Τζοάνα Χογκ: «Στο βρετανικό σινεμά υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης στη μοναδική φωνή»
02/11/2019 14:27
02/11/2019 14:27
Λιτή, σεμνή και «to the point», όπως λένε οι συμπατριώτες της, ήταν σήμερα το μεσημέρι στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης η βρετανίδα κινηματογραφίστρια Τζοάνα Χογκ, καλεσμένη της 60ης επετειακής διοργάνωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η σκηνοθέτης, πρωτοπόρος ενός νέου ρεύματος κοινωνικού ρεαλισμού στο βρετανικό σινεμά, με ένα έργο που περιλαμβάνει τολμηρά πορτρέτα της μεσαίας τάξης, ήρθε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και μίλησε, μεταξύ άλλων, για τον τρόπο της δουλειάς της, αλλά και για το Λονδίνο της αρχής της δεκαετίας του ’80 και ευρύτερα για το σύγχρονο βρετανικό σινεμά.
Η πιο πρόσφατη από τις ταινίες της, «Το σουβενίρ» (παραγωγής 2019) είναι ημι- αυτοβιογραφική και παρουσιάζει τη σχέση μιας νεαρής φοιτήτριας κινηματογράφου με τον μεγαλύτερης ηλικίας εκλεπτυσμένο εραστή της. Η παρουσία του τη βοηθά να ανεξαρτητοποιηθεί από την υπερπροστατευτική της μητέρα και τους σνομπ φίλους της, ωστόσο σταδιακά βυθίζεται σε μια τοξική σχέση γεμάτη ένταση, που την απομακρύνει από τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της. «Την πρώτη φορά που κοίταξα πίσω σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου και πρωτοάρχισα να σκέφτομαι για την ταινία που θα εικόνιζε μια προσωπική μου ιστορία ήμουν υπερβολικά μικρή. Πολύ αργότερα ξανασκέφτηκα μήπως ήρθε η ώρα να κοιτάξω ξανά αυτή την ιστορία», τόνισε η δημιουργός.
Το φιλμ που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και κέρδισε βραβείο της Επιτροπής στο Σάντανς θα παρουσιαστεί απόψε στις 8.15μμ στο Ολύμπιον στο πλαίσιο της διοργάνωσης.
Ωστόσο, η Χογκ δεν παραμένει μόνο στην ταινία αυτή αλλά ετοιμάζει τώρα και το δεύτερο μέρος της, το οποίο θα παρακολουθεί την ηρωίδα, Τζούλι, στα πρώτα της χρόνια ως νεαρής ενηλίκου. «Σκεφτόμουν την ταινία αυτή ως δύο μέρη. Σε αυτή την ιστορία το πρώτο μέρος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το δεύτερο. Πρέπει να δεις το υπόλοιπο του ταξιδιού. Δεν είναι ολόκληρη η ταινία χωρίς το δεύτερο μέρος», αποκάλυψε η ίδια, που πρόσθεσε όμως ότι προσπαθεί η δεύτερη αυτή ταινία να είναι αυτοτελής, να μπορεί δηλαδή κάποιος να την παρακολουθήσει αυτόνομα.
Οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί και η φυσική ερμηνεία
Σκηνοθέτης που αρέσκεται στο να συνεργάζεται συχνά και με μη επαγγελματίες ηθοποιούς –« είναι πιο φυσικοί μερικές φορές στην ερμηνεία τους», έλεγε σήμερα-, ενώ προτιμά τις σταθερές συνεργασίες με τους τεχνικούς και το συνεργείο της η Τζοάνα Χογκ στο «Σουβενίρ» επέλεξε ως πρωταγωνίστρια την κόρη της φίλης και συνεργάτιδά της Τίλντα Σουίντον, Όνορ Σουίντορ- Μπεν. «Δεν μπορώ τώρα να φανταστώ κάποια άλλη γι αυτό τον ρόλο. Μου πήρε καιρό για να την εντοπίσω. Γνώρισα πολλές και συνειδητοποίησα ότι ήθελα κάποια που να είναι άνετη πίσω και όχι μπροστά από την κάμερα, έψαχνα κάποια που να αισθάνεται άβολα. Τη γνώριζα μόνο ως κόρη της φίλης μου. Μέχρι τότε έλεγα όχι στα παιδιά των φίλων σε ταινίες. Οι δυο μας γνωριζόμασταν και συναντηθήκαμε τυχαία σε μια πλατφόρμα τρένου όταν εγώ έφευγα από μια επίσκεψη στην Τίλντα κι εκείνη πήγαινε να τη δει. Κάναμε εκεί μια κουβέντα και μου είπε κάτι που έχει να κάνει με τους νέους. Με έκανε να σκεφτώ πώς ήμουν εγώ νέα, όταν δεν υπήρχαν μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένιωσα πως κι εκείνη που μεγάλωσε στη Βόρεια Σκοτία και δεν ήταν τόσο εκτεθειμένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε κάτι που με ενδιέφερε», επεσήμανε η Χογκ για την επιλογή της.
