Βοηθώντας τον κ. Μητσοτάκη...
19/06/2022 19:00
19/06/2022 19:00
Μάθημα πρώτον:
Ο τομέας των πληροφοριών είναι καθοριστικός για την νίκη σε μία αντιπαράθεση. Όχι, μόνο, στο μέτωπο όπου η καλή γνώση των θέσεων και των αδυναμιών του αντιπάλου προσθέτει πλεονεκτήματα σε όποιον την κατέχει. Αλλά και σε επίπεδο πολιτικοδιπλωματικό.
Η κοινή λογική λέει πως η Ελλάδα έχει δίκαιο στο θέμα των νησιών και, γενικότερα, στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Αλλά δεν μπορεί να το βρει.
Η Τουρκία διαθέτει πολύ περισσότερους μηχανισμούς και τακτικές για να αποδομήσει τα ελληνικά επιχειρήματα με ψευδείς ή κατασκευασμένες επικλήσεις.
Η συνεχής επανάληψη από την Τουρκία ότι το δίκαιο στα νησιά και στο Αιγαίο, γενικότερα, είναι δικό της και ότι η Ελλάδα την απειλεί, γίνεται μία μόνιμη, καθημερινή επωδός, στην διεθνή κοινή γνώμη. Αλλά και σε ανθρώπους που λόγω θέσεως πρέπει να την πληροφορηθούν και να αναφέρουν τις πληροφορίες τους στις υπηρεσίες που εργάζονται. Είτε πρόκειται για διπλωμάτες, είτε για μυστικές υπηρεσίες, είτε για στρατιωτικούς ακολούθους, είτε για οτιδήποτε άλλο.
Αυτό το πρόβλημα η Αθήνα δεν το έχει αντιμετωπίσει.
Με απλά λόγια δεν αρκεί να έχεις δίκαιο. Πρέπει και να το προβάλεις. Και η Τουρκία στην προβολή είναι και πιο επιμονή και τα μηνύματά της στέλνονται καθημερινά υπό μορφήν ορυμαγδού πυροβολικού.
Μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την τουρκική προπαγάνδα και με ποια τακτική; Παράλληλα, βεβαίως, με την διπλωματική κινητικότητα;
Νομίζω πως ναι.
Το ένα από τα τρία κρατικά κανάλια, η ΕΡΤ3, με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ και της κομματικοποίησης ενός σημαντικού τμήματος των εργαζομένων του (στην τρέχουσα βουλή υπάρχουν πέντε βουλευτές, εργαζόμενοι της ΕΡΤ3, οι τέσσερις του ΣΥΡΙΖΑ) έχει καταστεί ανενεργό.
Θα μπορούσε η κυβέρνηση να το μετατρέψει σε κανάλι ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης. αλλά και των διεθνών διπλωματικών, και άλλων, υπηρεσιών, προβάλλοντας τις ελληνικές θέσεις.
Το κανάλι με τις κατάλληλες συνεργασίες θα μπορούσε να είχε προγράμματα σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες αλλά και σε γλώσσες άλλων χωρών των οποίων η κοινή γνώμη αλλά και η πολιτική και η διπλωματία που αναπτύσσουν ενδιαφέρουν την Ελλάδα.
Θα μπορούσε, επίσης, να αναπτυχθούν προγράμματα στην τουρκική γλώσσα ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μιας ελληνικής φωνής σε ένα περιβάλλον όπου το επίσημο αφήγημα είναι άκρως ανθελληνικό.
Με όποιον τούρκο έχω μιλήσει μου λέει πως εκείνο που τους μαθαίνουν στο σχολείο είναι να μισούν τους Έλληνες.
Είναι απορίας άξιον γιατί δεν γίνεται μία προσπάθεια να αποδομηθεί, έστω με ενημέρωση μέσω ενός τηλεοπτικού καναλιού, αυτή η σκόπιμη παραπληροφόρηση του τουρκικού λαού από ένα αυταρχικό-ολοκληρωτικό καθεστώς;
Στην Ελλάδα, αλλά και όπου αλλού το κανάλι θα έχει εμβέλεια, υπάρχουν άνθρωποι που η καθημερινή τους εργασία είναι να ενημερώνουν τις υπηρεσίες που εργάζονται. Η παρακολούθηση ενός καναλιού που μεταφέρει τις απόψεις της χώρας είναι μία αξιόπιστη πηγή ανοικτής ενημέρωσης.
