Τζον Κάρπεντερ: Ο «Άρχων του Τρόμου» έγινε 75 ετών
15/01/2023 10:15
15/01/2023 10:15
Μπορεί σήμερα ο Τζον Κάρπεντερ να μοιάζει με απολίθωμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ένα μικρό και ολίγον εξωγήινο δεινοσαυράκι που μοίρασε απλόχερα τον τρόμο τις δεκαετίες του ‘70 και ‘80, αλλά για τους γνήσιους κινηματογραφόφιλους, τους μελετητές και την κριτική παραμένει ένας εμβληματικός σκηνοθέτης, που έβαλε τη δική του σφραγίδα στο παγκόσμιο σινεμά, επηρεάζοντας ακόμη και εκείνους που τον αρνήθηκαν ή και τον ξεπέρασαν.
Κάνοντας εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο - κυρίως τα γεμάτα ζωντάνια νεανικά κοινά - να σπαρταράνε από τον φόβο, να ανατριχιάζουν και μόνο από ένα πλάνο του ή από δυο νότες από τα σάουντρακ που έγραφε ο ίδιος για τις ταινίες του, ο Κάρπεντερ θα αναδειχθεί ως ο Άρχων του Τρόμου, έναν τίτλο που δεν έχασε παρότι η τρομαχτική του αίγλη θα ξεθωριάσει γρήγορα, καθώς η εποχή του θα ξεπεραστεί από το τεχνολογικό σπριντ, τα ψηφιακά εφέ, τα μπλογκμπάστερ, την υπερπαραγωγή horror ταινιών. Ο μετρ του τρόμου και της φαντασίας δεν είχε τίποτα από τα παραπάνω ανάγκη για να καθηλώσει τον θεατή. Οι ταινίες του ήταν αφοπλιστικά απλές, γυρισμένες με πενιχρά μέσα, σε κλειστούς χώρους και διέθεταν στοιχειώδες σενάρια, που μπορούσαν όμως να μεταδώσουν συγκίνηση και φυσικά αναρίθμητες ανατριχίλες.
Ο Τζον Κάρπεντερ, που συμπληρώνει αισίως τα 75 του χρόνια (16 Ιανουαρίου 1948) μας συστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, ως ένας παράξενος, αντισυμβατικός, αλλοπαρμένος σκηνοθέτης, που αμέσως αγαπήθηκε από το νεανικό κοινό. Πέρα, όμως, από τους φαν του τρόμου, ο Κάρπεντερ εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως και από τους γνήσιους σινεφίλ. Αυτούς που λάτρεψαν τον Φελίνι ή τον Βισκόντι, τον Γκοντάρ ή τον Τριφό, αρέσκονταν να αναλύουν τον Χιούστον ή τον Χοκς ή ακόμη και τον Αΐζενστάιν, αλλά είχαν και μια ελαφρώς κρυφή ενοχή, να απολαμβάνουν τα φιλμ του Κάρπεντερ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κάρπεντερ υπήρξε ένας σινεφίλ, ένας ταινιοφάγος, που λάτρευε το γουέστερν και ειδικά τον μεγάλο δάσκαλο Τζον Φορντ, τον Σέρτζιο Λεόνε και τον Χάουαρντ Χοκς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το θρίλερ «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» αποτελεί μία ιδιότυπη διασκευή του κλασικού και αρχετυπικού γουέστερν «Ρίο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς. Μπορεί να μην είχε για πρωταγωνιστή δημοφιλή αγαπημένο πρωταγωνιστή, αλλά είχε καταφέρει να μπει στο πνεύμα της συνεχώς εντασσόμενης κλιμακούμενης ανησυχίας, για το τελικό ξεκαθάρισμα.
Ο Κάρπεντερ, γνώρισε πολύ μεγαλύτερη αποδοχή – ακόμη και δοξασίες – στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην Αμερική, καθώς η αιρετική του σκέψη, ο αντισυμβατικός του κινηματογραφικός χαρακτήρας έδενε περισσότερο με τα κύματα ανανέωσης του ευρωπαϊκού σινεμά. Όπως και οι έξυπνες συχνότατες σινεφιλικές αναφορές στις ταινίες του, κάτι που γοήτευαν και γοητεύουν τους Ευρωπαίους. Η αφοπλιστική δήλωσή του για το πώς έβλεπαν το έργο του, είναι ενδεικτική: «Στη Γαλλία είμαι δημιουργός, στη Γερμανία κινηματογραφιστής, στη Βρετανία σκηνοθέτης ταινιών τρόμου και στις ΗΠΑ απλά αλήτης».