Η ταινία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σε ένα Λονδίνο που δεν υπάρχει πια. «Ένα μέρος του χώρου αποτυπώνεται μέσα από τις φωτογραφίες που είχα, αφού πριν γίνω κινηματογραφίστρια ήμουν φωτογράφος. Επειδή η Τζούλι είναι μια πτυχή του εαυτού μου έδωσα με αυτόν τον τρόπο μια αίσθηση του τόπου. Δημιουργήσαμε σκηνικά που βασίστηκαν σ’ εκείνη την εποχή και μέσω της μουσικής την αισθητηριακή εμπειρία του τότε Λονδίνο, όπου δεν μπορούμε να πάμε πια», σημείωσε η Χογκ.
«Η έμπνευση προέρχεται από τις παρατηρήσεις μου»
Για εκείνη η προετοιμασία του «Σουβενίρ» ήταν σαν ένα ταξίδι. «Υπήρξαν πολύ λυπηρές στιγμές αφού κάποιες από τις φωτογραφίες είναι με ανθρώπους που έφυγαν και ήταν πολύ μελαγχολική η διαδικασία. Νιώθω όμως ότι μου λείπει η επιθυμία για εκείνη την εποχή. Δεν μπορεί να ταξιδέψει κάποιος πίσω στον χρόνο, αλλά έχω μια αίσθηση θετικών πραγμάτων για τότε. Ήταν μια ακατάστατη εποχή στη Βρετανία, αλλά με ενθουσίαζε και έδινε τροφή για να είσαι κινηματογραφιστής», είπε.
Και σήμερα; Πώς είναι τα πράγματα για τους σύγχρονους δημιουργούς στη χώρα της; Παρόλο που η ίδια δεν βλέπει αρκετές βρετανικές ταινίες όπως παραδέχτηκε, τονίζει ότι υπάρχουν φιλμ που είναι πιο προσωπικά, όπως το δικό της. Ωστόσο εντοπίζει ένα… αγκάθι για τους νέους βρετανούς κινηματογραφιστές. «Υπάρχει μια παράδοση στον τρόπο που λειτουργεί η χρηματοδότηση: να δίνουμε ένα συγκεκριμένο σχήμα στις ταινίες, γεγονός που δεν ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους νέους σκηνοθέτες. Είναι ένα πολύ αυστηρό μοντέλο και νομίζω πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο πολλές ταινίες φτιάχνονται και έχουν παρόμοιο σχήμα γιατί πολλές εξωτερικές φωνές τις επηρεάζουν. Υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης στη μοναδική φωνή».
Στην ίδια μπορεί να αρέσει πολύ το σινεμά, αλλά δεν περνάει όλο της τον χρόνο βλέποντας ταινίες. «Θα βγω έξω, θα πάω σε εκθέσεις. Ζω τη ζωή μου και νομίζω ότι η έμπνευση έρχεται από κάτι καθημερινό. Κοιτάω γύρω μου, με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι και πώς σχετίζονται ο ένας με τον άλλον. Η έμπνευση προέρχεται από τις παρατηρήσεις μου. Οι σημειώσεις και τα ημερολόγια είναι μια έκφραση της παρατήρησης που είχα κάνει. Είναι μικρές λεπτομέρειες που μετατρέπονται σε μια ταινία. Είναι κάτι που το σκέφτομαι πολύ, μου γίνεται εμμονή και πρέπει να το κινηματογραφήσω».
Στο πλαίσιο του αφιερώματος στη σκηνοθέτη θα προβληθούν τέσσερις μεγάλου και μια μικρού μήκους ταινίες της δημιουργού. Εξάλλου, με «Το σουβενίρ» το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εγκαινιάζει τη συνεργασία του με το περιοδικό «Little White Lies».
