Βασικό εισόδημα: Μήπως πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά μια ουτοπία;

 01/02/2009 00:00

Βασικό εισόδημα: Μήπως πρέπει να πάρουμε στα σοβαρά μια ουτοπία;
Του Άγγελου Στεργίου, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Με την κατάρρευση των μύθων που καλλιέργησε ο νεοφιλελευθερισμός (λ.χ. της αποθέωσης του μηχανισμού της αγοράς για την επιβίωση όλων των ανθρώπων), επανέρχονται στο δημόσιο διάλογο προτάσεις για την αναθέρμανση του κοινωνικού κράτους.

Πρόκειται κυρίως για μέτρα οικονομικής στήριξης των άμεσα πληγέντων από την οικονομική ύφεση. Έτσι, λ.χ., πληθαίνουν οι φωνές για καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Εμείς, με τη σειρά μας, προσθέτουμε (ή μάλλον επαναφέρουμε στο προσκήνιο) ακόμη μία διέξοδο, πιο ουτοπική, το βασικό εισόδημα (basic income), γνωστό και ως καθολικό επίδομα (allocation universelle).
Το βασικό εισόδημα, κατʼ άλλους, μισθός του πολίτη ή μισθός της ελευθερίας συνίσταται -πολύ χοντρικά, αφού υπάρχουν περισσότερες εκδοχές του- στην καταβολή σε κάθε άτομο, από τη γέννηση έως το θάνατό του, ενός εισοδήματος, ικανού να του καλύπτει τις στοιχειώδεις του ανάγκες, χωρίς προϋπόθεση ανεπάρκειας πόρων ή κάποια άλλη ανταπόδοση (παροχή εργασίας). Με την καθολικότητα της καταβολής του, το βασικό εισόδημα θα αγκαλιάσει όλους τους πολίτες χωρίς διακρίσεις και στιγματισμούς.
Το επίδομα που θα χορηγείται στο όνομα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών διαβίωσης του ατόμου, θα παρέχει υλική ασφάλεια και θα είναι ανεξάρτητο από την αμειβόμενη εργασία. Το δικαίωμα σʼ ένα εισόδημα επιβίωσης, το ποσό του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί λίγο πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό, θα απορροφήσει άλλες κοινωνικές παροχές, που εμφανίζονται με μια ειδικότερη αιτία, όπως το επίδομα ανεργίας, το επίδομα θέρμανσης, κ.ά. Οι πλουσιότεροι, παρότι θα λαμβάνουν εξίσου το εν λόγω εισόδημα, θα το επιστρέφουν μέσω της φορολογίας.
Με το βασικό εισόδημα επέρχεται ουσιαστικά ρήξη ανάμεσα στο εισόδημα και την εργασία. Ο κάθε άνθρωπος θα διαθέτει, λόγω αυτής της ιδιότητάς του και μόνο, ένα επαρκές εισόδημα για να ζήσει αξιοπρεπώς. Η αποσύνδεση του βασικού εισοδήματος από την εργασία θα οδηγήσει σε μια αναστροφή της σχέσης εργασίας - μισθού: το απροϋπόθετο εισόδημα μετατρέπεται σε προτεραιότητα και η παροχή εργασίας αποκτά έναν επικουρικό και δημιουργικό χαρακτήρα. Έτσι, το άτομο, απελευθερωμένο από τους εξαναγκασμούς της αγοράς εργασίας, θα μπορεί να αφοσιωθεί και σε άλλες δραστηριότητες (οικογενειακές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές). Θεσμοθετώντας ένα βασικό εισόδημα, το δικαίωμα στην εργασία θα παύσει να γίνεται αντιληπτό ως αποδοχή μιας οποιασδήποτε εργασίας και εν τέλει ως αποδοχή της αλλοτρίωσης του ατόμου.