Ο Κάρπεντερ γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1948 στη Νέα Υόρκη, ενώ γρήγορα η οικογένειά του μετακόμισε στο μακρινό Κεντάκι. Μπορεί ο πατέρας του, που ήταν καθηγητής μουσικής να του μετέδωσε την αγάπη για την τέχνη του, αλλά ο μικρός Τζον ενδιαφερόταν περισσότερο για τα γουέστερν των Χοκς και Φορντ, καθώς και για τις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ‘50. Θα αρχίσει να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους με φιλμ 8 χιλιοστών πριν ακόμη πάει στο γυμνάσιο! Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Κεντάκι, όπου ο πατέρας του διεύθυνε το μουσικό τμήμα, για να μεταγραφεί στη Σχολή Κινηματογραφικών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας το 1968, αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει, τα παράτησε για να μπει στο μαγικό σύμπαν του σινεμά, καθώς είχε αρχίσει να γράφει το σενάριο της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους «Τhe Resurrection Of Broncho Βilly». Εκεί κάπου θα γνωριστεί και με τον μελλοντικό σεναριογράφο Νταν Ο Μπάνον («Αlien») για να δουλέψουν μαζί μια σεναριακή ιδέα με αστροναύτες που θα προετοίμαζαν τον αποικισμό του διαστήματος, που εξελίχθηκε τελικά στο «Dark Star». Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κάρπεντερ, που έφτασε στις αίθουσες το 1974, θα πιάσει και το ραντάρ του Τζορτζ Λούκας, για να τον χρησιμοποιήσει στα οπτικά εφέ του «Πολέμου των Άστρων». Πάντως, η ταινία δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο Κάρπεντερ, για να βγάλει το μεροκάματο, θα γράψει το σενάριο του εξαιρετικού θρίλερ «Τα Μάτια Της Λόρα Μαρς» και έκανε λίγη τηλεόραση.
Το 1976 θα παρουσιάσει το χαμηλού προϋπολογισμού «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση», με το οποίο θα προκαλέσει αίσθηση στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Όμως, αυτό είναι δευτερευούσης σημασίας, καθώς ο παραγωγός Μουσταφά Ακάντ, που έψαχνε κάποιον ανερχόμενο σκηνοθέτη να γυρίσει μια φτηνή ταινία φρίκης, με ήρωα ένα μανιακό δολοφόνο που σκοτώνει μπέιμπι σίτερ. Ο Κάρπεντερ θα μπει στα πλατό για τρεις εβδομάδες, έχοντας για πρωταγωνιστές τη νεαρά Τζέιμι Λι Κέρτις και τον εμβληματικό Ντόναλντ Πλέζανς και με μόλις 300.000 δολάρια στην τσέπη, θα παραδώσει - σωστά καταλάβατε - τη «Νύχτα με τις Μάσκες», που υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικά επιτυχίες του ανεξάρτητου σινεμά, αλλά και ένας σταθμός στα horror φιλμ, αλλάζοντας το είδος, με τους πολυάριθμους φίλους, για πάντα.
Θα ακολουθήσει, η ακόμη πιο μεστή δουλειά του, η περίφημη «Ομίχλη» το 1980, με πρωταγωνιστή τον Κερτ Ράσελ, τον οποίο υπερεκτιμούσε ο Κάρπεντερ και γι’ αυτό θα συνεργαστεί μαζί του σε πέντε ταινίες. Η επιτυχία της ταινίας και η ωριμότητα που δείχνει πλέον αυτός ο «αλήτης» του ανεξάρτητου σινεμά, θα τον φέρει στις αγκαλιές των μεγάλων στούντιο. Τον επόμενο χρόνο θα μετατρέψει τον φουτουριστικό εφιάλτη «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» σε μία σχεδόν αναρχική κωμωδία, βάζοντας τον Κερτ Ράσελ στο πιλοτήριο μιας θορυβώδους διασκεδαστικής περιπέτειας. Το 1982 η «Απειλή» του θα προκαλέσει παρατεταμένες ανατριχίλες, όχι μόνο από τις εικόνες τρόμου, αλλά και από τις σκέψεις για όσα απειλούν την ανθρωπότητα.