Λιτή, σεμνή και «to the point», όπως λένε οι συμπατριώτες της, ήταν σήμερα το μεσημέρι στο Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης η βρετανίδα κινηματογραφίστρια Τζοάνα Χογκ, καλεσμένη της 60ης επετειακής διοργάνωσης του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. Η σκηνοθέτης, πρωτοπόρος ενός νέου ρεύματος κοινωνικού ρεαλισμού στο βρετανικό σινεμά, με ένα έργο που περιλαμβάνει τολμηρά πορτρέτα της μεσαίας τάξης, ήρθε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη και μίλησε, μεταξύ άλλων, για τον τρόπο της δουλειάς της, αλλά και για το Λονδίνο της αρχής της δεκαετίας του ’80 και ευρύτερα για το σύγχρονο βρετανικό σινεμά.
Η πιο πρόσφατη από τις ταινίες της, «Το σουβενίρ» (παραγωγής 2019) είναι ημι- αυτοβιογραφική και παρουσιάζει τη σχέση μιας νεαρής φοιτήτριας κινηματογράφου με τον μεγαλύτερης ηλικίας εκλεπτυσμένο εραστή της. Η παρουσία του τη βοηθά να ανεξαρτητοποιηθεί από την υπερπροστατευτική της μητέρα και τους σνομπ φίλους της, ωστόσο σταδιακά βυθίζεται σε μια τοξική σχέση γεμάτη ένταση, που την απομακρύνει από τα όνειρα και τις φιλοδοξίες της. «Την πρώτη φορά που κοίταξα πίσω σε μια συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μου και πρωτοάρχισα να σκέφτομαι για την ταινία που θα εικόνιζε μια προσωπική μου ιστορία ήμουν υπερβολικά μικρή. Πολύ αργότερα ξανασκέφτηκα μήπως ήρθε η ώρα να κοιτάξω ξανά αυτή την ιστορία», τόνισε η δημιουργός.
Το φιλμ που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου και κέρδισε βραβείο της Επιτροπής στο Σάντανς θα παρουσιαστεί απόψε στις 8.15μμ στο Ολύμπιον στο πλαίσιο της διοργάνωσης.
Ωστόσο, η Χογκ δεν παραμένει μόνο στην ταινία αυτή αλλά ετοιμάζει τώρα και το δεύτερο μέρος της, το οποίο θα παρακολουθεί την ηρωίδα, Τζούλι, στα πρώτα της χρόνια ως νεαρής ενηλίκου. «Σκεφτόμουν την ταινία αυτή ως δύο μέρη. Σε αυτή την ιστορία το πρώτο μέρος δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το δεύτερο. Πρέπει να δεις το υπόλοιπο του ταξιδιού. Δεν είναι ολόκληρη η ταινία χωρίς το δεύτερο μέρος», αποκάλυψε η ίδια, που πρόσθεσε όμως ότι προσπαθεί η δεύτερη αυτή ταινία να είναι αυτοτελής, να μπορεί δηλαδή κάποιος να την παρακολουθήσει αυτόνομα.
Οι μη επαγγελματίες ηθοποιοί και η φυσική ερμηνεία
Σκηνοθέτης που αρέσκεται στο να συνεργάζεται συχνά και με μη επαγγελματίες ηθοποιούς –« είναι πιο φυσικοί μερικές φορές στην ερμηνεία τους», έλεγε σήμερα-, ενώ προτιμά τις σταθερές συνεργασίες με τους τεχνικούς και το συνεργείο της η Τζοάνα Χογκ στο «Σουβενίρ» επέλεξε ως πρωταγωνίστρια την κόρη της φίλης και συνεργάτιδά της Τίλντα Σουίντον, Όνορ Σουίντορ- Μπεν. «Δεν μπορώ τώρα να φανταστώ κάποια άλλη γι αυτό τον ρόλο. Μου πήρε καιρό για να την εντοπίσω. Γνώρισα πολλές και συνειδητοποίησα ότι ήθελα κάποια που να είναι άνετη πίσω και όχι μπροστά από την κάμερα, έψαχνα κάποια που να αισθάνεται άβολα. Τη γνώριζα μόνο ως κόρη της φίλης μου. Μέχρι τότε έλεγα όχι στα παιδιά των φίλων σε ταινίες. Οι δυο μας γνωριζόμασταν και συναντηθήκαμε τυχαία σε μια πλατφόρμα τρένου όταν εγώ έφευγα από μια επίσκεψη στην Τίλντα κι εκείνη πήγαινε να τη δει. Κάναμε εκεί μια κουβέντα και μου είπε κάτι που έχει να κάνει με τους νέους. Με έκανε να σκεφτώ πώς ήμουν εγώ νέα, όταν δεν υπήρχαν μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ένιωσα πως κι εκείνη που μεγάλωσε στη Βόρεια Σκοτία και δεν ήταν τόσο εκτεθειμένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είχε κάτι που με ενδιέφερε», επεσήμανε η Χογκ για την επιλογή της.