Στην καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος κατέλεξαν πολλοί στοχαστές, εκκινώντας από ιδεολογικά αντίθετες αφετηρίες. Αυτή η απλή ιδέα έχει μια αξιοθαύμαστη διανοητική ιστορία. Από τους ουτοπιστές μαρξιστές (Charles Fourier) μέχρι τον “αρνητικό φόρο” των φιλελεύθερων οικονομολόγων (Milton Friedman), το εισόδημα επιβίωσης υπήρξε σημείο σύγκλισης όλων εκείνων που δέχονται, κατά κάποιο τρόπο, το διαχωρισμό της οικονομικής δραστηριότητας από τη σφαίρα της αλληλεγγύης. Η ουτοπία ενός δικαιώματος στο εισόδημα που δεν θα σχετίζεται με την οικονομική δραστηριότητα, επανήλθε, στην Ευρώπη, τη δεκαετία του ΄80, για να διεκδικήσει πλέον μια υλοποιήσιμη μορφή. Στη σημερινή εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης, το βασικό εισόδημα προσφέρει μια ριζοσπαστική και ταυτόχρονα εναλλακτική λύση στις δομικές αδυναμίες της αγοράς να δημιουργήσει αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας.
Αν και διεθνώς έχουν δημιουργηθεί ακόμη και δίκτυα υποστηρικτών του καθολικού επιδόματος (όπως BIEN, Basic Income European Network), στην Ελλάδα, η ιδέα ενός τέτοιου επιδόματος παραμένει πολιτικά, επιστημονικά, ιδεολογικά αδιατύπωτη. Η εφαρμογή του καθολικού επιδόματος μετράει ήδη κάποιες δοκιμασίες: από τους σκαπανείς της κοινότητας του Speen (σύστημα Speenhamland, 1795), μέχρι τις πιο διακριτικές και συγκεκριμένες μετουσιώσεις, όπως το επίδομα που χορηγεί η Πολιτεία της Αλάσκας σε κάθε κάτοικό της (1982), από έσοδα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου.
Γιατί αναζητούμε σήμερα ευρύτερα σχήματα αλληλεγγύης; Πολύ απλά, γιατί οι υπάρχοντες θεσμοί προστασίας που στηρίζονται πάνω στην εργασία, αδυνατούν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Λ.χ. η αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων οδηγεί στη βαθμιαία υποβάθμιση της ασφαλιστικής προστασίας. Οι σημερινοί εργαζόμενοι φτωχοί (working poors) θα είναι οι αυριανοί φτωχοί συνταξιούχοι. Η καθήλωση σε χαμηλά μισθολογικά επίπεδα δεν έχει επιπτώσεις μόνο στο τρέχον εισόδημα των εργαζομένων, αλλά και στα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Κι όσο πιο ανταποδοτικό γίνεται το σύστημα τόσο θα μεταβάλλεται σε καθρέπτη της μισθολογικής τους εξέλιξης.
Από την άλλη, η αξιοποίηση των αποθεματικών των ταμείων βρίσκεται σε νευρική κρίση. Η κρατική διαχείριση των αποθεματικών είναι πρωταρχικά υπεύθυνη για την εξανέμισή τους. Ας μη λησμονούμε ωστόσο ότι οποιοσδήποτε κι αν διαχειρίζεται τα αποθεματικά των ασφαλιστικών φορέων, η απόδοσή τους απαιτεί υγιείς κεφαλαιαγορές. Το στοίχημα του συστήματος, όσον αφορά την απόδοση των εισφορών, εξαρτάται από συγκυρίες που δεν ελέγχει η κοινωνία αλλά η αγορά. Κι είναι διαχρονικά σχεδόν σίγουρη η αστάθεια των αγορών.
Από την πλευρά της, η ασφάλιση ανεργίας δεν επαρκεί για να δημιουργήσει ένα ικανοποιητικό δίχτυ προστασίας. Στη χώρα μας, η κάλυψη του κινδύνου, προσανατολισμένη περισσότερο στην ανεργία τριβής, παραμένει αισθητά κάτω από τα ευρωπαϊκά standards. Πολλοί άνεργοι παραμένουν εκτός προστασίας, ενώ όσοι κατορθώσουν να εισέλθουν εντός προστατευτικού κλοιού επωφελούνται ένα μικρό ποσό επιδόματος για μια σύντομη χρονική διάρκεια.
