Τράπεζες: Δανείζουν ακριβότερα, τοκίζουν χαμηλότερα τις καταθέσεις
12/12/2024 11:53
12/12/2024 11:53
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν τουλάχιστον διπλάσιο περιθώριο κέρδους από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών το β' τρίμηνο του 2024, ενώ η χώρα μας κατατάσσεται στην πρώτη πεντάδα, στη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Κοινώς δανείζουν ακριβότερα και τοκίζουν χαμηλότερα τις καταθέσεις, αποκομίζοντας μεγαλύτερα κέρδη. Όπως επισημαίνεται σε έρευνα του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ) της ΕΣΕΕ «στην Ελλάδα παρατηρείται ιδιαίτερα διευρυμένη απόσταση μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων γνωστό και ως περιθώριο επιτοκίου».
Μάλιστα, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (η διαφορά του μέσου σταθμισμένου επιτοκίου όλων των δανείων από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των καταθέσεων), δηλαδή το καθαρό κέρδος των τραπεζών ενισχύθηκε ελαφρώς κατά 11 μονάδες βάσης συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, διευρύνοντας περαιτέρω την ήδη μεγάλη απόσταση που χώριζε τις ελληνικές τράπεζες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Πίνακας: Καθαρό Επιτοκιακό Περιθώριο (ΝΙΜ)
Πηγή: European Central Βank, Banking Supervision, Supervisory Banking Statistics for significant institution
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως προς τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία του (110 συνολικά στην Ευρωζώνη εκ των οποίων τα 4 στην Ελλάδα), το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) είναι από τα υψηλότερα της Ευρωζώνης. «Το στοιχείο αυτό σημαίνει πως το καθαρό εισόδημα από τόκους που εισέπραξαν οι 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες από τις χορηγήσεις, μείον τους τόκους που κατέβαλλαν στους καταθέτες είναι διευρυμένο εξαιτίας κυρίως των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων» επισημαίνεται στην έρευνα του ΙΝΕΜΥ.
Διάγραμμα: Καθαρό περιθώριο επιτοκίου σε χώρες της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το ΙΝΕΜΥ η ποσοστιαία συμμετοχή των εσόδων των ελληνικών τραπεζών από προμήθειες στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών σταδιακά αυξάνεται. Το 2022 ήταν (14,9%), το 2023 αυξάνεται σε (16,2%) και το 2024 φτάνει στο (17,2%). Μάλιστα τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 ταχύτερα (15,9%) έναντι των συνολικών λειτουργικών εσόδων (10,8%) την ίδια περίοδο, ένδειξη ότι το άνοιγμα μεταξύ εσόδων από τόκους και εσόδων από προμήθειες διατηρείται μειούμενο. Το τελευταίο υποκρύπτει μια πρόσθετη επιβάρυνση των επιχειρήσεων, οι οποίες, σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι αποκλεισμένες από την επίσημη τραπεζική χρηματοδότηση.
Πίνακας: Έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα (σε %)
Πηγή: European Central Βank, Banking Supervision, Supervisory Banking Statistics for significant institution
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΝΕΜΥ το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο ώθησε ανοδικά και την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών που ανήλθε το α΄ τρίμηνο του έτους στο 1,09 δισ. ευρώ έναντι 774,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Ως εκ τούτου, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές κατέγραψαν τόνωση της κερδοφορίας τους κατά 40,6% έναντι 6,8% που ήταν η αντίστοιχη άνοδος των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Αυτό το εύρημα υπογραμμίζει ουσιαστικά ότι οι εγχώριες τράπεζες, εκτός του ότι χρεώνουν υψηλά επιτόκια, δεν επιτελούν τον ουσιαστικό τους ρόλο, εκείνο των χορηγήσεων δανείων. Με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία «The European Small Business Finance Outlook (ESBFO) 2023» του EIF οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται στην τελευταία θέση στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Ουσιαστικά δηλαδή, παρά την υποχρηματοδότηση, η όποια πρόσβαση στη χρηματοδότηση παραμένει να έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος, επιβραδύνοντας τον μετασχηματισμό των εμπορικών επιχειρήσεων».
