ΤτΕ: Άνοδο της θερμοκρασίας, μείωση βροχοπτώσεων και ενίσχυση της ξηρασίας προβλέπεται για τις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα
15/12/2023 16:27
15/12/2023 16:27
Άνοδο της θερμοκρασίας, μείωση βροχοπτώσεων και ενίσχυση της ξηρασίας προβλέπει μέχρι το2050 η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τις Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην Ελληνική Οικονομία.
Αναφορικά με τη θερμοκρασία, προβλέπεται άνοδος μέχρι τα μέσα του αιώνα, σε σχέση με την περίοδο αναφοράς 1971-2000, από 1,2°C έως και 2°C ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να παρατηρούνται εάν δεν ληφθούν μέτρα μετριασμού των εκπομπών.
Η δεκαετία του 2050 περιλαμβάνει το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη. Μετά το 2060, η αύξηση στη μέση θερμοκρασία θα φτάσει τους 2°C έως και 5°C περίπου, ανάλογα με το σενάριο εκπομπών.
Σημαντική παράλληλα θα είναι η αύξηση και του αριθμού ημερών με καύσωνα στα πεδινά, έως και κατά 10-15 ημέρες μέχρι τα μέσα του αιώνα και έως 30-50 μέρες μέχρι το 2100, εάν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών CO2.
H χώρα μας και η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου ανήκουν στις λίγες περιοχές του πλανήτη όπου αναμένεται στο μέλλον μείωση των βροχοπτώσεων. H βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας.
Η ενίσχυση της ξηρασίας από την άλλη πλευρά, λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων και του αριθμού ημερών βροχής σε συνδυασμό με την άνοδο της θερμοκρασίας, θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετάπτωση του κλίματος στη χώρας μας προς το ξηρότερο. Αποτέλεσμα αυτού είναι περίπου το 40% της Ελλάδας, ιδίως τα ανατολικά και νότια τμήματα, να κινδυνεύουν μέχρι το τέλος του αιώνα να ερημοποιηθούν στην περίπτωση που δεν ληφθούν παγκοσμίως μέτρα για τον περιορισμό των θερμοκηπικών αερίων.
Στο μελλοντικό κλίμα αναμένεται αύξηση της συχνότητας των ακραία έντονων βροχοπτώσεων, που θα γίνεται εντονότερη όσο λιγότερα μέτρα ληφθούν και όσο οδεύουμε προς το τέλος του 21ου αιώνα.
Αύξηση αναμένεται και στον αριθμό των ημερών με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς: από 10 έως και 20 περισσότερες ημέρες πυρκαγιάς μέχρι τα μέσα του αιώνα και από 15 έως και 50 περισσότερες ημέρες με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς προς τα τέλη του αιώνα, ιδιαίτερα στις περιοχές που και σήμερα είναι πιο επιρρεπείς στις δασικές πυρκαγιές.
Σημαντικές θα είναι, τέλος, και οι επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Με βάση τις εκτιμήσεις των μοντέλων, έως τα μέσα του αιώνα αναμένεται η στάθμη της θάλασσας να ανέβει κατά 15 έως 20 εκατοστά και κατά 20 έως 80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του αιώνα, ανάλογα με την εξέλιξη των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων, με συνέπειες μεταξύ άλλων στη γεωργία στις παράκτιες περιοχές.
Στη μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους εδαφικούς πόρους και στις αροτραίες καλλιέργειες για τρεις περιοχές μελέτης (Τρίκαλα, Ζάππειο, Σωτήριο) της περιφέρειας της Θεσσαλίας.
Οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Θεσσαλίας:
* Ένταση των τάσεων ερημοποίησης του εδάφους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό και την υποβάθμιση των καλλιεργήσιμων γαιών.
* Μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το τέλος του αιώνα.
* Σε βαθιά εδάφη, μείωση των αποδόσεων του αραβοσίτου έως 29,3% και του βαμβακιού μέχρι 29,6% και αύξηση των αποδόσεων του σιταριού μέχρι 68,6%, έως το τέλος του αιώνα στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής.
* Σε ρηχά και επικλινή εδάφη, εκμηδένιση των αποδόσεων του βαμβακιού και του αραβοσίτου και διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων του σιταριού, στο μέσο και στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το μέσο του αιώνα.
* Περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή κατά 3,6% σε όλες τις καλλιέργειες σε διαβρωμένα εδάφη.
Στη μελέτη προτείνεται δέσμη μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή και τη διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Θεσσαλίας:
* Εφαρμογή καλλιεργητικών μέτρων διατήρησης του εδάφους στις επικλινείς εκτάσεις και μέτρων αποκατάστασης του εδάφους στις περιοχές υψηλού κινδύνου αλάτωσης.
* Περιορισμός των καλλιεργειών βαμβακιού και αραβοσίτου στις πεδινές εκτάσεις και στα βαθιά εδάφη, ενώ στις επικλινείς εκτάσεις προτίμηση σε σιτάρι και λειμώνια φυτά.
* Τροποποίηση του χρόνου σποράς, οψιμότερα στις χειμωνιάτικες και πρωιμότερα στις καλοκαιρινές καλλιέργειες.
* Καλλιέργεια φυτικών ειδών και ποικιλιών με βραχύτερο βιολογικό κύκλο για εξοικονόμηση νερού.
* Νέα στρατηγική χρήσης αρδευτικού νερού, με έμφαση στα επιφανειακά ύδατα και κατασκευή κατάλληλων υποδομών για την αντιμετώπιση των πλημμυρών.
* Ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης των πλημμυρών σε όλη τη λεκάνη απορροής της Θεσσαλίας.
Στη μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις για τον τομέα των μεταφορών και τα προτεινόμενα μέτρα προσαρμογής στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τομέα των μεταφορών διαχωρίζονται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης σε δύο κατηγορίες:
* Άμεσες (πρωτογενείς) επιπτώσεις: Βλάβες ή φθορές που οδηγούν στην ανάγκη ανακατασκευών, επιδιορθώσεων ή επαυξημένης ανάγκης συντήρησης από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. φθορές, αυξημένη ανάγκη συντήρησης ή αποκατάστασης οδικών, σιδηροδρομικών, λιμενικών και αεροπορικών υποδομών, αυξημένη ανάγκη κατασκευής αναχωμάτων ή άλλων κατασκευών, αύξηση κόστους για την προστασία τους). Επίσης, προβλέπεται μειωμένη ανάγκη εργασιών πρόληψης και συντήρησης, λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών.
* Έμμεσες (δευτερογενείς) επιπτώσεις: Κυρίως στη λειτουργία του συστήματος μεταφορών, με την αύξηση του γενικευμένου κόστους μετακινήσεων ή τη μείωση της οδικής ασφάλειας από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. καθυστερήσεις, αναβολές δρομολογίων, κίνδυνος ατυχημάτων λόγω μειωμένης πρόσφυσης, αποκοπή και μείωση προσβασιμότητας περιοχών από την αδυναμία εκτέλεσης δρομολογίων, διακοπή εφοδιαστικής αλυσίδας και αλλαγές στη ζήτηση). Επίσης, προβλέπεται μείωση ατυχημάτων και καθυστερήσεων λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών και μείωση στην ανάγκη θέρμανσης των μεταφορικών μέσων από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας.
Στη μελέτη προτείνεται δέσμη μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή του τομέα των μεταφορών και τη διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Μεταξύ άλλων προτείνονται:
* Δημιουργία εθνικού παρατηρητηρίου επιπτώσεων κλιματικής αλλαγής στις μεταφορές (τήρηση στατιστικών στοιχείων λειτουργίας και επιπτώσεων).
* Περαιτέρω ανάπτυξη αναλυτικών μοντέλων για την αξιολόγηση των μεταφορικών υποδομών ως προς: α) τη σημαντικότητα και β) την τρωτότητα.
* Αναγνώριση και προτεραιοποίηση των έργων μεταφορικών υποδομών, που ελαχιστοποιούν την τρωτότητα του εθνικού συστήματος μεταφορών.
* Κατάρτιση εθνικών σχεδίων διαχείρισης της κυκλοφορίας και σχεδίων εκκένωσης ευάλωτων περιοχών.