Θα μπορούσαν, επίσης, να δοθούν εκπομπές σε φορείς ή μεμονωμένα πρόσωπα της μειονότητας που δεν καθοδηγούνται από το τουρκικό προξενείο και δεν έχουν εχθρική διάθεση προς την Ελλάδα. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ενημέρωσης θα μπορούσαν να αναπαράγουν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, τα ήθη τους, την ενημέρωση των συμπολιτών τους για θέματα που τους αφορούν. Θα αναδείξουν, έτσι, μία διαφορετική συνείδηση από τον τουρκισμό που θέλει να τους επιβάλλει η Άγκυρα ή, θα δοθεί η δυνατότητα, ακόμη και σε τουρκογενείς να αποστούν από τις τουρκικές δαγκάνες.
Θα μπορούσε, επίσης, να προβληθεί η απάνθρωπη πολιτική της Τουρκίας στα ανθρώπινα δικαιώματα, η αλήθεια του ποιος πνίγει τους μετανάστες, η βαρβαρότητα του καθεστώτος της.
Είναι απορίας άξιον γιατί δεν κάνει κάτι το αυτονόητο η Αθήνα. Η απάντηση που μου έχουν δώσει όσους ρώτησα και βρίσκονται κοντά σε κέντρα εξουσίας είναι ότι οι πρωθυπουργοί των τελευταίων ετών δεν ενδιαφέρονται για την χώρα αλλά κάνουν δημόσιες σχέσεις.
Μάθημα δεύτερον:
Πρέπει να αρχίσουμε να διακρίνουμε τι κόσμος διαμορφώνεται και πως πορευόμαστε και εμείς. Είτε ο γιαλός είναι στραβός, είτε εμείς στραβά αρμενίζουμε κάτι πρέπει να γίνει και να διορθώσουμε πορεία.
Τα δεδομένα που έχουμε είναι ότι οι δύο κύριοι πολιτικοί σχηματισμοί είναι ο μεν ένας δεδομένος, ο δε άλλος δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Ένα συνονθύλευμα θυμωμένων, από τι είναι απροσδιόριστο, αρκετά καιροσκόπων με αποδομητικές τάσεις και πολιτικές στο τι είμαστε, τι θέλουμε και που πηγαίνουμε.
Πρέπει να υπάρξει ένας τρίτος πόλος που θα καλύπτει τα τεράστια κενά στην λειτουργία του κράτους και στην ταυτότητα και τον αυτοπροσδιορισμό της κοινωνίας.
Και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ασφάλεια και ευημερία του ελληνικού λαού.
Μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο αυτό ο τρίτος, υφιστάμενος σήμερα, πολιτικός σχηματισμός; Το ερώτημα προς το παρόν παραμένει ανοικτό.
Η φάση που βρισκόμαστε είναι ένα μεταβατικό στάδιο που καθορίζεται από το πόλεμο στην Ουκρανία.
Νικητής δεν διαφαίνεται, ακόμη, αν και τα σημεία δείχνουν πως, στρατιωτικά, μικρά βήματα πραγματοποιεί η Ρωσία.
Στον δυτικό κόσμο έχουν διαμορφωθεί δύο απόψεις. Μία που μιλούσε για ανάγκη συντριβής του Πούτιν για να μην μπορέσει να σηκώσει κεφάλι ο αυταρχισμός (και στα καθ’ ημάς παραλληλίζει την Ρωσία με την Τουρκία). Και μία άλλη που εκφράστηκε από τον Κίσιγκερ και ζητά να δοθεί οδός διαφυγής στην Ρωσία.
Και η μία και η άλλη άποψη περιορίζουν τα όρια του κόσμου. Υπονομεύουν το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Θεωρούν την Ρωσία, πρωτίστως, απειλή με την οποία δεν πρέπει να συναλλάσσεται κανείς και την Κίνα, στην καλύτερη περίπτωση πρόκληση από την οποία, επίσης πρέπει να απεξαρτηθούμε. Υψώνουν ένα νέο Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Και με τις δύο χώρες, όμως, η Ευρώπη έχει σχέσεις και, μάλιστα, στενές. Όχι, μόνο, πολιτικές ή πολιτισμικές αλλά και οικονομικές.
Το φάσμα της ενεργειακής κρίσης και του επισιτιστικού προβλήματος με την απομόνωση της Ρωσίας, είναι ορατό. Με τις πιέσεις που ασκούνται για απεξάρτηση από την Κίνα, θα περιοριστούν και οι δυνατότητες της οικονομίας, κυρίως, της Γερμανικής.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στο Νταβός, προειδοποίησε ότι οι δυτικές χώρες δεν πρέπει να ανταλλάσσουν την ασφάλεια με οικονομικό κέρδος, επισημαίνοντας τους κινδύνους που εγκυμονεί η ανεξέλεγκτη διατήρηση στενών οικονομικών δεσμών με τη Ρωσία και την Κίνα.