Η μελέτη του ΙΝΕΜΥ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «μια σειρά από νέες χρεώσεις σωρευτικά δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλοιό στις επιχειρήσεις. Χρεώσεις σε εισερχόμενα και εξερχόμενα εμβάσματα, στις αναλήψεις από ΑΤΜ αλλά και στη μεταφορά χρημάτων σε άλλη τράπεζα, χρέωση για την επανέκδοση χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας λόγω λήξης, κλοπής, απώλειας ή φθοράς, επανέκδοση κάρτας, προμήθεια για την πληρωμή λογαριασμών (π.χ. ΔΕΚΟ, κινητής τηλεφωνίας) μέσω τραπεζικών καναλιών, ετήσια χρέωση για τη διατήρηση πιστωτικής κάρτας, χρήση POS από μικρές επιχειρήσεις, προμήθειες σε βασικές συναλλαγές και τέλος χρέωση για άνοιγμα λογαριασμού». Ωστόσο σημειώνεται ότι οι χρεώσεις είναι χαμηλότερες από το ΜΟ της Ευρωζώνης
«Επιπρόσθετα, καταναλωτές και επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με χαμηλό επίπεδο εξυπηρέτησης. Η υγειονομική κρίση εξαιτίας του κορωνοϊού ουσιαστικά εισήγαγε μαζικά την έννοια της τηλεργασίας, η οποία στις τράπεζες συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όταν ταυτόχρονα πολλά στελέχη έχουν αποχωρήσει από τον κλάδο, συνήθως μέσω ελκυστικών πακέτων παροχών και σχετικών κινήτρων. Συνεπώς, τα υφιστάμενα τραπεζικά καταστήματα δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό, γεγονός που φαίνεται και από το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για την πραγματοποίηση ,προγραμματισμένων συναντήσεων εξυπηρέτησης πελατών, δυσχεραίνοντας έτσι το έργο των επιχειρήσεων ακόμη και για ζητήματα μικρής σημασίας.
Τέλος σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο για την επιχειρηματικότητα έχει και η γραφειοκρατία. Ενώ είναι αλήθεια πως η χώρα πραγματοποίησε άλματα αναφορικά με την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν φαίνεται να έχουν μετακυλισθεί πλήρως στην πραγματική οικονομία. Πολλές φορές οι διαδικασίες δεν είναι επαρκώς σαφείς, ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου η γραφειοκρατία παραμένει απλώς σε νέα, ψηφιακή, μορφή.
Σε δήλωση του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Σταύρος Καφούνης τονίζει ότι «ο εν εξελίξει εξαιρετικά κρίσιμος δημόσιος διάλογος για τη βελτίωση της λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς βρίσκεται στην κορύφωσή του εντός και εκτός του ελληνικού κοινοβουλίου. Κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει πως οι χρόνιες «αρρυθμίες» στην παροχέτευση ρευστότητας από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία, όταν δεν θέτουν εν’ αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, οπωσδήποτε καθυστερούν την αναπτυξιακή τους πορεία. Έχει έλθει η ώρα, η ευρωστία των ελληνικών τραπεζών να αποτυπωθεί σε μία νέα σχέση εμπιστοσύνης με το σύνολο της επιχειρηματικότητας. Η ειδική Ανάλυση Επικαιρότητας του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ εισφέρει ουσιαστικά στη συζήτηση αυτή καθώς επικεντρώνεται στα επίμαχα ζητήματα των τραπεζικών χρεώσεων και προμηθειών. Επιπλέον, τεκμηριώνει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων χορηγήσεων που παρατηρείται στη χώρα μας. Κυρίως όμως, μέσα και από τη σύγκριση με τα δεδομένα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, η ανάλυση επιβεβαιώνει την επιτακτική ανάγκη να εισακουστεί επιτέλους το δίκαιο αίτημα των επιχειρήσεων: οι ελληνικές τράπεζες να επιτελέσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο, που είναι η χορήγηση δανείων στην πραγματική οικονομία. Ως εκ τούτου, η αγορά αναμένει ότι οι επικείμενες αποφάσεις από μέρους της Πολιτείας και των ίδιων των τραπεζών, θα σηματοδοτούν πραγματικά μία «νέα αρχή» στη σχέση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με τις επιχειρήσεις».
Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες είχαν τουλάχιστον διπλάσιο περιθώριο κέρδους από το μέσο όρο των ευρωπαϊκών συστημικών τραπεζών το β' τρίμηνο του 2024, ενώ η χώρα μας κατατάσσεται στην πρώτη πεντάδα, στη διαφορά επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Κοινώς δανείζουν ακριβότερα και τοκίζουν χαμηλότερα τις καταθέσεις, αποκομίζοντας μεγαλύτερα κέρδη. Όπως επισημαίνεται σε έρευνα του Ινστιτούτο Εμπορίου και Υπηρεσιών (ΙΝ.ΕΜ.Υ) της ΕΣΕΕ «στην Ελλάδα παρατηρείται ιδιαίτερα διευρυμένη απόσταση μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων γνωστό και ως περιθώριο επιτοκίου».