* Υλοποίηση έργων προστασίας κρίσιμων μεταφορικών υποδομών (π.χ. αποστράγγιση, ανύψωση κρηπιδωμάτων λιμένων, ανύψωση αεροπορικών/οδικών/σιδηροδρομικών υποδομών που είναι εκτεθειμένες στο θαλάσσιο μέτωπο κ.ά.).
* Αναθεώρηση των υφιστάμενων προδιαγραφών σχεδιασμού μεταφορικών υποδομών, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής.
* Υιοθέτηση μέτρων μείωσης της μεταφορικής ζήτησης, όπως η τηλεργασία, ο συνεπιβατισμός, η διαχείριση της κινητικότητας σε επιχειρήσεις, η κατάρτιση σχεδίων μεταφοράς μαθητών.
Η μελέτη υπολογίζει την τρωτότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ώστε να συμβάλει στο σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής εθνικής πολιτικής για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Στη μελέτη αναπτύσσεται μεθοδολογία εκτίμησης τρωτότητας με συνδυασμό φυσικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών και συμβάντων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Ως πρώτα ενδιάμεσα αποτελέσματα παρουσιάζονται τα σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές και τις μεταφορές.
Για τις δασικές πυρκαγιές, για παράδειγμα, στα χαρακτηριστικά των συμβάντων περιλαμβάνεται ο αριθμός πυρκαγιών που έκαψαν 100-500, 500-1.000, 1.000-10.000 και πάνω από 10.000 στρέμματα δάσους και δασικής έκτασης. Ο αριθμός πυρκαγιών συσχετίστηκε με την έκταση, τον πληθυσμό, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ένα δείκτη ανισοκατανομής ΑΕΠ στην αντίστοιχη περιφέρεια.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι για τις δασικές πυρκαγιές:
* Οι σχετικά υψηλότερες τρωτότητες, ανά έκταση, κάτοικο, συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα, τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζει υψηλές τρωτότητες με βάση την ανισοκατανομή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Η Αττική εμφανίζει την υψηλότερη τρωτότητα με βάση την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.
* Ο αναμενόμενος αριθμός πυρκαγιών αυξάνεται και για τα δύο σενάρια της IPCC (RCP 4.5 και 8.5) για την περίοδο μέχρι το 2100. Αυτό υποδηλώνει ότι οι τρωτότητες σε απόλυτους όρους αναμένεται να αυξηθούν, ενώ σε συγκριτικούς όρους, με βάση την έκταση των περιφερειών, αναμένεται να παραμείνουν σταθερές. Η εξέλιξη της τρωτότητας με βάση κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη του ΑΕΠ και του πληθυσμού.
Για τις μεταφορές, έγινε ανάλυση τρωτότητας του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, βασισμένη στα αποτελέσματα της αντίστοιχης μελέτης και δείχνει ότι:
* Η υψηλότερη σχετική τρωτότητα, τόσο συνολικά όσο και ανά χιλιόμετρο δικτύου και για τα δύο σενάρια της IPCC (RCP 4.5 και 8.5), εμφανίζεται στην Ανατολική Ελλάδα και ακολουθεί η Δυτική και στη συνέχεια η Κεντρική Ελλάδα.
Άνοδο της θερμοκρασίας, μείωση βροχοπτώσεων και ενίσχυση της ξηρασίας προβλέπει μέχρι το2050 η Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος για τις Επιπτώσεις της Κλιματικής Αλλαγής στην Ελληνική Οικονομία.
Αναφορικά με τη θερμοκρασία, προβλέπεται άνοδος μέχρι τα μέσα του αιώνα, σε σχέση με την περίοδο αναφοράς 1971-2000, από 1,2°C έως και 2°C ανάλογα με το σενάριο εξέλιξης των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου, με τις μεγαλύτερες αυξήσεις να παρατηρούνται εάν δεν ληφθούν μέτρα μετριασμού των εκπομπών.
Η δεκαετία του 2050 περιλαμβάνει το σημείο καμπής, πέραν του οποίου η ανθρωπογενής παρέμβαση στο κλίμα θα είναι μη αναστρέψιμη. Μετά το 2060, η αύξηση στη μέση θερμοκρασία θα φτάσει τους 2°C έως και 5°C περίπου, ανάλογα με το σενάριο εκπομπών.