Η ταινία εκτυλίσσεται στις αρχές της δεκαετίας του ’80 σε ένα Λονδίνο που δεν υπάρχει πια. «Ένα μέρος του χώρου αποτυπώνεται μέσα από τις φωτογραφίες που είχα, αφού πριν γίνω κινηματογραφίστρια ήμουν φωτογράφος. Επειδή η Τζούλι είναι μια πτυχή του εαυτού μου έδωσα με αυτόν τον τρόπο μια αίσθηση του τόπου. Δημιουργήσαμε σκηνικά που βασίστηκαν σ’ εκείνη την εποχή και μέσω της μουσικής την αισθητηριακή εμπειρία του τότε Λονδίνο, όπου δεν μπορούμε να πάμε πια», σημείωσε η Χογκ.
«Η έμπνευση προέρχεται από τις παρατηρήσεις μου»
Για εκείνη η προετοιμασία του «Σουβενίρ» ήταν σαν ένα ταξίδι. «Υπήρξαν πολύ λυπηρές στιγμές αφού κάποιες από τις φωτογραφίες είναι με ανθρώπους που έφυγαν και ήταν πολύ μελαγχολική η διαδικασία. Νιώθω όμως ότι μου λείπει η επιθυμία για εκείνη την εποχή. Δεν μπορεί να ταξιδέψει κάποιος πίσω στον χρόνο, αλλά έχω μια αίσθηση θετικών πραγμάτων για τότε. Ήταν μια ακατάστατη εποχή στη Βρετανία, αλλά με ενθουσίαζε και έδινε τροφή για να είσαι κινηματογραφιστής», είπε.
Και σήμερα; Πώς είναι τα πράγματα για τους σύγχρονους δημιουργούς στη χώρα της; Παρόλο που η ίδια δεν βλέπει αρκετές βρετανικές ταινίες όπως παραδέχτηκε, τονίζει ότι υπάρχουν φιλμ που είναι πιο προσωπικά, όπως το δικό της. Ωστόσο εντοπίζει ένα… αγκάθι για τους νέους βρετανούς κινηματογραφιστές. «Υπάρχει μια παράδοση στον τρόπο που λειτουργεί η χρηματοδότηση: να δίνουμε ένα συγκεκριμένο σχήμα στις ταινίες, γεγονός που δεν ενθαρρύνει ιδιαίτερα τους νέους σκηνοθέτες. Είναι ένα πολύ αυστηρό μοντέλο και νομίζω πρέπει να αντισταθούμε σε αυτό. Στο Ηνωμένο Βασίλειο πολλές ταινίες φτιάχνονται και έχουν παρόμοιο σχήμα γιατί πολλές εξωτερικές φωνές τις επηρεάζουν. Υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης στη μοναδική φωνή».
Στην ίδια μπορεί να αρέσει πολύ το σινεμά, αλλά δεν περνάει όλο της τον χρόνο βλέποντας ταινίες. «Θα βγω έξω, θα πάω σε εκθέσεις. Ζω τη ζωή μου και νομίζω ότι η έμπνευση έρχεται από κάτι καθημερινό. Κοιτάω γύρω μου, με ενδιαφέρουν οι άνθρωποι και πώς σχετίζονται ο ένας με τον άλλον. Η έμπνευση προέρχεται από τις παρατηρήσεις μου. Οι σημειώσεις και τα ημερολόγια είναι μια έκφραση της παρατήρησης που είχα κάνει. Είναι μικρές λεπτομέρειες που μετατρέπονται σε μια ταινία. Είναι κάτι που το σκέφτομαι πολύ, μου γίνεται εμμονή και πρέπει να το κινηματογραφήσω».
Στο πλαίσιο του αφιερώματος στη σκηνοθέτη θα προβληθούν τέσσερις μεγάλου και μια μικρού μήκους ταινίες της δημιουργού. Εξάλλου, με «Το σουβενίρ» το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης εγκαινιάζει τη συνεργασία του με το περιοδικό «Little White Lies».
ΣΧΟΛΙΑ