Το 1983 θα γυρίσει την κλασική πλέον «Κριστίν», βασισμένη στο εξαίρετο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ. Ένας σπασίκλας έφηβος θα αγοράσει μια σαραβαλιασμένη Plymouth Fury, που την είχαν ονομάσει Κριστίν. Ο νεαρός θα την κάνει σαν καινούργια, κάτι που εκτιμά ιδιαίτερα το αυτοκίνητο και θα σκοτώσει οποιονδήποτε θεωρεί απειλή για αυτήν και τον ιδιοκτήτη της. Το οκτακύλινδρο θα ανεβάσει στροφές στις νεανικές παρέες, αλλά εν αντιθέσει με την πεποίθηση ότι ο Κάρπεντερ θα βγάλει όλη τη δημιουργική του ιπποδύναμη, η καριέρα του θα αρχίσει να καίει λάδια, η δημιουργικότητά του να ρετάρει, το όνομά του να περνά στην ιστορία αν και δεν είχε συμπληρώσει τα 45 του χρόνια. Οι επόμενες ταινίες του «Στάρμαν», «Χαμός στην Τσάιναταουν», «Ζουν Ανάμεσά Μας», «Στο Στόμα της Τρέλας» κλπ, θα έχουν λίγο πολύ κάτι από την ιδιοφυή τρέλα του Κάρπεντερ, αλλά οι περισσότερες θα περάσουν σχεδόν απαρατήρητες, ενώ η δεκαετία του ‘90 θα είναι εντελώς καταστροφική.
Ο Κάρπεντερ, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες εποχές, τις συνθήκες, τη σημασία που έδιναν οι παραγωγοί στο περίβλημα, στην αποδοχή των τεχνοκρατών που εισέβαλαν στο Χόλιγουντ. Έτσι, σχεδόν θα παραιτηθεί, παρά τις σποραδικές του εμφανίσεις, προτιμώντας να αφήσει ως κληρονομιά τον δικό του προσωπικό τόνο στον κινηματογράφο και μια γλυκιά ανάμνηση για το χειροποίητο εμπνευσμένο σινεμά. Και βεβαίως, ας μην το ξεχνάμε, τα μελωδικά του μοτίβα, που έγραψε για τις ταινίες του, που θα μας θυμίζουν τι σημαίνει το αίσθημα του φόβου στη σκοτεινή αίθουσα.
Μπορεί σήμερα ο Τζον Κάρπεντερ να μοιάζει με απολίθωμα της κινηματογραφικής βιομηχανίας, ένα μικρό και ολίγον εξωγήινο δεινοσαυράκι που μοίρασε απλόχερα τον τρόμο τις δεκαετίες του ‘70 και ‘80, αλλά για τους γνήσιους κινηματογραφόφιλους, τους μελετητές και την κριτική παραμένει ένας εμβληματικός σκηνοθέτης, που έβαλε τη δική του σφραγίδα στο παγκόσμιο σινεμά, επηρεάζοντας ακόμη και εκείνους που τον αρνήθηκαν ή και τον ξεπέρασαν.
Κάνοντας εκατομμύρια θεατές σε όλο τον κόσμο - κυρίως τα γεμάτα ζωντάνια νεανικά κοινά - να σπαρταράνε από τον φόβο, να ανατριχιάζουν και μόνο από ένα πλάνο του ή από δυο νότες από τα σάουντρακ που έγραφε ο ίδιος για τις ταινίες του, ο Κάρπεντερ θα αναδειχθεί ως ο Άρχων του Τρόμου, έναν τίτλο που δεν έχασε παρότι η τρομαχτική του αίγλη θα ξεθωριάσει γρήγορα, καθώς η εποχή του θα ξεπεραστεί από το τεχνολογικό σπριντ, τα ψηφιακά εφέ, τα μπλογκμπάστερ, την υπερπαραγωγή horror ταινιών. Ο μετρ του τρόμου και της φαντασίας δεν είχε τίποτα από τα παραπάνω ανάγκη για να καθηλώσει τον θεατή. Οι ταινίες του ήταν αφοπλιστικά απλές, γυρισμένες με πενιχρά μέσα, σε κλειστούς χώρους και διέθεταν στοιχειώδες σενάρια, που μπορούσαν όμως να μεταδώσουν συγκίνηση και φυσικά αναρίθμητες ανατριχίλες.