Σημαντική παράλληλα θα είναι η αύξηση και του αριθμού ημερών με καύσωνα στα πεδινά, έως και κατά 10-15 ημέρες μέχρι τα μέσα του αιώνα και έως 30-50 μέρες μέχρι το 2100, εάν δεν ληφθούν μέτρα περιορισμού των εκπομπών CO2.
H χώρα μας και η ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου ανήκουν στις λίγες περιοχές του πλανήτη όπου αναμένεται στο μέλλον μείωση των βροχοπτώσεων. H βροχόπτωση αναμένεται να μειωθεί σημαντικά μετά το 2050, ιδιαίτερα στα νοτιότερα τμήματα της χώρας.
Η ενίσχυση της ξηρασίας από την άλλη πλευρά, λόγω της μείωσης των βροχοπτώσεων και του αριθμού ημερών βροχής σε συνδυασμό με την άνοδο της θερμοκρασίας, θα έχει ως αποτέλεσμα τη μετάπτωση του κλίματος στη χώρας μας προς το ξηρότερο. Αποτέλεσμα αυτού είναι περίπου το 40% της Ελλάδας, ιδίως τα ανατολικά και νότια τμήματα, να κινδυνεύουν μέχρι το τέλος του αιώνα να ερημοποιηθούν στην περίπτωση που δεν ληφθούν παγκοσμίως μέτρα για τον περιορισμό των θερμοκηπικών αερίων.
Στο μελλοντικό κλίμα αναμένεται αύξηση της συχνότητας των ακραία έντονων βροχοπτώσεων, που θα γίνεται εντονότερη όσο λιγότερα μέτρα ληφθούν και όσο οδεύουμε προς το τέλος του 21ου αιώνα.
Αύξηση αναμένεται και στον αριθμό των ημερών με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς: από 10 έως και 20 περισσότερες ημέρες πυρκαγιάς μέχρι τα μέσα του αιώνα και από 15 έως και 50 περισσότερες ημέρες με αυξημένο κίνδυνο πυρκαγιάς προς τα τέλη του αιώνα, ιδιαίτερα στις περιοχές που και σήμερα είναι πιο επιρρεπείς στις δασικές πυρκαγιές.
Σημαντικές θα είναι, τέλος, και οι επιπτώσεις της ανόδου της στάθμης της θάλασσας. Με βάση τις εκτιμήσεις των μοντέλων, έως τα μέσα του αιώνα αναμένεται η στάθμη της θάλασσας να ανέβει κατά 15 έως 20 εκατοστά και κατά 20 έως 80 εκατοστά μέχρι τα τέλη του αιώνα, ανάλογα με την εξέλιξη των εκπομπών θερμοκηπικών αερίων, με συνέπειες μεταξύ άλλων στη γεωργία στις παράκτιες περιοχές.
Στη μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στους εδαφικούς πόρους και στις αροτραίες καλλιέργειες για τρεις περιοχές μελέτης (Τρίκαλα, Ζάππειο, Σωτήριο) της περιφέρειας της Θεσσαλίας.
Οι εκτιμώμενες επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Θεσσαλίας:
* Ένταση των τάσεων ερημοποίησης του εδάφους, με αποτέλεσμα τον περιορισμό και την υποβάθμιση των καλλιεργήσιμων γαιών.
* Μείωση της παραγωγής αραβοσίτου μέχρι 41,7% και βαμβακιού μέχρι 34,2% και αύξηση της παραγωγής σιταριού κατά 13,4% στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το τέλος του αιώνα.
* Σε βαθιά εδάφη, μείωση των αποδόσεων του αραβοσίτου έως 29,3% και του βαμβακιού μέχρι 29,6% και αύξηση των αποδόσεων του σιταριού μέχρι 68,6%, έως το τέλος του αιώνα στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής.
* Σε ρηχά και επικλινή εδάφη, εκμηδένιση των αποδόσεων του βαμβακιού και του αραβοσίτου και διατήρηση σε χαμηλά επίπεδα των αποδόσεων του σιταριού, στο μέσο και στο δυσμενέστερο σενάριο εκπομπής έως το μέσο του αιώνα.
* Περαιτέρω μειώσεις στην παραγωγή κατά 3,6% σε όλες τις καλλιέργειες σε διαβρωμένα εδάφη.