Ακόμη αξίζει να προβάλουμε την αποτυχία της απασχολησιμότητας. Η προώθηση της επανένταξης προϋποθέτει την ύπαρξη θέσεων πλήρους εργασίας. Στην πράξη, όλοι οι μηχανισμοί επανόδου στην εργασία ώθησαν τους ανέργους σε μια ποιοτικά υποβαθμισμένη απασχόληση. Ο επαναπροσδιορισμός και η επαναστοχοθέτηση των παροχών ανεργίας λειτούργησε ουσιαστικά ως μηχανισμός προσαρμογής σε μια μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας που έχει πλέον ανάγκη από τις λεγόμενες “μακεργασίες”, δηλαδή εργασίες προσωρινές και κακοπληρωμένες.
Η ιδέα να χορηγείται σε κάθε άνθρωπο ένα βασικό ποσό που θα του διασφαλίζει την οικονομική του ανεξαρτησία είναι απλή. Όπως επίσης κατανοητό είναι ότι το καθολικό επίδομα αποτελεί ένα είδος δίκαιης αναδιανομής του κληρονομημένου και παραγόμενου πλούτου μιας χώρας. Αυτή η τόσο απλή ιδέα αξιολογείται αρνητικά από πολλούς. Κατηγορείται κυρίως ως το άκρον άωτον της κοινωνίας των αποζημιώσεων, ως μισθοδοσία του αποκλεισμού, ως παγίδα αεργίας-ανεργίας. Οι ενστάσεις αυτές μπορεί να είναι, σε κάποιο βαθμό, ακόμη βάσιμες, αλλά θα ατονήσουν στο μέλλον μπροστά στην αναγκαιότητα θεσμοθέτησης ενός τέτοιου εισοδήματος.
Η εργασία παραμένει προς το παρόν η κύρια οδός ενσωμάτωσης. Όταν όμως δεν θα είναι δυνατή, θα καταστεί αναγκαία η στήριξη του ατόμου μέσω του εισοδήματος. Το μέλλον της ιδέας του βασικού εισοδήματος (καθολικού επιδόματος) είναι βέβαιο, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σʼ ευρωπαϊκό επίπεδο (ένα εισόδημα διασφάλισης, απότοκο της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, κατά τον Jean-Marc Ferry). Κάτι που χθες ήταν αδιανόητο, σήμερα μπορεί να συζητείται κι αύριο να είναι αυτονόητο. Όπως η λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος είναι μονόδρομος για τη διάσωση της Γης, έτσι και το εισόδημα ύπαρξης (μια ελάχιστη αναδιανομή πλούτου σε εθνική και πλανητική κλίματα) αποτελεί μια νομοτέλεια για την επιβίωση των ανθρώπων. Το δικαίωμα σʼ ένα βασικό εισόδημα, ανεξάρτητα από την κατοχή μιας θέσης εργασίας, μπορεί να αναχθεί σε εγγύηση ελευθερίας, ισότητας και ασφάλειας για τα άτομα (A. Gorz).   

  • Στην εποχή μιας μεταεργασιακής κοινωνίας. Το πιο αποφασιστικό επιχείρημα υπέρ της καθιέρωσης ενός καθολικού εισοδήματος είναι ότι εισερχόμαστε σε μια βαθιά κρίση της απασχόλησης, στην εποχή μιας μεταεργασιακής κοινωνίας. Κατά τρόπο αναπότρεπτο, οι θέσεις εργασίας όλο και μειώνονται. Η σπάνις και η προσωρινότητα της εργασίας δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο. Από την άλλη, η διηνεκής οικονομική ανάπτυξη είναι περιβαλλοντολογικά καταστροφική. Για να εξέλθουμε από το φαύλο κύκλο, θα πρέπει να υπερβούμε τις υπάρχουσες μορφές αλληλεγγύης. Επομένως, η κύρια φροντίδα των μελλοντικών κοινωνιών δεν θα είναι τόσο η ατέρμονη ανάπτυξη και η συνακόλουθη δημιουργία θέσεων εργασίας, όσο η ισόρροπη αξιοποίηση των πόρων και η δίκαιη κατανομή του υπάρχοντος πλούτου.
Του Άγγελου Στεργίου, Καθηγητή Νομικής Σχολής ΑΠΘ

Με την κατάρρευση των μύθων που καλλιέργησε ο νεοφιλελευθερισμός (λ.χ. της αποθέωσης του μηχανισμού της αγοράς για την επιβίωση όλων των ανθρώπων), επανέρχονται στο δημόσιο διάλογο προτάσεις για την αναθέρμανση του κοινωνικού κράτους.