Αλλά για τη Γερμανική οικονομία η οποία είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ η Κίνα αποτελεί κρίσιμη αγορά εισαγωγών και εξαγωγών.
Ωραία, να απεξαρτηθούμε από τις αυταρχικές χώρες, όπως μας συνιστά ο ακραία φιλότουρκος ΓΓ του ΝΑΤΟ. Πού θα πωλήσουμε τα εμπορεύματά μας και από που θα εισάγουμε πρώτες ύλες και ενέργεια;
Στα ενεργειακά, μία εναλλακτική λύση θα μπορούσε να είναι ο αγωγός EastMed τον οποίο, όμως, δεν αξιοποιούν όλοι όσοι είναι κατά των αυταρχικών καθεστώτων. Αυταρχικό καθεστώς είναι και το τουρκικό αλλά το ΝΑΤΟ και, ιδίως, ο απαράδεκτος για τον φιλοτουρκισμό του Γενικός Γραμματέας του αποφεύγουν να θίξουν την αναθεωρητική πολιτική του.
Αν ισχύει η θέση Στόλτενμπεργκ ότι οι δυτικές χώρες δεν πρέπει να ανταλλάσσουν την ασφάλεια με οικονομικό κέρδος, τότε δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο το κόστος του EastMed προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενεργειακή αυτοδυναμία της Δύσης. Εκτός και αν χρησιμοποιούμε δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Και δυστυχώς, αυτό γίνεται. Αλλά η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη και εγκυμονεί κινδύνους.
Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε. Καταγράφουμε τους κινδύνους χωρίς αξιόπιστη πολιτική αντιμετώπισής τους.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19.06.2022Μάθημα πρώτον:
Ο τομέας των πληροφοριών είναι καθοριστικός για την νίκη σε μία αντιπαράθεση. Όχι, μόνο, στο μέτωπο όπου η καλή γνώση των θέσεων και των αδυναμιών του αντιπάλου προσθέτει πλεονεκτήματα σε όποιον την κατέχει. Αλλά και σε επίπεδο πολιτικοδιπλωματικό.
Η κοινή λογική λέει πως η Ελλάδα έχει δίκαιο στο θέμα των νησιών και, γενικότερα, στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Αλλά δεν μπορεί να το βρει.
Η Τουρκία διαθέτει πολύ περισσότερους μηχανισμούς και τακτικές για να αποδομήσει τα ελληνικά επιχειρήματα με ψευδείς ή κατασκευασμένες επικλήσεις.
Η συνεχής επανάληψη από την Τουρκία ότι το δίκαιο στα νησιά και στο Αιγαίο, γενικότερα, είναι δικό της και ότι η Ελλάδα την απειλεί, γίνεται μία μόνιμη, καθημερινή επωδός, στην διεθνή κοινή γνώμη. Αλλά και σε ανθρώπους που λόγω θέσεως πρέπει να την πληροφορηθούν και να αναφέρουν τις πληροφορίες τους στις υπηρεσίες που εργάζονται. Είτε πρόκειται για διπλωμάτες, είτε για μυστικές υπηρεσίες, είτε για στρατιωτικούς ακολούθους, είτε για οτιδήποτε άλλο.
Αυτό το πρόβλημα η Αθήνα δεν το έχει αντιμετωπίσει.
Με απλά λόγια δεν αρκεί να έχεις δίκαιο. Πρέπει και να το προβάλεις. Και η Τουρκία στην προβολή είναι και πιο επιμονή και τα μηνύματά της στέλνονται καθημερινά υπό μορφήν ορυμαγδού πυροβολικού.
Μπορεί η Ελλάδα να αντιμετωπίσει την τουρκική προπαγάνδα και με ποια τακτική; Παράλληλα, βεβαίως, με την διπλωματική κινητικότητα;
Νομίζω πως ναι.
Το ένα από τα τρία κρατικά κανάλια, η ΕΡΤ3, με ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ και της κομματικοποίησης ενός σημαντικού τμήματος των εργαζομένων του (στην τρέχουσα βουλή υπάρχουν πέντε βουλευτές, εργαζόμενοι της ΕΡΤ3, οι τέσσερις του ΣΥΡΙΖΑ) έχει καταστεί ανενεργό.