Μάλιστα, κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2024, το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (η διαφορά του μέσου σταθμισμένου επιτοκίου όλων των δανείων από το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο όλων των καταθέσεων), δηλαδή το καθαρό κέρδος των τραπεζών ενισχύθηκε ελαφρώς κατά 11 μονάδες βάσης συγκριτικά με το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023, διευρύνοντας περαιτέρω την ήδη μεγάλη απόσταση που χώριζε τις ελληνικές τράπεζες από τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Πίνακας: Καθαρό Επιτοκιακό Περιθώριο (ΝΙΜ)
Πηγή: European Central Βank, Banking Supervision, Supervisory Banking Statistics for significant institution
Με βάση τα στατιστικά στοιχεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ως προς τα συστημικά πιστωτικά ιδρύματα που υπόκεινται στην άμεση εποπτεία του (110 συνολικά στην Ευρωζώνη εκ των οποίων τα 4 στην Ελλάδα), το καθαρό επιτοκιακό περιθώριο (ΝΙΜ) είναι από τα υψηλότερα της Ευρωζώνης. «Το στοιχείο αυτό σημαίνει πως το καθαρό εισόδημα από τόκους που εισέπραξαν οι 4 συστημικές ελληνικές τράπεζες από τις χορηγήσεις, μείον τους τόκους που κατέβαλλαν στους καταθέτες είναι διευρυμένο εξαιτίας κυρίως των ιδιαίτερα χαμηλών επιτοκίων καταθέσεων» επισημαίνεται στην έρευνα του ΙΝΕΜΥ.
Διάγραμμα: Καθαρό περιθώριο επιτοκίου σε χώρες της Ε.Ε.
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάστηκε το ΙΝΕΜΥ η ποσοστιαία συμμετοχή των εσόδων των ελληνικών τραπεζών από προμήθειες στα συνολικά λειτουργικά έσοδα των ελληνικών τραπεζών σταδιακά αυξάνεται. Το 2022 ήταν (14,9%), το 2023 αυξάνεται σε (16,2%) και το 2024 φτάνει στο (17,2%). Μάλιστα τα έσοδα από προμήθειες ενισχύθηκαν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2024 ταχύτερα (15,9%) έναντι των συνολικών λειτουργικών εσόδων (10,8%) την ίδια περίοδο, ένδειξη ότι το άνοιγμα μεταξύ εσόδων από τόκους και εσόδων από προμήθειες διατηρείται μειούμενο. Το τελευταίο υποκρύπτει μια πρόσθετη επιβάρυνση των επιχειρήσεων, οι οποίες, σε ένα μεγάλο ποσοστό είναι αποκλεισμένες από την επίσημη τραπεζική χρηματοδότηση.
Πίνακας: Έσοδα από προμήθειες ως ποσοστό στα συνολικά λειτουργικά έσοδα (σε %)
Πηγή: European Central Βank, Banking Supervision, Supervisory Banking Statistics for significant institution
Όπως επισημαίνεται στη μελέτη του ΙΝΕΜΥ το υψηλό επιτοκιακό περιθώριο ώθησε ανοδικά και την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών που ανήλθε το α΄ τρίμηνο του έτους στο 1,09 δισ. ευρώ έναντι 774,9 εκατ. ευρώ το αντίστοιχο τρίμηνο του 2023. Ως εκ τούτου, οι τέσσερις ελληνικές συστημικές κατέγραψαν τόνωση της κερδοφορίας τους κατά 40,6% έναντι 6,8% που ήταν η αντίστοιχη άνοδος των ευρωπαϊκών τραπεζών. «Αυτό το εύρημα υπογραμμίζει ουσιαστικά ότι οι εγχώριες τράπεζες, εκτός του ότι χρεώνουν υψηλά επιτόκια, δεν επιτελούν τον ουσιαστικό τους ρόλο, εκείνο των χορηγήσεων δανείων. Με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία «The European Small Business Finance Outlook (ESBFO) 2023» του EIF οι ελληνικές επιχειρήσεις βρίσκονται στην τελευταία θέση στην πρόσβαση στη χρηματοδότηση. Ουσιαστικά δηλαδή, παρά την υποχρηματοδότηση, η όποια πρόσβαση στη χρηματοδότηση παραμένει να έχει ιδιαίτερα υψηλό κόστος, επιβραδύνοντας τον μετασχηματισμό των εμπορικών επιχειρήσεων».