Πρόκειται κυρίως για μέτρα οικονομικής στήριξης των άμεσα πληγέντων από την οικονομική ύφεση. Έτσι, λ.χ., πληθαίνουν οι φωνές για καθιέρωση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος. Εμείς, με τη σειρά μας, προσθέτουμε (ή μάλλον επαναφέρουμε στο προσκήνιο) ακόμη μία διέξοδο, πιο ουτοπική, το βασικό εισόδημα (basic income), γνωστό και ως καθολικό επίδομα (allocation universelle).
Το βασικό εισόδημα, κατʼ άλλους, μισθός του πολίτη ή μισθός της ελευθερίας συνίσταται -πολύ χοντρικά, αφού υπάρχουν περισσότερες εκδοχές του- στην καταβολή σε κάθε άτομο, από τη γέννηση έως το θάνατό του, ενός εισοδήματος, ικανού να του καλύπτει τις στοιχειώδεις του ανάγκες, χωρίς προϋπόθεση ανεπάρκειας πόρων ή κάποια άλλη ανταπόδοση (παροχή εργασίας). Με την καθολικότητα της καταβολής του, το βασικό εισόδημα θα αγκαλιάσει όλους τους πολίτες χωρίς διακρίσεις και στιγματισμούς.
Το επίδομα που θα χορηγείται στο όνομα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, για την ικανοποίηση των βασικών αναγκών διαβίωσης του ατόμου, θα παρέχει υλική ασφάλεια και θα είναι ανεξάρτητο από την αμειβόμενη εργασία. Το δικαίωμα σʼ ένα εισόδημα επιβίωσης, το ποσό του οποίου μπορεί να τοποθετηθεί λίγο πιο κάτω από τον κατώτατο μισθό, θα απορροφήσει άλλες κοινωνικές παροχές, που εμφανίζονται με μια ειδικότερη αιτία, όπως το επίδομα ανεργίας, το επίδομα θέρμανσης, κ.ά. Οι πλουσιότεροι, παρότι θα λαμβάνουν εξίσου το εν λόγω εισόδημα, θα το επιστρέφουν μέσω της φορολογίας.
Με το βασικό εισόδημα επέρχεται ουσιαστικά ρήξη ανάμεσα στο εισόδημα και την εργασία. Ο κάθε άνθρωπος θα διαθέτει, λόγω αυτής της ιδιότητάς του και μόνο, ένα επαρκές εισόδημα για να ζήσει αξιοπρεπώς. Η αποσύνδεση του βασικού εισοδήματος από την εργασία θα οδηγήσει σε μια αναστροφή της σχέσης εργασίας - μισθού: το απροϋπόθετο εισόδημα μετατρέπεται σε προτεραιότητα και η παροχή εργασίας αποκτά έναν επικουρικό και δημιουργικό χαρακτήρα. Έτσι, το άτομο, απελευθερωμένο από τους εξαναγκασμούς της αγοράς εργασίας, θα μπορεί να αφοσιωθεί και σε άλλες δραστηριότητες (οικογενειακές, κοινωνικές, πολιτιστικές και πολιτικές). Θεσμοθετώντας ένα βασικό εισόδημα, το δικαίωμα στην εργασία θα παύσει να γίνεται αντιληπτό ως αποδοχή μιας οποιασδήποτε εργασίας και εν τέλει ως αποδοχή της αλλοτρίωσης του ατόμου.