Θα μπορούσε η κυβέρνηση να το μετατρέψει σε κανάλι ενημέρωσης της διεθνούς κοινής γνώμης. αλλά και των διεθνών διπλωματικών, και άλλων, υπηρεσιών, προβάλλοντας τις ελληνικές θέσεις.
Το κανάλι με τις κατάλληλες συνεργασίες θα μπορούσε να είχε προγράμματα σε διάφορες ευρωπαϊκές γλώσσες αλλά και σε γλώσσες άλλων χωρών των οποίων η κοινή γνώμη αλλά και η πολιτική και η διπλωματία που αναπτύσσουν ενδιαφέρουν την Ελλάδα.
Θα μπορούσε, επίσης, να αναπτυχθούν προγράμματα στην τουρκική γλώσσα ώστε να υπάρχει η δυνατότητα μιας ελληνικής φωνής σε ένα περιβάλλον όπου το επίσημο αφήγημα είναι άκρως ανθελληνικό.
Με όποιον τούρκο έχω μιλήσει μου λέει πως εκείνο που τους μαθαίνουν στο σχολείο είναι να μισούν τους Έλληνες.
Είναι απορίας άξιον γιατί δεν γίνεται μία προσπάθεια να αποδομηθεί, έστω με ενημέρωση μέσω ενός τηλεοπτικού καναλιού, αυτή η σκόπιμη παραπληροφόρηση του τουρκικού λαού από ένα αυταρχικό-ολοκληρωτικό καθεστώς;
Στην Ελλάδα, αλλά και όπου αλλού το κανάλι θα έχει εμβέλεια, υπάρχουν άνθρωποι που η καθημερινή τους εργασία είναι να ενημερώνουν τις υπηρεσίες που εργάζονται. Η παρακολούθηση ενός καναλιού που μεταφέρει τις απόψεις της χώρας είναι μία αξιόπιστη πηγή ανοικτής ενημέρωσης.
Θα μπορούσαν, επίσης, να δοθούν εκπομπές σε φορείς ή μεμονωμένα πρόσωπα της μειονότητας που δεν καθοδηγούνται από το τουρκικό προξενείο και δεν έχουν εχθρική διάθεση προς την Ελλάδα. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες ενημέρωσης θα μπορούσαν να αναπαράγουν τον ιδιαίτερο πολιτισμό τους, τα ήθη τους, την ενημέρωση των συμπολιτών τους για θέματα που τους αφορούν. Θα αναδείξουν, έτσι, μία διαφορετική συνείδηση από τον τουρκισμό που θέλει να τους επιβάλλει η Άγκυρα ή, θα δοθεί η δυνατότητα, ακόμη και σε τουρκογενείς να αποστούν από τις τουρκικές δαγκάνες.
Θα μπορούσε, επίσης, να προβληθεί η απάνθρωπη πολιτική της Τουρκίας στα ανθρώπινα δικαιώματα, η αλήθεια του ποιος πνίγει τους μετανάστες, η βαρβαρότητα του καθεστώτος της.
Είναι απορίας άξιον γιατί δεν κάνει κάτι το αυτονόητο η Αθήνα. Η απάντηση που μου έχουν δώσει όσους ρώτησα και βρίσκονται κοντά σε κέντρα εξουσίας είναι ότι οι πρωθυπουργοί των τελευταίων ετών δεν ενδιαφέρονται για την χώρα αλλά κάνουν δημόσιες σχέσεις.
Μάθημα δεύτερον:
Πρέπει να αρχίσουμε να διακρίνουμε τι κόσμος διαμορφώνεται και πως πορευόμαστε και εμείς. Είτε ο γιαλός είναι στραβός, είτε εμείς στραβά αρμενίζουμε κάτι πρέπει να γίνει και να διορθώσουμε πορεία.
Τα δεδομένα που έχουμε είναι ότι οι δύο κύριοι πολιτικοί σχηματισμοί είναι ο μεν ένας δεδομένος, ο δε άλλος δεν ξέρει που πατά και που πηγαίνει. Ένα συνονθύλευμα θυμωμένων, από τι είναι απροσδιόριστο, αρκετά καιροσκόπων με αποδομητικές τάσεις και πολιτικές στο τι είμαστε, τι θέλουμε και που πηγαίνουμε.
Πρέπει να υπάρξει ένας τρίτος πόλος που θα καλύπτει τα τεράστια κενά στην λειτουργία του κράτους και στην ταυτότητα και τον αυτοπροσδιορισμό της κοινωνίας.