Στη μελέτη προτείνεται δέσμη μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή και τη διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής στην περιοχή της Θεσσαλίας:
* Εφαρμογή καλλιεργητικών μέτρων διατήρησης του εδάφους στις επικλινείς εκτάσεις και μέτρων αποκατάστασης του εδάφους στις περιοχές υψηλού κινδύνου αλάτωσης.
* Περιορισμός των καλλιεργειών βαμβακιού και αραβοσίτου στις πεδινές εκτάσεις και στα βαθιά εδάφη, ενώ στις επικλινείς εκτάσεις προτίμηση σε σιτάρι και λειμώνια φυτά.
* Τροποποίηση του χρόνου σποράς, οψιμότερα στις χειμωνιάτικες και πρωιμότερα στις καλοκαιρινές καλλιέργειες.
* Καλλιέργεια φυτικών ειδών και ποικιλιών με βραχύτερο βιολογικό κύκλο για εξοικονόμηση νερού.
* Νέα στρατηγική χρήσης αρδευτικού νερού, με έμφαση στα επιφανειακά ύδατα και κατασκευή κατάλληλων υποδομών για την αντιμετώπιση των πλημμυρών.
* Ολοκληρωμένη στρατηγική αντιμετώπισης των πλημμυρών σε όλη τη λεκάνη απορροής της Θεσσαλίας.
Στη μελέτη παρουσιάστηκαν οι εκτιμώμενες επιπτώσεις για τον τομέα των μεταφορών και τα προτεινόμενα μέτρα προσαρμογής στην Ελλάδα. Οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στον τομέα των μεταφορών διαχωρίζονται στο πλαίσιο της παρούσας μελέτης σε δύο κατηγορίες:
* Άμεσες (πρωτογενείς) επιπτώσεις: Βλάβες ή φθορές που οδηγούν στην ανάγκη ανακατασκευών, επιδιορθώσεων ή επαυξημένης ανάγκης συντήρησης από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. φθορές, αυξημένη ανάγκη συντήρησης ή αποκατάστασης οδικών, σιδηροδρομικών, λιμενικών και αεροπορικών υποδομών, αυξημένη ανάγκη κατασκευής αναχωμάτων ή άλλων κατασκευών, αύξηση κόστους για την προστασία τους). Επίσης, προβλέπεται μειωμένη ανάγκη εργασιών πρόληψης και συντήρησης, λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών.
* Έμμεσες (δευτερογενείς) επιπτώσεις: Κυρίως στη λειτουργία του συστήματος μεταφορών, με την αύξηση του γενικευμένου κόστους μετακινήσεων ή τη μείωση της οδικής ασφάλειας από την άνοδο της μέσης στάθμης της θάλασσας, τις υψηλές θερμοκρασίες και τα πλημμυρικά φαινόμενα (π.χ. καθυστερήσεις, αναβολές δρομολογίων, κίνδυνος ατυχημάτων λόγω μειωμένης πρόσφυσης, αποκοπή και μείωση προσβασιμότητας περιοχών από την αδυναμία εκτέλεσης δρομολογίων, διακοπή εφοδιαστικής αλυσίδας και αλλαγές στη ζήτηση). Επίσης, προβλέπεται μείωση ατυχημάτων και καθυστερήσεων λόγω της μείωσης του αριθμού παγετών και μείωση στην ανάγκη θέρμανσης των μεταφορικών μέσων από την αύξηση της μέσης θερμοκρασίας.
Στη μελέτη προτείνεται δέσμη μέτρων και πολιτικών για την προσαρμογή του τομέα των μεταφορών και τη διαχείριση των επιπτώσεων του φαινομένου της κλιματικής αλλαγής. Μεταξύ άλλων προτείνονται:
* Δημιουργία εθνικού παρατηρητηρίου επιπτώσεων κλιματικής αλλαγής στις μεταφορές (τήρηση στατιστικών στοιχείων λειτουργίας και επιπτώσεων).
* Περαιτέρω ανάπτυξη αναλυτικών μοντέλων για την αξιολόγηση των μεταφορικών υποδομών ως προς: α) τη σημαντικότητα και β) την τρωτότητα.
