνοντας τις νέες φοιτητοπαρέες.
Από εκεί και πέρα, μεγαλώνοντας, είμαστε εμείς που πρέπει να κάνουμε πράγματα ώστε να πιάσει τόπο η ευχή «καλά Χριστούγεννα» σε άλλους.
Στα παιδιά μας που πρέπει να τους δώσουμε τα καλύτερα που μπορούμε, τους γονείς μας που οφείλουμε να τους προσφέρουμε την αίσθηση της οικογενειακής θαλπωρής, τους συγγενείς που πρέπει να εργαστούμε για την σύσφιξη των οικογενειακών δεσμών. Κι ας μην ξεχάσουμε κάτι από το πλεόνασμα ή και το υστέρημά μας, να το κατευθύνουμε σε εκείνους που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Τους φτωχούς, τους ανήμπορους, τους αδικημένους, τα θύματα της πορείας των πραγμάτων.
Γεροί να είμαστε να φτάσουμε στην ηλικία, που το «καλά Χριστούγεννα» θα πάρει τα χαρακτηριστικά της ευκαιρίας να ξεφύγουμε από την μονοτονία της απομονωμένης ζωής μας και να έχουμε την ευκαιρία να φορέσουμε τα παλιομοδίτικα καλά μας ρούχα, να δούμε παιδιά, εγγόνια και -γιατί όχι- δισέγγονα γύρω από ένα γιορτινό τραπέζι, στο οποίο θα μας αφήσουν να πιούμε ένα ποτήρι παραπάνω για να ευθυμήσουμε, να λέμε ιστορίες και να ακούμε τα νέα των απογόνων μας που ζουν στο δικό τους παρόν το οποίο αποτελεί το δικό μας μέλλον…
*Τα κάλαντα, η γεμάτη αγορά, η κοσμοπλημύρα σε δρόμους και πλατείες, τα γλέντια, τα λαμπερά ρεβεγιόν, οι παρέες, τα ταξίδια, οι επισκέψεις, τα τραπεζώματα και οτιδήποτε άλλο σηματοδοτεί το γιορταστικό δεκαπενθήμερο, είναι πλέον και θα παραμείνουν μέχρι τα Φώτα, στην ημερήσια διάταξη.
*Στη Νεοελλάδα της αφθονίας, της υποκουλτούρας και του μικρομεγαλισμού, τα Χριστούγεννα ξέφυγαν από τον χαρακτήρα τους ως γιορτή αγάπης, χαράς, γλεντιού κι αλληλεγγύης και αποκτούν τα αγοραία χαρακτηριστικά της κραιπάλης και της υποκουλτούρας.
Ιδιαίτερα η Θεσσαλονίκη, μετατρέπεται την παραμονή των Χριστουγέννων σε μια απέραντη ψησταριά. Κάθε μαγαζί, κάθε γραφείο, κάθε στέκι, στήνει μια υπαίθρια ψησταριά. Το αφεντικό πετάει επάνω σουβλάκια, πανσέτες και λουκάνικα, σε ένα κιτς τραπεζάκι δίπλα στοιβάζονται πλαστικά μαχαιροπήρουνα και ποτηράκια και νταμιτζάνες με χύμα κρασιά και τσίπουρα. Το σκηνικό συμπληρώνεται με ηχοσυστήματα που παίζουν στη διαπασών γλετζέδικα τραγούδια και δίπλα στήνεται χορός με νύφες και γαμπρούς που του δίνουν να καταλάβει.
*Όλο το κέντρο της πόλης γεμίζει με τσίκνα, με ανακατωμένες μουσικές, τα πεζοδρόμια γεμίζουμε με φορητές ψησταριές και πλαστικές καρέκλες και περιχαρείς συντοπίτες μας ξεφαντώνουν ωσάν να μην υπάρχει αύριο, ξορκίζοντας -δήθεν- το ζόρικο χθες και υποδεχόμενοι τον θεάνθρωπο επί της γης για να άρει τις αμαρτίες του κόσμου τούτου.
Η Βαβέλ συμπληρώνεται με πρόχειρα πλανόδια σχήματα που συμπτύσσουν κατά τεκμήριο ατάλαντοι ή πρόχειροι μουσικοί, που με γκάιντες, τύμπανα και χάλκινα πνευστά, αφιερώνουν άσματα στους… ημιμεθυσμένους.
*Δεν κρύβω ότι καθόλου δεν μ αρέσει αυτή η συνήθεια που έχει εμφιλοχωρήσει στα ήθη κι έθιμα της Θεσσαλονίκης για την παραμονή των Χριστουγέννων να μετατρέπουμε δρόμους και πεζοδρόμια σε πρόχειρες ψησταριές και θορυβώδη γλεντάδικα που στηρίζονται στο άγριο φαγητό στο χέρι και στη ακόμη αγριότερη κρασοκατάνυξη.
Δεν πειράζει. Ό,τι αρέσει στους πολλούς, είμαστε υποχρεωμένοι οι υπόλοιποι να το σεβόμαστε και είτε να ακολουθούμε -όσο διακριτικά μπορούμε- είτε να το αποφεύγουμε κλεισμένοι στα προσωπικά μας καταφύγια.
*Το περίεργο αυτό σκηνικό με το γλεντοκόπι, «διορθώνεται» τα βράδια των γιορτινών ημερών, όπου τον τόνο στη νυχτερινή ζωή της πόλης, δίνουν οι χιλιάδες νέοι μας- πάνω κάτω τριαντάρηδες- έχουν εγκαταλείψει την χώρα την τελευταία δωδεκαετία της κρίσης βρίσκοντας καταφυγή στα κράτη της ευρωπαϊκής δύσης και οι οποίο επιστρέφουν μαζικά τις μέρες των Χριστουγέννων για να ενωθούν με τις οικογένειές τους.
*Οι νέοι αυτοί, που ζουν και εργάζονται στις πλουσιότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στη Μεγάλη Βρετανία κ.ά, ήρθαν φέροντας μαζί τους την αύρα του κοσμοπολιτισμού, της οικονομικής άνεσης (εν πάση περιπτώσει είναι καλύτερα από όσο θα ήτανε αν παρέμεναν στην γενέθλια πόλη) και την χαρά που ανταμώνουν με συγγενείς, φίλους και γνωστούς.
Τους βλέπουμε τις τελευταίες μέρες να περιφέρονται στα στέκια, χαρούμενοι, καλοντυμένοι και λαμπεροί, δίνοντας έναν ευρωπαϊκό τόνο στην πάλαι ποτέ κοσμοπολίτισσα Θεσσαλονίκη.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 24.12.2023
ΣΧΟΛΙΑ