Στην καθιέρωση ενός βασικού εισοδήματος κατέλεξαν πολλοί στοχαστές, εκκινώντας από ιδεολογικά αντίθετες αφετηρίες. Αυτή η απλή ιδέα έχει μια αξιοθαύμαστη διανοητική ιστορία. Από τους ουτοπιστές μαρξιστές (Charles Fourier) μέχρι τον “αρνητικό φόρο” των φιλελεύθερων οικονομολόγων (Milton Friedman), το εισόδημα επιβίωσης υπήρξε σημείο σύγκλισης όλων εκείνων που δέχονται, κατά κάποιο τρόπο, το διαχωρισμό της οικονομικής δραστηριότητας από τη σφαίρα της αλληλεγγύης. Η ουτοπία ενός δικαιώματος στο εισόδημα που δεν θα σχετίζεται με την οικονομική δραστηριότητα, επανήλθε, στην Ευρώπη, τη δεκαετία του ΄80, για να διεκδικήσει πλέον μια υλοποιήσιμη μορφή. Στη σημερινή εποχή της βαθιάς οικονομικής κρίσης, το βασικό εισόδημα προσφέρει μια ριζοσπαστική και ταυτόχρονα εναλλακτική λύση στις δομικές αδυναμίες της αγοράς να δημιουργήσει αξιοπρεπείς θέσεις εργασίας.
Αν και διεθνώς έχουν δημιουργηθεί ακόμη και δίκτυα υποστηρικτών του καθολικού επιδόματος (όπως BIEN, Basic Income European Network), στην Ελλάδα, η ιδέα ενός τέτοιου επιδόματος παραμένει πολιτικά, επιστημονικά, ιδεολογικά αδιατύπωτη. Η εφαρμογή του καθολικού επιδόματος μετράει ήδη κάποιες δοκιμασίες: από τους σκαπανείς της κοινότητας του Speen (σύστημα Speenhamland, 1795), μέχρι τις πιο διακριτικές και συγκεκριμένες μετουσιώσεις, όπως το επίδομα που χορηγεί η Πολιτεία της Αλάσκας σε κάθε κάτοικό της (1982), από έσοδα από την εκμετάλλευση του πετρελαίου.
Γιατί αναζητούμε σήμερα ευρύτερα σχήματα αλληλεγγύης; Πολύ απλά, γιατί οι υπάρχοντες θεσμοί προστασίας που στηρίζονται πάνω στην εργασία, αδυνατούν όλο και περισσότερο να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Λ.χ. η αποσάθρωση των εργασιακών δικαιωμάτων οδηγεί στη βαθμιαία υποβάθμιση της ασφαλιστικής προστασίας. Οι σημερινοί εργαζόμενοι φτωχοί (working poors) θα είναι οι αυριανοί φτωχοί συνταξιούχοι. Η καθήλωση σε χαμηλά μισθολογικά επίπεδα δεν έχει επιπτώσεις μόνο στο τρέχον εισόδημα των εργαζομένων, αλλά και στα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα. Κι όσο πιο ανταποδοτικό γίνεται το σύστημα τόσο θα μεταβάλλεται σε καθρέπτη της μισθολογικής τους εξέλιξης.
Από την άλλη, η αξιοποίηση των αποθεματικών των ταμείων βρίσκεται σε νευρική κρίση. Η κρατική διαχείριση των αποθεματικών είναι πρωταρχικά υπεύθυνη για την εξανέμισή τους. Ας μη λησμονούμε ωστόσο ότι οποιοσδήποτε κι αν διαχειρίζεται τα αποθεματικά των ασφαλιστικών φορέων, η απόδοσή τους απαιτεί υγιείς κεφαλαιαγορές. Το στοίχημα του συστήματος, όσον αφορά την απόδοση των εισφορών, εξαρτάται από συγκυρίες που δεν ελέγχει η κοινωνία αλλά η αγορά. Κι είναι διαχρονικά σχεδόν σίγουρη η αστάθεια των αγορών.
Από την πλευρά της, η ασφάλιση ανεργίας δεν επαρκεί για να δημιουργήσει ένα ικανοποιητικό δίχτυ προστασίας. Στη χώρα μας, η κάλυψη του κινδύνου, προσανατολισμένη περισσότερο στην ανεργία τριβής, παραμένει αισθητά κάτω από τα ευρωπαϊκά standards. Πολλοί άνεργοι παραμένουν εκτός προστασίας, ενώ όσοι κατορθώσουν να εισέλθουν εντός προστατευτικού κλοιού επωφελούνται ένα μικρό ποσό επιδόματος για μια σύντομη χρονική διάρκεια.