* Αναγνώριση και προτεραιοποίηση των έργων μεταφορικών υποδομών, που ελαχιστοποιούν την τρωτότητα του εθνικού συστήματος μεταφορών.
* Κατάρτιση εθνικών σχεδίων διαχείρισης της κυκλοφορίας και σχεδίων εκκένωσης ευάλωτων περιοχών.
* Υλοποίηση έργων προστασίας κρίσιμων μεταφορικών υποδομών (π.χ. αποστράγγιση, ανύψωση κρηπιδωμάτων λιμένων, ανύψωση αεροπορικών/οδικών/σιδηροδρομικών υποδομών που είναι εκτεθειμένες στο θαλάσσιο μέτωπο κ.ά.).
* Αναθεώρηση των υφιστάμενων προδιαγραφών σχεδιασμού μεταφορικών υποδομών, λαμβάνοντας υπόψη τις παραμέτρους της κλιματικής αλλαγής.
* Υιοθέτηση μέτρων μείωσης της μεταφορικής ζήτησης, όπως η τηλεργασία, ο συνεπιβατισμός, η διαχείριση της κινητικότητας σε επιχειρήσεις, η κατάρτιση σχεδίων μεταφοράς μαθητών.
Η μελέτη υπολογίζει την τρωτότητα στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ώστε να συμβάλει στο σχεδιασμό μιας αποτελεσματικής εθνικής πολιτικής για την προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή. Στη μελέτη αναπτύσσεται μεθοδολογία εκτίμησης τρωτότητας με συνδυασμό φυσικών και κοινωνικοοικονομικών χαρακτηριστικών και συμβάντων που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Ως πρώτα ενδιάμεσα αποτελέσματα παρουσιάζονται τα σχετικά με τις δασικές πυρκαγιές και τις μεταφορές.
Για τις δασικές πυρκαγιές, για παράδειγμα, στα χαρακτηριστικά των συμβάντων περιλαμβάνεται ο αριθμός πυρκαγιών που έκαψαν 100-500, 500-1.000, 1.000-10.000 και πάνω από 10.000 στρέμματα δάσους και δασικής έκτασης. Ο αριθμός πυρκαγιών συσχετίστηκε με την έκταση, τον πληθυσμό, το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ), το κατά κεφαλήν ΑΕΠ και ένα δείκτη ανισοκατανομής ΑΕΠ στην αντίστοιχη περιφέρεια.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δείχνουν ότι για τις δασικές πυρκαγιές:
* Οι σχετικά υψηλότερες τρωτότητες, ανά έκταση, κάτοικο, συνολικό και κατά κεφαλήν ΑΕΠ, εμφανίζονται στη Στερεά Ελλάδα, τη Δυτική Ελλάδα και την Πελοπόννησο, ενώ η Ανατολική Μακεδονία και Θράκη εμφανίζει υψηλές τρωτότητες με βάση την ανισοκατανομή του κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Η Αττική εμφανίζει την υψηλότερη τρωτότητα με βάση την έκταση και την πυκνότητα του πληθυσμού.
* Ο αναμενόμενος αριθμός πυρκαγιών αυξάνεται και για τα δύο σενάρια της IPCC (RCP 4.5 και 8.5) για την περίοδο μέχρι το 2100. Αυτό υποδηλώνει ότι οι τρωτότητες σε απόλυτους όρους αναμένεται να αυξηθούν, ενώ σε συγκριτικούς όρους, με βάση την έκταση των περιφερειών, αναμένεται να παραμείνουν σταθερές. Η εξέλιξη της τρωτότητας με βάση κοινωνικοοικονομικές διαστάσεις θα εξαρτηθεί από την εξέλιξη του ΑΕΠ και του πληθυσμού.
Για τις μεταφορές, έγινε ανάλυση τρωτότητας του οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου, βασισμένη στα αποτελέσματα της αντίστοιχης μελέτης και δείχνει ότι:
* Η υψηλότερη σχετική τρωτότητα, τόσο συνολικά όσο και ανά χιλιόμετρο δικτύου και για τα δύο σενάρια της IPCC (RCP 4.5 και 8.5), εμφανίζεται στην Ανατολική Ελλάδα και ακολουθεί η Δυτική και στη συνέχεια η Κεντρική Ελλάδα.
ΣΧΟΛΙΑ