Η μελέτη του ΙΝΕΜΥ αναφέρει μεταξύ άλλων ότι «μια σειρά από νέες χρεώσεις σωρευτικά δημιουργούν ένα ασφυκτικό κλοιό στις επιχειρήσεις. Χρεώσεις σε εισερχόμενα και εξερχόμενα εμβάσματα, στις αναλήψεις από ΑΤΜ αλλά και στη μεταφορά χρημάτων σε άλλη τράπεζα, χρέωση για την επανέκδοση χρεωστικής ή πιστωτικής κάρτας λόγω λήξης, κλοπής, απώλειας ή φθοράς, επανέκδοση κάρτας, προμήθεια για την πληρωμή λογαριασμών (π.χ. ΔΕΚΟ, κινητής τηλεφωνίας) μέσω τραπεζικών καναλιών, ετήσια χρέωση για τη διατήρηση πιστωτικής κάρτας, χρήση POS από μικρές επιχειρήσεις, προμήθειες σε βασικές συναλλαγές και τέλος χρέωση για άνοιγμα λογαριασμού». Ωστόσο σημειώνεται ότι οι χρεώσεις είναι χαμηλότερες από το ΜΟ της Ευρωζώνης
«Επιπρόσθετα, καταναλωτές και επιχειρήσεις έρχονται αντιμέτωπες με χαμηλό επίπεδο εξυπηρέτησης. Η υγειονομική κρίση εξαιτίας του κορωνοϊού ουσιαστικά εισήγαγε μαζικά την έννοια της τηλεργασίας, η οποία στις τράπεζες συνεχίζεται μέχρι σήμερα, όταν ταυτόχρονα πολλά στελέχη έχουν αποχωρήσει από τον κλάδο, συνήθως μέσω ελκυστικών πακέτων παροχών και σχετικών κινήτρων. Συνεπώς, τα υφιστάμενα τραπεζικά καταστήματα δεν διαθέτουν επαρκές προσωπικό, γεγονός που φαίνεται και από το απαιτούμενο χρονικό διάστημα για την πραγματοποίηση ,προγραμματισμένων συναντήσεων εξυπηρέτησης πελατών, δυσχεραίνοντας έτσι το έργο των επιχειρήσεων ακόμη και για ζητήματα μικρής σημασίας.
Τέλος σημαντικό αρνητικό αντίκτυπο για την επιχειρηματικότητα έχει και η γραφειοκρατία. Ενώ είναι αλήθεια πως η χώρα πραγματοποίησε άλματα αναφορικά με την ψηφιοποίηση των διαδικασιών, την ενσωμάτωση των νέων τεχνολογιών και τον εκσυγχρονισμό του θεσμικού πλαισίου, οι μεταρρυθμίσεις αυτές δεν φαίνεται να έχουν μετακυλισθεί πλήρως στην πραγματική οικονομία. Πολλές φορές οι διαδικασίες δεν είναι επαρκώς σαφείς, ενώ δεν λείπουν οι περιπτώσεις όπου η γραφειοκρατία παραμένει απλώς σε νέα, ψηφιακή, μορφή.
Σε δήλωση του ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Σταύρος Καφούνης τονίζει ότι «ο εν εξελίξει εξαιρετικά κρίσιμος δημόσιος διάλογος για τη βελτίωση της λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας της αγοράς βρίσκεται στην κορύφωσή του εντός και εκτός του ελληνικού κοινοβουλίου. Κανείς πλέον δεν αμφιβάλλει πως οι χρόνιες «αρρυθμίες» στην παροχέτευση ρευστότητας από τις τράπεζες προς την πραγματική οικονομία, όταν δεν θέτουν εν’ αμφιβόλω τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων, οπωσδήποτε καθυστερούν την αναπτυξιακή τους πορεία. Έχει έλθει η ώρα, η ευρωστία των ελληνικών τραπεζών να αποτυπωθεί σε μία νέα σχέση εμπιστοσύνης με το σύνολο της επιχειρηματικότητας. Η ειδική Ανάλυση Επικαιρότητας του Ινστιτούτου της ΕΣΕΕ εισφέρει ουσιαστικά στη συζήτηση αυτή καθώς επικεντρώνεται στα επίμαχα ζητήματα των τραπεζικών χρεώσεων και προμηθειών. Επιπλέον, τεκμηριώνει τη μεγάλη απόσταση μεταξύ των επιτοκίων καταθέσεων και των επιτοκίων χορηγήσεων που παρατηρείται στη χώρα μας. Κυρίως όμως, μέσα και από τη σύγκριση με τα δεδομένα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, η ανάλυση επιβεβαιώνει την επιτακτική ανάγκη να εισακουστεί επιτέλους το δίκαιο αίτημα των επιχειρήσεων: οι ελληνικές τράπεζες να επιτελέσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο, που είναι η χορήγηση δανείων στην πραγματική οικονομία. Ως εκ τούτου, η αγορά αναμένει ότι οι επικείμενες αποφάσεις από μέρους της Πολιτείας και των ίδιων των τραπεζών, θα σηματοδοτούν πραγματικά μία «νέα αρχή» στη σχέση του εγχώριου τραπεζικού συστήματος με τις επιχειρήσεις».
ΣΧΟΛΙΑ