Ο Τζον Κάρπεντερ, που συμπληρώνει αισίως τα 75 του χρόνια (16 Ιανουαρίου 1948) μας συστήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, ως ένας παράξενος, αντισυμβατικός, αλλοπαρμένος σκηνοθέτης, που αμέσως αγαπήθηκε από το νεανικό κοινό. Πέρα, όμως, από τους φαν του τρόμου, ο Κάρπεντερ εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως και από τους γνήσιους σινεφίλ. Αυτούς που λάτρεψαν τον Φελίνι ή τον Βισκόντι, τον Γκοντάρ ή τον Τριφό, αρέσκονταν να αναλύουν τον Χιούστον ή τον Χοκς ή ακόμη και τον Αΐζενστάιν, αλλά είχαν και μια ελαφρώς κρυφή ενοχή, να απολαμβάνουν τα φιλμ του Κάρπεντερ. Άλλωστε και ο ίδιος ο Κάρπεντερ υπήρξε ένας σινεφίλ, ένας ταινιοφάγος, που λάτρευε το γουέστερν και ειδικά τον μεγάλο δάσκαλο Τζον Φορντ, τον Σέρτζιο Λεόνε και τον Χάουαρντ Χοκς. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι το θρίλερ «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση» αποτελεί μία ιδιότυπη διασκευή του κλασικού και αρχετυπικού γουέστερν «Ρίο Μπράβο» του Χάουαρντ Χοκς. Μπορεί να μην είχε για πρωταγωνιστή δημοφιλή αγαπημένο πρωταγωνιστή, αλλά είχε καταφέρει να μπει στο πνεύμα της συνεχώς εντασσόμενης κλιμακούμενης ανησυχίας, για το τελικό ξεκαθάρισμα.
Ο Κάρπεντερ, γνώρισε πολύ μεγαλύτερη αποδοχή – ακόμη και δοξασίες – στην Ευρώπη απ’ ό,τι στην Αμερική, καθώς η αιρετική του σκέψη, ο αντισυμβατικός του κινηματογραφικός χαρακτήρας έδενε περισσότερο με τα κύματα ανανέωσης του ευρωπαϊκού σινεμά. Όπως και οι έξυπνες συχνότατες σινεφιλικές αναφορές στις ταινίες του, κάτι που γοήτευαν και γοητεύουν τους Ευρωπαίους. Η αφοπλιστική δήλωσή του για το πώς έβλεπαν το έργο του, είναι ενδεικτική: «Στη Γαλλία είμαι δημιουργός, στη Γερμανία κινηματογραφιστής, στη Βρετανία σκηνοθέτης ταινιών τρόμου και στις ΗΠΑ απλά αλήτης».
Ο Κάρπεντερ γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου του 1948 στη Νέα Υόρκη, ενώ γρήγορα η οικογένειά του μετακόμισε στο μακρινό Κεντάκι. Μπορεί ο πατέρας του, που ήταν καθηγητής μουσικής να του μετέδωσε την αγάπη για την τέχνη του, αλλά ο μικρός Τζον ενδιαφερόταν περισσότερο για τα γουέστερν των Χοκς και Φορντ, καθώς και για τις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες τρόμου και επιστημονικής φαντασίας της δεκαετίας του ‘50. Θα αρχίσει να γυρίζει ταινίες μικρού μήκους με φιλμ 8 χιλιοστών πριν ακόμη πάει στο γυμνάσιο! Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Δυτικού Κεντάκι, όπου ο πατέρας του διεύθυνε το μουσικό τμήμα, για να μεταγραφεί στη Σχολή Κινηματογραφικών Τεχνών του Πανεπιστημίου της Νότιας Καλιφόρνιας το 1968, αλλά, όπως συνήθως συμβαίνει, τα παράτησε για να μπει στο μαγικό σύμπαν του σινεμά, καθώς είχε αρχίσει να γράφει το σενάριο της βραβευμένης με Όσκαρ ταινίας μικρού μήκους «Τhe Resurrection Of Broncho Βilly». Εκεί κάπου θα γνωριστεί και με τον μελλοντικό σεναριογράφο Νταν Ο Μπάνον («Αlien») για να δουλέψουν μαζί μια σεναριακή ιδέα με αστροναύτες που θα προετοίμαζαν τον αποικισμό του διαστήματος, που εξελίχθηκε τελικά στο «Dark Star». Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κάρπεντερ, που έφτασε στις αίθουσες το 1974, θα πιάσει και το ραντάρ του Τζορτζ Λούκας, για να τον χρησιμοποιήσει στα οπτικά εφέ του «Πολέμου των Άστρων». Πάντως, η ταινία δεν έφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα και ο Κάρπεντερ, για να βγάλει το μεροκάματο, θα γράψει το σενάριο του εξαιρετικού θρίλερ «Τα Μάτια Της Λόρα Μαρς» και έκανε λίγη τηλεόραση.