Ακόμη αξίζει να προβάλουμε την αποτυχία της απασχολησιμότητας. Η προώθηση της επανένταξης προϋποθέτει την ύπαρξη θέσεων πλήρους εργασίας. Στην πράξη, όλοι οι μηχανισμοί επανόδου στην εργασία ώθησαν τους ανέργους σε μια ποιοτικά υποβαθμισμένη απασχόληση. Ο επαναπροσδιορισμός και η επαναστοχοθέτηση των παροχών ανεργίας λειτούργησε ουσιαστικά ως μηχανισμός προσαρμογής σε μια μεταβαλλόμενη αγορά εργασίας που έχει πλέον ανάγκη από τις λεγόμενες “μακεργασίες”, δηλαδή εργασίες προσωρινές και κακοπληρωμένες.
Η ιδέα να χορηγείται σε κάθε άνθρωπο ένα βασικό ποσό που θα του διασφαλίζει την οικονομική του ανεξαρτησία είναι απλή. Όπως επίσης κατανοητό είναι ότι το καθολικό επίδομα αποτελεί ένα είδος δίκαιης αναδιανομής του κληρονομημένου και παραγόμενου πλούτου μιας χώρας. Αυτή η τόσο απλή ιδέα αξιολογείται αρνητικά από πολλούς. Κατηγορείται κυρίως ως το άκρον άωτον της κοινωνίας των αποζημιώσεων, ως μισθοδοσία του αποκλεισμού, ως παγίδα αεργίας-ανεργίας. Οι ενστάσεις αυτές μπορεί να είναι, σε κάποιο βαθμό, ακόμη βάσιμες, αλλά θα ατονήσουν στο μέλλον μπροστά στην αναγκαιότητα θεσμοθέτησης ενός τέτοιου εισοδήματος.
Η εργασία παραμένει προς το παρόν η κύρια οδός ενσωμάτωσης. Όταν όμως δεν θα είναι δυνατή, θα καταστεί αναγκαία η στήριξη του ατόμου μέσω του εισοδήματος. Το μέλλον της ιδέας του βασικού εισοδήματος (καθολικού επιδόματος) είναι βέβαιο, όχι μόνο σε εθνικό αλλά και σʼ ευρωπαϊκό επίπεδο (ένα εισόδημα διασφάλισης, απότοκο της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, κατά τον Jean-Marc Ferry). Κάτι που χθες ήταν αδιανόητο, σήμερα μπορεί να συζητείται κι αύριο να είναι αυτονόητο. Όπως η λήψη μέτρων για την προστασία του περιβάλλοντος είναι μονόδρομος για τη διάσωση της Γης, έτσι και το εισόδημα ύπαρξης (μια ελάχιστη αναδιανομή πλούτου σε εθνική και πλανητική κλίματα) αποτελεί μια νομοτέλεια για την επιβίωση των ανθρώπων. Το δικαίωμα σʼ ένα βασικό εισόδημα, ανεξάρτητα από την κατοχή μιας θέσης εργασίας, μπορεί να αναχθεί σε εγγύηση ελευθερίας, ισότητας και ασφάλειας για τα άτομα (A. Gorz).   

  • Στην εποχή μιας μεταεργασιακής κοινωνίας. Το πιο αποφασιστικό επιχείρημα υπέρ της καθιέρωσης ενός καθολικού εισοδήματος είναι ότι εισερχόμαστε σε μια βαθιά κρίση της απασχόλησης, στην εποχή μιας μεταεργασιακής κοινωνίας. Κατά τρόπο αναπότρεπτο, οι θέσεις εργασίας όλο και μειώνονται. Η σπάνις και η προσωρινότητα της εργασίας δεν αποτελεί συγκυριακό φαινόμενο. Από την άλλη, η διηνεκής οικονομική ανάπτυξη είναι περιβαλλοντολογικά καταστροφική. Για να εξέλθουμε από το φαύλο κύκλο, θα πρέπει να υπερβούμε τις υπάρχουσες μορφές αλληλεγγύης. Επομένως, η κύρια φροντίδα των μελλοντικών κοινωνιών δεν θα είναι τόσο η ατέρμονη ανάπτυξη και η συνακόλουθη δημιουργία θέσεων εργασίας, όσο η ισόρροπη αξιοποίηση των πόρων και η δίκαιη κατανομή του υπάρχοντος πλούτου.
Επιλέξτε Κατηγορία