Και θα διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για ασφάλεια και ευημερία του ελληνικού λαού.
Μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο αυτό ο τρίτος, υφιστάμενος σήμερα, πολιτικός σχηματισμός; Το ερώτημα προς το παρόν παραμένει ανοικτό.
Η φάση που βρισκόμαστε είναι ένα μεταβατικό στάδιο που καθορίζεται από το πόλεμο στην Ουκρανία.
Νικητής δεν διαφαίνεται, ακόμη, αν και τα σημεία δείχνουν πως, στρατιωτικά, μικρά βήματα πραγματοποιεί η Ρωσία.
Στον δυτικό κόσμο έχουν διαμορφωθεί δύο απόψεις. Μία που μιλούσε για ανάγκη συντριβής του Πούτιν για να μην μπορέσει να σηκώσει κεφάλι ο αυταρχισμός (και στα καθ’ ημάς παραλληλίζει την Ρωσία με την Τουρκία). Και μία άλλη που εκφράστηκε από τον Κίσιγκερ και ζητά να δοθεί οδός διαφυγής στην Ρωσία.
Και η μία και η άλλη άποψη περιορίζουν τα όρια του κόσμου. Υπονομεύουν το σύστημα της ελεύθερης αγοράς. Θεωρούν την Ρωσία, πρωτίστως, απειλή με την οποία δεν πρέπει να συναλλάσσεται κανείς και την Κίνα, στην καλύτερη περίπτωση πρόκληση από την οποία, επίσης πρέπει να απεξαρτηθούμε. Υψώνουν ένα νέο Σιδηρούν Παραπέτασμα.
Και με τις δύο χώρες, όμως, η Ευρώπη έχει σχέσεις και, μάλιστα, στενές. Όχι, μόνο, πολιτικές ή πολιτισμικές αλλά και οικονομικές.
Το φάσμα της ενεργειακής κρίσης και του επισιτιστικού προβλήματος με την απομόνωση της Ρωσίας, είναι ορατό. Με τις πιέσεις που ασκούνται για απεξάρτηση από την Κίνα, θα περιοριστούν και οι δυνατότητες της οικονομίας, κυρίως, της Γερμανικής.
Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ στο Νταβός, προειδοποίησε ότι οι δυτικές χώρες δεν πρέπει να ανταλλάσσουν την ασφάλεια με οικονομικό κέρδος, επισημαίνοντας τους κινδύνους που εγκυμονεί η ανεξέλεγκτη διατήρηση στενών οικονομικών δεσμών με τη Ρωσία και την Κίνα.
Αλλά για τη Γερμανική οικονομία η οποία είναι η μεγαλύτερη στην ΕΕ η Κίνα αποτελεί κρίσιμη αγορά εισαγωγών και εξαγωγών.
Ωραία, να απεξαρτηθούμε από τις αυταρχικές χώρες, όπως μας συνιστά ο ακραία φιλότουρκος ΓΓ του ΝΑΤΟ. Πού θα πωλήσουμε τα εμπορεύματά μας και από που θα εισάγουμε πρώτες ύλες και ενέργεια;
Στα ενεργειακά, μία εναλλακτική λύση θα μπορούσε να είναι ο αγωγός EastMed τον οποίο, όμως, δεν αξιοποιούν όλοι όσοι είναι κατά των αυταρχικών καθεστώτων. Αυταρχικό καθεστώς είναι και το τουρκικό αλλά το ΝΑΤΟ και, ιδίως, ο απαράδεκτος για τον φιλοτουρκισμό του Γενικός Γραμματέας του αποφεύγουν να θίξουν την αναθεωρητική πολιτική του.
Αν ισχύει η θέση Στόλτενμπεργκ ότι οι δυτικές χώρες δεν πρέπει να ανταλλάσσουν την ασφάλεια με οικονομικό κέρδος, τότε δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο το κόστος του EastMed προκειμένου να εξασφαλιστεί η ενεργειακή αυτοδυναμία της Δύσης. Εκτός και αν χρησιμοποιούμε δύο μέτρα και δύο σταθμά.
Και δυστυχώς, αυτό γίνεται. Αλλά η πολιτική αυτή είναι αδιέξοδη και εγκυμονεί κινδύνους.
Στο σημείο αυτό βρισκόμαστε. Καταγράφουμε τους κινδύνους χωρίς αξιόπιστη πολιτική αντιμετώπισής τους.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19.06.2022
ΣΧΟΛΙΑ