Το 1976 θα παρουσιάσει το χαμηλού προϋπολογισμού «Ο Σταθμός 13 Δέχεται Επίθεση», με το οποίο θα προκαλέσει αίσθηση στο φεστιβάλ του Λονδίνου. Όμως, αυτό είναι δευτερευούσης σημασίας, καθώς ο παραγωγός Μουσταφά Ακάντ, που έψαχνε κάποιον ανερχόμενο σκηνοθέτη να γυρίσει μια φτηνή ταινία φρίκης, με ήρωα ένα μανιακό δολοφόνο που σκοτώνει μπέιμπι σίτερ. Ο Κάρπεντερ θα μπει στα πλατό για τρεις εβδομάδες, έχοντας για πρωταγωνιστές τη νεαρά Τζέιμι Λι Κέρτις και τον εμβληματικό Ντόναλντ Πλέζανς και με μόλις 300.000 δολάρια στην τσέπη, θα παραδώσει - σωστά καταλάβατε - τη «Νύχτα με τις Μάσκες», που υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εισπρακτικά επιτυχίες του ανεξάρτητου σινεμά, αλλά και ένας σταθμός στα horror φιλμ, αλλάζοντας το είδος, με τους πολυάριθμους φίλους, για πάντα.
Θα ακολουθήσει, η ακόμη πιο μεστή δουλειά του, η περίφημη «Ομίχλη» το 1980, με πρωταγωνιστή τον Κερτ Ράσελ, τον οποίο υπερεκτιμούσε ο Κάρπεντερ και γι’ αυτό θα συνεργαστεί μαζί του σε πέντε ταινίες. Η επιτυχία της ταινίας και η ωριμότητα που δείχνει πλέον αυτός ο «αλήτης» του ανεξάρτητου σινεμά, θα τον φέρει στις αγκαλιές των μεγάλων στούντιο. Τον επόμενο χρόνο θα μετατρέψει τον φουτουριστικό εφιάλτη «Απόδραση από τη Νέα Υόρκη» σε μία σχεδόν αναρχική κωμωδία, βάζοντας τον Κερτ Ράσελ στο πιλοτήριο μιας θορυβώδους διασκεδαστικής περιπέτειας. Το 1982 η «Απειλή» του θα προκαλέσει παρατεταμένες ανατριχίλες, όχι μόνο από τις εικόνες τρόμου, αλλά και από τις σκέψεις για όσα απειλούν την ανθρωπότητα.
Το 1983 θα γυρίσει την κλασική πλέον «Κριστίν», βασισμένη στο εξαίρετο βιβλίο του Στίβεν Κινγκ. Ένας σπασίκλας έφηβος θα αγοράσει μια σαραβαλιασμένη Plymouth Fury, που την είχαν ονομάσει Κριστίν. Ο νεαρός θα την κάνει σαν καινούργια, κάτι που εκτιμά ιδιαίτερα το αυτοκίνητο και θα σκοτώσει οποιονδήποτε θεωρεί απειλή για αυτήν και τον ιδιοκτήτη της. Το οκτακύλινδρο θα ανεβάσει στροφές στις νεανικές παρέες, αλλά εν αντιθέσει με την πεποίθηση ότι ο Κάρπεντερ θα βγάλει όλη τη δημιουργική του ιπποδύναμη, η καριέρα του θα αρχίσει να καίει λάδια, η δημιουργικότητά του να ρετάρει, το όνομά του να περνά στην ιστορία αν και δεν είχε συμπληρώσει τα 45 του χρόνια. Οι επόμενες ταινίες του «Στάρμαν», «Χαμός στην Τσάιναταουν», «Ζουν Ανάμεσά Μας», «Στο Στόμα της Τρέλας» κλπ, θα έχουν λίγο πολύ κάτι από την ιδιοφυή τρέλα του Κάρπεντερ, αλλά οι περισσότερες θα περάσουν σχεδόν απαρατήρητες, ενώ η δεκαετία του ‘90 θα είναι εντελώς καταστροφική.
Ο Κάρπεντερ, δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί στις νέες εποχές, τις συνθήκες, τη σημασία που έδιναν οι παραγωγοί στο περίβλημα, στην αποδοχή των τεχνοκρατών που εισέβαλαν στο Χόλιγουντ. Έτσι, σχεδόν θα παραιτηθεί, παρά τις σποραδικές του εμφανίσεις, προτιμώντας να αφήσει ως κληρονομιά τον δικό του προσωπικό τόνο στον κινηματογράφο και μια γλυκιά ανάμνηση για το χειροποίητο εμπνευσμένο σινεμά. Και βεβαίως, ας μην το ξεχνάμε, τα μελωδικά του μοτίβα, που έγραψε για τις ταινίες του, που θα μας θυμίζουν τι σημαίνει το αίσθημα του φόβου στη σκοτεινή αίθουσα.
ΣΧΟΛΙΑ